Further tags

Λέξη η σημασία της οποίας γίνεται αντιληπτή στην Βόρεια Ελλάδα κυρίως και βασικά στη Θεσσαλονίκη. Δεν την χρησιμοποιούμε συχνά στην πρωτεύουσα λοιπόν γιατί μάλλον δεν θα μας καταλάβει κανείς. Το λάμδα εξυπακούεται ότι είναι παχύ σαν τον Βαγγέλη τον Βενιζέλο.

Πρόκειται φυσικά για την πασίγνωστη σε όλους μας ρετσίνα «Μαλαματίνα», το αλκοολούχο νέκταρ των φτωχών πλην τίμιων καφενόβιων. Συνοδεύοντας συνήθως λίγο τσιτσί δημιουργεί έναν συνδυασμό που μένει αξέχαστος. Αλλά πού να ξέρουμε εμείς οι χαμουτζήδες...

- Τι θα πιείτε παιδιά;
- Εγώ μια μπύρα.
- Κι εγώ μια μαλ(λ)άμω.
- Έγινε.

(από Παγράτσου Κολιάτι, 22/10/13)(από allivegp, 23/10/13)

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α) Το «πουστιά» καλυμμένο δια της αφαιρέσεως του «υ».

Έπαιζε πολύ μεταξύ νεολαίων κάπου στα 80ζ.
Εκφερόμενο συνδυάζει το κουνιστό τού περιεχομένου με ειρωνεία ή και κράξιμο με έκδηλο τον προσποιητό καθωσπρεπισμό.

Το δε κλισαρισμένο «Πω πω (μαλάκα μου) ποστιά (που σου έκανε)!!», συχνά χρησιμοποιούνταν από εφήβους που γούσταραν χαβαλέ καυγά για να αναγκάσει τον δήθεν θιγόμενο να αντιδράσει έντονα μην αφήνοντάς του χώρο να το παίξει άνετος σε μια υποτιθέμενη προσβόλα.

Σχεδόν ξεχασμένη, αναβίωσε τάχιστα και συνέβαλε στο να περπατήσει γοργά ο με προέλευση από το πολυσήμαντο εγγλέζικο «post» ομώνυμος νεολογισμός που σημαίνει την

Β) ανάρτηση σε κάποιο σάη στο νέτι μιας ανακοίνωσης, δήλωσης, εικόνας ή ενός σχολίου, μηνύματος ή βίντεο.

Εξού και τα συχνότατα: «Κοίτα ποστιά που έκανε!!», «Τι ποστιά ήταν αυτή;» και τα σχετικά λογοπαίγνια.

Α1.
Δεν ξέρω αλλά έχω κακό προαίσθημα. Ότι δηλαδή μας την είχαν στημένη. Περίμεναν να χάσει ο λατρεμένος Γκιγιέρμο Όγιος ένα ματς, απ' αυτούς τους περίεργους τους Δε Στρόνγκεστ, για να τον πετάξουν έξω. Από το ψιλοψάξιμο που έκανα αυτή η εντύπωση μου έμεινε. Δηλαδή έγινε ποστιά. Μεγάλη ποστιά. Στα μουλωχτά και στα ύπουλα. Ας ελπίσουμε ότι δεν έγινε κάτι τέτοιο. Απλά ψάχνω το πρόγραμμα και δεν βλέπω την χιλιοτραγουδισμένη Μπολιβάρ

Α2.
Να πάρεις Gardena που είναι και καλοί και σε λογικές τιμές. (κάνα 50άρι). Ο φθηνός άμα σπάσει σε κάνα παγετό η από ζέστη-κρύο , θα τα πληρώσεις σε νερά μετά. Όχι ότι η Gardena είναι άριστη, είναι όμως επώνυμη και έχει 2 χρόνια εγγύηση. Και άμα θες να κάνεις και ποστιά αν χαλάσει εκτός εγγύησης, παίρνεις ένα καινούργιο ίδιο και με την νέα απόδειξη μετά από καιρό επιστρέφεις το παλιό! (να μάθουν να έχουν τα ίδια μοντέλα 200 χρόνια)!!!!!! Που; Στο Praktiker!

Β1.
Πέρασε καιρός από την τελευταία ποστιά, είμαι σίγουρος ότι θα ανησυχήσατε. Διακοπές και άλλοι προσωπικοί λόγοι με κράτησαν μακριά σας τόσο καιρό. Αλλά μην αγχώνεστε άλλο! Επιστρέφω δριμύτερος! Όχι τώρα αλλά μες στην βδομάδα θα δείτε (και θα διαβάσετε πολλά)!

Β2.
- Ω ρε πΟστιά που έκανε ο μακαλάκας !
- Έχετε δίκιο συγνώμη. Δε θα ξανασυμβεί!
- Χρήστο, εσύ έκανες τη ποστιά; Τσ τσ τς

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χρεωκοπία ενός νομικού, φυσικού ή άλλου προσώπου, ενός κράτους, μιας ιδέας, ενός σαϊτόστ, γουτέβα.

Λολοπαίγνιο στο φουντάρω και το αγγλικάνικο foundation (ίδρυμα). Βλ. και το γαμοσλανγκοεπίθημα -έϊσ(ι)ο(ν).

1.
Πάει για φουντέισον η Praktiker; Με πτώση πάνω από 70% για τη μετοχή της Praktiker, καθώς η εταιρία είναι αντιμέτωπη με τη χρεοκοπία, αφού απέτυχαν οι διαπραγματεύσεις για την αναδιάρθρωσή της.

2.
Πάει για φουντέισον και το «Ερρίκος Ντυνάν»;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εθνοφαυλιστικό για την Ελλάδα (άκα Ελλαδιστάν), το οποίο θίγει το ζήτημα του σήριαλ συνεχών μεταρρυθμίσεων τις οποίες επαγγέλλονται οι πολιτικοί.

Ο όρος χρησιμοποιείται από όσους θεωρούν ότι η λαγνεία των μεταρρυθμίσεων είναι ο βεριτάμπλ σκοταδισμός που θα οδηγήσει σε ζοφερή εσπερία (pun unintended) την Ελλάδα. Με άλλα λόγια χρησιμοποιείται από συριζορθόδοξους και άλλες δυνάμεις της Αριστεράς και της Συντήρησης που χρησιμοποιούν και τους όρους Φωταδιστάν, Διαφωτιστάν, Εκσυγχρονιστάν και ταλιμπάν. Το ενδιαφέρον ρητορικώς είναι ότι αντλούν μια κατηγορία από τους ιδεολογικούς αντιπάλους, ήτοι ότι η Ελλάδα είναι μια ανατολίτικη οπισθοδρομική χώρα, και την στρέφουν εναντίον τους, θεωρώντας το πρώκταγμα των μεταρρυθμίσεων ως τον κατ' εξοχήν φουνταμενταλισμό.

Μπορεί, όμως, ιδίως λόγω της πρόσφατης κρίσης, να χρησιμοποιηθεί και από όσους (από όπου κι αν προέρχονται) θεωρούν ότι ειδικά στην Ελλάδα οι θρυλούμενες μεταρρυθμίσεις γίνονται με υπερβολικά αργό, με μισή καρδιά, αλυσιτελή, και εντέλει ανατολίτικο τρόπο, ένα πράμα σαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία που μεταρρυθμιζόταν επί τρεις αιώνες κι όμως δεν απέφυγε την τελική κατάρρευση.

1. Ένα είναι σίγουρο:ότι θα προσπαθήσουμε εμείς οι φοιτητές να μην γίνουμε η πτωχή (ευρωπαϊκή, ΕΕ-ική, καλλίτερα) επαρχία του Μεταρρυθμιστάν και Ψευδοεκσυγχρονιστάν.

2. Και η «Ε», που φιλοξενεί σίγουρα ΚΑΙ (πλην άλλων αρκετών εξαιρέτων και αξιολογότατων) αρκετούς οπαδούς του προσφυώς επονομαζομένου- Εκσυγχρονιστάν (και κρυφίως Μεταρρυθμιστάν, πολύ φοβούμαι), είναι σημαντικό, ότι αντιπολιτεύθηκε το ΠαΣοΚ...

  1. Κοίτα να τον κολλήσεις [τον Κ. Μητσοτάκη πυρετό], να μη σε ξεπλένει όλο το μεταρρυθμιστάν σύσσωμο μετά. (Από το Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλοβυρνιά που χαρακτηρίζει τον τέλειο άντρα, αυτόν που συνδυάζει την αγριάδα ενός πιτ μπουλ με την τρυφερότητα ενός σπιτόγατου.

Πάσα (Δ.Π.): Allivegp.

- Μου αρέσει που ο Γιάννης μου είναι σπιτόγατος. Καθόμαστε όλη την Κυριακή και κάνουμε κοκούνινγκ!
- Εμένα ο δικός μου είναι σπιτ μπουλ. Όλη τη μέρα κάνουμε γκουζγκούνινγκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει συνηθίσει να κατεβάζει μεγάλες ποσότητες μπύρας και δεν τον πιάνει τίποτα.

- Τον βλέπω, έχει αρχίσει να θολώνει το ματάκι του, μετά από το πέμπτο ποτήρι.
- Μπα δεν έχει ανάγκη αυτός. Είναι πολύ έμπυρος για να πάθει κάτι τέτοιο.

(από Khan, 02/04/14)

Δες και εμπυρία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδεύουνε έτσι το Πάντειο Πανεπιστήμιο ότι απλώς μπερμπαντεύουν κτλ.

Επειδή πήρε ένα κωλοσφούγγι από την Μπερμπάντειο πιστεύει ότι θα βρει δουλειά. Για ντελιβερά τον κόβω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεαρή μουνίτσα που βγάζει μια κομμουνίλα λόγω ιδεολογικών απόψεων και που ό,τι λέει σου έρχεται να της πεις «άσε μας κομμουνίτσα μου».

Άσε μας κομμουνίτσα μου που θα 'ρθω να σε βρω στην ΕΡΤ. Εγώ για καφέ στο Κολωνάκι θέλω να πάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που εξετάζει ενδελεχώς, με την επιστημονική ακρίβεια και με την σχολαστικότητα ενός προφέσορα τις συνθήκες υγιεινής και καθαριότητας του περιβάλλοντα χώρου, όπου θα εναποθέσει την πολυτιμοτάτη, την ανεκτιμήτου αξίας κουράδα του. Είναι εκείνος ο δυσκοίλιος τύπος, που προ του χεσίματος ψεκάζει και βάζει μαντηλάκια πάνω στις λεκάνες από τις ξένες τουαλέτες, μην τυχόν και πάθει τίποτα μητρικά. Όταν ένας προχέσορας ξεπερνάει τα όρια της υπερβολής χαρακτηρίζεται και ως κοπρίτανης. Χρησιμοποιείται και υποτιμητικά για τον γουόναμπι καταρτισμένο.

  1. - Πήγα στην τουαλέτα και ήτανε χάλια. Γραμμένοι τοίχοι, λερωμένες βρύσες, θαμποί καθρέπτες.
    - Εντάξει, σε κωλόμπαρο ήμαστε. Τι περίμενες;
    - Κοίτα... Λίγο καθαριότητα δεν βλάπτει, έτσι;
    - Έλα ρε προχέσορα.

  2. Και όπως πάντα, σε άρθρο του Δ. Μιχάλη ο πρώτος που σχολιάζει είναι ο προχέσορας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος/-α γελάει και φαίνονται τα δόντια του (όπως συνήθως όταν βγαίνουμε φωτογραφίες και χαμογελάμε).

Υ.Σ: Εδώ θα ανέβαζα κάποιο βιντεάκι για να καταλάβετε πώς το εννοώ αλλά έψαχνα επί μισή ώρα και δε βρήκα κάτι άξιο λόγου. Συνήθως γελάνε έτσι οι old school μαμάδες / θείες κτλπ κτλπ, δλδ είναι σπάνιο να βρεις κάποιο τη σήμερον ημέρα να το κάνει αυτό, αλλά ήδη θα κατάλαβες τι εννοώ οπότε ζάμα το!

Λέει κάποιος ένα αστείο που δεν είναι κ τόσο αστείο -σα τις κρυάδες απ' τη σειρά «Κωνσταντίνου & Ελένης»- κ ο άλλος ξεκαρδίζεται.
- Τι χλιμιντρίζεις ρε;

Αν-άλογο γέλιο (από σφυρίζων, 23/11/13)(από σφυρίζων, 23/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified