Further tags

Ερώτηση που απευθύνεται σε νυσταγμένο συνομιλητή, όχι από ενδιαφέρον για να τον νανουρίσει, αλλά αντιθέτως με σκοπό να τον ξυπνήσει και να τον ξεσηκώσει, διεγείροντας τη φαντασία του και μεταφέροντας τον σε περιοχές θερμές και υγρές, με το παραπάνω λεκτικό σαλτανάτι.

Προς τον συγκάτοικό του, που χασμουριέται:
- Έλα, ρε φίλε, τι έγινε; μου νύσταξες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο του όρου «ο καθ' ύλην αρμόδιος».

Το λέμε για κάποιον συνήθως δημόσιο υπάλληλο που μας έκανε να πούμε το δεσπότη Παναγιώτη και μας οδήγησε «πιο πέρα κι απ΄εκεί που συχνάζ' η Φλέσσα», τις περισσότερες φορές επειδή είχε μαύρα μεσάνυχτα επί του θέματος.

Για να τονιστεί το τελευταίο, λέγεται και το ο καθίκης αναρμόδιος σαν υπερθετικός του ο καθ' ύλην αναρμόδιος.

Το ο και γαμώ το καντήλι(ν) του αναρμόδιος το αφήνω στη φαντασία του καθενός σας και σας εύχομαι να μη σας τύχει.

- Ρε μπαγάσα, εσύ που 'σε παθός και μαθιός, τι κάνουμε για μια άδεια για μπουγατσατζίδικο;
- Ά!! Χέσε τον Μαλακόπουλο που 'ναι ο καθίκης αρμόδιος και μίλα με τον Μπάμπη το χοντρό στη γραμματεία να σε ξεστραβώσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοναχά στον πληθυντικό: κουμπούρια σημαίνει τα βυζιά (όχι τα βυζάκια) που κάνουν μπαμ.

Διαβάστε προσεκτικά τους στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου που τραγουδήθηκαν και από την Πρωτοψάλτη για να δείτε το λογοπαίγνιο με τις δυο έννοιες της λέξης.

Η Μαλάμω με καμάρι
που μοσχοβολά θυμάρι
μεσ' στους δρόμους της Αθήνας
έχει εννιά γι' αυτήν ο μήνας
τα κουμπούρια γεμισμένα
τα 'χει πάντα κουμπωμένα
κι όλοι τρέχουν να τη δουν
με καημό και τραγουδούν.

Μαλάμω με τη φούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
πανάθεμα τη φούρια σου
Μπαμ και Μπουμ
οι κουμπουριές
φυτεύεις βόλια στις καρδιές.

Απαράτησε τα γίδια
τα σιγκούνια τα στολίδια
στην Αθήνα μάνι-μάνι
έβανε κοντό φουστάνι
τα κουμπούρια της γεμάτα
τα κουνά π' αναθεμά τα
τα κουνά και περπατάει
κι όλη η Αθήνα τραγουδάει.

Μαλάμω με τη φούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
πανάθεμα τη φούρια σου
Μπαμ και Μπουμ
οι κουμπουριές
φυτεύεις βόλια στις καρδιές.

Ρίχνει βόλια η ματιά της
η πλεξούδα η ξανθιά της
με τα φρύδια τα γραμμένα
τα κουμπούρια γεμισμένα
ξεχειλά δροσά και νιάτα
η Μαλάμω η χωριάτα
με λαχτάρα την κοιτάζουν
τραγουδούν κι αναστενάζουν

Μαλάμω με τη φούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
πανάθεμα τη φούρια σου
Μπαμ και Μπουμ
οι κουμπουριές
φυτεύεις βόλια στις καρδιές.

Got a better definition? Add it!

Published

Το κοινό γάλα εβαπορέ.

Από το εβαπορέ (evaporated, αφυγραμένο, εξατμισμένο) και το βαπόρι (πλοίο, καράβι).

- Θέλεις φρέσκο γάλα στο καφέ.
- Όχι φρέσκο. Βαπορίσιο, ρε μάνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χαϊδευτικά, το φανταράκι που υπηρετεί στη Γκατζολία.

  2. Το πραγματικά περίφημο γάλα «Ροδοπάκι» που διατίθονταν στο ΚΨΜ όταν εγώ υπηρετούσα.

Παρεμπιπτόντως το Μίλκο δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά του. Εννοείται πως οι ντόπιοι δεν το αποκαλούν ποτέ έτσι.

  1. - Πού έκανες φανταρικό; - Γκατζολάκι ήμουνα. - Άντε ρε! Εγώ Διδυμότειχο μπλουζ.

  2. - Πιάσε δυο γκατζολάκια. - Σιγά! θα στομαχιάσεις.

(από sstteffannoss, 02/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με όλα τα κομφόρ, αντζελιστί.

Ως λολοπαίγνιο, σερβίρεται κυρίως από αστειάτορες συνοδεία γαργαλιέρας.

Πάσα: Perkins.

- Ναι ναι και με όλα τα Ροκφόρ
(σχόλιο Perky, εδώ)

- σε ακριτικά νησιά δεν πάω επειδή δεν έχουν όλα τα ροκφόρ, θέλω τις ανέσεις μου!
(εκεί)

- Στας εξοχάς και ολα τα ροκφόρ..Θαλασσίτσα, τραγουδάκι, υψηλον φρόνημα, Περπατησιά αγέρωχη εις τας ερημικάς λεοφώρους των κοσμοπολίτικων νησιών...εεε Μακρονησος, Αι Σράτης..εεεε!
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο του «παθός και μαθός» που είναι λογοπαίγνιο του «παθών μαθών», άρα λογοπαίγνιον στο τετράγωνον.

Σημαίνει βέβαια «έπαθα κι έμαθα», αλλά όταν απευθύνεται σε άλλον ενέχει κακεντρέχεια μεγάλη, τουτέστι «τα 'θελε ο κώλος σου», «πήγαινες φυρί φυρί», «τα 'θελες και τα 'παθες», «εγώ σου τά 'λεγα«) κοκ

- Έφαγα στη μάπα ένα μποτιλιάρισμα αδερφάκι μου, άλλο πράμα!! Δε με ξαναξεκουνάει κανείς καθαροδευτέρα, με καμιά κυβέρνηση.
- Παθός και Μαθιός, μαλάκα.

(από perkins, 02/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πτυχίο πανεπιστημίου της ψωροτζέφραινας, αυτό που προσφέρει κάθε εχέγγυο να ενταχθείς κι εσύ στην γενιά των 700 Ευρώ. Και δεν αναφερόμεθα σε ΤΕΙ Ζαμπονοκοπτικής, μιλάμε για Μαθηματικό Πατρών και βάλε.

Αλλά ας μη γκρινιάζουμε, υπάρχει κι η οικοδομή.

- Ήμουν κι εγώ, κάποτε, ένα συμβατικό παιδί, με τους γονείς μου και τη μικρότερη αδερφή μου, δηλαδή ένα παιδί της μάζας (άχρωμο, άοσμο και άγευστο) που κάποια στιγμή κατάφερε να μπει στο πανεπιστήμιο και να πάρει το «πτωχείο» του ως Μαθηματικός.
(εδώ)

- Στη φτωχοελλάδα που ψωμολυσσαει ηρθαν ολοι και βρηκαν δουλεια και εγω με πτωχιο πανεπιστημιου δε μπορώ!!!
(εκεί)

(από Vrastaman, 01/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δε με νοιάζει, γράφω κάτι στα παλιά μου τα παπούτσια. Παρόμοιο με το κλάιν μάιν.

- Ρε άμα σε πιάσουν χωρίς ασφάλεια θα φας τρελό πρόστιμο!
- Πουτς μάιν κλάιν. Δε με πιάνει κανένας εμένα με το Golf.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο νόημα είναι ακριβώς το ίδιο με τα:

Όμως, είναι προφανής η παραδόξως εντονότερη χροιά ορεσίβιας χυδαιότητας, παρότι και καθώς το γκλούτσα πρέπει να αναφέρεται στην γκλίτσα εξού και το παρατιθέμενο σε άλλο forum:

- Άκου να σου πω, πρωτευουσιάνε, εμείς εδώ στην επαρχία τις πούτσες τις μετράμε με γκλούτσες!!! Άμα θέλεις, για ζύγωσε να δεις τι είναι...!

-Συγνώμη, εκεί Βουλή;
-Μη μπερδεύετε τις βούρτσες με τις γκλούτσες κυρία μου. Εμείς είμαστε ένα καθως πρέπει μπουρδέλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified