Further tags

Χαρακτηρισμός γκόμενας προκαλέσασας μεγάλη ζημιά. Μπορεί να μοιάζει με το μπάζο ή με το μπουζούκι αλλά η πραγματική ρίζα της λέξης είναι το γνωστό όπλο Μπαζούκας. Αναφέρεται συνήθως σε αυτό που λέμε γυναίκα-γκόμενα.

Την λέξη την πρωτοάκουσα πρόσφατα και ρώτησα να μάθω και την ακριβή προέλευσή της για να τη μοιραστώ μαζί σας (δείτε στο παράδειγμα).

(Η πρώτη χρήση της λέξης σε πραγματικό διάλογο)

Α ρε Μαράκι... σε πήραμε για νεροπίστολο και μας βγήκες μπαζούκι!

bellzouki (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για την ακρίβεια: Απ' όλων(ας). Πρόκειται για αγνώστου πατρός νεογνό του οποίου η σύλληψή επισυμβαίνει κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες λιώματος, νταγκλαντές ή μειωμένων αναστολών γενικότερα. Η μητέρα δεν γνωρίζει την ταυτότητα του πατρός, καθώς είναι ελαφρών ηθών και με πολυπληθείς παρέες. Οπότε, όποιος πρόλαβε, το έσπειρε το μούλικο.

Είναι κάτι ανάλογο με τα τσιγάρα απόλλων ως προς την κοινοκτημοσύνη, άλλα με διαφορετικό αντικείμενο απόλαυσης.

- Να σου ζήσει Λίλιαν το μωρό. Πω πω ένας άντρακλας, θέλω να γίνω νονά του, αγάπη μου.
- Θα το βγάλουμε Απόλλων..ξέρεις εσύ, κάπου εκεί σε θυμάμαι κι εσένα!

Ναός για τις βαφτίσεις των Απ\'όλων(ων). (από perkins, 01/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Κορμοράνος (Phalacrocorax carbo και όχι cabrio) είναι ένα διαδεδομένο θαλασσοπούλι. Συναντάται σε πολλά μέρη στην Ευρώπη, Ασία και Αφρική και στην Ανατολική Ακτή της Βόρειας Αμερικής, όπως λέει και η Βικούλα μας.

Ειδικότερα το πτηνό ενδημεί στην περιοχή του Ελαιώνα, ακριβώς εκεί που ήθελε να καταστρέψει την περιοχή ο βάζελος για να χτίσει γήπεδο, άκουσον άκουσον, μέσα στον υπέροχο βιότοπο.

Ο Κορμοράνος ο Σλανγκικός (Phalacrocorax slangus) είναι το φετόνι που έχει συνολικά πολύ ωραίο κορμί και είναι νεαρής αναπαραγωγικής ηλικίας [(sl)Angus Young].

Πάρα πολύ μεζεδάκι σου λέω το μωρό μου, πρέπει να σου τονε γνωρίσω, μας κάνει και πιλάτες στο τζυμ. Κορμοράνος σου λέω το παιδί.

(από perkins, 01/06/10)(από perkins, 01/06/10)slangus young (από perkins, 01/06/10)

βλ. και κορμαρίων

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο από τη γόβα στιλέτο και τη σκύλα (γυναίκα). Χαρακτηρισμός μοιραίας (Σ.τ.Σ. για ποιους;) μπουζουκογκόμενας με όλα τα γνωστά αξεσουάρ, βασικότερο εκ των οποίων η γόβα στιλέτο.

- Πήγες τελικά χτες στον Πετρέλη;
- Πήγα, και είχα και καλή παρέα.
- Ξέρω, ξέρω. Πάλι με κείνη τη γόβα σκυλέτο τη Σουζάννα θα ήσουνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιβί αποκαλείται και το βιογραφικό σημείωμα, εκ του Curriculum Vitae => CV => τσιβί.

  1. Θα κάτσω σπίτι σήμερα να ετοιμάσω το τσιβί μου.

  2. Ένα καλό τσιβί δεν είναι πάντα αρκετό για να σου εξασφαλίσει σήμερα μια θέση εργασίας.

  3. Η προθεσμία κατάθεσης των τσιβιών των υποψηφίων λήγει στις 30/06.

Πρβλ. και κουκουρίκουλουμ βιτάε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια σημαντικότατη ιδιότητα που περιλαμβάνεται στο προφίλ του τέλειου άνδρα, του άνδρα του σωστού, μαζί με το αλαβάστρινο απολλώνιο κορμί, το εξαπάκετο, όπου η γκόμενα τρίβει πάνω του το τυρί για την μακαρονάδα, και το θεληματικό πηγούνι.

Πάσα: Χότζας, ένα είναι το σλανγκρ, και ο Χότζας ο προφήτης του!

Γνωρίζεις τον γκόμενο της ζωής σου στο Facebook. Η φωτογραφία τα λέει όλα. Νέος, ωραίος, ψηλός, αρρενωπός, θεληματικό τσουτσούνι, φέτες οι κοιλιακοί. Σου ζητάει το MSN σου για να κάνετε chat. Εσύ μην ξέροντας τι είναι το MSN αναρωτιέσαι αν αυτό είναι το πολυτιμότερο πράγμα που έχεις και αν πρέπει να το δώσεις.

Ρίτα Σακελλαρίου: Νέος, ωραίος, πράσινα μάτια... (από HODJAS, 29/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σταμάτα να μιλάς (πιο ευγενικό από το σκάσε).

Από το σκάσε + σταμάτα.

Σκαμάτα πια! Μας ζάλισες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανώμαλα παραθετικά του κακός, που προέρχονται από λογοπαίγνιο με τη λέξη «χοίρος» και τα παραθετικά «χειρότερος, χείριστος».

Η έννοια είναι ακριβώς αυτή που καταλαβαίνετε: «πιο γουρούνι», «το απόλυτο γουρούνι». Πβ. και την έκφραση «το μη χοίρων βέλτιστον» (= αυτό που δεν αρμόζει στα γουρούνια είναι το καλύτερο).

Το α΄ συνθετικό «χοιρο-/-χοιρο» μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πλείστες όσες λέξεις, λογοπαίζοντας και με τη λέξη «χειρ-χειρός», π.χ. «χοιρόγραφο», «χοιροτεχνία», «εργόχοιρο», «χοιρούργος», «αυτόχοιρας» (όπου παίζουμε κατά τα γνωστά προπαροξύτονας εις -ας, π.χ. άνθρωπας, έμπορας κ.λ.π.), «χοιραφετημένος», «χοιραφέτηση», «εκεχοιρία»...

  1. Από εδώ:
    «Ήρθε ο καιρός να πάρω το αίμα μου πίσω. Τώρα αρχίζει ο αιώνας μου. Ο χοιρότερος αιών»

  2. (διάλογος σε εταιρεία εκτροφής χοίρων):
    - Άκου, αύξηση από μένα δεν παίρνεις! Βάλ' το καλά στο μυαλό σου! Και τώρα δίνε του!
    - Κύριε διευθυντά, ένα έχω να σας πω: είστε χοιρότερος και από τους χοίρους σας!

Θέλεις και λεζάντα, μωράκι μου; (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 24/05/10)(από jesus, 24/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης. Το λήμμα παραπέμπει και σε πιγκουίνο.

Λέγεται έτσι για να γίνει εμφατικό το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Βέβαια, το κεχαριτωμένο πτηνό δεν έχει αποδειχθεί, από ηθολογικές μελέτες, ότι αποθηκεύει τρόφιμα (αν και θα έπρεπε, με τις συνθήκες που ζει). Συνεπώς η συσχέτιση έγινε μόνον εξαιτίας ομοήχων στοιχείων των σημαινόντων. (Τσίγκου-Πίγκου).

— Θα πληρώσεις;
Μισό, να βρω το πορτοφόλι μου... πού το έχω βάλει;
— Άσε ρε τσιγκουίνο, πληρώνω εγώ πάλι.

(από perkins, 23/05/10)(από perkins, 23/05/10)(από perkins, 23/05/10)O Pingu - τόνος στη λήγουσα (από poniroskylo, 29/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση των αρχικών Α.Π.Θ. του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης.

Το ευαγές αυτό Ίδυρμα, από τα μεγαλύτερα των Βλακανίων, έχει προ πολλού ταυτιστεί με τη μοίρα της πόλης που το φιλοξενεί: Πλήρης παράκμα σε κάθε έκφανσή του, νεπωτισμός στο έπακρο στα υψηλά καπέλα, καταλήψεις, φράπα, κυλικεία-στέκια κουκουλοφλώρων, γκόμενες-ταγάρια, καταυλισμοί αθιγγάνων και ζάκια στον περίβολο της ΑΧΕΠΑ, αναμεμιγμένα με χαμένα χρόνια και απατηλά όνειρα φοιτητών, και όλαφ τα στο κέντρο της πόλης, μεταξύ Καυτατζογλείου και Παλαί ντε Σπορ (όπου κάποτε χτυπούσε η καρδιά του ελληνικού μπάσκετ, με τα αξέχαστα μαπίδια ανάμεσα σε Γκάλη-Πρέλεβιτς).

Τελέρε που θα σπουδάσω στο Αχρηστογέλειο –δεν πάω καλύτερα Κλουζ Ναπόκα;

αννα πρελεβιτς (από johnblack, 24/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified