Selected tags

Further tags

Καψόνι στο στρατό κατά το οποίο ο νέος γυρίζει όλο το στρατόπεδο και μαζεύει από κάτω τις άπειρες γόπες τσιγάρων.

Προκύπτει απ' τη γόπα και την κατάληξη ing του αγγλικού γερούνδιου, που δηλώνει πράξη, κίνηση κτλ σε εξέλιξη. Στα αγγλικά θα γραφόταν woping.

- Νέεεεουυυυςςς!
- Διατάξτε!
- Πάρε τη σακούλα κι άρχισε γόπινγκ στο δυτικό στρατόπεδο.
- Μα κύριε Διοικητά...
- Μαμούνια! ΟΛΟ το στρατόπεδο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O μάγκας. Συνηθίζεται απο έφηβους που ξεκινάνε το κάπνισμα σε μικρή ηλικία συγκρίνοντας τις μάρκες τσιγάρων που καπνίζει ο καθένας.

Mάκης: - Tα <μάρκα> γαμάνε, έχουν τον καλύτερο καπνό!
Μπάμπης: - Winston αναρχία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρακαδόρος τσιγάρων.

Πάλι τρακαστράτο καπνίζεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διάσημη μάρκα τσιγάρων Malboro για τους μη αγγλομαθείς.

Ρε Βασίλη, πετάξου ένα λεπτό στο περίπτερο και τσάκω ένα Μάλμπουρο μαλακό.

βλ. και καύλορο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμη έκφραση με το γνωστό «μπερδεύω την πούτσα με την γκλούτσα». Ο τεφροδέκτης είναι το τασάκι, ο σπερμοδέκτης είναι βέβαια το αιδοίο. Η σχέση τους είναι ανάλογη με αυτή του φάντη με το ρετσινόλαδο.

- Παιδιά δείτε έναν Κινέζο που στέκεται και μάς κοιτάει περίεργα!
- Ήρεμα ρε Μαρία, στο Βιετνάμ είμαστε, ποιον Κινέζο και ιστορίες μου λες... Μου φαίνεται ότι έχεις μπερδέψει τον τεφροδέκτη με τον σπερμοδέκτη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που επιθυμεί πολύ ναρκωτική κυρίως ουσία. Το βιομηχανικό τσιγάρο ή το προερχόμενο από άλλου είδους ζαρζαβατικά.

  2. Προέρχεται από το τούρκικο harman, που είναι η έλλειψη τσιγάρου, το χαρμάνιασμα.

  3. Ρήμα: χαρμανιάζω.

  1. «Χαρμάνης είμαι απ΄το πρωί πάω για να φουμάρω...» (το λέει και το song)

  2. Ρε συ πάμε για ένα τσιγάρο, χαρμάνιασα τόση ώρα.

Μαύρα Χαρμάνια (από panos1962, 06/11/09)Χαρμάνης (από panos1962, 06/11/09)Να τελειώνουμε παιδιά, χαρμάνιασα! (από panos1962, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία το τασάκι έχει γεμίσει ασφυκτικά από κάθε μάρκας γόπες και αρχίζει να ξεχειλίζει. Δεν είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο αλλά από την εμπειρία αποδεικνύεται πως ο μέσος όρος ύψους που φτάνει η εν λόγω πίτα είναι τα 4,5 εκ. πάνω από την επιφάνεια του τασακίου. Φυσικά το παγκόσμιο ρεκόρ είναι πολύ πιο πάνω, αλλά εδώ μιλάμε για καταστάσεις νορμάλ και όχι πτυχιούχων αρχιτεκτόνων - μηχανικών που κάνουν μελέτες για το πώς θα τοποθετήσουν τις γόπες ώστε να επιτύχουν το μέγιστο ύψος. Παραδόξως, το ρεκόρ κατέχει η λατρευτή Λιάνα Κανέλλη που δεν έχει πτυχίο Πολυτεχνείου. Η τσιγαρόπιτα-Κιλιμάντζαρο της δωρίστηκε στην Τ.Ο. ΚΚΕ του Δήμου Σταυρούπολης ως έργο τέχνης με την ονομασία: «Είτε έχει ήλιο είτε όχι, τα τηλεοπτικά παράθυρα μένουν ανοιχτά (Η ένταση της φωνής ως υποκατάσταση λογικών επιχειρημάτων)»

Μπορεί και να χρησιμοποιηθεί και ως απάντηση σε ερώτηση Να σας φέρω κάτι; ή να χρησιμοποιηθεί ως αντικατάσταση οποιουδήποτε είδους φαγητού. Εκλεκτό έδεσμα πάσης φύσεως θεριακλήδων, φαντάρων που υπηρετούν σε φυλάκια περιοχών που δεν φυτρώνουν ούτε αυτοί που δεν τους σπέρνουν, φοιτητών που κάνουν τις εργασίες τους μισή ώρα πριν την παρουσίαση και του χαρακτήρα που ενσάρκωσε ο Σάμιουελ ΕΛ Τζάκσον στο πρώτο Τζουράσικ Παρκ. Η συνταγή της όσο και η παρασκευή της είναι τόσο απλές ώστε αποτελεί την πρώτη επιλογή όλων των παραπάνω ευαίσθητων ομάδων.

- Άσε φίλε, με μια τσιγαρόπιτα-μάρλμπορο είμαι από το πρωί. Καλή είναι, αλλά δε με κρατάει και πολύ, τώρα με κόβει λόρδα απίστευτη. Πάμε να τσιμπήσουμε κάτι;
- Μπα, εγώ είμαι χορτάτος. Τσίμπησα μια πίπα-γύρο από τα χεράκια της Ελένης μου, άλλο πράμα!
- Όντως, είναι πολύ χορταστική και θρεπτική η άτιμη!
- Και πού το ξέρεις εσύ ρε πιτσιρίκο;
- Ε, να μωρέ, φαίνεται από το ότι είσαι δυνατός σαν... τράγος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως καρκινιάρικες χαρακτηρίζονται οι τελευταίες τζούρες του μπάφου. Και αυτό διότι είναι καυτερές και ιδιαίτερα ανθυγιεινές και καταστροφικές για τον λαιμό και τα πνευμόνια. Δεν τις φοβούνται οι πεπειραμένοι μπαφόβιοι και τα χαρμάνια, οι οποίοι τις παίρνουνε αναλαμβάνουν να τελειώσουν το τσιγαριλίκι μέχρι και την τζιβάνα.

Συζήτηση μπαφοκατάστασης όπου κάποιος τα έχει παίξει:
- Ω ρε πούστη μου όλα γυρίζουν, δεν θέλω άλλο, θα ξεράσω! Σβήσ'το το γαμίδι!
- Καλά, καλά, χαλάρωσε και άσε τις καρκινιάρικες για μένα...

(από danielo, 17/01/09)

Δες ακόμη: καυτή, μπριζολάτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά νεανικό ευφημισμό, το τσιγαριλίκι. Έκφραση που προέρχεται από το αποτέλεσμα της κατανάλωσης ινδικής καννάβεως, δηλ. τη δημιουργία καλής διάθεσης, χωρίς αιτία. Χαρακτηριστική εικόνα και από τον κινηματογράφο, όπου όσοι εμφανίζονται με νταφού στο στόμα, χαζογελάνε και βρίσκονται σε ευθυμία.

Στίχοι Τζίμη Πανούση:

«Μια αφίσα Τσε Γκεβάρα λίγα γελαστά τσιγάρα κλείνω στο δωμάτιο μου παίρνω τον ομματιών μου κάνω κότσο το μαλλί μου και μαθαίνω στο παιδί μου να μισεί το Φρανκ Σινάτρα να τη βγάζει τσάτρα-πάτρα»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντασσόμενο με αντικείμενο που δεν πίνεται αλλά καπνίζεται, μπορεί να έχει τις εξής χρήσεις:

  • Kαπνίζω. Λέγεται για ναρκωτικές ουσίες (χασίσι, κρακ) και επίσης για τον ναργιλέ, είτε περιέχει χασίσι είτε σκέτο καπνό.
  • Το πίνει (ενν. το τσιγαριλίκι) ο αέρας. Λέγεται όταν οι άνεμοι πνέουν ισχυροί έως τοπικά θυελλώδεις, και ο μπάφος καίγεται γρήγορα και στο βρόντο. Σύνηθες φαινόμενο σε κατάστρωμα πλοίου.
  • Παλιότερα το λέγανε για την καθ' οιονδήποτε τρόπο λήψη ναρκωτικών (μυτιά, ένεση κλπ.), αλλά δε νομίζω ότι λέγεται πια. (Παράδειγμα 4)
  • Η σύνταξη «πίνω τσιγάρο», όταν το τσιγάρο είναι κυριολεκτικά τσιγάρο και όχι μπάφος, δεν εντάσσεται στο λήμμα γιατί δεν είναι σλανγκ, είναι απλώς μια παλιά έκφραση για το «καπνίζω», που ακούγεται καμιά φορά ακόμη σήμερα από λαϊκούς ανθρώπους μεγάλης ηλικίας.
  1. Άσε, ήπια ένα τσιγάρο το πρωί κι έχω γίνει ωραίος!

  2. Πίνε - δίνε (δηλ. μην αργείς να το περάσεις στον επόμενο).

  3. Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε, πίνουν οι μάγκες ναργιλέ. (ρεμπέτικο)

  4. Πρέζα όταν πιεις ρε, θα ευφρανθείς, κι όλα πια στον κόσμο ρόδινα θε να τα δεις. (επίσης)

(από Khan, 05/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified