Further tags

Σαπόρτ (αγγλ. support) καλείται το συγκρότημα που εμφανίζεται πριν από την κύρια μπάντα της βραδιάς, η οποία και αποτελεί το μεγάλο όνομα της συνολικής διοργάνωσης. Ή, όπως λέγεται σε αυτές τις περιπτώσεις, το σαπόρτ συγκρότημα είναι αυτό που ανοίγει τη συναυλία.

Σκοπός του σαπόρτ είναι τυπικά να προλογίσει την μπάντα, να αποτελέσει δηλαδή την εισαγωγή της εκδήλωσης πριν από την μεγάλη ατραξιόν της βραδιάς, εξυπηρετώντας έτσι διάφορους σκοπούς: αφενός γεμίζει ικανοποιητικά το ευρύτερο πρόγραμμα της βραδιάς, δίνοντας στον θεατή την αίσθηση και την ικανοποίηση ότι έχει παρακολουθήσει ένα ολοκληρωμένο θέαμα, αφετέρου προσφέρει στα συγκροτήματα την ευκαιρία να παρουσιάσουν το υλικό τους σ' ένα ευρύτερο κοινό, παρέχοντας έτσι στους θεατές την ευκαιρία να γνωρίσουν νέες μπάντες, και να ακούσουν νέους ήχους και νέους θορύβους.

Βέβαια, η παραπάνω παράγραφος αποτελεί την πολιτικώς ορθή άποψη περί των σαπόρτ σχημάτων. Υπάρχει και μία άλλη άποψη που υποστηρίζει ότι οι σαπόρτ μπάντες βρίσκονται στο πρόγραμμα προκειμένου να αναδεικνύεται η υπεροχή του κυρίου ονόματος της διοργάνωσης. Μ' άλλα λόγια, η παρουσία του σαπόρτ υφίσταται ως μέτρο σύγκρισης, ανάλογα πάντα με την περίσταση: ερασιτέχνες και επαγγελματίες, ανερχόμενοι και καταξιωμένοι, ντόπιοι και ξένοι, παιχταράδες και wannabes, κ.ο.κ. Η αντίληψη αυτή πολλές φορές ενισχύεται από την συμπεριφορά των διοργανωτών απέναντι στα σαπόρτ σχήματα: λιγότερος χρόνος για soundcheck ή και καθόλου soundcheck, απουσία βασικών παροχών (το καμαρίνι το διαγράφουμε στο 90% των περιπτώσεων), γενικότερη αδιαφορία και απαξίωση και πάει λέγοντας. Πολλές φορές βέβαια αυτό δεν έχει να κάνει με εμπάθεια εκ μέρους των διοργανωτών. Οι λαϊβάδες, όντας επιχειρηματίες, ενδιαφέρονται κατά κύριο λόγο να κόψουν εισιτήρια και αυτό το έχουνε ήδη πετύχει με το μεγάλο όνομα. Ως εκ τούτου, τα υπόλοιπα δεν είναι παρά μικρολεπτομέρειες. Το σωστό βέβαια να λέγεται: υπάρχουν και λαϊβάδες που συμπεριφέρονται εξίσου ισότιμα (βλέπε: επαγγελματικά) σε όλα τα σχήματα της βραδιάς. Το ίδιο, ευτυχώς, ισχύει και για αρκετούς ηχολήπτες.

Υπάρχουν ωστόσο και περιπτώσεις όπου, παρά τις αντιξοότητες, τα σαπόρτ σχήματα φέρνουν τούμπα τα μπιφτέκια και αποδεικνύονται όχι μόνο άξια της περίστασης, όχι μόνο κερδίζουν τις εντυπώσεις και την εκτίμηση του κόσμου, αλλά αποδεικνύονται και πολύ καλύτερα από τους κράχτες της βραδιάς. Δυστυχώς όμως, αυτό δεν συνεπάγεται πάντα ενίσχυση του κύρους τους ως μπάντα, παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις. Τα αταβιστικά αντανακλαστικά του κοινού απέναντι στους «διάσημους» της βραδιάς συνήθως υπερισχύουν, ακόμη και μετά το πέρας της συναυλίας.

Η απήχηση και η προσέλευση των σαπόρτ σχημάτων σε περιπτώσεις συναυλιών που δεν περιλαμβάνουν σχήματα του εξωτερικού ή διάσημες μπάντες του εσωτερικού (βλέπε: μεγάλα ονόματα) είναι αντιστρόφως ανάλογη της σειράς με την οποία θα εμφανιστούν. Επειδή στις περισσότερες συναυλίες τέτοιου τύπου το κοινό απαρτίζεται από φίλους / συγγενείς / γκόμενες των σχημάτων που εμφανίζονται και λιγότερο από μουσικόφιλους (οι οποίοι εξ ορισμού θα κάτσουν να παρακολουθήσουν τη συναυλία μέχρι τέλους), το αν το σχήμα που εμφανίζεται θα έχει κοινό ή όχι (πέραν των προαναφερθέντων σταντέθεατών) εξαρτάται από την ώρα που θα βγει: αν βγει πρώτο η τελευταίο τότε πούλο, είτε γιατί στην πρώτη περίπτωση γενικά ελάχιστοι πάνε από την αρχή της συναυλίας, είτε επειδή η ώρα εμφάνισης στη δεύτερη περίπτωση είναι περασμένη, οπότε και οι περισσότεροι έχουν ήδη φύγει ή για άφτερ, ή για να προλάβουν τα τελευταία δρομολόγια των μέσων συγκοινωνίας. Συνήθως, η καλύτερη θέση, συχνά με αναπρογραμματισμό της όλης διοργάνωσης, πλειστάκις αυθαίρετο και της τελευταίας στιγμής, και έπειτα από γερούς (έως ακραίους) καυγάδες, είναι στη μέση του line-up της βραδιάς, δηλαδή δεύτερο ή τρίτο συγκρότημα σε σειρά εμφάνισης, ανάλογα με το πόσα συγκροτήματα παίζουν. Οι θέσεις αυτές είναι συνήθως σιγουράντζες και με εγγυημένη προσέλευση -το αν βέβαια γενικά μετράει η μπάντα βάσει αντικειμενικών (ή ό,τι) κριτηρίων είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο.

Τέλος, θα πρέπει να τονιστεί ότι τα παραπάνω τίθενται σε πολύ γενικά πλαίσια. Οι συναυλίες, όντας κοινωνικά (πρωτίστως) και πολιτιστικά (δευτερευόντως) συμβάντα, πού και πού δεν ακολουθούν καμία πεπατημένη. Αυτό σημαίνει ότι όντως υπάρχουν, καθόλου σπάνια μάλιστα, εκείνες οι μαγικές βραδιές όπου ο κόσμος είναι πολύς, καλός, και γουστάρει, ο ήχος είναι εξαιρετικός, και η μπάντα βρίσκεται σε μεγάλα κέφια, τα δίνει όλα και με το παραπάνω και όλοι επιστρέφουν στα σπίτια τους ευχαριστημένοι και με όμορφες αναμνήσεις από τη βραδιά. Το μυστικό, εν τέλει, είναι ένα: καλή συναυλία σημαίνει να παίζεις με την ίδια ενέργεια και ενθουσιασμό. είτε εμφανίζεσαι στο μπαράκι της γειτονιάς σου, είτε στο πιο άρτιο και διάσημο λαϊβάδικο της χώρας σου. Τίποτε άλλο.

Βλ. και σαπορτάρω.

  1. γιατι αραγε ολα τα μικρα group που παιζουν support σε super-bands, εχουν χαλια ηχο;γιατι αραγε; (Από εδώ)

  2. υπόψιν, αυτός ο alec empire που ήτανε στους atari teenage riot παίζει σαπόρτ στους nin, εδώ το βιντεάκι δεν μπορώ να το ανοίξω καααάποτε μου΄χε δώσει μια κασέτα τους ο hindu (από εδώ)

3.Πήγα Αμύνταιο παρ'όλο που είμαι απο Θεσσαλονίκη για 2 λόγους ...
1)Φοβήθηκα μήν ακυρωθούνε οι Σέρρες λόγω καιρού και με βόλευε και η κυριακή για μία βολτίτσα.
2)Στο Αμύνταιο παίζανε σαπόρτ και μία από τις αγαπημένες μου undeground μπάντες οι Overgarven.
Δυστηχώς δεν είμαι αρμόδιος να κάνω ρεπορτ αλλά έριχνε καρεκλοπόδαρα!!! και δεν παίξανε και oi Overgarven γαμώτο! (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Που έχει σχέση ή θυμίζει ή αρμόζει σε κλαμπάκι.

Κλαμπίσιο λέμε συνήθως ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, ως προς το ύφος και τον ήχο του (δηλ. να χαρακτηρίζεται από έντονο και χορευτικό μπιτ και να έχει μεγάλη διάρκεια, ή έστω να έχει ηχητικά εφέ που χαρακτηρίζουν συνήθως ένα τέτοιο κομμάτι).

Λέμε όμως και τον ήχο αυτό καθεαυτόν που βγαίνει από ηχεία τα οποία «φωνάζουν», δηλ. προορίζονται για τις παραπάνω μουσικές και όχι πχ για τζαζ ή κλασική, οι οποίες έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις (όγκο, βάθος, ευκρίνεια κλπ)

Κλαμπίσιο λέμε και το ύφος ενός μαγαζιού ή μια φωνή ή, τέλος, ένα στυλ ντυσίματος που συνηθίζεται στα κλάμπζζζ, δηλ. σέξυ, φανταχτερό, αποκαλυπτικό κλπ.

Από το αγγλικό club.

Σπανίως λέγεται και για κλαμπ με την έννοια της λέσχης (βλ. παρ. 7).

  1. Ζορικο ειναι,κλαμπισιο.Ραδιοφωνικο δε θα το λεγα,εχει κάπως ένα undergroud υφακι. Γερμανικό electro gothic μου κάνει σαν ατμοσφαιρα

  2. Ευτυχώς η μουσική προχωράει και εξελίσσεται σε άλλα μέρη του κόσμου οπότε δεν στερούμαστε μουσικών ακουσμάτων...και ναι φίλε μου, ακόμα και. «κλαμπίσια»

  3. Ο δισκοθέτης επέλεγε μουσική κλαμπίσια, αισθητικώς ανώτερη των γραικυλικών αλυχτισμάτων.

  4. Σκέφτομαι να στήσω ένα συστηματάκι ηχείων κλαμπίσιο για να έχω «εικόνα» ήχου στυλ club

  5. Όπα ρε μάστορα θα μου πείτε(με το δίκιο σας) και απο ποιότητα τί γινεται;Άμα είναι απλά να φωνάζουν πάω και αγοράζω 2 κλαμπίσια ηχεία και ξεμπερδέυω.

  6. Τόπος συνάντησης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας το Villa Mercedes, έδωσε στο Γκάζι την κλαμπίσια αίγλη που χρειαζόταν.

  7. Οι Llumar Titanium μπήκαν σήμερα, στο κατάστημα Ψυχικού. Όλα καλά και τιμή κλαμπίσια...
    με γεια σου σταυρο! σου ζήτησαν κάρτα μελους ή απλα ειπες οτι εισαι απο το club;

Kλαμπίσιο σάντουιτς (από Vrastaman, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η disco, όπως όλοι μας γνωρίζουμε, είναι είδος χορευτικής μουσικής που άνθισε στα τέλη της δεκαετίας του '70 και κορυφώθηκε στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, στη διάρκεια της οποίας επικρατούσε - με ελάχιστη απόσταση βέβαια από την στυλιστικά παρόμοια glam rock της ίδιας περιόδου - έναντι των αποδέλοιπων μουσικών ρευμάτων.

Μια μέρα όμως η μουσική βιομηχανία ξύπνησε, αποφάσισε πως πέρασε πολύς καιρός, πώς φτάσαμε σε τρίτη στη σειρά δεκαετία ('90s πια) και πως ήρθε πια η ώρα να αλλάξουμε μουσικές προτιμήσεις: έτσι βίαια λοιπόν, η disco πέθανε και πάνω στο μνήμα της φύτρωσαν η grunge, η r'n'b και τα boybands.

Η φράση «dead as disco» σημαίνει τα κάτωθι:

  • Ένα γεγονός έλαβε τέλος και αποκλείεται να υπάρξει οποιουδήποτε είδους συνέχεια ή μετεξέλιξη σε αυτό,
  • Το τέλος μια περιόδου, «the end of an era» που λένε και οι φίλοι μας οι Εγγλέζοι,
  • Ότι κάποιος είναι τρομερά κουρασμένος για να κάνει ο,τιδήποτε - ότι είναι «πτώμα».

Παράδειγμα για τις τρεις ανωτέρω σημασίες:

  • Η σχέση του Μάκη με τον αρραβωνιαστικό της αδερφής του είναι πια «dead as disco».%
  • Πφφφ, πάει και η φοιτητική ζωή, dead as disco. Τώρα, πρέπει να βρω δουλειά, να παντρευτώ και να κάνω οικογένεια... Και μετά, να πάρω σύνταξη, να πηγαίνω για προσκυνήματα στους Αγίους Τόπους με τα Κ. Α. Π. Η.%
  • - Πάμε να χτυπήσουμε κάνα πιπίνι;
  • Δεν παίζει, χτύπησα 12ωρο σήμερα στη δουλειά, είμαι «dead as disco».

(από Vrastaman, 26/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπουζουκόβιος που όταν θέλει να ρίξει φίνο ροκογκομενάκι κάνει πως ακούει Rolling Stones από τα επτά του χρόνια και αλλάζει τον ήχο κλήσης στο κινητό του. Συνήθως ξεχνάει να αλλάξει τον ήχο των sms (Τερλέγκας, Μάκης κ.α.) και τρώει πιτόνι.

- Γειά σου μωρό... Είσαι σκέτη ταύλα!
- Παράτα με ξανθομπούμπουρα, δεν βλέπεις πως είμαι και πολύ rock να πούμε γαμώ το κέρατο μου;
- Μα γι' αυτό μ' αρέσεις ρε μωρόκ ..... (σιγοτραγουδάει You can get no...)
- Ωωωωωχ!!!! Δεν γαμιέστε οι γιουκανγκετνοουσατισφακσιονάδες και οι λουσινγκμαϊριλιτζιονάδες, φλώροι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Γιουρούκοι (Yörük στα τούρκικα, юруци στα Βουλγάρικα, Јуруци στα σκοπιανά), ήταν νομαδική φυλή που μερικοί την θεωρούν ελληνική (εξισλαμισμένοι ειδωλολάτρες), άλλοι φρυγική, άλλοι τουρκική (ειδικότερα, τουρκομανική) του κλάδου των Ογκούζων, ενώ άλλοι τους θεωρούν κράμα Ρωμιών και Τουρκμενίων και κάποιοι άλλοι Καυκάσιους.

Άτακτοι πεζικάριοι, συνόδευαν υποβοηθώντας τις εκάστοτε εκστρατείες του οθωμανικού στρατού, διαπράττοντας διαβόητες αγριότητες με κέρδος το πλιάτσικο.

Αν και πολλοί επέστρεψαν με την ανταλλαγή πληθυσμών στη Μικρά Ασία μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, σήμερα, απόγονοί τους υπάρχουν και σε πολλά μέρη των Βαλκανίων. Εξού και τα συχνά επώνυμα Γιουρούκης, -ας πολλών συμπολιτών μας. Κάποιοι συσχετίζουν τους εκχριστιανισμένους απ' αυτούς, με τους Σαρακατσάνους.

Στα τούρκικα yörük / yürük σημαίνει νομάς, γρήγορος, ταχύς, γοργοπόδαρος και κάποιοι το ετυμολογούν απ’ το παλαιοτουρκικό yori: περπατώ, βαδίζω σε πορεία που συναντάται στις τουρκικές γλώσσες με φωνηεντικές παραλλαγές.

Παρεμπιπτόντως, το τόσο κοντινό τούρκικο yürüyüş: προχωρώ, περπατώ, βαδίζω σε δύσκολη πορεία, μας έδωσε το πασίγνωστο γιούργια: έφοδος, επίθεση που μας προίκισε με το γνωστό μα πάντα επίκαιρο γιούρια στον ταβά με τα κουλούρια! που αναφέρει o Jonas, αλλά κι ο acg εδώ.

Στα ελληνικά εμφανίζονται, συχνότερα στο ουδέτερο, τα υποτιμητικά:

  • γιουρούκος / γιουρούκης, γιουρούκα, γιουρούκι: άξεστος, αγροίκος, βάρβαρος, απολίτιστος, βρομερός, άγαρμπος, ατσούμπαλος, μονοκόμματος, χοντροφτιαγμένος, αλήτης, ρεμάλι, γύφτος,
  • γιουρούκια: (επιπλέον) ρεμπέτ-ασκέρι, χύμα, φασαρτζήδες, πλιατσικολόγοι, λεηλατητές, τομαριστές και
  • γιουρούκικο / γιουρούτικο: ειδικό, στακάτο ζεϊμπέκικο, που σαν επίθετο το χρησιμοποιούσαν, κατά τον Πετρόπουλο, στα μπουζουξίδικα σινάφια. Οι μάγκες δε, το χόρευαν σχεδόν ακίνητοι.
  1. Πόσες θες να δουλεύει κάποιος εργαζόμενος; 40 ώρες την εβδομάδα είναι με το πενθήμερο, άντε να δουλέψει κανείς σύμφωνα με τη «διορία» 50. Άντε και άλλες 20 αν δεν πάρει αναπαύσεις ή Σ-Κ, σύνολο 70. Από 'κει και πάνω μιλάμε για γιουρούκι, δεν έχει τίποτα: σπίτι να τον περιμένει, παιδιά, σκυλιά, γατιά, κάθεται στο γραφείο γιατί δεν αντέχει τον/την σύζυγο,….

  2. Ούτε αναρχικός είμαι ούτε διανοούμενος, ούτε ορθογραφία ξέρω, ούτε θέλω να μάθω! Ένα ξέρω Α…: Κάτι απόψεις σαν τις δικές σου δείχνουν ένα πρόσωπο για την χώρα μας στο εξωτερικό τουλάχιστον τριτοκοσμικό. Αλλά γιουρούκια υπήρξαμε τόσους αιώνες, έτσι και θα παραμείνουμε! Τελικά μας αξίζει!!! Χάιλ!

  3. Κλασσικό πρόβλημα με το rds. Έχεις ενεργοποιήσει το AF δηλαδή alternative frequency και ψάχνει να βρει καλύτερη συχνότητα χωρίς παράσιτα. Αλλά τα γιουρούκια, τα λαμόγια, οι ψυχοτεχνικοί που τα περνάνε δεν ξέρουν τη τύφλα τους και ο κόσμος δε ξέρει τι να κάνει. Άσε που κάτι σταθμοί σαν τον ράδιο 1 εδώ στη Θεσσαλονίκη έχουν ενεργοποιημένο το RDS στο ΤΑ (Traffic Announcement) και σε μεταφέρουν στη συχνότητα τους δήθεν για να ακούσεις επείγουσα ανακοίνωση για την κίνηση και ανταυτού ακούς Ζαφείρη Μελλά

(όλα απ' το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λέξη για τον οπαδό του αγγλικού μουσικού συγκροτήματος the Cure. Η λέξη χρησιμοποιείται ιδίως όταν αναφέρεται σε κάποιον ή κάποια που ακολουθεί την χαρακτηριστική εξωτερική εμφάνιση της μπάντας και, συγκεκριμένα, του φρόντμαν Robert Smith, δηλαδή αδρά περασμένο κόκκινο κραγιόν στα χείλη, μολύβι για τα μάτια, χλωμή επιδερμίδα, επιμελώς αναμαλλιασμένα μαύρα μαλλιά, μαύρα ρούχα, και αθλητικά παπούτσια.

Όσον αφορά την σχέση με τους γκοθάδες: Στην αρχή της δεκαετίας του 1980 το συγκρότημα περνούσε την goth φάση του, όταν το gothic rock ακόμα σχηματιζόταν. Αν και οι δρόμοι τους ποτέ δεν ταυτίστηκαν αλλά διαχωρίστηκαν μετέπειτα σαφώς, από στυλιστικής άποψης υπήρξε ένα δημιουργικό πάρε-δώσε με το ρεύμα αυτό: «σκοτεινή» εμφάνιση, έντονο σκουρόχρωμο μακιγιάζ σε αγόρια και κορίτσια, εκφραστικά μελαγχολική παρουσία.

Στην Ελλάδα οι Cure είχαν σχετικά μεγάλο κοινό, κάποιοι από τους οποίους ήταν πιο «φανατικοί», εξ ου και η ύπαρξη του φαινομένου και του λήμματος.

  1. Από εδώ:

με εντυπωσίασες! και άκου να δεις τώρα...είχα να δω μέρες τον αδερφό μου πρώην κιουράκι μέχρι κόκκαλο και ξανάρχισε το τσιγάρο μετά 3 χρόνια διακοπής

  1. Από εδώ:

Μα... με emo; Αυτό καλέ θα πάθει τίποτα εκεί που... και...
(άσε, δεν τους πάω τους emo). Όχι ότι οι γκοθάδες είναι καλύτεροι.
Έβλεπα μία στο μετρό και στο ημίφως φαινόταν ενδιαφέρουσα. Ύστερα, βγήκαμε στο φως και έτυχε να περπατά δίπλα μου.
Τρόμαξα λέμε. Το κακόμοιρο, πεθαμένο ήταν και δεν το ήξερε...

Φιλιά!
(κι εγώ ήμουνα κιουράκι αλλά δεν το έκανα και θέμα!)

  1. Από εδώ:

Tην ονομασία του την απέκτησε από τα... emo του δεύτερου μισού των 80s κι αργότερα (κάτι σαν τα «κιουράκια» για όσους θυμούνται) που επειδή είχαν τέτοια βαθιά απόγνωση ;D ήταν συνεχώς χαμηλοβλέποντα - θα μπορούσαν να τους είχαν πει και floorgazing.

  1. Από εδώ:

Καλώς την. Έλα τα κιουράκια να βγαίνουν ένα ένα...!!!

Χαίρομαι που σου άρεσε, in between days κλασικό πλέον. Από τις στιγμές τους που έλεγαν τα μαύρα πράγματα με εύθυμο τρόπο. Μόνο οι Cure αυτό. Και ο Morrissey, αλλά θα τα πούμε άλλη στιγμή γι αυτόν...

Φοραδάκι (από Vrastaman, 30/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Ποπ* τραγουδάκι. Ανάλαφρο, ακίνδυνο, εύπεπτο, πιασάρικο, χαρούμενο, ανεβαστικό, χωρίς φόβο και χωρίς πάθος, και πιθανότατα με ημερομηνία λήξης.

Δεν είναι εξ ορισμού αρνητικός χαρακτηρισμός (περί ορέξεως κολοκυθοκεφτέδες), αλλά πολύ συχνά λέγεται υποτιμητικά, ως συνώνυμο της φλωριάς. Μπορεί να αναφέρεται και σε τραγούδι άλλου, εντελώς διαφορετικού μουσικού είδους, οπότε δηλώνει τεράστια περιφρόνηση - διότι αν το πας για ντεθ μέταλ και σου βγει ποπ, φιλαράκι, κάτι έχεις κάνει λάθος.

Στην αγγλόφωνη μουσική ορολογία, popular music είναι θεωρητικά κάθε μουσική που κυκλοφορεί ευρέως (σε δίσκους, σε cd, στο ίντερνετ κλπ) και δεν είναι ούτε κλασική ούτε παραδοσιακή. Με αυτή την έννοια, «ποπ» είναι και η τζαζ και οι μπλουζιές και ο Φρανκ Σινάτρα να πούμε - αλλά και οι γκαραζοπανκιές, το μέταλ, το αλτέρνατιβ, τα πριόνια κι όλα αυτά τα πράγματα του Σατανά. Πρακτικά όμως, τα εν λόγω πράγματα του Σατανά περιγράφονται με τους δικούς τους όρους, και η λέξη «pop» μένει να χαρακτηρίσει τη *μη ειδικευμένη μουσική ευρείας κατανάλωσης. Αυτή που απευθύνεται σε νεαρόκοσμο χωρίς συγκεκριμένα γούστα ή απαιτήσεις, και που δε χρειάζεται πάνω από δύο ακροάσεις για να γίνει χιτάκι. Ποπ είναι ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής.

  1. - Κι από μουσική, τι έλεγε το μπητσόμπαρο χτες;
    - Νωρίς κάτι έλεγε, έπαιζε μια χαρά ποπάκια, γουστάραμε, κουνιόμαστε, όμορφα. Αλλά μετά το γύρισε σε ρέγγε και σαρδέλαι, και πλακώσανε τα ρασταφάρια, γέμισε ο τόπος τζίβες και τράιμπαλ, και βαρεθήκαμε.

  2. - Τι θα γίνει με τον Παύλο, θα μείνετε μαζί, τελικά;
    - Χλωμό. Έχουμε ένα θεματάκι στη μουσική.
    - Ρε α πάαινε από κει, πόσω χρονώ είσαι, να πούμε, δεκαπέντε; Η μουσική είναι το θέμα μας τώρα;
    - Ρε Λενάκι, έχουμε θέμα, σου λέω! Έχει πέντε τέρρα mp3 και θέλει να τ' ακούει όλη μέρα σπίτι, και είναι όλα ποπάκια. Όλα, όμως! Φρίκη! Νταξ, δε λέω, θα τ΄ακούσω κι εγώ μια στο τόσο, δε θα βγάλω σπυριά, κι ένα αξιοπρεπές ποπάκι να το εκτιμήσω κιόλας. Αλλά πόσες ώρες σερί μπορεί ένας ενήλικας άνθρωπος ν' ακούει Lady Gaga και Rihanna, πια;
    - Εγώ στα 'λεγα όταν ήσουνα μικρή, να μη συχνάζεις στο Dark Sun, δε μ' άκουγες...

  3. - Παλιά δεν τους γούσταρα τους James καθόλου. Ένα-δυο τραγούδια τους μ' αρέσανε μόνο, και τα υπόλοιπα μου φαινόντουσαν ξενέρωτα ποπάκια, εντελώς αδιάφορα. Τώρα έχω αρχίσει να τους συμπαθώ.

  4. - Πολύ με άρεζε το Dance of Death των Maiden.
    - Πλάκα με κάνεις; Παπαριά είναι.
    - Όχι ρε, είναι πολύ προσεγμένο.
    - Φλωριά είναι.
    - Όχι ρε, δώσ' του μια ευκαιρία, είναι καλό λέμε.
    - Ποπάκι είναι.
    - Ε ΟΧΙ ΚΑΙ ΠΟΠΑΚΙ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θρυλικό συγκρότημα Guns n' Roses (1985 - παρόν), ελαφρώς περιπαιχτικά, ή από κάποιον που βαριέται / δυσκολεύεται να προφέρει το σωστό όνομα στα Αγγλικά.

Δεν είναι ακριβώς ομόηχο, αλλά βγάζει γέλιο.

- Take me down to the paradise city, where the grass is green and the girls are pretty... Taaaake... meeee... hoooooooooooooome...
- Τάκηηη... πάλι τις Γκαζόζες στο γουώκμαν ακούς βρε τεμπελχανά; Κάτσε άνοιξε τα στραβά σου και διάβασε κανά βιβλίο λέω εγώ... αλλιώς μην περιμένεις να σου πάρω το ατάρι που είπαμε... ακούς;

Γκαζόζες (από Jonas, 05/05/11)(από Khan, 12/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός το μουσικό και μη σουξεδάκι και αφεδύο η τζούρα κανναβινοειδούς ή άλλης ουσίας, κυρίως από μπονγκ ή πίπα.

Εκ του αγγλικανικού hit.

- Παίξτε και κανα χιτάκι. Όλο κάτι b-sides παίζετε...
(εκεί)

- Ε, λοιπόν κι εσείς οι ποιοτικοί τα ίδια σκατά είστε. Νούμερο ένα χιτάκι ήταν οι τσοντίτσες της greek erotica! Και μάλιστα οι τσοντίτσες που σύμφωνα με τις επιστημονικές έρευνες του Bouldela.com είναι το τοπ ελληνικού γούστου: λεσβιακά.
(εδώ)

- Μπρε Μανωλιό, πιε ένα χιτάτσι και φεύγει το φαρμάτσι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλιοροκάς, ο 40-50-60ρης που νομίζει ότι είναι 20 χρονών και ακούει πουρόκ. Από το πουρό και τον ρόκερ.

- Παίζουν οι Whitesnake σήμερα στον Λυκαβηττό. Πάμε;
- Τί λες μωρέ; Σου μοιάζω με πουρόκερ;

(από Khan, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified