Further tags

Ιδιότητα που χαρακτηρίζει καθυστερημένο, ηλίθιο άτομο. Από τον Κατέλη.

Με τον κατελισμό που τον διακρίνει, πως να μην τα σκατώσει ο βλάκας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρακλάδι του σουρεαλισμού που καταπιάνεται με την λατρεία των ημικαθυστερημένων. Γνώρισε άνθηση στην Ελλάδα στο τέλος του 20ου αι. με το θέατρο και συνέχισε στις αρχές του 21ου αι. στη μουσική.

«Ντοσμου ιτσου ιτσου, τοραστή τσουυυυυ!!! φου φου φου»
- Πάμε από δω παιδάκι μου θα μας φάει η μαϊμού!
- Έλα ρε μάνα, τέχνη κάνει ο άνθρωπος...

Σχετικό: Κατέλης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπαρξιακή σχολή, η οποία βασίζεται στο ρεύμα της ηλιθιότητας που αναπτύσσεται και ακμάζει στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες.

Κάνει τη μια μαλακία πίσω απ' την άλλη. Τέτοιος κατελισμός ούτε ο ίδιος ο ηγέτης...

Σχετικό: Κατέλης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ένας εκκεντρικός συνήθως καλλιτέχνης ροκάς / μεταλλάς / γκοθάς κτλ. με θηλυπρεπή εμφάνιση, έντονο έως προκλητικά έντονο μακιγιάζ, προσεγμένη κόμη που πραγματικά μπορεί και να μην είναι ομοφυλόφιλος. Παραδείγματα τέτοια ο Marilyn Manson, ο Βrian Molko κ.α.

  2. Ο πούστης με έντονη θηλυπρέπεια και μακιγιάζ στο πρόσωπο, αλλά ταυτόχρονα και αντιφατικά μεν με περίσσια μαγκιά συνήθως σε μια απέλπιδα προσπάθεια του να πείσει τους επικριτές του ότι τουλάχιστον είναι μάγκας, ντόμπρος και βαρύς στα λόγια και στις πράξεις κι ας είναι πούστης. Βρίσκεται σε διαρκή άρνηση και μη αποδοχή της ομοφυλοφιλίας του και καταλήγει να γίνεται διπλή ρόμπα και ξεφτίλα μιας και δεν καταφέρνει να πείσει ούτε τον ίδιο του τον εαυτό ότι η καινοτομία που πάει να εισάγει (αυτή του μάγκα πούστη) θα του αποφέρει καρπούς / μερικούς πόντους για να ανέβει κατηγορία πάνω από τον κλασσικό πούστη. Στον Ελλαδικό χώρο καταξιωμένος πουδρόμαγκας είναι ο Ανδρέας Ευαγγελόπουλος a.k.a «Εθνικός Σταρ», trash είδωλο των 90's, που εισήγαγε την, τολμηρή ομολογουμένως, «μεγάλη Ιδέα» για την εποχή του μάγκα πούστη με πεταλουδέ μάτι(όπως τον έκραζε τότε ο ανταγωνιστής του και επίσης πουδρόμαγκας Μίστερ Μπούτιας σε μια διαμάχη που είχαν στην trash εκπομπή του Ερωτοδικείου).

Ο Εθνικός Σταρ σε πολλές εμφανίσεις του κρατούσε ένα κομπολόϊ από τα 90's μέχρι πρόσφατα. Σε μια του δήλωση είπε χαρακτηριστικά:

-«Εγώ χορεύω κορίτσι μου ζεϊμπέκικα, αυτό με εκφράζει εμένα. Είμαι βαρύς εγώ αγάπη μου κι ας φοράω πούδρα!»

Ο Λ.Λαζόπουλος σε εκπομπή του γκρέμισε το προφίλ/καινοτομία του πουδρόμαγκα πούστη ξεφτιλίζοντας δημοσίως τον εμπνευστή της μεγάλης αυτής Ιδέας και τότε μπήκε στο χρονοντούλαπο ο πρώτος και τελευταίος μεγάλος πουδρόμαγκας της εποχής μας...

-Είμαι βαρύς κι ας φοράω πούδρα. Ο πουδρόμαγκας...

(από Mpiliardakias, 06/04/14)(από Mpiliardakias, 06/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με μία λέξη χίλιες εικόνες για την ατέλειωτη κατάντια, την ασταμάτητη κατρακύλα της ελληνικής τηλεόρασης. Όπου κυριαρχούν δημοσιογράφοι, όπως ο Νίκος Χαρδαβέλας, και διασκεδαστές, όπως η Ανίτα Πάνια-Καρβέλα.

-Δεν έχεις κουραστεί όλη μέρα πάνω απ' το σλανγκ τζη αρ; Κάνε και κάτι πιο υγιεινό! Δες λίγο τηλεόραση!
-Τι να δω μωρέ; Τον Χαρκαρβέλα; Καλύτερα να ανεβάσω άλλο ένα λημματάκι!

(από Khan, 16/04/13)(από Khan, 15/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που μας δίνει δύο περιπτώσεις. α) καράτι-βιόλα. β) καρά-τιβιόλα.

α) καράτι-βιόλα.
Στην πρώτη περίπτωση: έχουμε το καράτι που είναι μονάδα καθαρότητας του χρυσού και μέτρο βάρους πολύτιμων λίθων και, μεταφορικά, κάνει πιο μεγάλο το μέγεθος, στο οποίο αναφέρετα,ι και το βιόλα που έχει πολλές σημασίες:

  1. μουσικό όργανο με χαρακτηριστικό σχήμα.
  2. γυναικάρα με πολλές καμπύλες.
  3. γυναίκα χαζή, χαζοβιόλα.
  4. λουλούδι βιολέτα.
  5. γυναίκα όμορφη και φρέσκια σαν λουλούδι.

Σύμφωνα με τους ως άνω ορισμούς ερμηνεύουμε την καρατιβιόλα:

  1. μουσικό όργανο με ήχο πολλών καρατίων.
  2. γυναικάρα που περπατά και τρίζει η γη που πατά και την αξιολογείς με πολλά καράτια.
  3. γυναίκα που δεν είναι απλώς βλάκας, αλλά πανύβλακας.
  4. άνθος που η μυρωδιά του δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη.
  5. γυναίκα πανέμορφη σαν λουλούδι.

β) καρά-τιβιόλα.
Στην β' περίπτωση: έχουμε το τουρκικής προέλευσης «καρά», που επιτείνει την σημασία της λέξης που την ακολουθεί και την «τιβιόλας» από το τιβι, που σημαίνει αυτόν που αποχαυνώνεται στην τηλεόραση και απενεργοποιεί τις λίγες λειτουργίες του εγκεφάλου του. Συνεπώς καρατιβιόλα εδώ, είναι η κατάσταση αυτού που έχει πέσει το μυαλό του σε λήθαργο.

  1. Πω πω μανάρι μου εσύ! Τι καρατιβιόλα είσαι εσύ!
  2. Μην του μιλάς... μετακόμισε από τη νιρβάνα στην καρατιβιόλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιει ο παρουσιαστής του x-factor Σάκης Ρουβάς 7,5 φορές κατά μέσο όρο σε κάθε πρόταση.

-Αισθάνομαι... x-factor live... κριτική επιτροπή... αισθάνομαι... υπέροχα... μουρατίδης... αισθάνομαι... yeaah... αισθάνομαι... χαχαχα... show... αισθάνομαι... ναι... πάμε... τραγούδι... αισθάνομαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζωντανός (επίθ), ζωντανά (επίρ). Ως επίρρημα, χαρακτηρίζει κάτι που γίνεται αντιληπτό αυτοπροσώπως, αυτόπτως, αυτηκόως. Από το αγγλικό live που σημαίνει τα ίδια.

Είναι πολύ γνωστό από τις τηλεοπτικές εκπομπές όπου σημαίνει κυρίως την ζωντανή σύνδεση (μετάδοσης εικόνας και ήχου) με κάποιο γεγονός.

Στην καθομιλουμένη λέγεται:

  1. Για να υποκαταστήσει τα παραπάνω συνώνυμά του επιρρήματα, τα οποία ακούγονται κάπως επίσημα.

  2. Με την έννοια της ζωντανής καλλιτεχνικής παράστασης μπροστά σε κοινό, κυρίως μουσικής, της συναυλίας (βέβαια και στην περίπτωση ενός και μόνο καλλιτέχνη). Τόσο σαν γεγονός όσο και σαν καταγραφή αυτού.

1α. Από εδώ:

Καλά, εσείς κάνετε πλάκα αλλά κάτι τέτοιο το έχω ακούσει λάιβ - αλλά δεν είχα χρόνο να ρωτήσω την ενδιαφερόμενη τι εννοεί και να τραβήξω μετά τα μαλλιά μου...

1β. Από εδώ:

Συμφωνώ εντελώς. Γι' αυτό κι εγώ το παίζω φιλόζωη με τα πάντα.
υγ. και ταυρομαχία έχω δει λάιβ και, κακά τα ψέμματα, είναι μια μπουρούχα.

2α. Από εδώ:

...Οπότε όπου και να πάω να παίξω,είτε για λάιβ είτε για πρόβα η μόνη μου απαίτηση είναι ένας αξιοπρεπής λαμπάτος για να έχω βάση στον ήχο μου και ένα καλό καθαρό κανάλι.

2β. Από εδώ:

Μετά βρήκα μια λάιβ εκτέλεση του κομματιού που ο τραγουδιστής (βαριέμαι να ψάξω πως διάολο τον λένε) είναι γάμα τα παράφωνος και ξενέρωσα κάπως. Γιατί δεν είναι αρκετά punk rock η φάση τους (αν και ο ήχος τους είναι ακριβώς αυτό) για να είναι παράφωνοι λάιβ και αυτό να είναι καλό. To τραγούδι πάντως εξακολουθεί να γαμάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κυκλικό σημείο γύρω από την θηλή της γυναίκας.

- Ωραία γκόμενα, αλλά είχε μεγάλο γυροβιζιόν και της χαλούσε το στήθος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια πολύ σύντομη μουσική στιγμή / σύνθεση που χρησιμοποιείται στις ταινίες, στα δελτία ειδήσεων, στις διαφημίσεις κλπ, κυρίως για εισαγωγή, κλείσιμο, επισήμανση ή προειδοποίηση.

Από την αγγλική λέξη sting, βλ. εδώ για περισσότερα.

Ο σκηνοθέτης στον μουσικό:
- Σε τούτο το σημείο θα μπει ένα πολύ σύντομο πλάνο. Εκεί δεν θέλω μουσική, ένα στιγκάκι μόνο, ίσα-ίσα.

(από Galadriel, 06/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified