Selected tags

Further tags

Επικεντρώνω την προσοχή, προσηλώνομαι, δίνω σημασία. Δίνω υπόσταση (σύμφωνα και με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία που θεωρούσε την ουσία ως μια βάση των όντων), δηλαδή με την προσοχή που αποδίδω δίνω έρεισμα στα λεγόμενα- γεγονότα κ.τ.λ., τα κάνω να υφίστανται πραγματικά.

Πολύ συνηθισμένο σε προστακτική δευτέρου ενικού (δώσε βάση) ως προτροπή σε συνομιλητή ότι τώρα είναι που πρέπει πραγματικά να προσέξει. Χρησιμοποιείται και σε περιπτώσεις όπου ο συνομιλητής καλείται να μαζέψει τις δυνάμεις του για ένα ειδικά σημείο από τα λεγόμενα ή τα πραττόμενα.

Σημαντικότερες χρήσεις του τα:

- δώσε βάση στην πενιά στο ρεμπέτικο ιδίωμα, - δώσε βάση στο νόημα ως μαγκίτικη προτροπή να προσέξει ο συνομιλητής τη βαθύτερη και ίσως υπόρρητη σημασία των λεγομένωνε, και το οποίο έλαβε και μια τροπή ειρωνική προς αρρωστουργήματα υπερκουλτουρίασης, όπου καλείσαι να βρεις το βαθύτερο μήνυμα του ποιητή,
- στη τζιβάνα δώσε βάση το τσιγάρο μη χαλάσει στο ναρκοϊδίωμα,
- σήμερα χρησιμοποιείται πολύ στο ιδίωμα του γυμναστηρίου, όταν παρακαλούμαστε να προσέξουμε την εκγύμναση ενός ειδικά μέρους του σώματός μας ή μιας ειδικά άσκησης.

Πάσα (Δ.Π.): Vikar.

  1. Κι όταν παίζει το μπουζούκι
    δώσε βάση στην πενιά
    για να θυμηθείς τα πρώτα
    Φαληριώτισσα γλυκιά (από το άζμα του Γιάννη Παπαϊωάννου εδώ).

  2. Δώσε βάση κι άκουσέ με, δώσε βάση και θα δεις, σαν κι εμένα, πίστεψέ με, άλλον άντρα δε θα βρεις. (άζμα εδώ).

  3. Άκου, Λουκά Παπαδήμο, και δώσε βάση! (εδώ).

  4. Βλακ» list για να ξεχωρίζεις τον κάφρο.. Δώσε βάση!
    - Το 70% των προτάσεων ξεκινάει με το << εγώ >>
    - Έχει καταλήξει να είναι μόνος, χωρίς φίλους και κοπέλα αλλά αυτός δεν φταίει σε τίποτα!Οι άνθρωποι είναι σκάρτοι..
    - Μιλάει με άσχημο και υποτιμητικό τρόπο για την πρώην του (εάν υπάρχει)
    - Και φυσικά θεωρεί οτι θα κάνετε και σεξ γι αυτό και συμπεριφέρεται αναλόγως. (Εδώ).

  5. Θες να την πηδήξεις; Δώσε βάση πρώτα στην ηλικία της. (Εδώ).

  6. Δώσε βάση στα τρικέφαλα! (Εδώ)

  7. Ριάνα: Δώσε βάση στους γλουτούς! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κολλημένος σε παρωχημένες ιδέες, που παρουσιάζει μια ψυχαναγκαστική επαναληπτικότητα, λέγοντας ξανά τα ίδια και τα ίδια. Βλ. και κολλάει η βελόνα, βάζω την κασέτα.

Πάσα (Δ.Π.): Gatzman.

  1. Και πάντα σκαλώνω σαν χαλασμένο βινύλιο στην ίδια απορία: «Κατάλαβε τίποτα για μένα από μένα;». (Εδώ).

  2. - Διάβασες το κυριακάτικο άρθρο του στην Καθημερινή;
    - Έλα μωρέ, τα ίδια έλεγε, σαν χαλασμένο βινύλιο.

Got a better definition? Add it!

Published

Η απαίτηση φωνάζοντας «μπις» να επαναληφθεί κάτι, όπως ένα τραγούδι, ή το μέρος μιας παράστασης, ή να ανέβουν και πάλι οι συντελεστές της παράστασης στη σκηνή για να χειροκροτηθούν. Από το γαλλικό bis που σημαίνει δύο φορές.

- Καλά, το καλύτερό του τραγούδι δεν είπε.
- Φαίνεται ότι το κρατάει για το μπιζάρισμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι και μουσικό όργανο, είναι και λουλούδι, αλλά εδώ μας ενδιαφέρει ως βρισιά, προερχόμενη με αποκοπή από το μαλακοβιόλα ή πιο σεμνά από το χαζοβιόλα. Στα συν του ως βρισιά το ότι ομοιοκαταληκτεί με το καριόλα.

  1. Είστε όλες ένα τσούρμο βιόλες, άλλες πουτάνες, κι άλλες καριόλες! (Ανδρική θυμο-σοφία με ρίμα).

  2. Γύρευε με ποια ξενέρωτη βιόλα τριγυρνάει.

(από Παγράτσου Κολιάτι, 06/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ένας εμσί αυτοσχεδιάζει και ραπάρει freestyleστίχους και ρίμες στον ρυθμό που του δίνει ο DJ· σε αντιδιαστολή προς το συμβατικό τραγουδώ (με μελωδία).

Σλανγκιά τση φυλής των χιπχοπακιώνε και των ραπερονιώνε.

Ασίστ: Ο ΑΛΛΟΣ από το δουπού.

1.
- Χώσε μαν
- ♪♫ σε βλεπω με κοιταζεις με το προστυχο υφακι / και σκεφτομαι με αυτο το τεκνο ισως μπω και στο μπανακι ♪♫
- yeah babe

2.
- ΜC ΧΩΝΩ ΦΡΕΕΣΤΥΛΕ ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΩ ΤΟ ΣΤΥΛΕ ΕΙΤΕ ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ ΕΙΤΕ ΣΕ ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΙΟ

3.
♪♫ πίνω μπύρες πίνω μπύρες..
και χώνω ρίμες χώνω ρίμες χώνω ρίμες...♪♫

(όλα από το φόρουμ του www.hiphop.gr)

Got a better definition? Add it!

Published

Οι ενέργειες ενός τζέι.

Ωχ ο Δημήτρης άρχισε τα τζέικα (δλδ άρχισε τις βλακείες ή άρχισε να πουλάει μούρη ή να πουλάει λεζάντα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αγγλιστί kazoo.

Ψηλέ, πιάσε μία το enter sandman στο κλανίνο να τη βρούμε.

(από Khan, 18/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινότοπο, κλισεδιάρικο, γυναικουλίστικο, ψευτοχαρουμενίστικο, γλυκανάλατο, ποζεριάρικο, ξενικολάγνο, μουσικά κατώτερο από μια πορδή.

Ήταν μια γυναικοπαρέα πίσω μας και όση ώρα εμείς χτυπιόμασταν και χοροπηδούσαμε σαν τα κατσίκια, αυτές κάθονταν σαν ξυλάγγουρα και φύλαγαν το τραπέζι. Σε κάποια φάση βγάζουν όλες από ένα κινητό και αρχίζουν να φωτογραφίζουν η μία την άλλη με τα χαμόγελα ως τα αυτιά. Ένα λεπτό κράτησε αυτό και αμέσως μετά φύγανε. Την άλλη μέρα θα ανεβάσουν τις φωτογραφίες στο facebook για να δείξουν πόσο καλά πέρασαν... Μουζουρακομαραβεγικές καταστάσεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τουμπελέκι ετυμολογούμενο εκ του τουρκικού tumbelek είναι ένα κρουστό όργανο χωρίς λαβή που χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή, λαϊκή και ρεμπέτικη μουσική. Όπως βρίσκω στην Βίκυ «είναι ανοικτό από κάτω και καλυμμένο με τεντωμένο δέρμα από πάνω. [...] Παίζεται με τα χέρια, καθώς το δεξί χέρι »μαρκάρει« τους ισχυρούς χρόνους και το αριστερό τους ασθενείς και συχνά περιλαμβάνει και κουδουνάκια περιμετρικά κρεμασμένα».

Το σλανγκικό ενδιαφέρον έγκειται στο ότι βρίσκουμε πολλές παραλλαγές του ονόματος, όπως τουμπερλέκι, τσουμπερλέκι, ντουμπελέκι, ντουμπερλέκι. Πολλές φορές το τσουμπερλέκια στον πληθυντικό, που καταχώρισε στο Δ.Π. ο Professor, το βρίσκουμε να σημαίνει όχι μόνο τα κρουστά όργανα, αλλά ευρύτερα ένα είδος απροσδιόριστων αντικειμένων τα οποία βασικά μπορούν να παραγάγουν θόρυβο, σαματά, τζέρτζελο, είναι άβολα και ανοικονόμητα, τα σέρνει κάποιος παρέα με τον κύριο εξοπλισμό του χωρίς να ξέρει σε τι ακριβώς θα του χρησιμεύσουν. Μπορεί επίσης να χαρακτηριστούν έτσι σκεύη ή άλλα φορητά μέρη εξοπλισμού. Γενικότερα, δηλαδή, θαρρώ πως τα τσουμπερλέκια κατέχουν θέση αινικτικού σλανγκικού πράγματος, ένα πράμα όπως τα μπλιμπλίκια, τα καβλιτζέκια, τα ματζαφλάρια και τα κρεμαντζόλια, όλα δηλαδή εκείνα τα τεχνολογικά, τεχνικά, χρηστικά (;) αντικείμενα τα οποία δεν ξέρουμε τι ακριβώς είναι και πρέπει να υπαχθούν σε ένα κοινό σουρεάλ όνομα για να συνεννοούμαστε. Περισσότερα στα παραδείγματα. Το χαρακτηριστικό των τσουμπερλεκίων είναι κυρίως ότι είναι (δυνάμει) φασαριόζικα.

Πάσα (Δ.Π.): Professor.

  1. Έτσι ξαφνικά κανόνισα να πάω στους Stomp (ξέρεις καλέ αυτούς με τα τσουμπερλέκια που μαζεύουν κάθε είδους αντικείμενα και βγάζουν μουσική). (Κοντά στην δόκιμη σημασία εδώ).

2. Όταν σουρούπωνε μαζεύαμε τα τσουμπερλέκια και πέρναμε τον κατήφορο για την δική μας γειτονιά.

  1. Θερμη παρακληση προς τον fisherman να του στειλει πακετο με αγκιστρια βαρυδια και τα υπολοιπα τσουμπερλεκια. (Από σάιτ για ψάρεμα).

  2. σουζες ισχυος σε καθε εξοδο........οχι οπως τωρα που για να δουμε σουζα πρεπει να πεσει η καρο σημαια και να «κοροιδεψουμε» τα ηλεκτρονικα τσουμπερλεκια!!!!!! δειτε τι σημαινει φλερτ με highsiding. (Εδώ με σημασία κοντά στο μπλιμπλίκια).

5. Το ξημερωμα τις Κυριακης βρισκει τους θωρακες, τα κρανη και τα υπολοιπα «τσουμπερλεκια» να λιαζονται ψηλα για να μην τα φτανει η αλεπου.

6. Τελικά την πάτησα νηστική θα μείνω. Έψαχνα τις αποδείξεις από τις κατσαρόλες και τα μίξερ και όλα μου τα τσουμπερλέκια.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τραγουδιστής που γκαρίζει στο μικρόφωνο με φάλτσα φωνή και σκοτώνει τα τραγούδια. Ή ο τεχνικός ηχητικός που φτιάχνει τα μικροφωνικά συστήματα αλλά συνήθως μας παίρνει τα αυτιά αν το κάνει τελευταία στιγμή.

Πάνω που πήγε να πει το πιο σημαντικό χάλασε το μικρόφωνο και δεν είχανε και μικροφωνιά, μόνο έναν άσχετο που μας πήρε τα αυτιά.

Got a better definition? Add it!

Published