Further tags

Συνώνυμο των πουτσοσκάμπιλο, πουτσοχάστουκο, ψωλοχάστουκο, ψωλοσκάμπιλο, προς τιμήν του δημάρχου του Βόλου Αχιλλέα Μπέου που έδωσε χαστούκι σε ψηφοφόρο του.

Έρωτας απ' το πρώτο μπεοχάστουκο. (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πέοντας, στα μπεμπεκίστικα. Η λέξη καταγράφεται κι ως τσουτσούνι, τσουτσούνα και τσούτσα. Συνήθως εμπεριέχει ψήγματα (αυτο)σαρκασμού όταν αναφέρεται σε μόριο ενήλικα.

Τσουτσού επίσης αποκαλείται ο ξερόλας, αυτός που σαν πούτσα πετάγεται.

Η ετυμολογία της λέξης αποδίδεται από το λεξικό Τριανταφυλλίδη είτε στην λέξη τσουνί (κοτσάνι ή πέος) -η οποία με την σειρά της ετυμολογείται εκ του αρχαίου κυνίον (σκυλάκι)- είτε στο Αλβανικό tşuni (αγόρι).

Αποτελεί και σημαντικό γαμοσλανγκοτέτοιο μόριο (βλ. ενδεικτικά: γλυκοτσούτσουνος, κοντοτσούτσουνος, μικροτσούτσουνος, ξετσουτσουνεύω, οχιά διτσούτσουνη, ρεβιθοτσούτσουνος, σιδεροτσούτσουνος, τσουτσουνάμι, τσουτσουνίζω, τσουτσουνιστής, τσουτσουνογαμπρός, τσουτσουνοκαταπίνογλου, τσουτσουνοπνίχτρα, και πολλά άλλα. Χώρια τα ερζάτς τούρκικα τ. τσουτσού σεφτέ, τσουτσού σορόπ, υσουτσού φερετζέ, τσουτσούν νταχτιρντί και ταλιμπάν.

1.
Έχει παρατηρήσει κανείς όταν κατουράνε τα αγοράκια να έχουν κανένα ασπράκι στην άκρη της «τσουτσούς»; Δε ξέρω αν είναι τίποτα λόγω αντιβίωσης που παίρνουμε λόγω κυστεουρητικής παλινρόμησης ή απο το γάλα.Ευχαριστώ.

2.
Τσουτσού συνήθως λέμε κάποιον ή κάποια που ανακατεύεται εκεί που δεν τον σπέρνουν ή παριστάνει τον έξυπνο ή και που κάνει ψιλορουφιανιές κατωτάτου επιπέδου, γιατί ναι κυρίες και κύριοι, ακόμα και η ρουφιανιά έχει επίπεδα!
3.
Πως λέγεται στα τούρκικα...Η χήρα; Τσουτσού αχ-βαχ γιοκ.

(από Khan, 17/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιόκος = Το πέος

Παράδειγμα: Τι θα μκάνς ρε; Θα μου αποφτώϊς τον τσιόκο μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σαλούβαρδος / σαλουβάρδα / σαχλιαμπάκος

Ονομασία του εικονιζόμενου ψαριού με την επιστημονική ονομασία Phycis Phycis, που ζει στις περισσότερες ελληνικές θάλασσες και αναγνωρίζεται με πολλά ονόματα, ανάλογα με την περιοχή, όπως σαραβάνος, ποντικός, ποντίκι, ποντικόψαρο, σκορδαλός, μιχάλης με πιο συνηθισμένο το σαλούβαρδος. Το σαχλιαμπάκος δεν τό'χω ακούσει πουθενά αλλού, εκτός από την Κύθνο. Αν υπάρχουν κι άλλες ονομασίες ή τυχόν διορθώσεις, ευπρόσδεκτες.

ΣΑΛΟΥΒΑΡΔΟΣ

Είναι ψάρι χαμηλού κόστους, αλλά κατά τη γνώμη μου ιδανική συνοδεία της σκορπίνας (μαζί με λύχνους, δράκαινες, χειλούδες και ό,τι άλλο πετρόψαρο υπάρχει διαθέσιμο) για νόστιμες κακαβιές! Έχει άσπρο, τρυφερό και αρκετά νόστιμο κρέας, αλλά, εξ αιτίας της κακομούτσουνης εμφάνισής του, δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο ευρύ κοινό, εξ ου και η χαμηλή τιμή. Η εμφάνισή του είναι η αιτία και άλλων χρήσεων του ονόματός του στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Αυτός, άλλωστε, είναι ο λόγος και της παρουσίας του στο παρόν λήμμα.

Έτσι μια γυναίκα με άσκημη κορμοστασιά ή κακομούτσουνη τη λένε σαλουβάρδα.

-Τά 'μαθες Πελέγρα*; Ο Νικολός θα πάρει τη Μαρία. -Αυτή τη σαλουβάρδα; Κρίμας ταύτονε!

*Πελέγρα: γυνακείο όνομα, αρκετά συνηθισμένο στην Κύθνο. Ταυτίζεται με το Πελαγία. Ετυμολογικά προέρχεται από το Ιταλικό pellegrino:προσκυνητής (τα χρόνια της Ενετοκρατίας [13ος-16ος αιώνας] οι προσκυνητές, των αγίων τόπων συνήθως, ερχόταν από το πέλαγος).

Άλλη χρήση του,από τους ψαράδες συνήθως (λόγω του σχήματός του) υπονοεί το πέος.

(Από τα χρόνια του μεσοπολέμου) Νέος ψαράς,με πέντε αδερφές που πρέπει να παντρέψει (κλασσική ιστορία) παραπονιέται στον πατέρα του, γιατί δέν τον έκανε κι αυτόν κορίτσι. Η απάντηση του πατέρα: "Άμα ήσουνε κορίτσι θά 'τρωες ένα σαλούβαρδο να!" φέρνοντας τη παλάμη του ενός χεριού στο ύψος του αγκώνα του άλλου.

Τέλος το όνομα σαχλιαμπάκος, που χρησιμοποιείται (όπως πιστεύω) αποκλειστικά στην Κύθνο και επιτείνει την άσκημη εικόνα που έχει ο κόσμος για το καημένο το ψάρι, χρησιμοποιήθηκε τις δεκαετίες του ΄70 και του '80, από τους ανθρώπους του λιμανιού κυρίως, για να χαρακτηρίσει (υποτιμητικά) τους "αδέσποτους" τουρίστες με τα σακκίδια, που έφταναν στο νησί και δεν φημίζονταν για την επιμελημένη εμφάνιση και την καθαριότητά τους.

Διάλογος μεταξύ "καμακιών" της εποχής:

-Έφερε πράμα το βαπόρι σήμερα; -Ψιλοπράματα! Ένα τρία-μηδέν* και πεντέξι σαχλιαμπάκους!

*τρία-μηδέν: τρεις τουρίστριες μόνες τους (αυτές, πάντα ευπρόσδεκτες!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό μόριο.

- Κοίτα Κική, περνάει ο πρώην σου ο Άγγελος... Βρε αυτός είναι στούμπος! - Κοντός είναι φιλενάδα, αλλά έχει ένα μπιρμπίλι...!

Τουκανισμος: ο Πρόεδρας αποκρύπτει τπ μπιρμπίλι με τις παλάμες του.. (από Vrastaman, 16/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι γενικώς το πραματάκι που εξέχει· από την μωρουδιακή (και κάθε άλλη δυνατή) πιπίλα, το βύσμα (το νορμάλ ντε, το βαρβάτο!), το usb στικάκι, του σπρέι το ακροφύσιο, το κουρδιστήρι, το άλλο που άμα το τραβήξεις παθαίνει φούιτ το λάστιχο, μέχρι και τη μηχανή του καφέ και τη συσκευή για τα κουνούπια (!).
Και προφάνουσλυ, εδώ, στα πιπιρόλια υπάγονται, και πάντως με γουτσική χαριτωμενιά, τα κατεξοχήν εξέχοντα εξαρτήματα, τα πέη πουά ή τα σκέτα πέη, ή κι οι πέουλες.

Συνώνυμα: μπλιμπλίκι, μαραφέτι, ματζαφλάρι.

  1. Το ίδιο όμως κάνετε κι οι Μεσαρίτες όλοι,
    και πιπιλίζετε κι εσείς το ίδιο πιπιρόλι.
    Και δεν αναγουλιά κιανείς το βύζαχτρο να φτύξει,
    και σ’ όσους σασε παίζουνε τα ντόδια ντου να τρίξει.

    (Απ' το candianews)

  2. Άσε μαρή μάνα... έφερε χθες η αδερφή μου μια ταινία να δούμε... γαλλική!!! Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, ας δούμε μια άλλη, της λέω μόλις άκουσα το πρώτο "αλό". Όοοοοχι, αυτή θα δούμε, μου λέει..., θα 'ναι καλή το νιώθω... μια ώρα μετά βγήκε ένας με το πιπιρόλι του και κατούρησε μέσα σε ένα τζακούζι και απέκτησε λίγο ενδιαφέρον η ταινία. ΕΔΩ

  3. -Μα είναι δυνατόν ένα "βύσμα" να είναι θηλυκό; (169 βρίσκει ο Γκούγκλης)
    -Πρόχειρη απάντηση, χωρίς γκουγκλικές στατιστικές, από τον καιρό που έπαιζα με τα βύσματα. Θυμάμαι στις συνδέσεις του μαγνητοφώνου, π.χ., ότι υπήρχε βύσμα με πιπιρόλι (προεξοχή) που έμπαινε σε υποδοχές, αλλά μπορούσε να υπάρχει και θηλυκό βύσμα με υποδοχή που δεχόταν το αρσενικό, π.χ. για επεκτάσεις ΕΔΩ

  4. Και κατι ακομα... Για να συνδεσω και την κιθαρα για να ηχογραφησω χρειαζομαι διπλο πιπιρολι? Επειδη για input μου δινει Left Right... (noiz)

  5. Εχει κανεις εμπειρια απ'αυτο το μπλιμπλικι ή πιπιρολι ή μαραφετι???: lol: Δουλευει οντως ή ειναι μουφα? Με ενδιαφερει γιατι ειναι βαρυς ο συμπλεκτης του ttr κ μετα απο καμποση ωρα δεν παλευεται καθολου. (forum.dirt-bike)

Αριστερά το θηλυκό βύσμα και δεξιά το πιπιρόλι

  1. Funny. Συνάδελφος αναφέρεται στα στικάκια usb ως "πιπιρόλι". ΕΔΩ

  2. ΚΟΥΡΔΙΣΤΗΡΙ = ΠΙΠΙΡΟΛΙ ΘΕ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ (εδώ)

  3. Έχει πλάκα ο Καρατζαφέρης με τα καλαμπούρια του. Αλλά δεν αντέχω τον εκπρόσωπο του Λαϊκού Ορθόδοξου, τον Αϊβαλιώτη. Που κάθε φορά που έχει τα δεκαπέντε δευτερόλεπτά του για το τηλεοπτικό του sound bite, κορδωμένος και γεμάτος αυτοπεποίθηση, μας ξεφουρνίζει το καλομελετημένο αστειάκι που ετοίμαζε από το πρωί. Θα ήθελα να βρω εκείνη τη στιγμή το πιπιρόλι απ' όπου ξεφουσκώνει. (lexilogia)

  4. σκέφτηκα "ραδιενεργό σπέρμα" καθώς έβαζα καφέ στο πιπιρόλι του εσπρέσσο. ΕΔΩ

  5. εγώ έχω μόνο ένα πλαστικό πιπιρόλι που μπαίνει στο εσωτερικό του χερουλιού στην οπή εκχύλισης. Στο μοντέλο 2011 καλαθάκι για διπλό γιοκ! Έχει μόνο ένα για μερίδα και ένα για μονό και διπλό... (greekespresso)

  6. Κατι άσχετο, οντως αυτο το πιπιρόλι με το αντικουνουπικο ζουμί απο κατω επίσημα ονομάζεται το μηχανάκι για τα κουνούπια; ΕΔΩ

  7. Mia aporia Grafitades Apantiste
    Arxisa ta Graffiti prin mia bdomada k 8elo na rotiso kati... To pipiroli {opos to lene} pou exei to spray k vgazi to xroma iparxoun gia na vgazi poli-megalo- kserete gia skies gonies kai diafora poli xroma ligo xroma leptes grames tetia pramata exoun ta graffiti magazia gia na paro>>?? Alios an kserete doste kapio link.. (hiphop)

  8. -τι μπορεί να είναι αυτά τα pali που τα στεφανώνει/ κοσμεί ο σκούφος του δόγη;
    -Είναι οι πάσσαλοι με τις ρίγες που δένουν τις γόνδολες και που υπάρχουν σε όλα τα κανάλια, με επιστέγασμα εκείνο το πιπιρόλι που μοιάζει περισσότερο με ρώγα του μπιμπερού (άντε, του μπιμπερό, άκλιτο, κατά τον Ντιντερό) παρά με το κέρατο στο σκούφο του Δόγη. Poles στα αγγλικά. (lexilogia)
    το πιπιρόλι του μπιμπερού του palo

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πετυχυμένη παραποίηση της γνωστής φράσης "κάνω την καρδιά μου πέτρα". Χρησιμοποιείται προς δικαιολόγηση και αιτιολόγηση πράξεως σεξουαλικής ώστε αυτή να γίνει κατανοητή ή να συγχωρεθεί. Πολλές φορές υποθάλπει και τη θέληση του χρήστη (της φράσης) ο οποίος την κρύβει εντέχνως.

Νομίζω την έχω ακούσει και από τον Τζίμη Πανούση σε κάποιο λάιβ του, ωστόσο δεν βρήκα σχετικό μήδι στο νέτι να παραθέσω.

- Καλά ρε μαλάκα, χθες ήσουν τόσο πίτα που τελικά έφυγες με τη χοντρή τη μπαζόλα?
- Ρε φίλε τι να κάνω που η τύπισσα με παρακαλούσε όλο το βράδυ να της δώσω πίπα.. Άσε με..
- Και τελικά?
- Ε την λυπήθηκα. Έκανα την ψωλή μου πέτρα.. και τη γάμησα!
-Πάρ' τα μαλάκα μπαζανόβα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια εύηχη γιαννιώτικη παραλλαγή του πέοντος.

Εικάζεται ότι το μόριο φλαπ είναι ονοματοποιία του πλαταγίσματος που κάνει ο νικολάκης καθώς περιηγείται στην άσπιλη ηπειρώτικη μουνίδα.

Αγγλιστί: flappy dick.

Βλ. και φλαμπούτσο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξιστική λέξη παλαιάς κοπής για τη γυναίκα που έχει πολλούς εραστές και θεωρείτο εύκολη και ανυπόληπτη, για την ψαροκασέλα, ψωλαποθήκη κ.τ.ό. Ως ψωλοκασέλα εννοείται ειδικότερα το μουνί, η ψωλότσεπη, αλλά μετωνυμικώς και η όλη γυναίκα.

Τι ήτανε; Μια ψωλοκασέλα ήτανε, αλλά από όταν τύλιξε τον Τιμόθεο μπήκε στα σαλόνια της καλής κοινωνίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που έχει σεξουαλικές σχέσεις με πάρα πολλούς άντρες. Πρόκειται για κάτι σαν ψωλαποθήκη, μόνο που όχι μόνο αποθηκεύει τις ψωλές, αλλά είναι και φύλακάς τους, βγάζοντας και κάτι το κυριαρχικό επί των ψωλών. Ας πούμε, ένα είδος φαροφύλακα που οργανώνει τα καράβια που σέρνει το μουνί της.

Πρόκειται για μια από τις προσφιλείς λέξεις του Μάκη Τσίτα, του οποίου το έργο Μάρτυς μου ο Θεός (Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014) έχει μεγάλη σλανγκική σημασία, καθώς, όπως παρατηρεί ο Φοίβος Δεληβοριάς, είναι ένα από τα πρώτα λογοτεχνήματα που έχουν γραφτεί σχεδόν σαν να είναι παραθέσεις ποσταρισμάτων μιας τρολοπερσόνας στο Φέισμπουκ, μόνο που ο αφηγητής είναι ένας εξωδιαδικτυακός τρολός, που δεν παύει όμως να τρολάρει και να αυτοτρολάρεται ασύστολα, δείχνοντας έτσι κρυμμένες αλήθειες της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και ανοίγοντας πιθανόν τον δρόμο για ένα νέο είδος τρολογοτεχνίας (το επόμενο στάδιο μετά τη μπλογοτεχνία). Το έργο είναι ασφαλώς σλανγκοπεριβόλι, αν και οι πολλές σλανγκιές του υπάρχουν ήδη στο σάη μας.

  1. Σκέφτομαι πως αν η Ευμορφία και η Ρωρώ αποφασίσουν κάποια στιγμή να γίνουν πλούσιες, θα τα καταφέρουν μια χαρά. Η πρώτη θα μπορούσε να βρει καμιά δεκαριά μαλάκες παύλα θύματα σαν κι εμένα. Η δεύτερη εάν είχε φάρο σε ένα ακρωτήρι κι έβαζε ανακοίνωση στον Τύπο που να λέει ότι από την τάδε μέχρι την τάδε ημερομηνία μπορείτε να 'ρθείτε να με πηδήξετε, θα έβλεπες κάθε μέρα απ' έξω να συνωστίζονται βάρκες, βαρκούλες, καίκια, κρουαζιερόπλοια στη σειρά. Θα τους έδινε και στίγμα ναυτιλιακό. Αυτή είναι γεννημένη για ψωλοφύλακας. Θέλει να καταμετρήσει τις αντρικές αντοχές. Αναλυτικώς. (Μάκης Τσίτας, Μάρτυς μου ο Θεός, Αθήνα: εκδ. Κίχλη, 2013, σ. 198).
  2. Ο Χρυσοβαλάντης, για να υπάρξει, σιχαίνεται τους Πακιστανούς, τα «πορνώδη γερόντια», τις λεσβίες, τους Αλβανούς, τους Ρώσους, τα κυκλώματα, τους μασόνους, τους άθεους, τους συναδέλφους του, τις γυναίκες-«ψωλοφύλακες», τις τράπεζες, τα ριάλιτι, τους πουλημένους δημοσιογράφους. (Φοίβος Δεληβοριάς για Μάκη Τσίτα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified