Σεξιστική λέξη παλαιάς κοπής για τη γυναίκα που έχει πολλούς εραστές και θεωρείτο εύκολη και ανυπόληπτη, για την ψαροκασέλα, ψωλαποθήκη κ.τ.ό. Ως ψωλοκασέλα εννοείται ειδικότερα το μουνί, η ψωλότσεπη, αλλά μετωνυμικώς και η όλη γυναίκα.

Τι ήτανε; Μια ψωλοκασέλα ήτανε, αλλά από όταν τύλιξε τον Τιμόθεο μπήκε στα σαλόνια της καλής κοινωνίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς η ψωλαρπάχτρα, αυτή που αρπάζει ψωλές στο άρπα-κόλλα, η αρπακώλα, είτε γυναίκα, είτε κόρη.

  1. Δεν πίστευε στα αυτιά του ο Παντελής αυτά που άκουσε. Ότι η Βούλα, αυτό το κοντοστούπικο, άσχημο, άβυζο κοριτσάκι, είναι γαμιάρα. Όπως δεν τον πίστευαν οι άλλοι ότι δεν είχε κάνει τίποτα με την αρπαψώλα Βούλα.
  2. ΣΚΑΡΦΑΛΩΣΕ ΣΤΗΝ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΜΟΥ ΜΟΥΝΑΡΑ ΚΑΙ ΦΑΤΗΝ! ΔΕΝ ΘΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙΣ ΝΑ ΤΗΝ ΓΛΕΙΦΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΠΙΝΕΙΣ ΤΑ ΨΩΛΟΧΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝ ΔΕΝ ΣΟΥ ΠΩ ΕΓΩ! ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΕΛΕΕΙΝΗ ΑΡΠΑΨΩΛΑ?» Τι να καταλάβω? Τι να πρωτονιώσω? Βρέθηκα ξαφνικά ανάμεσα στις μπουτάρες της να με έχει αρπάξει από το μαλλί και να τρίβει την μουνάρα της στην μούρη μου! (Αμφότερα από σάη για ενήλικες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η την ψωλήν βυζαίνουσα, ήτοι η πεολείχουσα, η τσιμπουκλού, η πιπατζού, η ψωλογλείφα. Ανήκει στην ιδιόλεκτον του ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Ἤθελε, τώρα, νὰ πέσηι εἰς τὰ γόνατά του καὶ νὰ τῆς εἴπηι τὰ πλέον γλυκὰ καὶ τὰ πλέον αδιάντροπα ὡραῖα λόγια: «Ἀγάπη μου καὶ φῶς μου! Χρυσή μου καὶ ἄγγελέ μου! Πουλάκι μου! Κορίτσι μου! Ψωλοβυζάχτρα μου! Γλυκὸ καὶ παχουλὸ μουνί μου!...» (Μέγας Ἀνατολικός, Τόμος 5, σ. 70).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον σλανγιώτατον ποιητήν Ανδρέαν τον Εμπειρίκον, το ψωλοκόριτσο ορίζεται αστασιάστως ως «ἡ κοπέλα ποὺ αγαπάει πάνω ἀπ' ὅλα τὴν ψωλὴν», ήτοι η ψωλοζητιάνα, η ψωλοδιψάζουσα ζητιάνα της πούτσας, η ψωλού. Στο νέτι το βρίσκω και με πιο queer σημασίες ως κορίτσια που έχουν/ είχαν ψωλή (τραβέλια ή τρανσφόρμερ) ή παντός είδους ψωλίδας.

  1. -Ἄν είμαι λοιπὸν γκουνιώτα, πρέπει να είμαι τόσο λίγο ποὺ αὐτὸ δὲν σημαίνει ἀληθινὰ γκουνιώτα... Τόσο λίγο ὅσο ἐγώ, εἶσαι καὶ σὺ Μιμί μου, δὲν τὸ παραδέχεσαι;
    - Τὸ παραδέχομαι απολύτως... Τόσο ὅσο λὲς είμαι καὶ ἐγώ... Κι ὅποια κοπέλλα εἶναι τόσο λίγο, δὲν εἶναι γκουνιώτα, μὰ ψωλοκόριτσο- δηλαδή κοπέλα ποὺ αγαπάει πάνω ἀπ' ὅλα τὴν ψωλή!... Ἡ μόνη μας διαφορὰ εἶναι, θαρρῶ, ὅτι τρελλαίνομαι ὄχι μόνο γιὰ ψωλὴ μὰ καὶ γιὰ σπέρμα... Μπορῶ νὰ καταπιῶ 5-6 ἀνδρῶν ψωλόχυμα, συνέχεια, τοῦ ἑνὸς μετὰ τοῦ ἄλλου...
    - Καὶ τὸ μουνόχυμα; Ἄν χύσηι μιὰ κοπέλλα μὲς στὸ στόμα σου δὲν σοῦ ἀρέσει;
    - Μοῦ ἀρέσει πολὺ καὶ πάντα τὸ καταπίνω... Θεωρῶ ὅμως τὸ σπέρμα ὡς κάτι ἀνώτερο, πολὺ άνώτερο, ὅσο εἶναι ἡ σαμπάνια ἀπὸ τὸ κοινὸ κρασί... ποὺ δὲν ἀρνοῦμαι ὅμως ὅτι ἔχει καὶ αὐτὸ τὴν άξίαν του. Μ'ἐννόησες, ἀγαπητή μου Estelle; (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 3, σ. 302).

  2. Συνέχισε ψωλοκόριτσο. Ποιείς ωραίαν μαλακίαν. Στας διαταγάς σας κυρία. (Από σάιτ).

  3. ανωμαλο τρανσ ψωλοκοριτσο 25 χρονων ψαχνει παρέα για τρελα παιχνίδια. (Από σάιτ γνωριμιών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτική πασπαρτού προτροπή να μην κακομαθαίνουμε τα υποκείμενα της περιφρόνησης μας γυναίκες, χωριάτες, τουρκαλβανά, γουατέβα γιατί μοιραίως θα ανέβουν στο κρεβάτι μας να μάς γαμήσουν.

Η αρχική διατύπωση («τον Τούρκο και τον πούτσο, όσο τον χαϊδεύεις σηκώνεται») αποδίδεται στον Γεώργιο Καραουϊσκάκη.

- Ο χωριάτης είναι σαν τον πούτσο. Όσο τον χαϊδεύεις, τόσο σηκώνεται.
(Ηλίας Πετρόπουλος, «Εγχειρίδιο του καλού κλέφτη»)

- Η γυναικα ειναι σαν τον Πούτσο ... οσο τη χαιδευεις σηκώνει κεφαλι!!!
(φεησμπουκάκι)

- Οι συνδικαλιστές στην Ελλάδα είναι σαν το πουλί σου. Όσο τους χαϊδεύεις, τόσο σου σηκώνονται.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μηχάνημα ή / και άνθρωπος που εξειδικεύεται στο να μπήγει παλούκια υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.

Το μέγεθος των παλουκιών είναι αδιάφορο. Επίσης η τοποθεσία στην οποία μπήγονται δεν είναι προσδιορισμένη.

Συζήτηση μεταξύ φίλων στο ελεύθερο κάμπινγκ.

- Κοίτα ο δικός σου πώς αγωνίζεται μες την βροχή να στήσει την σκηνή. Tρομερός παλουκομπήχτης.
- Χαχα ναι το χρυσό μου.
- Καλά θα περάσετε άμα την στήσει...
- Χαχαχα είπαμε παλουκομπήχτης!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι το απροσδιόριστο, κάτι το μη επαρκώς εντοπισμένο, που όμως γίνεται ασυνειδήτως αντιληπτόν από ειδική περιοχή του αντρικού εγκεφάλου, στην οποίαν είναι ιδιαιτέρως ανεπτυγμένα τα μουνορανταροκύτταρα.

Τον διαθέτουν οι γυναίκες που όχι μόνον δεν έχουν καμιά πουτσοπαγίδα πάνω τους (ου μην αλλά και κάτω τους), αλλά αντιθέτως έχουν αυτό το ιδιαίτερο κάτι - και οι ψωλές όπου φύγει φύγει.

Με την πρώτη ματιά, είναι γαμήσιμες και αξιαγάμητες, αλλά τα μουνορανταροκύτταρα έχουν άλλη γνώμη...

Μία ξινομούνα στον κύβο ίσως, ή κάποια που εμπνέει πραγματικά τον φόβο του οδοντοφόρου αιδοίου, μπορεί όμως και τον γέλωτα λόγω του γραδαρίσματος πως το αιδοίον είναι φαφούτικο, οπότε ποιος γαμεί ψηλά καπέλα...

Πολύ καλές υποψήφιες είναι οι φαρμακομούνες, λιγότερο οι στρειδομούνες, ενώ καμία τύχη δεν έχουν να συμπεριληφθούν στον κατάλογο οι ζαχαρομούνες.

  1. - Μεγάλη μουνοθύελλα ενέσκηψε στο μπαράκι, Λάμπρο.
    - Ναι αλλά πιάνω και ψωλοδιώχτη στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Ώπα, νά την... Κοίτα την δεύτερη ξανθιά στο τρίτο τραπέζι. Τον έχει, αδερφέ μου.

  2. Αμάν πια κι αυτή η Μαίρη βρε Πόπη μου, δεν σταυρώνει άντρα! Τί σόι ψωλοδιώχτη έχει πια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βάλε μυαλό: Συνετίσου, συμμορφώσου
Βάζω κεφάλι: Διείσδυση πέους στο αιδοίο μέχρι ΚΑΙ την βάλανο (κεφάλι).

Έκφραση που φανερώνει έναν απροκάλυπτο εκβιασμό προς το αδύναμο φύλο. Χρησιμοποιείται κυρίως από μισογύνηδες, μικροτσούτσουνους και από παντρεμένους αλκοολικούς. Λέγεται με ωμό και βάρβαρο τρόπο με σκοπό να συνετίσει παύλα ερεθίσει το εκάστοτε θηλυκό...

Αυτή η μορφή απειλής προσδίδει στο φαλλοκρατικό αρσενικό μπόλικη αυτοπεποίθηση όπως επίσης και μεγαλύτερο φαλλό! Όσο για το θήλυ, ανάλογα με το μπάσο της φωνής του αρσενικού, κυριεύεται από ένα ρεύμα φόβου που μετατρέπεται σιγά σιγά σε ηδονή (λέμε τώρα!)

- Θοδωράαααα!!! Τις παντόφλες...
- Αααα, να σου πω Γιάννη δεν είμαι δούλα σου. Τελείωσαν αυτά!
- Κουνήσου μωρή σαβούρα μην έρθω από κει!
- Για έλα αν τολμάς! Με τόσο κρασί που έχεις πιει, αμφιβάλλω!
- Μωρή ξεκωλιάρα, βάλε μυαλό και πρόσεχε τι λες, μην έρθω απ' εκεί και μαζί με τις παντόφλες σου βάλω και κεφάλι! Ακούς..!!;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο νούλας, ο μικρός, ο λίγος. Δυστυχώς για κάποιους, σε μερικά πράγματα το μέγεθος μετράει. Οφθαλμοφανής παραλληλισμός με το μέγεθος του ρεβιθιού.

  2. Σημαίνει και τον ανίκανο να κάνει μεγάλα πράγματα.

Σ.Σ.: το λήμμα πρωτοεμφανίστηκε πριν το 1900. Μη νομίζουμε δηλαδή ότι οι παλιοί δεν σλανγκάρανε... (ή ότι την είχανε όλοι μεγάλη).

Θέλει και να διοικήσει την Ελλάδα, ο ρεβιθοτσούτσουνος. Εδώ δεν μπορεί να διοικήσει τη γυναίκα του...

(από Vrastaman, 13/03/09)(από Vrastaman, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του «Cosmopolitan», για να δείξει ότι, το μυαλό των αναγνωστριών του είναι αλλού κι όχι στα τεστ ψυχολογίας της σχέσης και τα χαζοαρθράκια.

Κόπι-ράιτ: Επιτέλους.

Λάουρα: Μένιο, δεν πάει καλά το τρίο μας με την Λίλιαν. Δεν βλέπεις ότι έχουμε ασυμφωνία χαρακτήρων οι τρεις μας; Και δεν κάνει πια κρύο! Αρκετά ζεσταθήκαμε!
Μένιος: Γιατί; Το διάβασες στο Πουτσοπόλιταν; Απλώς ζηλεύεις μωρό μου που δεν έχεις ξανθό μουνί σαν του Λίλιαν!
-Φραππππ! (Ήχος του Πουτσοπόλιταν στο κεφάλι του Μένιου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified