Selected tags

Further tags

Λεξιπλασία που σημαίνει ακριβώς το αντίθετο από το «διασταυρώνω», «διασταύρωση». Δηλώνει το μαγείρεμα των στοιχείων, ή τη χάλκευση της πληροφορίας γενικότερα.

  1. Πάλι μου ζήτησε ο γενικός να διαστραβώσω τον ισολογισμό. Στο τέλος θα με κλείσουν μέσα.

  2. - Η κατάσταση που μου έφερες δείχνει ότι έχουμε έσοδα, ενώ εγώ βλέπω ότι πάμε για φούντο.
    - Άσε την κατάσταση. Είναι διαστραβωμένη...

  3. Το ρεπορτάζ λέει άλλα κι ο «μεγάλος» θέλει άλλα. Μάλλον θα γίνει διαστράβωση.

Μετά την αποκάλυψη της διαστράβωσης του ισολογισμού. (από panos1962, 12/11/09) Διαστράβωση στοιχείων (από panos1962, 15/11/09)Διαστράβωση στοιχείων (από panos1962, 15/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικά, το πολύ έντονο φτηνό ανδρικό άρωμα (το γυναικείο λέγεται πατσουλί / πατσουλιά), όπως ακριβώς το περιγράφει ο Βασίλης στην «Κάντιλακ» (...σπρέι με βαρύ αποσμητικό...).

Η έκφραση προέρχεται απο την ταπεινή κολώνια (κατ’ ευφημισμόν-καμία σχέση με το νερό βορείου αποικίας των Ρωμαίων), με την οποία ξεπλένουν τους μεταστάντες στο φέρετρο πριν την κηδεία, προκειμένου να μη βρωμάνε...

Χαρακτηριστικό της είναι η έλλειψη διακριτικότητας (σου’ ρχεται στη μάπα και σε πνίγει). Την φορούν συνήθως κάτι γερο-τζόβενα, που δεν ξέρουν να διαλέξουν ούτε τις καλές φίρμες, ούτε τα εύοσμα αρώματα-αποσμητικά, αλλοδαποί του ανατολικού μπλoκ (που έχουν ξωμείνει στο βουλγαρικό «ροδόνερο»), καθώς και τα 13-16χρονα έντονα μαλακιζόμενα μειράκια, που την βουτάνε από τους πατεράδες τους και «λούζονται» μ’ αυτά (αφού κανείς δεν τους είπε πως χρησιμοποιούνται).

Συνήθως ευτελούς ποιότητας με βαρύγδουπη λεζάντα (στη συσκευασία), θα τα βρεί κανείς σε πάγκους γύφτων στα γιουσουρούμια, κατάχαμα στρωμένες κουβέρτες μαύρων-Πακιστάνων, που πουλούν όλων των ειδών τα «ορίτζιναλ» κυριλέ προϊόντα σε παραδόξως χαμηλές τιμές, σε κεντρικές λεωφόρους (μέχρι το επόμενο σφύριγμα τσιλιαδόρου), παλιότερα στις βιτρίνες του υπόγειου ηλεκτρικού της Ομόνοιας, σε περίπτερα και εν γένει «στα καλάθια», όπως λέμε.

Συνώνυμα: Μπακουραμπάν, Μυρτώ, Περιπτερέξ, Πάρε-νάεις (Fahrenheit) κ.α.

(Νυχτερινή έξοδος φίλων):

- Καλώστονε κι ας άργησε!
- Λοιπόν, φύγαμε;
- Μπα πανάθεμάσε, τη νεκροκολώνια λούστηκες πάλι; Μας μπάφιασες...
- Ξέρεις πόσο έχει αυτό το άρωμα ρε άσχετε; 30 γιούρο! Παραπάνω απ' το ρολόι σου!
- Να σου δώσω ένα τάληρο να πά’ να την πετάξεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε τι το μη υπαρκτό, μη γνήσιο, τουτέστιν το εικονικό ή πλασματικό.

Π.χ. οι δημόσιοι υπάλληλοι που, προκειμένου να υπολογίσουν το χρόνο συνταξιοδοτήσεώς τους, κολλάνε στα χρόνια της πραγματικής υπηρεσίας τους και αυτά της πλάσμα υπηρεσίας που κάνανε στον Στρατό.

Ωσαύτως, οι εφημερίες των γιατρών διακρίνονται στις πραγματικές (όπου ο γιατρός βρίσκεται στο Νοσοκομείο) και στις πλάσμα (όπου ξύνει πατσές σπίτι του), τα δρομολόγια που δηλώνουν οι οδηγοί των ασθενοφόρων επίσης διακρίνονται σε πραγματικά (διακομιδές ασθενών) και πλάσμα (εικονικές διακομιδές ασθενών που συνήθως είναι και συγγενείς μας και που τις δηλώνουμε για να δικαιολογήσουμε χιλιόμετρα που κάναμε για να μεταφέρουμε με το ασθενοφόρο τουρίστες στα ενοικιαζόμενα δωμάτια μας), κ.ο.κ.

- Δες τον κηφήνα τον Διευθυντή της Κλινικής: Δηλώνει 10 εφημερίες πλάσμα το μήνα και χτυπάει μισθό Αρεοπαγίτη χωρίς να πατάει ούτε μια ώρα στην εφημερία!
- Ε, καλά, αυτός ζει στην πλάσμα διάσταση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο gay, κατά κύριον Βασίλη εκ Πατρέων, aka Φιδέμπορας, γνωστός γκεστ σταρ της Ελληνοφρένειας.

«Είστε όλοι γκέτσηδες στην Αθήνα».

(από Khan, 01/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χαρακτηρίζει όχι απλά τον φαταούλα, τον αχόρταγο, αλλά αυτόν που τρώει ο,τιδήποτε, χωρίς να ενδιαφέρεται για τη γεύση ή την καταλληλότητα της «τροφής».

Το ότι τα σκατά περιέχονται σε τάπερ, μάλλον συνηγορεί στην άποψη ότι πρόκειται περί νεολογισμού. Ίσως να υπήρχε παλιότερη μορφή, π.χ. ένα ταψί/πιθάρι/κουβά σκατά. Εγώ πάντως αυτήν ξέρω, αυτήν εμπιστεύομαι.

- Ιιιιιι!!! Μη ντη ντρως πδι μ’ αυτή ντην κουνσιέρβα! Ίνι σκυλουτρουφή! Κι λιηγμένιη!
- Άσε μας ρε γιαγιά να γουστάρουμε...
- Μην ασχολείσαι γιαγιά, αυτουνού κι ένα τάπερ σκατά να του δώσεις, θα το φάει.
- Θιες να σι φκιάσου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πουθενάς της φοιτητικής (λέμε τώρα) κοινότητας, ο τουρίστας δηλαδή. Ταυτόχρονα, όμως, άνθρωπος που κατεβαίνει σε κάποιες εξεταστικές από το πουθενά (σσ. αλεξιπτωτιστής), προκαλεί την περιέργεια των συμφοιτητών του, που απλά αγνοούσαν την υπαρξή του, και όντας άψογα προετοιμασμένος κυριολεκτικά ζωσμένος με κάθε είδους απαγορευμένα βοηθήματα (από σκονάκια μέχρι bluetooth και άλλες γκατζετιές), τσιμπάει την το μαγικό τάλιρο, την παγκόσμια φοιτητική σταθερά δηλαδή Φσ=5 και εμφανίζεται στο επόμενο εξάμηνο.

Ύψιστη καταξίωση του κάθε μουτζαχεντίν αποτελεί μια ανάλογη πουθενάδικη εμφάνιση στην απονομή των πτυχίων.

- Μαλάκα, αυτό το φρούτο ποιος είναι;
- Άσ' τον ψηλέ, μιλάμε για μύθο, 35 μαθήματα περασμένα α λα μουτζαχεντίν!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κίνηση της ιαπωνικής πολεμικής τέχνης καράτε, εκτελεσμένη με μαστοριά και δεξιοτεχνία. Καταχρηστικά, κίνηση οιασδήποτε ασιατικής πολεμικής τέχνης που προκαλεί σοκ και δέος στο αδαές κοινό που την παρακολουθεί.

- Και για πε ρε μαλάκα, τί έγινε μετά;
- Ε λοιπόν, εκεί που ο τύπος απειλούσε να κόψει τη γκόμενα φέτες με το αλυσοπρίονο αν δεν του καθόταν, σκάει από το πουθενά ο Μπρους Λη και με πέντε καρατιές του τσακίζει τα παΐδια!

Cato, my little yellow friend (από Vrastaman, 25/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαρμακάδες αποκαλούνται οι κατ’ ευφημισμόν «επιστημονικοί συνεργάτες» ή «ιατρικοί επισκέπτες» φαρμακευτικών εταιρειών.

Στην πραγματικότητα πρόκειται για πλασιέδες φαρμάκων που προσεγγίζουν γιατρούς, φαρμακεία και ασφαλιστικά ταμεία με δέλεαρ πάσης φύσεως δωράκια όπως συμμετοχές σε «επιστημονικά σεμινάρια» (σ.ς. διακοπές σε εξωτικά τουριστικά θέρετρα) ή ακόμα και πολυτελή αυτοκίνητα εάν πρόκειται για μεγαλογιατρούς.

Ο μόνος που βγαίνει αυτονόητα χαμένος από την συναλλαγή είναι ο ασθενής, ο οποίος θα λάβει ακριβότερα και συχνά υποδεέστερα φάρμακα.

- Τι κάνουν οι φαρμακάδες στο ΙΚΑ Χαλανδρίου; Καθημερινά δεκάδες κουστουμαρισμένοι υπάλληλοι φαρμακευτικών εταιρειών μπαινοβγαίνουν στα ιατρεία του IKA, με την ανοχή της διεύθυνσης και πάρα τις διαμαρτυρίες των ασφαλισμένων, τους οποίους δεν υπολογίζουν και μπαίνουν...«σφήνα», όπως λένε και ίδιοι μεταξύ τους. Τι κάνουν όλοι αυτοί καθημερινά στα ιατρεία; Μόνο ενημέρωση για τα νέα προϊόντα των εταιρειών τους;;;; Και γιατί κάθε μέρα;;; Η διοίκηση του IKA γιατί το ανέχεται αυτό και τους «διευκολύνει»;;;;
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρυφερή απόδοση σου USB memory stick, γνωστό και ως φλασάκι.

Αρχαιόκαυλοι αγαλλιάστε, η λέξη ευθυμολογείται ως εξής: Στικάκι < stick < sticca (old English) < instigare (Λατινικό) < στίζειν(τρυπώ, μπήζω).

Χρησιμοποιείτε όμως εντελώς άφοβα και το φλασάκι < flash < flasken (πιτσιλώ) < flasconem (φιάλη) < πλέσσειν (χτυπώ).

- Σε ένα στικάκι κατατέθηκε στη Βουλή ο προϋπολογισμός του 2010. Ο Πρόεδρος της Βουλής είπε με χιούμορ δείχνοντας το «στικάκι» «Κι όμως σ’ αυτό περιέχεται ο προϋπολογισμός» και συμπλήρωσε ότι μπορούμε να το λέμε και «ψηφιακό μέσο αποθήκευσης», σημειώνοντας ότι για την πρώτη γίνεται αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών στην κατάθεση του ογκώδους προϋπολογισμού, ενώ παράλληλα εξέφρασε την ευχή, να μικρύνει σύντομα, τόσο πολύ και το έλλειμμα.
(δαμέ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φακάτη (γκόμενα) = η γαμιστερή (και γαμάτη) η πολύ ωραία και επιθυμητή ([σλουρπ]...)

- Όλες οι φακάτες, στα πρωϊνάδικα μαζεύτηκαν.
- Μρρρρρρρ!

π.χ. (από spydel, 26/11/09)(από pvnrt, 26/11/09)

από το αγγλικό fuck

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified