Selected tags

Further tags

Προκαλώ εκνευρισμό και σύγχυση.

- Μου χρωστάς 5 ευρώ!
- Τι λες ρε μαλάκα;
- Να σου πω... Μη με τετοιώνεις τώρα... Τα θέλω μέχρι αύριο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασχήμια, σαβουροκατάσταση, δεν βλέπομαι, έχω τα μαύρα μου τα χάλια.

Η μπαζοσύνη του δεν έχει όρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σύγχρονη βερζιόν του γένους των μοχθηρών αντιπάλων των προγονών μας Τιτάνων, που σήμερα, παρά τις γονιδιακές τους προσμίξεις με τους νωχελίμ, διατηρούν κάποιες από τις παναρχαιές τους δυνάμεις. Οι σύγχρονοι άτλαντες κυκλοφορούν ανάμεσά μας και με τα προσωνύμια τίγκας και κάργας, και βέβαια καταφέρνουν να φέρουν εις πέρας εξαιρετικά δύσκολες αποστολές με ακατανόητο τρόπο.

  1. - Μαλάκες, τελευταία εξεταστική Σεπτεμβρίου πέρασα 12 μαθήματα!!
    - Ποιός είσαι ρε πούστη, ο Άτλας!!!

  2. - Άσε μαλάκα γιατί ήρθε και η μάνα της δικιάς μου στο σπίτι για κάποιες μέρες και τραβάω τα βυζιά μου!!
    - Φορτώθηκες γυναίκα και πεθερά στην πλάτη ρε θηρίο!! Μα καλά ποιός είσαι ο Ατλας;;!!

(από Abas, 13/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικος αναγραμματισμός της φράσης «γελάς, μουνάκι».

Δεν αποτελεί υποχρεωτικά μέρος διαλόγου. Απαντάται και σε ρητορικούς μονολόγους όπου ο ευρισκόμενος σε κλητική πτώση εν τη αγνοία του γελά ανέμελος προ κάποιας επικείμενης ενέδρας. Ο δε τονισμός της φράσης κλιμακώνεται όπως ακριβώς και στην επική φράση του ταξίαρχου Θεοχάρη «...σκουλήκι...», διατυπωμένη από αμφότερους τους δύο τρισμέγιστους διδάσκαλους Βασιλείου και Σεφερλή.

Ο αναγραμματισμός ακολουθεί την πεπατημένη του δήθεν εξευγενισμού γνωστών παλιοκουβεντών του τύπου τσαπού, λακαμάς κλπ.

  1. (Σουρρεαλιστική προσθήκη σε ιστορικό διάλογο)

- Με θυμάσαι ρε πούστη;;
- Όχι (χαμογελώντας)
- ... μουνάς, γελάκι...

(... ακολουθεί το γνωστό μακελειό)

  1. (Εκτός διαλόγου - απόσπασμα από το μονόπρακτο «Περιμένοντας τον κοντό που μου έφαγε την γκόμενα»)

... Α, ρε πουσταρά, αρχίδι του δάσους... έβγα απ'τ' αμάξι, ρε ξεκωλιάρη και θα μαζέψεις και για το σπίτι... μουνάς, γελάκι...

(από Abas, 14/01/10)

βλ. και χασίστες και φουντικοί, γλωσσεύω την μπέρδα μου, φρόας τας σένας, καθώς και τα εκάστοτε σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειπώθηκε σε τηλεφωνική φάρσα στην εκπομπή του Κακλαμάνη. Βασικά ήταν και το μόνο που ειπώθηκε. Δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία, είναι μια λέξη που κολλάει πάντα και παντού. Δείτε το μήδι για να νιώσετε.

- Καλησπέρα!
- Φρανκ.
- Ε;
- Φρανκ. Απλά πράματα.
- Και 'γω σ' αγαπώ...
- Φρανκ φρανκ!!!

(από AN21, 14/01/10)(από Jonas, 14/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμαστε σε κλασικές κυριούλες αλλά ούτε και σε τσατσάδες ντέλων.

Μαντάμ αποκαλείται χαϊδευτικά από την υποκουλτούρα των ρέιβερ η μεθυλενεδιοξυμεθαμφεταμίνη (MDMA), το κύριο συστατικό του ναρκωτικού ecstasy.

- Την τελευταία φορά που έγραψα για την «μαντάμ», το mdma, μου διαμαρτυρήθηκες οτι η περιγραφή μου γύρω από το πως την ακούς με την ουσία ήταν ξερή και ελλειπής...
(εδώ)

- Οχι ρε αδερφε τι να κλάσει η μορφινη μπροστα στη «Μανταμ»;;; Το κυριο συστατικο του ecstasy ειναι και αμα το βρεις ατοφιο και καθαρο κανεις κατι trip-ακια τρομερα!!!!
(εδώ)

(από Vrastaman, 15/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για άκρως ελληναρίστικη έκδοση του όρου MSN.

Χρησιμοποιείται κυρίως για να θίξει άτομα που είναι κολλημένα με αυτή την «βερσιόν» της ελληνικής γλώσσας, που τείνει να προσθέτει περιττά φωνήεντα (π.χ. ), ή και καταλήξεις (π.χ. -νε) σε λέξεις οι οποίες στα φυσιολογικά ελληνικά, τελειώνουν σε , -εν κ.α.

Παραδείγματα τέτοιας (εσφαλμένης) χρήσης της γλώσσας αποτελούν οι εκφράσεις για μένανε, για σένανε, γι' αυτόνανε, αλλά και το πλέον χαρακτηριστικό μότο, «τα μάτια σου με καίνε γιατί 'σαι μανεκένε».

Αν και η χρήση αυτής της μορφής της ελληνικής γλώσσας είναι, να μην την πω παρωχημένη, να μην την πω άκρως εκνευριστική, να την πω όμως κιτς και παρακμιακή, συναντάται ακόμα ορισμένες φορές στον προφορικό λόγο. Η χρήση τέτοιων εκφράσεων προδίδει άτομα χαμηλής ή ανύπαρκτης γλωσσικής καλλιέργειας, τα οποία και κατά κύριο λόγο συχνάζουν σε μέρη κοινωνικής συναναστροφής όπως σκυλάδικα (από 8 γαβ και πάνω όμως), όχι ότι έχω κάποιο πρόβλημα με αυτούς τους ανθρώπους, προς Θεού δηλαδή...

- Κώστα, θα μπεις απόψε Εμεσένε;
- Κόψε ρε το δούλεμα! Έχεις κανένα πρόβλημα με 'μένανε;
- Όοοοχι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τόνοι μελάνι, θα χυθούν αν πρέπει να γράφεται με «η» ή με «ι». Αλλά, το προσπερνάω, γιατί είναι σλανγκ, και η σλανγκ πρωτογενώς έχει να κάνει με τον προφορικό λόγο.

Γαμιστής είναι ο τόσο γαμαωδέρνουλας, που το έχει κάνει επάγγελμα, για αυτό κερδίζει και την κατάληξη σε -ης. Όπως, ταξιτζής, μπογιατζής, φορτηγατζής, μπανιστιρτζής, κομμουνιστής, καπιταλιστής (άσχετα εντελώς τα τρία τελευταία, αλλά κάνουν ρίμα). Είναι αυτός που καταφέρνει να γοητεύει κατά συρροή τα θηλυκά, και ακολούθως να τα ικανοποιεί σεξουαλικά, λες και το χρωστάει στην ανθρωπότητα.

Δευτερεύουσα σημασία του όρου, έχει να κάνει και με αυτόν που χαλάει μια κατάσταση, γαμάει τα πράγματα δηλαδή.

-Ρε εσύ, αυτός κάνει τίποτα; Ο παππούς του ήταν μεγάλος γαμιστής! -Μπα, τούτος εδώ είναι η ντροπή της οικογένειας!!! Έχει πάρει το αυτί μου ότι την τρίζει την όπισθεν

-Εντάξει το βράδυ, έκλεισε το τραπέζι;
-Έκλεισε, μόνο που... θα έλθει κι ο Μάκης, ο ξάδερφος του Μπάμπη του Σουγιά.
-Έλα ρε μαλάκα με το γαμιστή. Αυτός θα μας τα κάνει άνω κάτω πάλι.
-Μην ανησυχείς, του είπαμε κομμένες οι μαλακίες. Αν δεν συμμορφωθεί τον τζάζουμε. Ούτως ή άλλως, είμαστε έξι χωρίς αυτόν.
-Γεννηθήτω το μπλε θέλημα σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα ποσοτικοποίησης και μέτρησης θαυματουργής ενέργειας. Ισοδυναμεί με θεραπεία τυφλότητας σε ακτίνα 4,32 Km.

Ισχύουν και πολλαπλάσια Kihv = healing horn = θαυματουργόν κέρατον = επάνοδος εκπορνευμένης καραπουτανάρας από την ίδια περίμετρο επί 1000. Σαφώς και υποπολλαπλάσια.

- Ο γαμημένος μού 'ριξε τα γουρούνια στον γκρεμό...
- Λεγεώνα λέμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός και χλευαστικός χαρακτηρισμός που αναφέρεται:

  • Στον συμπαθή αλλοδαπό της γείτονος (και όχι μόνο) ώστε να τον μειώσουμε και να του υπενθυμίσουμε την ανωτερότητα του Ελληνάρα.
  • Σε αντιπαθή ημεδαπό, ο οποίος με την αισθητική και συμπεριφορά του είναι άξιος υποψήφιος για το κλειδί της πόλης των Τιράνων.

Κοίτα ρε τον αλβανιάρη ζάντα που έβαλε στο Range...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified