Selected tags

Further tags

  1. Υποτιμητικός όρος για τη σχέση, κυρίως όταν εμείς είμαστε υπεράνω αυτής (παρ. 1).

  2. Ανάλαφρη και παροδική σχέση, χωρίς ορίζοντες, μια σχέση που είναι (κυριολεκτικά) για το μπούτσο. Αντίθετο, δηλαδή, της «σχεσάρας» που είναι για μια ζωή ή τεσπα είναι μια βαρβάτη σχέση με απαιτήσεις και μέλλον κλπ (παράδειγμα 2 α και β).

  3. Σχέση μεταξύ 2 ετέρων ημίσεων που δεν αποτελούν κανονικό ζευγάρι, ούτε θα γινόταν ποτέ -εκ των πραγμάτων- κάτι τέτοιο. Επί πλέον δεν υπονοείται στη σχέση αυτή απολύτως τίποτε το κρυφό ή ανώμαλο, πλην αλλ' όμως υπάρχει μεταξύ τους τέτοιο πάρε-δώσε (συμπάθεια, διεκδίκηση, εξάρτηση, διάλογος (μτφ. ή κυρ.), συμπεριφορά, ζηλίτσες, κλπ) που θυμίζει σχέση ενός ζευγαριού (παρ. 3 α και β).

  4. Ακόμα πιο υποτιμητικά, ο σχεσάκιας (κατά το ψυχάκιας / ψυχάκι).

  1. παντως μαγκα να ξερεις οτι αν το ξεπαρθενιασεις το πιτσιρικι μετα θα κολησει μαζι σου και θα θελει σχεσακι...οποτε προσεχε...

2.α. με κοπελες (σχεσακια και μετα απο καιρο) προτιμω χωρις προφυλακτικο γιατι ειμαι πιο ασφαλης

2.β. Όντως έτσι συνέβαινε παλιότερα ( προξενοδουλειά ) και τώρα παίζει περισσότερο το επιφανειακό καλοπερασίδικο σχεσάκι , που απ'όξω αφήνουμε να φαίνεται ως η σχεσάρα του αίωνος !

3.α. Τ' είπες τώρα! Καλά, είπαμε να τα βρίσκει κανείς με τα πεθερικά, αλλά εδώ εσείς έχετε σχεσάκι!

3.β. - Πώς τα πας με τον σκύλο του Κώστα;
- Ού, τέλεια, σχεσάκι! Πιο καλά τα πάει με μένα παρά με το αφεντικό του.

  1. Πολύ σχεσάκι το άτομο, μακριά!

Έτσι είν\' οι σχέσεις :-Ρ (από HODJAS, 09/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συσκευή κινητής τηλεφωνίας ή αλλιώς κινητό τηλέφωνο, που είναι όμως μοντέλο περιωπής, σύγχρονο, τελευταίας μόδας, με τεχνολογία αιχμής, αρκετές δυνατότητες, εντυπωσιακή εμφάνιση, σε δυσπρόσιτη τιμή κτήσης, ή γενικότερα που δεν είναι για τον καθένα.

Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε παρέες νεαρών ατόμων.

  1. Στον φίλο της παρέας που μόλις έβγαλε και ακούμπησε το καινούργιο κινητό του στο τραπεζάκι του καφέ.
    - Ω πα μεγάλε, και γαμώ τη κινητούρα.

  2. Καλά μωρέ, πώς κάνεις έτσι που στο κλέψανε. Δεν ήταν και καμιά κινητούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ο) ουσ., εκ του πούτσα και ζητώ.

Ο ζητιάνος της πούτσας, ο διακονιάρης. Αυτός που παρακαλάει να συνευρεθεί ερωτικά. Χρησιμοποιείται κυρίως για περιπτώσεις γένους θηλυκού και ειδικότερα για στερημένες, παντρεμένες, στραβογαμημένες κλπ.

Αμάν αυτή η Κατερίνα! Με έχει πρήξει. Όλο το σεξ έχει στο μυαλό της. Τι πουτσοζήτουλας έχει καταντήσει ρε φίλε μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψάχνω στο skroutz.gr για φθηνές τιμές. Χρησιμοποιείται και ως αμετάβατο ρήμα, λ.χ. κάθομαι και σκρουτζάρω και ως μεταβατικό, δηλαδή σκρουτζάρω κάποιο προϊόν.

Ο γούγλης δεν δίνει για το σκρουτζάρω κάποια ευρύτερη σημασία, λ.χ. είμαι τσιγκούνης κ.τ.ό., πάντως από τον ίδιο ήρωα, τον Ebenezer Scrooge του Charles Dickens που αναλήφθηκε από τον Scrooge McDuck του Walt Disney βγαίνουν οι εκφράσεις Σκρουτζ και σκρουτζιές.

Πάσα: Gatzman.

  1. Απο που το πήρες αν επιτρεπεται;Σκρουτζαρω εδω και καιρο και δεν βγαζει τπτ. (Εδώ).

  2. Το προβλημα δεν ειναι η τιμη που το φερνουν, το προβλημα ειναι γιατι κλειδωνουν την τιμη του... Πως γινεται ολα τα προιοντα απλα να τα σκρουτζαρεις και να τα βρισκεις 50-100€ φθηνοτερα απο τα γνωστα μεγαλα καταστηματα, αλλα τα προιοντα της apple να ειναι κλειδωμενα σε μια τιμη...!!! (Εδώ).

  3. Γυρω στα 80ευρω τη σκρουτζαρω οποτε το απογευματακι αν προλαβω θα πεταχτω για αγορα!! (Εδώ).

(από Khan, 11/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφώνηση-αμερικλανιά. Εισήχθη στα χωρικά μας ύδατα τρεντικώ τώ τρόπω (σε συνδυασμό με τα διάφορα χελόου, θένκζ, ομιτζί και πάει λέγοντας) αλλά τείνει να παρεισφρήσει στην καθομιλουμένη.

Ελληνιστί: Παιδιά, φιλαράκια, μάγκες.Τζυμπριακά: Πεθκιά.

- Τσαγιάζω;! Πω πω...έχω μείνει πίσω στις σλανγκιές.
- Γκάιζ είναι ευρέως γνωστό, μου κάνει εντύπωση πως δεν είχε παίξει ως τώρα..
(διάλογος σλάνγκων)

- Έψαξα όλο το αρχείο, αλλά δεν βρήκα τον φάκελο που μου ζητήσατε. Σόρυ γκάιζ, σφάλμα 404.
(παράδειγμα λήμματος)

- θενκς γκαϊζ (υπόκλιση)
(σχόλιο σλανγκέσσας)

Γκάι(φυλια)ζ (από perkins, 11/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σα να λέμε «λείπει ο Μάρτης από τη σαρακοστή». Εξυπακούεται ότι το πάνελ δεν είναι φωτοβολταϊκό αλλά μεσημεριανάδικου.

- Φέτα δεν έχει η σαλάτα ρε;
- Όχι!
- Μα γίνεται πάνελ χωρίς πούστη;;

Παρακμή μαύρη, αλλά αυτό μου ήρθε ως παράδειγμα. (από Khan, 11/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγάπη του για την τετρακίνηση εκτός δρόµου είναι δεδοµένη. Λάτρης των οικογενειακών εκδροµών στην ύπαιθρο, σε µέρη όπου τα άλλα αυτοκίνητα είναι αδύνατο να τα βγάλουν πέρα. Στον ιδιοκτήτη τζιπ, οι συνήθειές του είναι τα τριήµερα µέχρι και πολυήµερα µακρινά ταξίδια του µέσα από λαγκάδια, βουνά, λάσπες, νερά και χιόνια.

Περασμένα μεγαλεία ρε φίλε, πρόπερσι είχαμε πάει Καιμακτσαλάν... αλλά τώρα με αυτή την κρίση δεν έχει τέτοια, το σκεφτόμαστε και για Παρνασσό.

τζιπατος φωτο (από stratos98, 13/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι νέα, χιουμοριστική έκφραση του «κάτσε κάτω ρε» - sit down. Παλαιότερα είχε την χρήση του ''ψυχολογικού πεσίματος''.

- Νταουνιάσου, κάτσε κάτω ρε μαν, τι παριστάνεις το άγαλμα..
- Ρε μαλθάκες, δε πα να μπιμπιθήτε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπογραφή, Ψευδώνυμο καλλιτέχνη Τοίχου.

Το γκράφιτι δεν είναι μόνο χρώμα, είναι λόγος και στάση ζωής. Είναι κι αυτή μία μορφή τέχνης, η οποία λειτουργεί και ως φορέας κοινωνικοποίησης. Τα γκράφιτι είναι μία προσπάθεια επικοινωνίας και έκφρασης των σκέψεων και των αισθημάτων των γκραφιτάδων. Όταν βάφεις έναν γκρίζο τοίχο, κάνεις μια δήλωση. Ο τοίχος είναι εκείνος ο ανοιχτός χώρος όπου μπορείς ελεύθερα να επικοινωνήσεις και να εκφραστείς.

Ο καθένας writer προσπαθεί να συνθέσει το δικό του στυλ, χρησιμοποιώντας όχι μόνο την φαντασία του και την ικανότητα στους συνδυασμούς χρωμάτων, ή την τοποθέτηση των γραμμάτων με τη χρήση του κατάλληλου φόντου, αλλά και κάποια στοιχεία που πιθανόν έχουν συμβολικό χαρακτήρα.

Η ταγκιά ειναι κάτι που μπορεί να κάνει ο καθένας, απλά χρησιμοποιείται για να δείχνει πόση μαγκιά έχει ο writer, ανάλογα με το πού την βάρεσε! Τα tags χρησιμεύουν στο να οριοθετήσουν τον χώρο τους και όχι τόσο για την αυτοπροβολή τους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υψηλόβαθμο τραπεζικό στέλεχος.

(Φρεσκότατο)

Ενας 43χρονος τορναδόρος από την Κρήτη εμφανίζεται ως ο αποστολέας - με τα αρχικά Γ. Β. - των ηλεκτρονικών κειμένων που έγραφαν για χρεoκοπία της χώρας και που προκάλεσαν την έντονη αντιπαράθεση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ. Ο εμφανιζόμενος σαν στέλεχος μεγάλης τράπεζας, με «εσωτερική πληροφόρηση» για την οικονομική κατάσταση της χώρας, φαίνεται ότι ήταν τελικώς χειριστής... τόρνου! (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified