Selected tags

Further tags

Τα πηκτά κομμάτια αίμα που «πέφτουν» από το αιδοίο κατά τις ημέρες της περιόδου.

Είναι μικρού μεγέθους και συνήθως επιπλέουν στη λεκάνη ή βολτάρουν στη μπανιέρα (ανάλογα το που βολεύεται κάποια να πλένεται). Το χρώμα τους κυμαίνονται ανάμεσα στα traffic red, rose, strawberry και coral red. Στην Κρήτη, συναντώνται και «μπριτζόλες», κατά την τοπική διάλεκτο.

- Όταν κατούρησα μου έπεσε μια μπριζόλα σκέτο σίχαμα.

Μπριζόλα συνομοταξίας "σταβλίσια" (από Vrastaman, 22/08/11)

Βλ. συμπληρωματικά και καφέ, ροζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επονομαζόμενο και «μικρός» ή «ωτίτης» μικρό μας δαχτυλάκι.

Η αναφορά σε αυτό, χαρακτηρίζεται από ρυθμική κίνηση υπό τον ήχο του Άη οφ δε Τάηγκερ, κατά την οποία η παλάμη μας βρίσκεται σε όρθια θέση, ο αντίχειρας, τοποθετημένος κάθετα, «αγκαλιάζει» τους δείκτη, μέσο και παράμεσο, ενώ ελεύθερος μένει μόνο ο μικρός / ωτίτης, δηλαδή το μωράκι, ο οποίος σηκώνεται και κατεβαίνει ξανά και ξανά ως το τέλος του άσματος.

Η ονομασία αυτή δόθηκε χάριν της χαριτωμενιάς που το εν λόγω δάχτυλο διαθέτει και επειδή το «ωτίτης» φέρνει πραγματικά βδελυρούς συνειρμούς.

- Μωράκι, μωράκι!
(στο άκουσμα του Άη οφ δε Τάηγκερ)

(από mafie, 21/08/11)(από mafie, 21/08/11)Τάκης Μωράκης... και πολύ μωράκι βρε παιδί μου (από GATZMAN, 22/08/11)

Αγγλιστί: Pinky.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της φράσης τον πούλο ή μπουλελέ ή πουλελέ (δηλαδή παίρνουμε τον πούλο). Η λέξη αντιστρέφεται εσκεμμένα ώστε να μην γίνει εύκολα αντιληπτή από τους παρευρισκόμενους, ιδίως όταν είναι του αντίθετου φύλου.

  1. - Πώς τα βλέπεις ρε Μήτσο; Να κάτσουμε λίγο ακόμα ή έχεις δουλειά;
    - Βασικά... λελεπού.

  2. - Ωχ, έρχεται ο διοικητής. Έχεις στρώσει το κρεβάτι;
    - Όχι, λελεπού απ' το παράθυρο.

(από HardcoreGR, 21/08/11)(από HardcoreGR, 21/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ευνοϊκός συνδυασμός καταστάσεων που κάνει τους εμπλεκόμενους να νιώθουν ευχάριστα. Με τον οξύμωρο επιθετικό προσδιορισμό «άσχημη», η φόρμουλα είναι ακόμα καλύτερη!

  2. Κοπέλα, όχι απαραίτητα κουκλάρα, άλλα με ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που την κάνει πολύ ελκυστική στα αρσενικά.

- Ααααααχ, ποτάκι, τσιγαράκι, μουσικούλα... άσχημη φόρμουλα!

- Κοίτα μια φόρμουλα μπροστά, έχει και τατουάζ στο γοφό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συνδυασμός κλωτσιών και πατημασιών.

Πιάσαμε ένα φασίστα και του αρχίσαμε το κλωτσοπατημέντο...

(από Kickstomper, 18/08/11)(από Kickstomper, 18/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που οδηγεί έχοντας πάντα αναμμένη την ενδεικτική λυχνία (λαμπάκι) προειδοποίησης έλλειψης καυσίμου στο αυτοκίνητό του.
Συνήθως αγνοεί επιδεικτικά τα πρατήρια βενζίνης και, ακόμη και όταν αναγκαστεί να ανεφοδιάσει επιτέλους το όχημά του, το ποσό της βενζίνης που βάζει είναι της τάξεως των 10 ευρώ. Έχουν αναφερθεί ωστόσο και περιστατικά κατά τα οποία ο άτυχος πρατηριούχος πληρώθηκε με κέρματα.

Τα αίτια της ψυχανωμαλίας αυτής δεν έχουν εντοπιστεί μέχρι σήμερα, αν και πιστεύεται πως οφείλεται στην ανάγκη δημιουργίας ψευδαίσθησης οικονομίας, καθώς ο καψολαμπάκιας αποφεύγει να δει άμεσα να φεύγει από το πορτοφόλι του προς την τσέπη του βενζινά ένα π.χ. ολόκληρο καφετί 50ευρο.

Τέλος, σύμφωνα με ανεπίσημες ερμηνείες του φαινομένου, ο καψολαμπάκιας ενδέχεται να ερεθίζεται από τον ήχο που κάνει ο κινητήρας όταν καίει χαλίκια, σκουπίδια και κάθε λογής φλόκι και πουρί που η βενζίνη εναποθέτει γλυκά στον πάτο του ρεζερβουάρ, μετά τα αλλεπάλληλα και υπεράριθμα γεμίσματα, νιώθοντας παράλληλα αυτοπεποίθηση για την αντοχή και τις επιδόσεις του αγαπημένου του οχήματος κάτω από αυτές της αντίξοες συνθήκες χρήσης.

  1. Ρε Γιάννη, γιατί είσαι τόσο καψολαμπάκιας; Θα μείνουμε πάλι στη μέση του πουθενά!

  2. Και του τα 'λεγα του καψολαμπάκια πως θα του μείνει ο κύλινδρος της Lancia στο χέρι κάποια μέρα...

  3. Έχεις κάνει τα βενζινάδικα εκκλησάκια ρε καψολαμπάκια!

  4. Shell γράφει η ταμπέλα, όχι ουφάδικο ρε καψολαμπάκια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαρύς και σύνθετος λογαριασμός που εκπονείται και επιβάλλεται από ειδικούς. Το κουστούμι αποτελείται -ράβεται- από πολλές επιμέρους χρεώσεις, την ύπαρξη των οποίων ο οφειλέτης αγνοεί παντελώς μέχρι να του ’ρθει η πανταχούσα, και δεν θα μπορούσε να διανοηθεί την ύπαρξή τους ούτε στους χειρότερους εφιάλτες του. Ειδικές στο ράψιμο κουστουμιών είναι οι οικονομικές εφορίες, το ΙΚΑ, οι δημόσιες εν γένει υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με την επιβολή πάσης φύσεως χρεώσεων, οι τράπεζες, αλλά και οι δικηγόροι κατά τη σύνταξη δικογράφων. Οι τελευταίοι, προτού να ράψουν το κουστούμι, φουσκώνουν δεόντως τα επιμέρους κονδύλια, δηλ. προηγείται το φούσκωμα και έπεται το ράψιμο.

  1. Ένα κουστούμι της Εφορίας μπορεί ν’ αποτελείται από κύρια οφειλή, πρόσθετους φόρους, πρόστιμα, προσαυξήσεις, λοιπές επιβαρύνσεις υπέρ Ο.Γ.Α., δήμων και κοινοτήτων, πυροσβεστικής, και λοιπών τρίτων, χαρτόσημο και τέλη εκπρόθεσμης καταβολής.

  2. Ένα τραπεζικό κουστούμι μπορεί να περιλαμβάνει κεφάλαιο, συμβατικούς τόκους, τόκους υπερημερίας και τόκους τόκων, υπολογιζόμενους με έτος 360 ημερών (!!!), χαρτόσημο, ΕΦΤΕ, εισφορά ν. 128/1975, προμήθειες, έξοδα φακέλου, δικηγορικά, δικαστικά, υποθηκοφυλακείου κλπ., ασφάλιστρα και άλλα πολλά ων ουκ έστιν αριθμός.

  3. Ένα δικηγορικό κουστούμι σε αγωγή αποζημίωσης από εργατικές διαφορές μπορεί να περιλαμβάνει εργασία τα Σάββατα, εργασία τις Κυριακές, νυχτερινά, υπερεργασία, υπερωρία, μισθούς υπερημερίας, επιδόματα δώρων και αδείας, αποζημίωση απόλυσης, χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης και συνοδεύεται από τόκους υπερημερίας και δικαστική δαπάνη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Φορητό μικρό ηλεκτρικό ματάκι με πρίζα για το μπρίκι του καφέ.

  2. Είδος μικρού πυροτεχνήματος που σέρνεται φλεγόμενο στο έδαφος και σφυρίζει.

  3. Μηχάνημα - φορτωτάκι, άλλως εκσκαφάκι, πιο επίσημα φορτωτής πλάγιας ολίσθησης, αγγλιστί skid street loader. Πρόκειται για μικρό αυτοκινούμενο μηχάνημα, με τετράτροχη κίνηση στους δεξιούς και αριστερούς τροχούς, η οποία του επιτρέπει να είναι εξαιρετικά ευέλικτο, μέχρι και να κάνει πιρουέτες. Φέρει δυο βραχίονες, στους οποίους προσαρμόζεται ότι χωράει ο νους του ανθρώπου, φαγάνα, εκχιονιστήρας, χορτοκοπτικό, μπετονιέρα, πηρούνια και άλλα 16 που αναφέρει η Wikipedia και δεν ξέρω τι σημαίνουν.

  4. Χημικό καθαριστικό για λεκέδες ρούχων.

  1. - Ρε συ δεν έχεις κανένα γκαζάκι να κάνω τον καφέ, μ’ αυτό το διαβολάκι δέκα ώρες θα κάνω.
    - Το διαβολάκι κάνει το καλό καϊμάκι.

  2. Μια φορά Πάσχα, μετά την Ανάσταση, έχω κατέβει αρματωμένη (όπως κάθε Νησιώτισσα/ης που σέβεται τον εαυτό της/του) με καμιά εικοσαριά γουρούνες, διαβολάκια και συνδυασμούς των παραπάνω. (Τρεις γουρούνες μαζί δεμένες με μονωτική, γουρούνες με διαβολάκια για μίτσες, απλά πράγματα ψιλοετοιματζίδικα. Παλιά με τα αδέρφια μου φτιάχναμε τα δικά μας τρίγωνα κλπ, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία). εδώ.

  3. Εδώ είναι η λίστα των αγγελιών από την κατηγορία διαβολάκια που προέρχονται από Ιταλία. Μπορείτε να ταξινομήσετε μεταχειρισμένα διαβολάκια ανά τιμή, έτος παραγωγής ή μοντέλο. Παρακαλούμε χρησιμοποιήστε την πλοήγηση στην αριστερή πλευρά για να περιορίσετε την αναζήτησή σας. Μπορείτε να διευρύνετε την αναζήτησή σας για διαβολάκια που προέρχονται από άλλες χώρες.εδώ.

  4. Πώς καθαρίζει το ρετσίνι απ' τα ρούχα;
    Προσπάθησε να δοκιμάσεις το διαβολάκι του λεκέ.

Άσχετο αλλά ωραίο. (από joe909, 16/08/11)(από joe909, 16/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δοκίμως είναι (μεταξύ άλλων) είδος λαμπτήρα. Σλανγκικώς είναι ο παθητικός γκέι συναφώς και προς την έκφραση τον βιδώνει το γλόμπο. Δηλαδή η τοποθέτηση λάμπας μπαγιονέτ αποτελεί μεταφορά για την πρωκτική διείσδυση. Τώρα, με λίγη σλανγκική φαντασία, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το πρωκτικό σεχ- μπαγιονέτ είναι πιο βίαιο, δίκην στάσης κεμπάπ από το σεξ βιδωτού λαμπτήρα, που πάει πιο σταδιακά- περιστροφικά. Ο όρος μπαγιονέτ μπορεί να σημάνει και την διείσδυση του πέους εν γένει (ιδίως την πρωκτική), πάντως συνήθως αποτελεί χαρακτηρισμό παθητικού ομοφυλόφιλου, όπως περιγράψαμε.

  1. Σου φάνηκε και σένα ότι είναι μπαγιονέτ ο σερβιτόρος; Αυτό το σπάσιμο του καρπού του ήταν κάπως.

  2. Και βιδωτή και μπαγιονέτ (κάπου εδώ).

(από Khan, 15/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δοκίμως, είναι ο γεννημένος ημέρα Πέμπτη, όπως ο Σαββατογεννημένος ημέρα Σάββατο.

Σλανγκικώς, είναι το κωλόπαιδο, δηλαδή αυτός που γεννήθηκε ύστερα από πρωκτικό σεξ με εκσπερμάτιση στον πρωκτό και μαγκαϊβερικώς πως το σπερματοζωάριο κατάφερε να φτάσει ως το αιδοίο και να γονιμοποιήσει. Χειρότερος δηλαδή κι από μπατανόπιασμα. Ασφαλώς πρόκειται περισσότερο για ένα πλάσμα του λαϊκού φαντασιακού για να ερμηνευθεί πώς και γιατί κάποιος είναι κωλοπαίδι, κωλοπαιδαράς, δηλαδή είτε δύσμορφος στην εμφάνιση, είτε παλιοχαρακτήρας.

Μου ερμήνευσαν την έκφραση ως εξής: αν μετρήσουμε τις μέρες της εβδομάδας ενώνοντας τον αντίχειρα διαδοχικά με τα διαφορετικά δάκτυλα των χεριών ξεκινώντας από τον μικρό ως Δευτέρα, τότε η ένωση του αντίχειρα με τον δείκτη σημαίνει την Πέμπτη. Η ίδια όμως ένωση του αντίχειρα με τον δείκτη είναι και το σύμβολο της κωλοτρυπίδας.

Οπότε ειρωνικά, ο πεμπτογεννημένος είναι το γέννημα του κώλου. Η έκφραση αποτελεί και τροπή του σαββατογεννημένου. Αν ο σαββατογεννημένος είναι ο τυχερός, τότε ο πεμπτογεννημένος είναι αυτός που έχει σκατά τύχη. Ή, μπορεί, αντιστρόφως, να είναι και αυτός που έχει πρωκτική τύχη, δηλαδή που χέζεται στο τάληρο.

Η (α)γωνία του γερμανού μεταφραστή: η έκφραση υπάρχει σαφώς, αν και είναι σπάνια. Συζητώντας για την προέλευσή της, έπεσα πάνω στην παραπάνω ερμηνεία, την οποία δεν έχω διασταυρώσει. Δηλαδή είμαι σίγουρος για την ύπαρξη του όρου, αλλά όχι απολύτως για την σημασία του. Φαίνεται, πάντως, ότι ο όρος συνδέεται με τον πρωκτό, σημαίνοντας είτε το κωλοπαίδι, είτε τον κωλογαμημένο, βλ. και το μοναδικό διαδικτυακό εύρημα στο παράδειγμα.

  1. Μού σπασε τόσο πολύ τα αρχίδια που τον ρώτησα: «Ρε φίλε, μήπως είσαι πεμπτογεννημένος;». «Δηλαδή;», μου λέει. «Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη» του λέω κι εγώ [σ.ς. κάνοντας την χειρονομία που περιγράφεται στον ορισμό].

  2. Prosfata imoun stin toualeta tou grafeiou kai mpike mesa enas synadelfos me ton opoio den ehw polla polla alla pistevw oti einai ligo «pemptogennimenos». Me hairetaei kai mpainei mesa kai xekinaei amesws ti douleia. Klanei syneheia kai dynata enw to haraktiristiko plaf tis prwtis kouradas erhetai na desei sa loukoumas me ti mpoha tis skatilas pou anadyotan apo ti haramada. Den xerw pws kai giati (mou symvainei prwti fora), alla eiha kavlwsei oso den paei allo. (Εδώ).

(από Khan, 26/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified