Further tags

Στα Γιαννιώτικα είθισται να λέγεται ο χαζός και ξεροκέφαλος. Αυτός που ενώ σφάλλει, δεν ακούει τις συμβουλές των άλλων.

Χρησιμοποιείται κυρίως όταν δεν ενδείκνυται η χρήση βαρέων ύβρεων.

Βρε Γιώργο, αφού δέκα φορές λάθος το έκανες, κάτσε να σου δείξω... Πω...πω...πω... πολύ τζόρας είσαι ρε αγόρι μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γιαννιώτικος ιδιωματισμός, αποτελεί εφαλτήριο για BMX.

Ώρε χρηστάρα, φέρε μπύρα, πάτα Γάρα, να γίνει πά'ι της καραπουτανάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλέβω, αρπάζω, αφαιρώ κάτι ύπουλα. Στην ντοπιολαλιά των Ιωαννίνων.

Ωραίο ρολογάκι! Το τσάλεψες από πουθενά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρατσούκλι που κόλλησε στους Αρτινούς, εικάζεται λόγω της ''διαμάχης'' των γειτονικών περιοχών Άρτας - Ιωαννίνων, μια απ' τις πάμπολλες -στα όρια της πλάκας- ανά την Ελλάδα.

Ο χαρακτηρισμός οφείλεται στην ύπαρξη πολλών νεραντζιών στην Άρτα, εξού και ο κώλος των Αρτινών που έχει πάρει πια το σχήμα του νεραντζιού...

- Από πού είσαι;
- Άρτα.
- Α! νεραντζόκωλος.
- Εσύ;
- Ιωάννινα.
- Α! παγουράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικός τύπος της έκφρασης πασά μου (πασόπουλό μου, πασόπλου' μ') στην περιοχή των Ιωαννίνων.

Χρησιμοποιείται από φιλολόγους στη λατινική του μορφή (pasoplum).

- Πασόπλουμ, τί φτιάνς; Καλά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηλίθιος, ανόητος στη ντοπιολαλιά της περιοχής των Ιωαννίνων. Προέρχεται από τη λέξη ταγάρι, αλλά άγνωστο παραμένει το γιατί αυτό σηματοδοτεί τον ανόητο.

- Να, βλέπεις, δεν παίρνει μπρος το καβουρδιστήρι!
- Αφού ρε ταγάρα έχεις κλειστό το διακόπτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πετραδάκι, μικρή πέτρα στα Γιαννιώτικα. Επίσης κασκαρίκι και κατσκαρίκι.

Η λέξη φαίνεται να προέρχεται από το αρμένικο khachkar (խաչքար) που σημαίνει πέτρα με σταυρό. Βλ. επίσης και την οροσειρά Kaçkar στον Πόντο και την έκφραση κασκαρίκα.

- Πώς έγινες έτσι ρε;
- Έφαγα μια σαβούρδα σε κάτι κατσκαρίκια στο χωριό!
- Σε κάτι τί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άθυρμα, από το ρήμα αθύρω, παίζω. Η λέξη χρησιμοποιείται για το μαραφέτι (αντικείμενο) που παίζεται το παιχνίδι.

Γιαννιώτικο ιδίωμα.

«Για να δω!! εγώ μπορώ να φέρω εξωπέντε... και να του πλακώσω τη μάνα, να το χάσει διπλό!!» φώναξε ο Δημητρός και χτύπησε δυνατά τα χαρπατσούκουλα μέσα στο τάβλι... τα οποία εκσφενδονίστηκαν στο χώρο του καφενέ.
«Σιγάααα ρε φίλος, να σου φέρουμε καμιά σκάφη... να τα ρίχνεις μέσα, χα χα.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψεύτης, ο παραμυθάς, εκ της λέξης πατσάρι που, στο ιδίωμα των Ιωαννίνων, σημαίνει ψέμα.

Βλ. και πατσαρδέ.

Πάσα (Δ.Π.): Craftsman.

  1. Το τι …πατσιάρια ρίχνουν, δεν περιγράφεται. Και οι αθεόφοβοι τα ίδια πατσιάρια τα λένε και μεταξύ τους. Ρε αυτοί αλληλοκοροϊδεύονται στην ψύχρα και κοιτάζονται στα μάτια σαν απολιθωμένα. Αν τους ακούσετε, σίγουρα θα ξεράσετε από τις …πλάτες. Ο πρώτος μπορεί να πει ότι χτύπησε …αγριογούρουνο στο φτερό, και ο δεύτερος ότι έσπασε το καμάκι του πάνω στην …αθερίνα. Γι’ αυτό προσέξτε τι θα πείτε και μακριά από τα ..πατσιάρια.

  2. [...] Φίλοι, πατσάρια λένε οι γιαννιώτες τα μεγάλα ψέμματα. Από εκεί προέρχεται και η λέξη πατσαριανός. Δηλαδή κάτι σαν ... gianniotis. Άντε και πάλι καλώς όρισες και καλόν χειμώνα πατσαριανέ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ηπειρώτικο ιδίωμα είναι το ιμιτασιόν αντικείμενο, το ψεύτικο, η μαϊμού, ενώ πάσλας μπορεί να έχει και γενικότερη σημασία ως ο άσχετος. Ενδιαφέροντα κττμγ τα λολοπαίγνια με την ονομασία Π.Α.Σ. (Πανηπειρωτικός Αθλητικός Σύλλογος) - Γιάννινα.

Πάσα Δ.Π.: craftsman

  1. Πάσλα κόσμημα της πασάρανε κι αυτή το πήρε για αληθινό.

2. Πας μη ΠΑΣ.... Πασλας!!!

3. pasla afrikane....den tha narths pote sta giannina wre xamor poustides kai palikaria ginatan mallia kouvaria

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified