Further tags

Ο τσιγκούνης, αυτός που δεν αφήνει τα λεφτά να φεύγουν από πουθενά... (ιδιότητα της τσιμούχας σαν αντικείμενο είναι να εμποδίζει τις διαρροές, εξ ου και ο όρος τσιμούχα /τσιμούχας).

  1. - Πάμε για κάνα καφέ ρε μλκ;
    - Μπα ρε συ, δεν έχω λεφτά...
    - Μια ζωή αυτό λες... Είσαι πολύ τσιμούχας τελικά!

  2. - Με έκανε παζάρια για 1 ευρώ, το πιστεύεις;!;!
    - Καλά, δεν ξέρεις τι τσιμούχα είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Υπερθετικός του νούμερο, δηλαδή του γελοίου ανθρώπου που εκθέτει τον εαυτό του, και οι άλλοι γελάνε μαζί του, αλλά και λυπούνται για την κατάντια του.

Τώρα αν κάποιος έχει αυτήν την ιδιότητα σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε να τον ψάξει ατζέντης και να τον χρηματοδοτήσει κιόλας τότε μιλάμε για περιπτωσάρα.

Γιατί όμως να τον χρηματοδοτήσει; Μερικές περιπτώσεις.

α) Απλώς είναι ένα πολύ σπάνιο και σπουδαίο αξιοθέατο γελοιότητας που πρέπει να προστατευθεί ως mirabilium, αλλά και να του δοθεί η ευκαιρία να εντατικοποιήσει και βελτ(σ)ιστοποιήσει τη νουμεροσύνη του. Όπως λ.χ. το νούμερο των Monty Python που ζητούσε κρατική επιχορήγηση για να κάνει πιο ηλίθιο το «not particularly silly» walk του.

β) Χρησιμοποιείται από τα μουμουέ για να δια-σκεδάσει ο κόσμος. Σε αυτήν την περίπτωση παραλληλίζουμε τον αποδέκτη της ύβρης με όσους πληρώνονται κάτι, έστω ψίχουλα, από ανθρωποβόρες εκπομπές, όπως της Πάνια και άλλα reality shows που συστηματοποιούν την εκμετάλλευση της νουμεροσύνης στον βίο μας.

γ) Για λόγους πολιτικής προβατοκάτσικας. Υποτίθεται είτε από θεωρίες συνωμοσίας, είτε είναι και γεγονός, ότι σε περιόδους κρίσης προωθούνται νούμερα, ώστε με αυτά να αποπροσανατολιστούν οι λαϊκές μάζες από τα πραγματικά προβλήματα του τόπου. Παράδειγμα η Τζουλιάδα με την οποία έκλεισε ο κύκλος της μεταπολίτευσης. Αλλά και πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι το σύστημα χρηματοδοτεί την ανάδειξη νουμέρων ειδικά στους μη συμβατικούς είτε με την καλή εναλλακτική είτε με την ακραία έννοια, πολιτικούς χώρους, ώστε να τους απαξιώνει ως γραφικούς και ο λαός να ακολουθεί την πεπατημένη.

Ο όρος εκφέρεται και ως ύβρη, αλλά και ως περιγραφή.

Στο Δ.Π. υπό Jeanoir.

  1. «Είστε νούμερα χρηματοδοτούμενα!», κατηγορεί το Ελληνικό Μέτωπο ένας αυτοαποκαλούμενος «Ναζί» (7/2), για να εισπράξει την ίδια ακριβώς απάντηση από μέρους της οργάνωσης: «Τα ΜΜΕ τόσα χρόνια πλήρωναν κάποιους να κάνουν φασιστικές δηλώσεις προκείμένου να καλλιεργήσουν το αντίπαλο δέος και να αναγκάσουν τον κόσμο να ψηφίζει συμβατικά-διεθνιστικά κόμματα». (Εδώ).

  2. Ξεπαρθενιάσματα.
    (3) Με ποιον το κάνατε ;
    με την πρωτη μου μακροχρονια σχεση αλλα ήταν νουμερο χρηματοδοτουμενο
    (4) Ήταν αυτό το κατάλληλο άτομο ;
    το καταλληλο ατομο δεν το λες. (Εδώ).

  3. - Να μετατρεπεις την γελειοτητα σε δραμα και ταινια τρομου. Το καταφερε ο ΓΑΠ.
    - Είναι top. Δεν το συζητώ. Κορυφαίο νούμερο.
    - Και τι Νουμερο;;;; χρηματοδοτουμενο!!!!!!! (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μισός άνθρωπος και μισός θέατρο. Πώς λέμε λυκάνθρωπος, βατραχάνθρωπος κλπ;

Τιμητικός τίτλος για ηθοποιό απο τους ομοίους του, είναι ένα σκαλοπάτι πριν αναγορευθεί «Ιερό Τέρας» (μαλαματοκαπνισμένη εικόνα του Αη-Γκοτζίλλα απονέμεται μετά θάνατον).


Πρόκειται για γαλλισμό (τί άλλο;) εκ του homme de théâtre = θεατρικός συγγραφέας ή ηθοποιός που άφησε το στίγμα (και σίγουρα το σμήγμα) του, απά στο σανιδένιο πάνθεον του Θέσπι.

Οι νεοέλληνες όμως, πάσχουν από στραβισμό εννοιών: κλασσικός ή απλώς παλιός; Διαχρονικός ή παρωχημένος; Αντίκα ή παλιατσαρία; Πρέπει στο λεωφορείο να σηκωθεί με το στανιό ένας κατάκοπος μαθητής που τρέχει από φροντιστήριο σε φροντιστήριο, από σεβασμό προς έναν κοτσονάτο κωλόγερα;

Τα συνώνυμα και τα επίθετα δεν υπάρχουν για μόστρα.

Ακόμα και στον στρατό, η ιδιότητα του παλιού έχει μόνον ονομαστική αξία (βλ. εδώ). Αλλά, ο στρατός έχει συγκεκριμένο αντικείμενο (προετοιμασία για πόλεμο), ενώ στην Τέχνη ο καθένας μπορεί να πει την παρόλα του, ιδίως άμα περάσουνε τα χρόνια. Έπειτα, ο θεσμός της παραγραφής (καλλιτεχνικών και μη) ατοπημάτων, πολύ μας έχει ταλαιπωρήσει...

Άλλωστε, το γεγονός ότι οι περισσότεροι Έλληνες ηθοποιοί είναι γνωστοί όχι απ’ το θέατρο αλλά από την ελληνική τηλεόρα που ανακυκλώνει μια στιμμένη λεμονόκουπα επί 5 δεκαετίες τώρα (τις ίδιες και τις ίδιες ταινίες, δηλ. ένα 2 % του κινηματογραφικού πλούτου), δεν σημαίνει ότι ήταν και τίποτις της προκοπής, ούτε καν ως cult ή έστω kitsch value. Τί να πει το Μπόλιγουντ δηλαδή;

Είτε μοσκομούνα/ -ης που, ενώ ματοκυλιόταν η Ελλάδα, έτρωγε πάστα στου Ζωναρά, γεγονός για το οποίον κοκκορεύεται κι αποπάνω αναδρομικά, μιας και σήμερα έχουν πέραση οι «γόνοι» (και νεωστί δεν εννοείται μόνον το καλαμαράκι) ένεκα τσουρογκλαμουριάς, είτε ανανήψας φτωχο-μπουλουκτσής, που γυρεύει να εξαργυρώσει τα οδοιπορικά του για τις ατέλειωτες πεζοπορίες από και προς εξαθλιωμένα χωριά, χιλιόμετρο το χιλιόμετρο, ο τίτλος αποδίδεται έτσι κι αλλιώς, με βάση μόνο τις «ώρες πτήσης», όπως παλιά το χρυσό ρολόι στις αγγλοσαξονικές επιχειρήσεις, ως δώρο για το long service

Σήμερα, οι ηθοποιοί γίνονται γνωστοί από διαφημίσεις και τηλεοπτικές προχειράντζες. Όταν θα τους έχουμε φάει στη μάπα καμιά 50αριά χρόνια, δεν θα εκπλαγεί κανείς αν αρχίσουν κι αυτοί με την σειρά τους τις «αναδρομές», με υγρά μάτια...

Πάντως, αν ο χαρακτηρισμός αποδίδεται όταν ο καλλιτέχνης βλέπει τα ραδίκια ανάποδα, τότε τον καλύπτει το εξαγνιστικό πέπλο της παροιμίας, οπότε άμε βγάλε άκρη τί κουμάσι ήτανε ο λεγάμενος, ενώ αν πρόκειται για το ωραίον (τέως ασθενές) φύλον, υπάγεται στην υποκατηγορία Μεγάλη Κυρία («του Θεάτρου» –η άλλη υποκατηγορία είναι «του Πενταγράμμου»), μιας και στην γλώσσα μας ο άνθρωπος δεν έχει δυο γένη (η θεατράνθρωπος;), ούτε και θα ήταν εύηχο το «θεατρανθρωπίνα»...

Κι αυτός ο χαρακτηρισμός συνήθως έρχεται μετά τον Χάροντα από συναδέλφους, που ευελπιστούν να χρισθούν κι αυτοί με την σειρά τους θεατράνθρωποι-Ιερά Τέρατα-Μεγάλες Κυρίες κλπ, είτε από τους επιζώντες, είτε από τους νεότερους συναδέλφους τους. Έτσι είναι. Αν δεν πας στις κηδείες των άλλων, δεν θα ’ρθουν κι αυτοί στην δική σου...

Όμως, δεδομένου ότι τελευταία οι άνθρωποι του θεάτρου βιάζονται κομμάτι ν’ αποδώσουν αλλήλοις τον τίτλο τιμής εν ζωή, το είδος του ζώντος θεατρανθρώπου συγκεντρώνει εν πολλοίς κάποια δομικά χαρακτηριστικά.

Ιδού λοιπόν, ο θεατράνθρωπος:

• Είναι πάλιουρας και το επικαλείται πομπωδώς σε κάθε ευκαιρία (και τί να μας πείτε τώρα εσείς οι νέοπες, όπως επετέθη μουσικά υπέρβαρος νοσταλγός της Επιθεώρησης σε αδερφίστικο «Ποια παίζει τώρα-τί να παίξει τώρα»).
• Συνήθως είναι από τους ελάχιστους επιζώντες της γενιάς του, οπότε λέει ό,τι του κατέβει.
• Αν είναι από γνωστή οικογένεια (θεατρική ή μη), το λιβανίζει μέχρι να του βγει η ψυχή (κι οι γλείφτες οι δημοσιογράφοι δεν παραλείπουν να φτυαρίσουν κώκ στο καμίνι της ματαιοδοξίας).
«Κόλλησε το μικρόβιο του θεάτρου» από μικρός (στάνταρ).
• Παραθέτει ένα σωρό άχρηστες πληροφορίες για την Παλαιά Αθήνα (κι ας μην μεγάλωσε εκεί), αλλά θυμάται «με συγκίνηση» και κάθε άλλη πόλη, όπου «τον λάτρεψε το κοινό» (κι ας μην ήταν καν πρωταγωνιστής).
Βγάζει στο σφυρί απομνημονεύματα της οιασδήποτε καριέρας του, σε ημι-καταποντισμένους εκδοτικούς οίκους (τζίρος να γίνεται).
• Θεωρεί εαυτόν Τάλω της Τέχνης (του;), μη και την κλέψει ή την μάθει ή καταλάβει κανας άλλος. Και την φυλάει καλά.
• Συχνά μπαίνει στο τηγάνι και σπάει τ’ αυγά, χωρίς να δίδει εξηγήσεις.
• Διατυμπανίζει ότι βοηθά νέους-φερέλπιδες καλλιτέχνες, που οφείλουν να τσαμπουνάνε μ’ ευγνωμοσύνη τ’ όνομά του, όπου σταθούν κι όπου βρεθούν.
• Καμιά φορά του δίνουν εκεί καμιάν εκπομπή (σε πεθαμένη τηλεοπτική ζώνη) ή καμιά ψωρο-στήλη σ’ εφημερίδα, να μην τους πρήζει τ’ αρχίδια.
• Περιφέρει το σαρκίο του σε τηλετραπεζώματα, όπου κουτσοπίνει, ψευτοχορεύει και φωτογραφίζεται με χωροφυλακίστικα χαμόγελα. • Σιχαίνεται και φθονεί τους συναδέλφους του, πετώντας πού και πού καμιά σπόντα «χαριτολογώντας».
• Αναφέρεται στην «καινούρια του δουλειά» (ίσαμε πεντακόσιες φορές).
«Πάει πολύ καλά και φέτος». • «Κάνει» θέατρο. • «Κάνει» είσπραξη.
«Καταθέτει την ψυχούλα του» (όπως παπαγαλίζουν κι οι μελάτοι παραγωγοί των ερτζιανών).
• Επιμένει ν’ ανεβαίνει στο σανίδι μέχρι να τα κορδώσει (πράγμα που δεν συμμερίζονται οι νεώτεροί του).
• Έχει (ή το μαράζι του είναι να) παίξει στην Επίδαυρο.
Κλαψουρίζει που δεν τονε παίρνουνε οι νέοι παραγωγοί, να παίξει (και να «διδαχθούν» απ’ αυτόν!), μετά από «τόσα που έχει προσφέρει» στην Τέχνη.
• Δίνει συμβουλές στου νέους, που υποχρεούνται να τον ατενίζουν με δέος από κάτω προς τα πάνω, σαν σε τσόντα πριν την Μετάληψη. • Δηλώνει δίκην επαΐοντος ότι «ο κόσμος έχει ξυπνήσει και ζητάει το ποιοτικό» (δηλ. το δικό του έργο) ή γκρινιάζει που «στην Ελλάδα ο κόσμος είναι απαίδευτος και δεν πολυπάει θέατρο» (στο δικό του).
• Ευχαριστεί για τα καλά λόγια. Είναι η αγάπη του κόσμου που του δίνει δύναμη να συνεχίσει. Είναι αυτός και οι φίλοι του, ο τάδε, ο δείνα κλπ και πολλά άλλα νέα, ταλαντούχα παιδιά (πού να τα θυμάται τώρα όλα). • «Γίνεται πολύ κέφι στα καμαρίνια» και • «Το εισπράττει αυτό ο κόσμος». • Οι θύμησές του πάντα εμπεριέχουν Κατοχή ή/και Χούντα, γαρνιρισμένες με κακουχίες (βεριτάμπλ ή τραβηγμένες απ’ τα μαλλιά), φροντίζοντας καλού-κακού να μην παρίσταται συνομήλικός του.
• Προσκαλεί τον τηλε-οικοδεσπότη, με επιτόπου προφορική πρόσκληση, να πά’ να τον δει στο θέατρο (και ο τελευταίος ορκίζεται στην ψυχή του Κωσταντάρα ότι θα το πράξει σύντομα = παπάρια).
• Αναδίδει μιαν εσάνς «παλιοπαρέας», ανατρέχοντας σε ανεκδοτολογικά happenings του απώτατου παρελθόντος (πάει μισός αιώνας τουλάχιστον), που υποτίθεται ότι συνέβησαν με εγχώριες και αλλοδαπές διασημότητες (έστω και αν τις γνώρισε ως κομπάρσος).
• Καταχράται το διπλό άρθρο οικειότητας, εκμαιεύοντας κολλητηλίκι με πεθαμένους π.χ. ο Τάκης ο Χορν, ο Πήτερ ο Τουλ, με τον Μάνο τον Χατζιδάκι γνωριστήκαμε... κλπ.
• Κάποιος Μεγάλος τον «ανακάλυψε», είχε τρακ, αλλά τον διαβεβαίωσε ότι «έχει ταλέντο» –άλλοι να φοβούνται (που δεν έχουν).
• Διατυπώνει με στόμφο «σεβασμό για τους Δασκάλους του» (που εννοείται ότι δεν ζουν να μας τα πουν απ’ την καλή –κι ας τον είχαν κλασμένο, κι ας του’ χαν βγάλει το Χριστό ανάποδα εν ζωή) κλπ.
• Παρουσιάζει το πρότυπο του θεατρανθρώπου, ως συνάρτηση της παραξενιάς του (προφ για να δικαιολογήσει και δικές του κακοτροπιές), π.χ. Όσο πιο στριμμένος, αυταρχικός και κακορίζικος ο Μύστης, τόσο πιο Ιερή η Τερατοσύνη του.
• Αναπολεί μεθ’ ύφους «τα παλιά καλά χρόνια», που υπήρχε και ταλέντο και ήθος (ενώ τώρα δεν υπάρχει τίποτε) και οικτίρει τους νέους, «που έχουν να συναντήσουν ένα σωρό δυσκολίες» ή τους ψέγει ότι «έχουν όλες τις ανέσεις».
• Ενθυμείται με ζωηρές λεπτομέρειες παλιές δόξες (συγκλονιστικές ερμηνείες, κατάμεστες αίθουσες, πηχυαίους τίτλους, διθυραμβικές κριτικές, Χορούς ανακτόρων κλπ).
• Συνήθως, αν είναι Δεξιός είναι και βασιλόφρων, ή αν είναι Αριστερός, εμφανίζει την έπαρση των παλαιών αντιστασιακών (κατά πάσης στάσης), που θεωρούν ότι έκαμαν το χρέος τους προ 50ετίας και ακόμα στενάζουν οι αμφίβολες δάφνες, κάτω απ’ το βάρος της κωλάρας τους.
• Καταριέται την Πολιτεία (απ’ την οποία έχει κονομήσει της Παναγιάς τα μάτια επί προσφάτων αλλά και παλαιοτέρων -προβληματικής συνταγματικότητας- καθεστώτων), ότι ολιγωρεί περί την Τέχνη.
• Υπονοεί ότι έχει Χρέος η Πολιτεία να του κόψει μια παχυλή σύνταξη ή έστω να του απονείμει ένα μετάλλιο (βρε αδερφέ) για τις πολύτιμες υπηρεσίες του στο Έθνος.
• Κάνει επιτηδευμένη αυτοκριτική, τονίζοντας ότι «έχει ένα ελάττωμα. Δεν μπορεί να πει ψέματα» (κατά το οξύμωρο «είμαι ο πιο μετριόφρων άνθρωπος στον κόσμο»).
• Βλέπει κακία παντού σήμερα και αναρωτιέται πού θα πάει ο κόσμος.
• Κοπανάει βαρύγδουπα «αποφθέγματα» όπως ο Καραμαλής στα στερνά του, τα οποία δέον να εκλαμβάνονται ως βαθυστόχαστα.
• Μιλά με υπονοούμενα (ή χωρίς να λέει τίποτα ουσιαστικό), όπως οι πολιτικοί.
• Συστέλλει τα ματόφυλλά του, ώστε να μην διακρίνονται οι κόρες των ματιών και να καθίστανται απροσπέλαστες οι σκέψεις του, όπως οι επιχειρηματίες.
Μυξοκλαίει όταν τον αναφέρει «με αγάπη» συνάδελφος του, σε βιντεοσκοπημένη συνέντευξη.
• Όταν ακούει εγκώμια από συναδέλφους, γέρνει πίσω στο κάθισμα σαν ετοιμόγεννη και αφήνει τους άλλους να μιλούν γι’ αυτόν, διακόπτοντας πού-και-πού για να διορθώσει καμιάν ημερομηνία. • Τρέμει όταν κάποιος συνομήλικός του, θυμηθεί impromptu καμιά παλιά ιστορία-καλαμπούρι, μην αναφερθεί τίποτα αρνητικό γι’ αυτόν που θα του χαλάσει τη μανέστρα-υστεροφημία (αν και σπανίως γίνεται -συνήθως αλληλοκαλύπτονται σαν μασόνοι) και κοντανασαίνει μέχρι ν’ ακούσει το (θετικό) punchline.
• Δεν πεθαίνει με καμία Παναγία, όσων χρονών κι αν φθάσει (κορακοζώητος και κομοδινίκωμος).
• Αν πάσχει από χρονία νόσο, σεργιανάει στα μήντια με «καρτερικό» χαμόγελο, ενώ όλοι σπεύδουν να υπερθεματίσουν το «κουράγιο» και την «δύναμη ψυχής» που επιδεικνύει σ’ αυτήν την «δοκιμασία» (βλ. παρόμοια αγγλοσαξωνική παπαρδέλλα «ordeal»).
• Πριν ψοφήσει, φροντίζει ν’ αγοράσει μόνος του κιλίβαντα από σκραπ και προπληρώνει πεντ-έξι αρκουδόμαγκες να ντυθούν τσολιαδάκια στην κηδεία του, η οποία δέον να γίνει δημοσία δαπάνη και η ταφή σ’ ένα στριμοκωλιασμένο (πια) από ήρωες νεκροταφείο της Πρωτεύουσας, αλλιώς απειλεί ότι θα βρικολακιάσει.
• Όταν μπει σε νοσοκομείο, ο συνήθης λόγος είναι «μια απλή ενόχληση», η συνήθης πάθηση είναι «πνευμονικό οίδημα», εκδίδεται πάντα επίσημο ιατρικό ανακοινωθέν προς το Πανελλήνιο, η συνήθης διάγνωση είναι «τίποτα το ανησυχητικό», κατόπιν συνήθως «επιδεινώνεται αιφνιδίως η κατάσταση της υγείας του» και μετά ο συνήθης Διευθυντής της κλινικής με προπονημένη φάτσα Όλιβερ Τουίστ ανακοινώνει τελετουργικά καφέδες & κονιάκ στο κυλικείο.
• Τα ΜΜΕ κάνουν ένα σύντομο αφιέρωμα, αναφερόμενοι στην «μεγάλη απώλεια» για τη ντόπια τρικούδουνη Τέχνη, δείχνουν και κανα αμοντάριστο πλάνο, επιμένοντας στο who is who των παρισταμένων που «τον συνοδεύουν στο τελευταίο ταξίδι» (όλο και πλακώνουν τίποτα νομάρχες, παπάδες, καραβανάδες κ.α.) και ακολουθούν αθλητικά.

Αυτά.

- Πείτε μας, πώς αποφασίσατε να γίνετε ηθοποιός;
- Εμένα μ’ έβγαλε στο θέατρο ο μεγάλος ο Μάκης ο Απιθανόπουλος, που ήταν θιασάρχης στο Κεκροπέ και μεσουρανούσε εκείνην την εποχή, με τις ντάμες του, με τα φλερτ του, ήτανε τότε στα φόρτε κι οι Τζιτζιφιές με τα μαγαζιά, αξέχαστα χρόνια...
- Μεγάλη φυσιογνωμία του Ελληνικού Θεάτρου...
- Βέεεεεβαια. Ένας σωστός θεατράνθρωπος. Ήμουνα-δεν ήμουνα τότε 14 χρονών, αλλά είχα πείσμα και θέληση. Γιατί θέλει πείσμα το θέατρο, όχι σαν σήμερα, που τα έχουν όλα εύκολα οι νεότεροι. Τελοσπάντων λοιπόν, με βλέπει ο Απιθανόπουλος και μου λέει «εσύ θα παίξεις Γενοβέφα»! Εγώ τα’ χασα! Πού να το φανταστώ εγώ, ότι θα ’παιζα εγώ το νιάνιαρο, μέσα σε τόσα ονόματα, την Πατίνα την Κραξινού, τον Κίτσο τον Εμιράτ, πού να στα λέω! Και μου λέει ο Απιθανόπουλος – να, σαν τώρα το θυμάμαι – «μην τους φοβάσαι όλους αυτούς. Εσύ θα φτάσεις ψηλά, γιατί έχεις ψυχή μέσα σου!» Μάκη μου, όπου και να’ σαι, να’ σαι πάντα καλά με το χαμόγελό σου...

(δάκρυ και fade out)

Στο 1.27: τον φίλο μου τον Γιώργο ΤΟΝ Κατσιφάρα (από Khan, 10/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εκφέρουμε σκωπτικά σε τσαντίλες που έχουν ξυπνήσει με τον κώλο ανάποδα, έχουν τα ρούχα τους, ή / και διανύουν bad hair day.

- Νευράκια, νευράκια; Τι έγινε παιδιά; Χάσαμε την ψυχραιμία μας;
(εδώ)

- Νευράκια, νευράκια η Αναστασία; τσατιστήκαμε και βρίζουμε Αναστασούλα; μπινελίκια, κώλους και τα τοιαύτα;
(εκεί)

- Νευράκια - νευράκια; Ξίδι... (παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ομάδα του Ολυμπιακού, ή ένας οπαδός του Ολυμπιακού, λόγω του σήματος της ομάδας που είναι ένας δαφνοστεφανωμένος έφηβος. Χρησιμοποιείται και από τους οπαδούς της ομάδας για να δοξάσουν τον έφηβο που μεγάλωσε και από τιμημένο νιάτο έγινε περήφανο γηρατειό, αλλά και από αντιπάλους που δίκην παιδεραστών φιλοδοξούν να γαμήσουν τον έφηβο.

  1. Ένας έφηβος 86 Μαρτίων.
    Το βράδυ της Τρίτης 10 Μαρτίου του 1925, στην ταβέρνα του Μοίρα, μια παρέα από επιφανείς παράγοντες και αθλητές του Πειραιά πήρε τη μεγάλη απόφαση. Από την ένωση δύο σωματείων της πόλης γεννήθηκε ο Ολυμπιακός, μια ποδοσφαιρική ομάδα που ακόμη γράφει ιστορία στην Ελλάδα και τον κόσμο.
    Ιχθύς με Ωροσκόπο στο Σκορπιό, ζευγάρωσε το όραμα με το πάθος, το αθλητικό ιδεώδες με το «ταν ή επί τας» [...]
    Οι φίλαθλοι του, άνθρωποι του μόχθου στην πλειοψηφία τους, εκφράζονται αρχικά από τη Σελήνη στην Παρθένο, σε ένα ζώδιο δηλαδή που συνδέεται ευθέως με την εργατική τάξη. Ταπεινή αφετηρία αλλά ένδοξη συνέχεια. Το μεγάλο τρίγωνο της Σελήνης με το Δία και τον Άρη στον Ταύρο, ένα σχήμα που θα ζήλευε κάθε πολιτικός και κάθε σταρ, παράγει αγωνιστικό πνεύμα, επιτυχίες και υψηλούς δείκτες δημοφιλίας. Και η αντίθεση της με τον Ουρανό προδίδει την ...τρέλα που κουβαλάει κάθε «γάβρος» για την «ομαδάρα του». [...]
    Και η Δήμητρα στον Ταύρο όμως, ένας ακόμη αστρολογικός δείκτης της σχέσης με το κοινό, έβαλε το λιθαράκι της στην ατελείωτη δόξα του Ολυμπιακού. Κι αυτή υπερτονισμένη σε τρίγωνο με το Δία, τον πιο πληθωρικό και γαλαντόμο από όλους τους πλανήτες και σε σύνοδο με τον επίσης έντονο Άρη διαμόρφωσε το δυναμικό προφίλ που χαρακτηρίζει τόσο την ομάδα όσο και τους φιλάθλους της.
    Ο Ολυμπιακός είναι γνωστός για το πείσμα και τον «τσαμπουκά» του κι αυτό είναι κάτι που δεν πρόκειται να χάσει ποτέ. Και όπως συμβαίνει συχνά με τους Σκορπιούς είτε θα τον ερωτευθείς παράφορα, είτε θα τον μισήσεις.

  2. α. Η ΚΛΕΙΤΟΡΙΔΑ ΤΟΥ ΕΦΗΒΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΘΑ ΦΑΕΙ ΤΟ ΞΕΣΚΙΣΜΑ. ΚΩΛΟγαυροι ΘΑ ΣΑΣ ΓΑΜΗΣΟΥΜΕ-ΤΕΛΟΣ. (Παοκμάνια τζη αρ).

β. o efivos megalwse mounia ths manas i mouna egine na kai esy gia mia zoi tha eisai poustaras gamietai o thrilos kai o peireas me adia xeria irthate ksana mou thelate eurwpi remounia palio poutanas gie aiwnia lage ta 5 den tha ftasete pote!!!!!!! (Εδώ).

(από Vrastaman, 10/03/11)Η εκδοχή των αντιπάλων του Ολυμπιακού. (από Khan, 10/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως λέγεται σε κάποιον που μόλις έρχεται και βρίσκει την παρέα αραχτή (για να τον πειράξεις)...

(Παρέα που κλαπαρχιδίζει και μετά από ώρα σκάει φίλος)
Ανδρεας: Kαλώς τον Τάκη! Έλα ρε, θα κάτσεις μέρες;
Τάκης: Μπααα, κανά πεντάρι μερούλες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός του Βασίλη και όχι του βασιλιά. Και όταν λέμε Βασίλη, εννοούμε τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Μπορεί να γέρασε, να βάφει το μαλλί και να κάνει δάνειο από τους κροτάφους, αλλά, όπως και νά 'χει, κατέχει μια τιμητική θέση στην καρδιά όλων των 30+, είτε είναι, ή υπήρξαν στο παρελθόν τους, ροκάδες, σκυλάδες, κουλτουριάρηδες ή λεσβίες.

Γνωστές ρήσεις βασιλοφρόνων:

  1. Σαν πεθάνω στον τάφο μου,
    μην βάλετε καντήλι,
    βάλτε ένα ραδιόφωνο
    ν' ακούω τον Βασίλη.

  2. Βασίλη / ζούμε / για να σε ακούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να περιγράψει σύντομα και περιεκτικά, οποιοδήποτε ζαβό προϊόν, υπηρεσία ή τέλος πάντων ιδέα που ήρθε στο κεφάλι κάποιου και υπόσχεται σούπερ-ντούπερ, γκραν γαμάω βελτιωμένη απόδοση σε σχέση με αντίστοιχο συμβατικό ή την κάλυψη ανάγκης εκεί όπου δεν υπήρχε προϊόν.

Εναλλακτικά, η φράση χρησιμοποιείται για να κάψει κάτι υπάρχον στο υπερβολικό του άμα τε και στο σουρεαλιστικό του.

Η φράση προέρχεται φυσικά από τα αντίστοιχα σποτάκια της εκπομπής Α.Μ.Α.Ν., τα οποία είναι εμπνευσμένα από τις μεταμεσονύκτιες εκπομπές Τηλεμάρκετινγκ, οι οποίες πουλάνε ό,τι παπαριά μπορεί να κατεβάσει ο νους του ανθρώπου και είναι ταυτόχρονα και περιέργως, εξαιρετικά εθιστικές. Τα σποτ προϊόντων στις εκπομπές αυτές έχουν δύο διακριτές φάσεις:

  1. «Εισαγωγή» που δείχνει διάφορα τυπάκια με ανάλογο ύφος από την υπερπροσπάθεια να κάνουν μια απλή δουλειά με ένα «συμβατικό» προϊόν και να τα κάνουν σαν τα μούτρα τους. Το γεγονός ότι οι βλαμμένοι είναι επίτηδες τόσο άχρηστοι, προφανώς στοχεύει στην δημιουργία αρνητικής γνώμης για το συμβατικό προϊόν και προετοιμασία για την Φάση 2, π.χ. η ηλίθια η οποία πάει να ξυρίσει τα πόδια της σαν να τσαπίζει αγριόχορτα και καταντάει σαν τον τύπο στο Airplane 2.

  2. «Λύση – Το Προϊόν», η οποία δείχνει αφενός τους προηγούμενους βλαμμένους σε Νιρβάνα Μεγατόνων αφού χρησιμοποιούν το Προϊόν. Μαζί με αυτούς και οι παρουσιαστές των εκπομπών αυτών και ειδικά οι Αμερικλάνοι, οι οποίοι είναι μονίμως σε οργασμική αφασία και, με φάτσα απίστευτης έκπληξης του τύπου «πώς-ζούσα-χωρίς-αυτό», αναδεικνύουν τα παμμέγιστα προτερήματα του Προϊόντος.

Στα προχώ τηλεσοπάδικα, περιλαμβάνεται και ζωντανή επίδειξη του Προϊόντος με κοινό.

Το θέμα της εθιστικότητας των εκπομπών Τηλεμάρκετινγκ έχει φυσικά εξετασθεί ενδελεχώς από τον Μαστοροκομάντορα των θεωριών συνομωσίας Λιακό στους 1459 τόμους του σχετικού έπους του: «Οι πράκτορες των Νεφελίμ ζουν ανάμεσα μας ως παρουσιαστές Τηλεμάρκετινγκ, αγιούτε γειτόνοι αγιούτε Χριστιανοί, σηκωθείτε από κρεβάτια, καναπέδες, ντιβανοκασέλες, γιατί όταν οι άλλοι τρώγαν βαλανίδια, καιρός (γαρ) φέρνει τα λάχανα.» - Αν παραγγείλετε τώρα, δώρο 3 Ελοχίμ, ένας λεμονοστύφτης / αναπτήρας / DVD Player και μια ντουζίνα Νεφελίμ βιολογικής καλλιέργειας.

Παρεμπίπταμπλυ, ο Λιακό είναι μοναδικό φαινόμενο Blitzkrieg Telemarketing, καθώς σπρώχνει τα «προϊόντα» του μέσω όλων των Καναλιών Πώλησης: Κατάστημα, Τηλεόραση, Internet. Απλά the best (εκτός φυσικά από τον Τσακ, μεγάλη η χάρη του).

Οι Α.Μ.Α.Ν. και οι συνεχιστές τους, ακολουθούν την ίδια συνταγή (εισαγωγή-πρόβλημα, προϊόν-λύση) σατιρίζοντας ταυτόχρονα τους τηλεμαρκετίστες, τις εταιρίες που «σκέφτονται» τέτοια προϊόντα και πολλές φορές τα πρόσωπα ή/και αντικείμενα που τους έδωσαν το έναυσμα για το προϊόν (τυπικό παράδειγμα ο Φορητός Γλείφτης).

Παρόλο που οι συντελεστές αλλάζουν κατά καιρούς το όνομα της εκπομπής και η τρέχουσα Ράδιο Αρβύλα συνεχίζει την καλή παράδοση (Αρβύλα Teleshopping), το ΑΜΑΝ Τελεσόπινγκ έχει χαραχθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο για τις προαναφερθείσες χρήσεις.

Στα προϊόντα του ΑΜΑΝ (και Αρβύλα) Teleshopping περιλαμβάνονται μεταξύ των άλλων, τα best seller: Γκλιτσοφλογέρα, Πιστοντουζιέρα, Παπουτσόμπαλα, Γρυλορούτερ, Κουτελομαστάρια, Τουρλοκώλι και φυσικά τα ανεπανάληπτα Σεμεδάκια Next Generation.

  1. Αχαχαχαχαχα έλεος... τι άλλο πια θα σκαρφιστούν. Αν είναι δυνατόν. Βέβαια το όλο σκηνικό μου θυμίζει λίγο ΑΜΑΝ - Τα καθάρματα και την σκηνή με τον ΑΜΑΝ - Teleshopping με τους Καλλιβάτση, Κανάκη και Σερβετά. Εδώ

  2. Όπως το διάβαζα νόμιζα ότι ήταν διαφήμιση της Α.Μ.Α.Ν teleshopping!! Εκεί

  3. Την ίδια ώρα ο Παπανδρέου ή Jeffrey αν προτιμάτε, έκοψε την χρηματοδότηση σε όλες τις πρεσβείες του εξωτερικού όσον αναφορά τις εθνικές εορτές. Δηλαδή δεν έχουμε λεφτά για τις παρελάσεις, χρεοκοπούμε, αλλά θα σας δώσουμε αυτές τις φοβερές κάρτες που θα λυθούν όλα τα προβλήματά της. Μου θυμίζει λίγο Αμαν teleshopping όλη η κατάσταση. Λένε πως θα λύσει όλα μας τα προβλήματα και η γραφειοκρατία δεν θα υφίσταται. Μάλιστα, δηλαδή τόσα χρόνια για το ότι έχουμε γραφειοκρατία στην Ελλάδα δεν φταίει η νοοτροπία και σκόπιμη ταλαιπωρία της μίζας αλλά το ότι δεν έχουμε εξελιγμένα συστήματα. Παραπέρα

  4. Ίδια εμπειρία από προϊόν, καλοκαίρι σε νησί όπου εφευρέθηκε το «Παγοσκουτεράκι»: χρήση της θήκης κράνους κάτω από την σέλα σκούτερ για παγωνιέρα με μπουκάλι τεκίλα. Για τον φίλο παραθεριστή ο οποίος δεν θέλει να ξεμείνει από ξύδια στην παραλία!

Α.Μ.Α.Ν. Τα Καθάρματα (από Desperado, 04/04/11)Αρβύλα Teleshopping (από Desperado, 04/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη σύμμειγμα (αγγλιστί, portmanteau word) από το σεντόνι και - διαλέγετε και παίρνετε - την Ιλιάδα, την Αινειάδα, την Ιερεμιάδα, κάτι όχι μικρό, τέλος πάντων.

(Για τον όρο portmanteau word και την απόδοση του στα Ελληνικά δείτε εδώ κάποια σχόλια στο translatum.gr)

Σύμφωνα με το λεξικό του Ιδρ. Τριανταφυλλίδη, σεντόνι, πέραν του προφανούς, σημαίνει και «κείμενο εξαιρετικά εκτεταμένο (ανακοίνωση, άρθρο κτλ.) σε εφημερίδα ή σε περιοδικό». Ο συμφυρμός ενός σεντονιού, που ήδη μακρηγορεί ως μη έδει, με, ας πούμε, την Ιλιάδα των 15.000 αράδων παράγει τον όρο σεντονιάδα.

Είναι ένας χαρακτηρισμός πολύ παραστατικός και πολύ καυστικός. Το απλό σεντόνι αναφέρεται σε ένα κείμενο μεγάλο, με διάθεση ελαφρά σκωπτική. Η σεντονιάδα, όμως, είναι ένα γραπτό που δοκιμάζει την ανθρώπινη αντοχή όχι μόνο με την έκτασή του αλλά και με την κακοτεχνία, την περιττολογία και την ανιαρότητα του. Αλλά, επιπλέον, είναι και ένα γραπτό όπου αποτυπώνεται ανάγλυφα η μεγάλη ιδέα που έχει ο συγγράψας για τον εαυτό του και το πόνημά του - και αυτό το κάνει ακόμη πιο ενοχλητικό.

Οι όροι σεντόνι και σεντονιάδα προέρχονται, όπως λέει και το λεξικό, από τον χώρο του Τύπου. Ήταν σε χρήση, σίγουρα, από την δεκαετία του '70 και είναι πιθανώς πολύ παλαιότεροι. Στις εφημερίδες τους μεταχειρίζονταν (και μεταχειρίζονται) οι δημοσιογράφοι, με την γνωστή αβρότητα με την οποίαν σχολιάζουν την δουλειά των συναδέλφων, και επίσης, στάζοντας ακόμη περισσότερο δηλητήριο, οι διορθωτές και οι υλατζήδες που τρώνε λούκι για να σουλουπώσουν τα ασουλούπωτα.

Για το πώς προέκυψε η παρομοίωση με το σεντόνι (του κρεβατιού), έχω ακούσει δυο εκδοχές:

  • Το σαλόνι μιας μεγάλου σχήματος εφημερίδας απλωμένο στο φουλ πλησιάζει σε διαστάσεις το σεντόνι - λέμε τώρα. Ένα άρθρο που πιάνει όλο το σαλόνι είναι σεντόνι.
  • Σεντόνι λεγόταν το ρολό στα τηλέτυπα καθώς ξετυλιγόταν - στην προ φαξ εποχή στα τηλέτυπα ερχόνταν οι ατελείωτες ανταποκρίσεις των πρακτορείων, οι ανακοινώσεις τύπου κλπ.

Προκρίνω την πρώτη ως προγενέστερη.

Σχετική με τη δεύτερη είναι και η χρήση που αναφέρει ο στέφανος εδώ και που αναφέρεται, νομίζω, στα πάκα διάτρητου χαρτιού που χρησιμοποιούσαν οι παλιοί εκτυπωτές.

Ο όρος σεντονιάδα χρησιμοποιείται πλέον εκτεταμένα και για ηλεκτρονικά κείμενα. Δυο-τρεις οθονιές μίνιμουμ, θα 'λεγα.

Όταν η σεντονιάδα είναι δική μας, είθισται να συντάσσεται με τη λέξη «συγνώμη».

  1. Φιλική συμβουλή προς όλους: Προσπαθήστε να εκφρασθείτε όσο το δυνατόν πιο σύντομα. Χίλιες λέξεις δεν είναι λίγες. Στο κάτω κάτω, το μεγάλο κοινό δύσκολα διαβάζει μια σεντονιάδα. Είναι ο μόνος όρος που θέτουμε, για να υπάρξει χώρος και για άλλους αρθρογράφους. (Παραινέσεις προς επίδοξους αρθρογράφους, από την Ελευθεροτυπία, φύλλο της 21/2/2001, εδώ - το κειμενάκι έχει πλάκα).

  2. Ηθελα πάρα πολύ να ανοίξουμε το μπλογκ με μια σεντονιάδα όλων των νυχτερινών περπατημάτων ενός καυτού καλοκαιριού που μας λείπει ήδη. (Από εδώ - το μπλογκ λέγεται τα Σεντόνια της Αφροδίτης).

  3. Αγαπητέ Shadow , κατ αρχάς συγνώμη για την σεντονιάδα, δεν το έκανα για να αποκρύψω οτιδήποτε αλλά στη παρούσα φάση όπως εξελίχθηκε το τοπίκιο δεν μπορούσα ούτε να το μικρύνω ούτε να το μεγαλώσω και άλλο. (Από εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ της τζιπούρας Porsche Cayenne και του μεγαλοδικηγόρου Αλέξη Κούγια. Χαρακτηρίζει το εν λόγω όχημα ως το κατ' εξοχήν σύμβολο νεοπλουτισμού της τελευταίας δεκαετίας στην Ελλάδα. Σχετικές αναφορές έχουν γίνει στα λήμματα μουαγέν, τζιπούρα, το χάσαμε το κορμί πατριώτη και βλαχοκυριλέ. Εννοείται ότι η τζιπούρα αποκτήθηκε με κουγιές, και εφόσον συνδυάζεται με μοντελοπνίξιμο είναι ακόμη πιο επιλήψιμη. Η έκφραση λέγεται με μελαγχολία ότι τα μουνιά και τα μοτέρια βρίσκονται σε λάθος χέρια.

Πάσα: John Black.

- Πού το κουβάλησε το κουγιέν στο στενοσόκακο ο μαχλέπας! Μας φράκαρε τον δρόμο!

Porsche Cayenne. (από Khan, 19/04/11)Το χάσαμε το Καγιέν πατριώτη! (από Khan, 19/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified