Το άτομο που μένει μόνο του, δηλαδή δεν έχει γάμο ή συγκατοίκηση, αλλά είναι ανοικτό σε πολλαπλές ερωτικές σχέσεις και σε πολυσυντροφικότητα. Εκ του solo polyamorous.
Δεν είμαι μπακούρης, είμαι σόλο πόλυ.
Το άτομο που μένει μόνο του, δηλαδή δεν έχει γάμο ή συγκατοίκηση, αλλά είναι ανοικτό σε πολλαπλές ερωτικές σχέσεις και σε πολυσυντροφικότητα. Εκ του solo polyamorous.
Δεν είμαι μπακούρης, είμαι σόλο πόλυ.
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που είναι ντυμένη σαν πρωταγωνίστρια θεαμάτων πορνογραφικού περιεχομένου και κατ' ελπίδα κάνει αεροπλανικά πορνοσταρικά γαμήσια και στο κρεβάτι.
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά σημαίνει βάζω χέρι, χουφτώνω, μπαλαμουτιάζω, αβέλω πιασμάν. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το θεωρεί ιταλικής προέλευσης, όπως και το μπράτσο (βλ. braccio, braccietto).
Να τα μπρατελιάσματα, να τα κουταλιάσματα, να τα ντέζια, να τα κοντροσόλια και οι τζόκες, αλλά νάκα κουραβελτόσημο.
Got a better definition? Add it!
Α) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το αγγλικό «stock» σημαίνει: «αποθηκεύω (ή γενικότερα συγκεντρώνω) σε συγκεκριμένο χώρο κάποια είδη· συνήθως προϊόντα ή εμπορεύματα».
Β) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το βενετσιάνικο «stocar» όπως βεβαιώνει ο Τριαντάφυλλος σημαίνει: «βάζω στόκο σε μια επιφάνεια ξύλου, μαρμάρου κτλ., για να κλείσω τους πόρους, τις ρωγμές ή για να καλύψω άλλες ανωμαλίες».
Σλαγκικότερα εμφανίζεται με την έννοια τού:
«μακιγιάρω υπερβολικά για να καλύψω ατέλειες» και χρησιμοποιείται, συνήθως στο τρίτο πρόσωπο, αρκετά συχνά από άντρες εκφράζοντας απέχθεια, και σπανιότερα από κακεντρεχείς κουτσομπόλες,
«μαλακίζομαι» / «πασαλείφω με τα χύσια μου», οπότε ενίοτε υπονοούνται μεγάλες καύλες, ανάλογη ποσότητα ψωλοχύματος, ακόμη και μια... βιρτουοζιτέ στην τεχνική.
Γ) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το αγγλικό «stalk» (που προφέρεται «στοκ» με ελαφρά τραβηγμένο το «ο») είναι σαφώς πιο φρέσκο και σημαίνει: «παρακολουθώ στενά κι εξαιρετικά επίμονα κάποιον (ή γενικότερα τη δραστηριότητα κάποιου), συχνά σε βαθμό παρενόχλησης».
Για την ώρα χρησιμοποιείται συχνότερα για να περιγράψει τέτοια συμπεριφορά (όχι πάντα επικίνδυνη) κυρίως στο νέτι.
Η είδηση κάνει το γύρο του κόσμου γιατί είναι πράγματι εντυπωσιακή: το Βέλγιο σχεδιάζει να κατασκευάσει τεχνητό νησί σε σχήμα δαχτυλιδιού που θα του επιτρέπει να στοκάρει την ενέργεια που θα παράγεται στα αιολικά του πάρκα στη Βόρεια Θάλασσα.
Θέλω σε εξωτερικό τοίχο που έχει εμφανίσει τριχοειδείς ρωγμές να τις ανοίξω λίγο παραπάνω (3-4 χιλιοστά) , να τις στοκάρω και να τις ασταρώσω προκειμένου να ξαναβάψω τον τοίχο.
(έως εδώ καθαρά διεκπεραιωτικά)
Μμμ Έχετε ιδεί βλογιοκομμένο πρόσωπο το οποίον να έχει λακκουβάκια στην επιφάνεια τα οποία λακκουβάκια δημιουργήθηκαν από τα κενά που άφησε το πύον που αφαιρέθηκε ναι; Μάλιστα. Η «εθνική» «σταρ» Αλίκη που είχε πολλά τέτοια στο πρόσωπό της, τα στοκάριζε, κι έτσι κάλυπτε το σεληνιακόν τοπίον...
Στοκάρισε τώρα την οθόνη σου παίχτη!!
(μεταφερμένο από γκρίγκλις· σαν λεζάντα κάτω από προκλητικά σέξι φωτογραφία αλόγου παροτρύνει τον παραλήπτη σε μαλακία)
Αφού τον σουτάρισε το Μαράκι, πέρασε έναν χρόνο να το στοκάρει στο Facebook και το Instagram για να δει με ποιον βγαίνει και πού πηγαίνει.
Είδε τη φωτογραφία μου. Του άρεσε. Και το εξέφρασε με ένα απλό like και ένα σχόλιο. Παρόλο που στοκάρω ανελέητα όλους τους fb φίλους μου, έχω βρεθεί άπειρες φορές σε αντίστοιχη θέση και δεν έχω κάνει like ή comment για να μην θεωρήσει ο/η άλλος/η οτιδήποτε. Το ξέρω ότι δεν είναι φυσιολογικό, αλλά το ξέρω ότι δεν είμαι μόνος.
(Όλα απ’ το δίχτυ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αρέσω σε κάποιον ερωτικά ή επιδιώκω να αρέσω σε κάποιον ερωτικά εκτιθέμενος σε αυτόν, φλερτάροντας κ.τ.ό. Συνήθως στον πληθυντικό γουσταριζόμαστε για να δείξει την αμοιβαιότητα ερωτικής αρέσκειας. Συχνά η έκφραση έχει κάτι ελαφρό ενώ άλλοτε μπορεί να μην έχει ερωτική αλλά φιλική σημασία τ. πάω κάποιον. Η έκφραση χρησιμοποιείται αρκετά, αλλά δεν είναι αρκούντως λεξικογραφημένη, καθώς αποτελεί εξέλιξη του γουστάρω (< ιταλικό gustare < gusto). Πρβλ. και το καλιαρντό λατσεύομαι.
Μεσα στα χριστουγεννα παραδεχτηκαμε πως γουσταριζομαστε ( :p) Τα φτιαξαμε. Ειχα αμφιβολιες. Δεν ηθελα να χωρισουμε. (Από μπλογκ).
μπερδεγουει ναι δεν εχουμε αποκλειστικη σχεση χαιρω πολυ... δε λεμε καν οτι εχουμε σχεση... και ναι ξεκινησαμε να γαμιομαστε επειδη γουσταραμε χωρις δεσμευσεις κλπ... μετα ομως απο τοσο καιρο τι περιμενες οτι δεν θα υπαρχουν αισθηματα μωρη βλαμενη; εχουμε πει ο ενας στον αλλον ποσο γουσταριζομαστε και σου ειπα οτι δεν μπορω πλεον ρε γαμωτο ν σε δω με αλλον κι εσυ μου πες το ιδιο... γι αυτο κ λοιπον δεν μπορω ρε πουστη μου να σκεφτομαι οτι χθες μετα απο ενα 20λεπτο dirty-dancing και φασωματος στο κλαμπ σε αφησα για ενα 10λεπτο κ αμεσως χτυπησες γκομενο και του δωσες και τηλ.... (Εδώ).
Και αν δεν μασ γουσταρεισ...γουσταριζομαστε κ μονεσ μασ (Από το Φέισμπουκ).
Got a better definition? Add it!
Λέξι τῆς Καστρινῆς διαλέκτου τῆς τοπολαλιᾶς τῶν Ἰωαννίνων, ποὺ σημαίνει μουνί, κατ' ἐπέκτασιν δὲ καὶ κοπέλλα, κορίτσι, γυναῖκα. Εἰδικῶς αὐτὴ ἡ λέξις τῆς Καστρινῆς ἔχει καὶ εὐρύτερη ἀπήχησι στὴν Ἥπειρο.
Ἐτυμολογικῶς, προκαλεῖ ἐντύπωσι ἡ ὁμοιότης μὲ τὴν πραγματικὰ «βαρειὰ» λέξι pachocho, ἡ ὁποία σημαίνει στὰ ἰταλικά, καὶ ἰδιαιτέρως στὴν τοπολαλιὰ τῆς Σαρδηνίας, προστυχόμουνο, βρωμόμουνο, παληόμουνο.
Ἡ Καστρινὴ διάλεκτος ὡμιλεῖτο ἐντὸς τοῦ περιβόλου τοῦ Κάστρου Ἰωαννίνων· ἀντιστοιχεῖ σὲ ἕνα εἶδος τοπικῆς κουτσαβακικῆς.
Got a better definition? Add it!
Το καβαλητό σεξ από την ομώνυμη όπερα. Και λίγο αγροίκο «αγροτικό» σεξ.
Είναι πολύ καλή ψωλίστ στην Καβαλέρια Ρουστικάνα.
Βλ. σχετικά: καβάλα, Καβαλητός, ο, καβαλάρης, ο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified