Further tags

Εκτός από το σάντουιτς των ΜακΝτόναλντ, δηλώνει και τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Αποτελεί ταυτοχρόνως μεγεθυντικό, αλλά και σύντμηση του «Μακαριώτατος», που είναι ο ειδικός θεσμικός τρόπος απεύθυνσης στον Αρχιεπίσκοπο.

Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως περιπαικτικός όρος για να δηλώσει τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο (Θεός σχωρέστον!) από αντι-χριστοδουλική μερίδα του Τύπου (λ.χ. «Ελευθεροτυπία») και κυρίως να περιγράψει τον πληθωρικό χαρακτήρα του.

Τώρα που ο νέος Αρχιεπίσκοπος έχει κάπως ισορροπήσει τις συμπάθειες, μένει στους λεξικογράφους να διαπιστώσουν αν το «Μπιγκ Μακ» ήταν τελικά χαρακτηρισμός θεσμού, όπως ας πούμε το «φαραώ», ή το «Μίνωας», ή χαρακτηρισμός προσώπου, όπως λ.χ. το «Φύρερ» (τυχαία τα παραδείγματα).

Αντώνυμο: Και πάσης Ελλάδος (χρησιμοποιείται από τους φίλα προσκείμενους)

- Τα 'μαθες; Πάλι σήκωσε τα λάβαρα της επανάστασης ο Μπιγκ Μακ!
- Έλα ρε, γουστάρω! Λοιπόν, πολύ τον πάω τον Μπιγκ Μακ!
- Εγώ πάλι, προτιμώ το ΜακΜπέικον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την διαφήμιση των καταστημάτων για κινητά «Γερμανός» με τον Αντώνη Καφετζόπουλο. Το σλόγκαν είναι «το κινητό θέλει τον Γερμανό του». Φαντάζομαι πως η διαφήμιση στηρίζεται στο ότι οι Γερμανοί φημίζονται για την ακρίβεια, πειθαρχία ή και σκληρότητά τους. Οπότε η έκφραση λέγεται για κάποιον που έχει ταλέντα, αλλά πρέπει να μπει σε πρόγραμμα και πειθαρχία. Θέλει φτιάξιμο. Λέγεται και ειρωνικά για τα σκάνδαλα με τη Ζήμενς: «Ο πολιτικός θέλει τον Γερμανό του / για να γίνεις κυβέρνηση, θέλεις τον Γερμανό σου».

Λεγόταν πολύ για Ρεχάγκελ: Η Εθνική ήθελε τον Γερμανό της!

Καλό παιδί ο Λούλης, αλλά πολύ ρετάλι κι έξω καρδιά. Αλλά από όταν παντρεύτηκε την Κική τού 'βαλε τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι. Τελικά καλό του έκανε. Φαίνεται, ήθελε τον Γερμανό του.

(από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρρυκλυννική παράφραση του σλόγκαν διαφήμισης των '80ς «μια ζωή Camay» για το ομώνυμο σαπούνι. Αναφέρεται για καταστάσεις σεξουαλικού ντούρασελ που μένει σταθερός στις πεποιθήσεις του, στις απόψεις του, στις αντοχές του, στις παραδοσιακές αξίες.

- Αυτός μια ζωή Gamay, εμείς τι κάνουμε παλληκάρι; (βλ. μήδι).

Μια ζωή Gamay! (από Hank, 19/02/09)Και γαλλικό κρασί. (από Khan, 28/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρούχο μαϊμού, η απομίμηση ακριβής φίρμας σε είδη ένδυσης, υπόδησης και αξεσουάρ (γυαλιά, ρολόγια κλπ). Χρησιμοποιείται και ως αυτοαναφορικό για το άτομο που τα φοράει. Λέγεται επίσης και για ρετρό παντελόνι με υπερβολική καμπάνα, π.χ. «ήρθε κι ο Μήτσος, σαν το βλάχο ήτανε, ντόλτσε καμπάνα 50 πόντους».

  1. Τι φοράει ρε ο ντόλτσε καμπάνας;

  2. - Ήρθε η Αλεξάνδρα!
    - Ωπ, τι γυαλικό μοστράρει ρε το άτομο;
    - Μη μασάς, ντόλτσε καμπάνα είναι. Αφού δεν έχει μία!

Ο Μήτσος (από panos1962, 01/11/09)(από panos1962, 01/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση η οποία είναι ιδιαιτέρως εύχρηστη όταν κάποιος θέλει να δηλώσει το λιγοστό ή και ανύπαρκτο ύψος ενός άλλου, το οποίο παρομοιάζεται ποσοτικά ως 1 μέτρο και ένα μπουκάλι γνωστού σοκολατούχου ροφήματος.

- Μ' αρέσει που είπες στην Ελίνα να αλλάξει τη λάμπα που κάηκε. Αυτή είναι 1 και 1 milko!!!

Συνώνυμα: μισή μερίδα, μισοριξιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος δηλώνει με απλό και συνάμα πολύ εκφραστικό τρόπο: Κάνε διάλειμμα. Ο όρος προέρχεται από τις διαφημίσεις της σοκολάτας KitKat που παραπέμπουν στο να κάνει κάποιος διάλειμμα. Το σχετικό σλόγκαν είναι :Κάνε ένα διάλειμμα. Κάνε ένα κιτ κατ.

Αυτό ακούγεται σε κάθε διαφήμισή της. Χαρακτηριστικά θα αναφερθεί η διαφήμιση που αναφέρεται σε μια αγχωμένη υπάλληλο που βάλλεται από δουλειές και παραπέμπεται να κάνει τιγκανά για μπρέικ. Επίσης σε εκείνη που μιλάει για κάποιον που προσπαθώντας να παρκάρει, τρακάρει κατ’ εξακολούθηση, όπως και σε εκείνη που μιλάει για κάποιον τυπά που βλέπει περίλυπος να του ρίχνει τα χαρτιά μια ταρομάντισσα, βγάζοντας φύλλα που τον πάνε από το κακό στο χειρότερο. Ως απάντηση στον νόμο του Μέρφι για αυτούς τους Μητσοτακοχτυπημένους προτείνεται κατεπειγόντως διάλειμμα, ή μ’ άλλα λόγια προσωρινή διακοπή με παρέα το αργό και βασανιστικό φάγωμα μιας KitKat, μήπως π.χ κι ο ανάδρομος Ποσειδώνας σταματήσει να τους ταλαιπωρεί. Ίσως στο μεταξύ ο master of disaster βαρεθεί να περιμένει και πάει αλλού να πει τα κάλαντα.

Σημείωση: κατά την εκφορά του όρου είθισται κάποια παύση μεταξύ της εκφοράς της λέξης κιτ και της λέξης κατ, ώστε να δίνεται έμφαση στο μήνυμα του όρου (κάνε ένα διάλειμμα).

  1. Σεξ με τη Λίλιαν
    Πέρι: - Ρε Λίλιαν χαλάρωσε λίγο τελατίνι μ’ έκανες. Εντάξει η επανάληψη είναι μητέρα της μαθήσεως... αλλά εσύ απ΄τα πολλά σετάκια, της γάμησες τη μάνα. Κράτει πια. Με ξετίναξες.
    Λίλιαν: - Ε τι να σου πω; Κάνε ένα κιτ κατ
    Πέρι: - Και δύο... και τρία... μη σου πω.

  2. Τζιμάκο, αν είσαι τόσο καταπιεσμένος με το διάβασμα κανε ένα κιτ κατ βρε παιδί απόψε. Μην ξεχνάς, ένας μέτρια προς καλά διαβασμένος με διαύγεια μπορεί να πατήσει κάτω έναν άριστα διαβασμένο που έχει καταντήσει κουδούνι... σε μερικά μαθήματα θα σε βοηθήσει πολύ η έμπνευση... το momentum ρε παιδί μου...
    http://www.thelab.gr/showthread.php;t=46915&page=647

  3. Γιατί ο Πρόδρομος (ναι του BigBrother) όταν πάει σινεμά, στο διάλειμμα κοιτάει κάτω; Γιατί άκουσε την διαφήμιση: κάνε ένα διάλειμμα... κάνε ένα κιτ κατ (κοίτα-κάτω).
    http://students.ceid.upatras.gr/~akis/jotd14/0149.html

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O μάγκας. Συνηθίζεται απο έφηβους που ξεκινάνε το κάπνισμα σε μικρή ηλικία συγκρίνοντας τις μάρκες τσιγάρων που καπνίζει ο καθένας.

Mάκης: - Tα <μάρκα> γαμάνε, έχουν τον καλύτερο καπνό!
Μπάμπης: - Winston αναρχία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμερικανική έκφραση, ιδιαίτερα δημοφιλής στους κύκλους των φοιτητών, οι οποίοι φημίζονται για τα ιδιαίτερα «άγρια» πάρτυ τους στα διάφορα κολλέγεια και αδελφότητες.

Η φράση περιγράφει εν συντομία την επίδραση της γενναίας κατανάλωσης μπύρας (αν μπορεί να χαρακτηρισθεί μπύρα ο Αμερικάνικος νερουλιασμένος ζύθος), στην υφή του προϊόντος κενώσεων της επόμενης ημέρας.
Κοινώς, η μορφή των σκατών του υπερ-καταναλωτή μπύρας η οποία μοιάζει με λάσπη. Το πρώτο συνθετικό αναφέρεται στην μπύρα Budweiser (ουδεμία σχέση με το ομώνυμο και σαφώς ανώτερο Τσέχικο προϊόν), η οποία είναι γνωστή ως Bud.

Προφανώς, το πρακτικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο με οποιονδήποτε ζύθο, πλην όμως η έκφρασις θα έχανε το ομοικατάληκτον και την κωμική της ιδιότητα εάν φερ' ειπείν κυκλοφορούσε ως «Heineken Mud».

Χωρίς να θέλει να προδικάσει, ο καταχωριστής είναι σχεδόν βέβαιος ότι οι άρρενες που διαβάζουν το παρόν, χαμογελούν ενθυμούμενοι ηρωϊκές ημέρες Bud Mud στη ζωή τους...

- Τι έγινε ρε Μήτσο; Κομμένο σε βλέπω...
- Άσ 'τα, χθες είχε beach party και κατέβασα καμιά 20αρια λίτρα μπύρα.
- Τι λες ρε συ! και δε σε τρέχανε στα επείγοντα;
- Όχι, αλλά σήμερα όλη μέρα είχα ενσωματωθεί στη λεκάνη... Το απόλυτο Bud Mud σου λέω...

(από Desperado, 20/07/08)(από Desperado, 20/07/08)

Βλ. και μπεκροχέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τραγουδιστό σλόγκαν διαφήμισης των '80ς, που έκτοτε σλανγκίστηκε για να δηλώσει τον εντατικό πεοθηλασμό. Πρβλ. τα αγγλικά s/he sucks dick like a hoover, s/he sucks dick like Edgar Hoover.

- Τον έχεις δει τον Λούλη τώρα τελευταία;
- Τι;
- Την δίνει την σκουπευκαιρία στην σκούπα Philips, μου φαίνεται...

Edgar Hoover. (από Dirty Talking, 01/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λένε ορισμένοι αστειάτορες το τιμής ένεκεν, κάνοντας λολοπαίγνιο με την μπίρα Heineken.

Πάσα: Jonas.

- Μα καλά, γιατί το λες το παιδί θείο;
- Ετς, τιμής Heineken, μου βγάζει ένα κύρος...

(από Khan, 10/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified