Further tags

O νωθρός και βαρύθυμος μετά από πολλές ώρες ύπνου, ο διακατεχόμενος από σπαρίλα. Αραβική λέξη που στη συνέχεια πέρασε στην τουρκική γλώσσα (mahmur = νυσταγμένος).

- Πρέπει να είναι μεγάλη περίπτωση ο γιος του διαχειριστή.
- Πως κι έτσι;
- Πήγα σήμερα κατά τις 18.00 και μου άνοιξε την πόρτα. Ξαφνικά βλέπω έναν έναν μαχμουρλή που χασμουριόταν και φορούσε μόνο το βρακί του. Στη κυριολεξία κοιμόταν όρθιος.

(από krepsinis, 24/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το διδακτορικό περιπαιχτικά, όπως προκύπτει από λογοπαίγνιο των αρχικών του τίτλου. Παραπέμπει σε άμεση σύνδεσή του με τον πούτσο, ανάγκη που προκύπτει από και για διάφορους λόγους, όπως: η διακωμώδηση και απομυθοποίησή του, η οικειότητα με το αντικείμενο, η επί μακρόν δυσκολία και τα απαιτούμενα αλλά δυσεύρετα συνήθως μέσα για την απόκτησή του.

Η λέξη προέρχεται από τη συντομογραφία του τίτλου Doctor of Philosophy, Ph.D. δηλαδή, που κανονικά προφέρεται πι-έιτς-ντι. Είναι δημοφιλής σε κύκλους ελλήνων φοιτητών στο Αμέρικα και ιδίως σε αυτούς των υποψηφίων πουτσουντούχων.

Επίσης σημειώνεται πως άλλο πουτσουντί και άλλο P.h.D..

- Πόσο θέλει ακόμη ο Μήτσος να τελειώσει;
- 3-4 χρόνια στο νερό, τώρα τέλειωσε το μάστερ και συνεχίζει ακάθεκτος βλέπεις για διδακτορικό...
- Α καλά, 2 χρόνια μάστερ, 4 χρόνια πουτσουντί, φέξε μου και γλίστρησα... Άμα γυρίσει ποτέ Ελλάντα, εμένα να μου τρυπήσεις τη μύτη!

Το κλιπ με τα χαμένα έξι χρόνια (από poniroskylo, 09/10/08)

Δες και δικτατορικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φουλάρισμα (εξ ου και το σχετικό ρήμα) είναι ένα εξαιρετικά επικίνδυνο και εξτρήμ σπορ, το οποίο δεν είναι γι' αυτούς που πάσχουν από αδύναμη καρδιά ή δεν αντέχουν τις μεγάλες και απότομες συγκινήσεις.

Αναφέρεται στο γέμισμα του ρεζερβουάρ βενζίνης του αυτοκινήτου, πράγμα το οποίο είναι μεν πολύ σπάνιο στις μέρες μας, αλλά συμβαίνει ενίοτε. Βέβαια με τις τιμές του πετρελαίου εκεί που βρίσκονται και τους βενζινοπώλες να τις παρακολουθούν μόνο στην άνοδο, ένα φουλάρισμα ιδίως μεγάλου αυτοκινήτου είναι κοντά μια κατοσταρού ενώ το πενηντάρικο (λέγε με 17 χήνες σε κανονικά λεφτά) είναι εκ των ων ουκ άνευ...

Το ρήμα και το επίθετο «φουλαριστός» χρησιμοποιούνται επίσης όταν αναφερόμαστε σε μεγάλη ταχύτητα (βλ. σχετικό παράδειγμα).

Τέλος, δεν θα πρέπει να συγχέεται με το ρήμα φουλιάζω, κυρίως διότι με το φουλάρισμα σίγουρα χάνεις λεφτά ενώ με το φούλιασμα μπορεί και να βγάλεις.

1
- Είμαστε έτοιμοι. Το αμάξι φορτωμένο, τα παιδιά μέσα. Πάμε να φουλάρουμε βενζίνη και φύγαμε.
- Σιγά μην πάμε και για μπάντζι τζάμπινγκ. Θα βάλουμε 20 ευρώπουλα και όσο μας πάνε. Εκτός άμα σ' έβγαλε γκόμενα ο βενζινάς, που πλάκα πλάκα δεν το κοιτάς λίγο, μπα και γλυτώσουμε κανα φράγκο;
- Α να χαθείς... κρύε.

2
- Ακρίβεια βρε Θρασύβουλε... Όλα ανεβαίνουν. Εκείνη η βενζίνη πια, ούτε χρυσή να ήταν...
- Εγώ πάλι δεν το καταλαβαίνω Αγησίλαε. Και τότε ένα χιλιάρικο έβαζα, και τώρα τρία ευρώ βάζω. Πού τη βλέπεις την ακρίβεια;
- Α, καλά. Πάλι άλλαξες τα χάπια;

3
...και ξεκινάω φουλαριστός για Θεσσαλονίκη και λέω «σε 3 ωρίτσες και κάτι ψιλά θα 'μαστε πάνω». Εσύ 'σαι που το λες; Μετά το Σείριο, εκεί στην ευθεία, μπάτσος, δεξιά, άδεια - δίπλωμα και πάπαλααα...

(από nick, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι σχιζοφρένειες στις πανκ συναυλίες.

Ό,τι να ναι έκφραση (από το πάτα κιούτα + dancing) της παλαιάς σχολής των Κοζανιτών πανκς της Θεσσαλονίκης.

Αν ο χορευτής δε διαθέτει λοφίο, το μιμείται με το ένα χέρι, και με το άλλο δουλεύει τον αγκώνα.

- Ρε Σάκη, να παίζουν οι Πανικός εν έτει 2008 και από κάτω πατά κιούτα ντάνσινγκ...γούστα...
- Συγκίνηση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την αγγλική λέξη random. Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις που συμβαίνει ό,τι νά 'ναι ή, εναλλακτικά, όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι κατέχει μια γνώση αλλά κατά βάθος πετάει μαλακίες...

- Φίλε να ξέρεις ότι το βόρειο σέλας οφείλεται στον ηλιακό άνεμο!
- ...Ράντομ σάιενς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος συναντάται και ως σουρτούκα και είναι προελεύσεως τουρκικής (sürtük είναι η γυναίκα ελευθέρων ηθών, αυτή που τριγυρνά εδώ κι εκεί). Και στα Ελληνικά, χαρακτηρίζει τη γυναίκα που δεν είναι νοικοκυρά, δεν φροντίζει το σπίτι και την οικογένειά της και δεν αναλαμβάνει ευθύνες. Με άλλα λόγια αυτή που κυνηγά τις ερωτικές περιπέτειες και τα γαμήσια.

Έχω βαρεθεί να τρώω παλιογύρια, μού έχει λείψει το σπιτικό φαγητό. Αλλά με τη σουρτούκω που παντρεύτηκα, που να γευθώ σπιτικό φαγητό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Που σημαίνει πάω κάτω... (από το downstairs εννοείται)

- Πού πας τώρα;
- Νταουνστερίζω στην αποθήκη να πάρω ένα βιβλίο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προέρχεται από τα Τούρκικα «Fatma Yeni Camide kendini rezil etti» και σημαίνει «Η Φατμέ ρεζιλεύτηκε στο Γενί Τζαμί».

Στην Τουρκία χρησιμοποιείται για όταν κάποιος γίνεται ρόμπα, αλλά εδώ είναι συνώνυμο του «χέστηκε η φοράδα (μας) στ' αλώνι» και του «τ' αρχίδια μου κουνιούνται», δηλαδή όταν γίνεται κάτι αδιάφορο.

Ενίοτε λέγεται και «Χέστηκε η Φατμέ στο Γιεντί Κουλέ», ώστε να υπάρχει ομοιοκαταληξία.

- Χώρισα...
- Χέστηκε η Φατμέ στο Γεντί Κουλέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για προπολεμική αργκό που περιγράφει μικρό μουσάκι μεταξύ κάτω χείλους και σαγονιού. Στην βιβλιογραφία συναντάται και ως μπαμ τιρλελέ ή ταμ τιριρί.

Η ετυμολογία του λήμματος παραμένει εισέτι άγνωστη, αλλά πιθανολογείται η έρζατς γαλλοφανής αυτή ονοματοποιία να παραπέμπει στην κίβδηλη και δήθεν μαγκιά του τυπικού φορέα μπαμ τερλελέ.

Σε πιο σύγχρονη εκδοχή, η λέξη περιγράφει το υπόλειμμα χιτλερικού μουστακιού που πολλές γυναίκες αφήνουν πλέον πάνω από το αιδοίο τους.

  1. «ταμ τιριρί ρε παιδιά δεν είναι το μουσάκι χωρίς μουστάκι;
    ή είναι μπαμ τερλελέ εκείνο; θα με μουρλάνετε εδώ μέσα» (από forum)

  2. «Μπάμ Τερλελέ σημαίνει το μικρό μουσάκι στο κάτω χείλι, στην αργκό του μεσοπολέμου. Αυτή η αναφορά σε μια εποχή όπου, στα μουσικά πράγματα, άκμαζαν οι μικρασιάτικες πολυπολιτισμικές παραδόσεις, δίνει το στίγμα των μουσικών που φιλοξενούμε.» (από ιστοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ικανότητα θήλεος να θέλγει τα αρσενικά σε βαθμό που να θέλουν να το... πιτσιλίσουν.

Σύνθετη λέξη εκ του πιτσιλάω και του αγγλικού ability.

Η κλίμακα κυμαίνεται από το -8 (π.χ. η κ. Λουκά) έως το +13 (σε Αντζελίνα Τζολί ένα πράμα).

- Πώς σου φαίνεται το παιδί στην γωνία;
- Ενα οκτώ στην πιτσιλισαμπίλιτυ θα το δώσω!

Δες και πιτσιλάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified