Selected tags

Further tags

Εκ του Hangover -> Hanover. Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την κατάσταση κάποιου μετά από γερό μεθύσι καθώς και την προσπάθεια να την ξεπεράσει.

  1. - Έλα, ρε φιλε. Που είσαι; - Ανόβερο.

  2. - Έλα, ρε φιλε. Τι κάνεις;
    - Περιμένω την πτήση για Αθήνα από Ανόβερο.

(από GATZMAN, 09/09/10)(από Vrastaman, 09/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποτήρι ποτού (κυρίως καραουισκακίου) του οποίου ο μπαμπέσικα σχεδιασμένος πάτος προκαλεί οπτική απάτη ως προς την χωρητικότητα.

Η μικρολαμογιά αυτή συναντάται κατά κόρον σε τελειωμενάδικα, μπομπάδικα, ιδρύματα περιοπής αλλά και περιωπής.

Κέρασμα του Perkins.

- Παιδάκια μου, κλέφτης κυριως λέγεται ο πάτος του ποτηριου στα μπαρ όταν είναι χοντρός καθώς κάνει τη σταθμη του ποτου να ανεβαίνει ενω στην ουσια το περισσότερο που υπάρχει εκει μέσα είναι γυαλί. Επίσης κάποιοι κλεφτες έχουν και φυσαλίδα και καλάουα για ομορφια και στυλ, μη χέσογλου.
(Perkins, εδώ)

- Old Fashioned ποτήρι. Περιεκτικότητας περίπου 60 ml, αντικατέστησε το μικρότερο «κλεφτη» των 80's στα χέρια των ουισκοπατέρων του Rock N Roll της Vengera και του Bar Guru Bar. Πλέον το βαρεθήκαμε, αλλά και που θα πίνουμε τις ουισκάρες μας;
(εδώ)

Παλαιάς κοπής κλέφτης (από Vrastaman, 14/09/10)Νέας κοπής κλέφτης (από Vrastaman, 14/09/10)Παλαιοτάτης κοπής κλέφτς (από gaidouragathos, 14/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα μέτρησης πρέζας με χωρητικότητα ενός καπακιού στυλό Bic.

Καπάκια ενίοτε και επίχρυσα χρησιμοποιούν επίσης οι κοκάκηδες για να χορηγούν τις ρουθουνιές τους.

- Για την ηρωίνη μονάδα μέτρησης είναι το καπάκι από το στιλό Bic, περίπου 3/4 του γραμμαρίου, και πωλείται 120 ευρώ η δόση. (εδώ)

- Εμπόριο (στην φυλακή) γίνεται με τα ψυχοφάρμακα. Αν και τους τα δίνουν «σπασμένα», τα μεταφέρουν στο στόμα τους και τα μεταγγίζουν στο στόμα κάποιου άλλου με ένα φιλί. Ενα Ipnostedon π.χ. έχει την ίδια αξία όσο το 1/15 από το «καπάκι», δηλαδή 10 ευρώ.
(εκεί)

Ξυρίζει ανάβει, γράφει και όχι μόνον! (από Vrastaman, 18/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μεθυσμένου, πίτα, στουπί!

Λέγεται και για τα δύο φύλα, χωρίς να υποβαθμίζει τον άντρα!

Προέρχεται από τη φράση «έγινε της Πόπης»... στη συγκεκριμένη περίπτωση «ήπιε της Πόπης».

  1. Πω , πω φίλε πάλι σαν κυρία Πόπη σηκώθηκα το πρωί. Πόσο ήπιαμε χθες;

  2. - Πόσο ήπιες χθες; -5 ποτά και 6 σφηνάκια. - Καλή κυρία Πόπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε αυτόν που το βράδυ καταναλώνει τεράστια ποσότητα αλκοόλ και το επόμενο πρωί ξυπνάει χάλια.

- Βγήκες τελικά χθες;
- Βγήκα τελικά ο μαλάκας και έγινα πίτα! Σου μιλάω ξύπνησα κεφάλι-βεράντα.

(από maro.manitaro, 11/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι κομμάτια από καταχρήσεις, αλκοόλ, ναρκωτικά, σεξ, εθισμούς, από τα σκατά της ζωής, ο αποδιοργανωμένος, ο καμένος.

«Ρε Σοφία, γιατί πολλές γυναίκες τις τραβάει ο παρακμιακός ο άντρας ο κομμάτιας

Πρώτα πρώτα κάνουμε τον ορισμό του παρακμιακού του άντρα του κομμάτια. Είναι ο άντρας ο μαλλιάς (αν και είναι λίγο εκτός μόδας το μαλλί – μπορεί και να το κοψε τώρα- ποτέ όμως δεν έχει αφάνα ή μαλλί μπλε – αυτή είναι άλλη κατηγορία), ο χασικλής, ο νταής, ο ιππότης. Λύκειο πήγε ΣΚΥΠ, Σιβιτανίδειο, Πολυκλαδικό Πειραιά κλπ (μπορεί και στο 1ο Λύκειο Μοσχάτου αλλά χλωμό το κόβω). Φόραγε και βέρμαχτ – τον θυμάστε γιατί είχε μια μυρωδιά μαύρου γύρω τριγύρω. Αν ακόμα δε το πιάσατε πάρτε σκηνικό κινηματογραφικό: Μαλλί μαύρο μακρύ να κρύβει το μισό πρόσωπο – σόλο στην ηλεκτρική κιθάρα – ένα δάκρυ κυλά καθώς ο ήλιος δύει και η Harley ξεκουράζεται στο back ground.

(σ.ς.: Αν θέλετε να μάθετε και γιατί τραβάει τις γυναίκες, δείτε εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. τα κοψίδια
  2. τα ξίδια
  3. τα μπουζούκια
  4. άλλο τι είδος παρεκτροπής με σοβαρές μακροχρόνιες και σωρευτικές επιπτώσεις.
  1. - Χρηστάκη, θα πάμε για κανά μεζεκλίκi στου Μπαρούτα;
    - Μανωλάκη μου, η κυρα-Θοδώρα επέβαλε μνημόνιο, κομμένα τα βαρέα και ανθυγιεινά.

  2. Στην αρχή παραγγείλαμε κάτι τζιν-τόνικ, κάτι μοχίτο και τέτοιες χαριτωμενιές, αλλά γρήγορα περάσαμε στα βαρέα και ανθυγιεινά.

  3. - Φιλαράκι, εγώ θα την πέσω τώρα να σηκωθώ κατά τις 2, φρεσκαδούρα, να πάω κατευθείαν για μεροκάματο στα βαρέα και ανθυγιεινά.
    - Οκέικ, εγώ θα πάω ντιρετίσσιμα στον Ερωδιό για σούπα στις έξι. Πιο φρεσκαδούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Κοκτέιλ που περιλαμβάνει πέντε «άσπρα» (διαφανή) ποτά, τα εξής τέσσερα: βότκα, ρούμι, τεκίλα και τζιν. Το πέμπτο είναι μπαλαντέρ, αναλόγως την παραλλαγή, και όχι πάντα άσπρο. Παίζει με μαρτίνι, με κουαντρώ, με κουρασάο (ή κουρακάο, για τους λαϊκούς τύπους), με ζαμπούκα και όχι μόνο.

Σερβίρεται σε ψηλό ποτήρι με πάγο, το μη αλκοολούχο συμπλήρωμα είναι συνήθως λάιμ ή λεμοναδίτσα, και μπαίνει και μια σταλιά κοακόλα για το χρώμα. Δυνατό, όχι και καταστροφή όμως. Επισήμως λέγεται Long Island Iced Tea, τουλάχιστον το ορίτζιναλ.

2. Υπερκαμένο «κοκτέιλ» που αποτελείται από πέντε άσπρα και τίποτα άλλο. Μόνο αλκοόλ, χωρίς χυμούς και αναψυκτικά και χαζά. Το μπαλαντέρ εδώ είναι όντως άσπρο, συχνότερα μαρτίνι ή ζαμπούκα, αλλά ενίοτε και εγχώριο απόσταγμα (ούζο, ρακή, τσίπουρο, ό,τι έχει ο καθένας). Κυκλοφορεί και σε τούρμπο: έξι άσπρα, εφτά άσπρα, και ούτω καθεξής.

Απευθύνεται κυρίως σε πιτσιρικάδες που μόλις άρχισαν να πίνουν, και πειραματίζονται με ενθουσιασμό μέχρι να πάθουν και να μάθουν. Ελαφρώς πασέ, πάντως (ευτυχώς).

1α. - Μόλις έχω γυρίσει από τις Κάννες, από το μέρος που ο μικροαστισμός συναντάει την ψευτογκλαμουριά πάνω από ένα κοκτέιλ Paradise (μικροί το λέγαμε και «πέντε άσπρα με blue Curaçao»). [κείμενο από Lifo]

1β. Long Island Iced Tea (5 άσπρα)

Υλικά: 1/2 μεζούρα Ασπρο ρούμι
1/2 μεζούρα Βότκα
1/2 μεζούρα Gin
1/2 μεζούρα Τεκίλα
1/2 μεζούρα Cointreau
1/2 μεζούρα Πορτοκαλάδα
splash Coca Cola
πάγος
ψηλό ποτήρι για long drinks
φέτα από πορτοκάλι για διακόσμηση

Εκτέλεση: Σε ένα σέικερ βάζουμε λίγα παγάκια με το Ρούμι, τη Βότκα, το Gin, την Τεκίλα και το Cointreau. Τα χτυπάμε καλά και αδειάζουμε το περιεχόμενο σε ένα ψηλό ποτήρι με παγάκια. Προσθέτουμε την πορτοκαλάδα και τέλος, μια σταλιά Coca Cola, ίσα ίσα για να θολώσει την πορτοκαλάδα και να δώσει το χρώμα του Iced Tea. Καλαμάκι και μια φέτα πορτοκάλι και έτοιμο το αυθεντικό Long Island Iced Tea. [μία συνταγή απ' τις πολλές]

2α. - Φίλε, μιλάμε, χτες πήγαμε στο Γιατομπουτσομπάρ, που ο μπάρμαν είναι κολλητός κιέτσ', και του είπαμε να μας βάλει το πιο δυνατό ποτό που ξέρει! Και μας έβαλε πέντε άσπρα, φίλε! Βότκα, ρούμι, τεκίλα και κάτι τέτοια! Ήπιαμε πέντε ο καθένας και τα 'δαμε όλα, φίλε!
- Πφφφ, αυτό δεν είναι τίποτα! Εμείς προχτές πήγαμε στο Κουκουρούκου, που ξέρουμε τον τύπο που το έχει, και μίλησε του μπάρμαν να μας περιποιηθεί κιέτσ', και μας έβαλε ΕΞΙ άσπρα! Ήπιαμε δέκα ο καθένας μονορούφι και ξερνάγαμε όλη νύχτα, γαμώ τις φάσεις μιλάμε!
- Πφφφφφφ, σας έχω όλους! Εμείς πήγαμε στο Ντιριντάχτα, που ξέρουμε τον πορτιέρη ναούμ', και είπε στου μπάρμαν να μας βάλει ΕΦΤΑ άσπρα! Δε θυμάμαι τίποτα!

2β. - Να δω τον Σημίτη τύφλα απο μοχίτος κι ας πεθάνωωωωωωω.
- Μοχίτο; Ενα σέικερ πέντε άσπρα σου βρίσκεται; [σχόλια από μπλογκ]

2γ. - [Θυμάμαι τα] πέντε άσπρα. Και μάλιστα υπάρχει ο μύθος οτι άμα αντικαταστήσεις την σαμπούκα με Μαρτίνι, γίνεται και καλά μπόμπα. Και σαν πιτσιρικάς έλεγα «ενα 5 άσπρα με μαρτίνι»... Φυσικά το 5 άσπρα βγαίνει κάτασπρο, είναι ένας εύκολος και φτηνός τρόπος να λιώσεις (το μοναδικό πεντακάθαρο κοκτέιλ). Αν βάλεις κάτι παραπάνω (π.χ. τσίπουρο... ), τότε έχεις κλεισει πρώτο τραπέζι στο νοσοκομείο.
- Θυμάμαι μπάρμαν που λάνσαρε τα «7 λευκά». Με πρόσθετο ούζο και Martini Dry. Αλλά δεν πινόταν. [από φόρουμ]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά λέξη μετάφραση του αγγλικού «what's your poison» που στην ουσία ρωτά «με τι φτιάχνεσαι;», «με τι την βρίσκεις;», «ποιο το κόλλημά σου;».

Αν κι αναφέρεται κυρίως σε ξίδια, ουσίες και βίτσια, έχει φτάσει να κυκλοφορεί από και καλά αλάνια μπάρμεν, ίσως, γιατρούς και νταβατζήδες με πολλά κονέ, μέχρι το πληκτρολόγιο κάθε βιαστικής ντεμέκ άνετης και περπατημένης νετο-γιαλόμας, όταν βολιδοσκοπεί τα όποια γούστα του εκάστοτε συζητητή.

To γνωστό αναντάμ παπαντάμ απ' τον Titus Lucretius Carus: Ut quod ali cibus est aliis fuat acre venenum πως «ό,τι αποτελεί τροφή για κάποιον, αποτελεί πικρό δηλητήριο για κάποιον άλλον», μοιάζει να ανάγεται από μια υπερανεκτική κοινωνία, σχεδόν χαριτωμένα και τελείως απενοχοποιητικά, σε αήθη κατανάλωση (ο πελάτης έχει πάντα δίκιο) οποιουδήποτε προϊόντος ή υπηρεσίας (όλα εμπορεύματα προς πώληση, για να κινηθεί με το νταλαβέρι η Αγορά).

Υπονοείται προφανέστατα, πως καθένας έχει τουλάχιστον από ένα, που στην τελική τον χαρακτηρίζει μονοδιάστατα, τουλάχιστον σ' όποιον ρωτά.

1.
-Η μόνη απορία πλέον είναι ποιο είναι το δηλητήριο σου πρωί - πρωί. Ουίσκι; Βότκα; Ρούμι; Τσίπουρο; Ποιο; -Όλα ρε, σε σφηνάκι.

2.
Λοιπόν, ποιο είναι το δηλητήριό σου απόψε; Τι είναι αυτό που σε βοηθά να κρύψεις αυτό που τα μάτια σου προσπαθούν να προδώσουν; Τι είναι αυτό που σου δίνει ενέργεια να χορεύεις όλο το βράδυ, αυτό που σε κάνει να δείχνεις όμορφη, ευχάριστη κι ενδιαφέρουσα; Τι έχει κάνει όλα τα μάτια να καρφωθούν πάνω σου; Είναι μήπως αυτό που βρίσκεται μέσα στο ποτήρι σου, που έχει γεμίσει κι αδειάσει ήδη τρεις φορές; Είναι η μουσική που έχει πλέον γίνει ένα με τους παλμούς της καρδιά σου, τα φώτα που έχουν κάνει τα πάντα γύρω σου να εξαφανιστούν κι αισθάνεσαι σα να έχεις μεταφερθεί ολομόναχη σ' έναν πύρινο πλανήτη;

(όλα απ' το δίχτυ)

Δες και δηλητήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντάσσεται με τη λέξη μπουκάλι, ή με το είδος ή την επωνυμία του ξιδιού που θα αγοραστεί. Το ξίδι ή το μπουκάλι μπαίνει συνήθως χωρίς άρθρο, αν πρόκειται για ένα, ή το πολύ με λέξεις τύπου «κάνα», βλ. παραδείγματα.

Λέγεται στο έτσι, συνήθως χωρίς χωρικό προσδιορισμό και χωρίς υπονοούμενα, εννοώντας αγορά φιάλης με ξίδι προς ομαδική κατανάλωση. Συνήθως σε μπαρ, κλάμπ, μπητσόμπαρο ή μπαρόκλαμπο, ενδεχομένως δε και σε μπητσόκλαμπο, αλλά όχι περιοριστικά.

Λογικά, η φράση είναι σύντμηση του «βάζω ρεφενέ για μπουκάλι», αλλά ίσως να μην είναι κ πολύ τραβηγμένο να το ετυμολογήσει κανείς απ' το ότι όταν παίρνεις μπουκάλι σε μαγαζί το βάζουν σε τραπέζι με τα σχετικά να το διακοσμούν. Κλίνω υπέρ της πρώτης πάντως.

  1. - Πώς θα την παίξουμε απόψενες;
    - Εμένα θα μ' έψηνε να βάλουμε κάνα μπουκαλάκι μπακάρντι.
    - Ού ρε φλώρε. Ρε Γιάννη, πιάσε ένα μπουκάλι άμπσολουτ με τα παρελκόμενα.

  2. - Ρε θείο, έχουμε ξεμείνει από ξίδια στο γραφείο και μάθς χωρίς αλκοόλ δεν γκένεν.
    - Να βάλουμε κονιακάκι;
    - Μέσα.

  3. - Τι είπε χτες;
    - Χαλαρά μωρέ. Βάλαμε ένα μπουκαλάκι στο Captain's corner, αλλά το λήξαμε νωρίς τελικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified