Η μερίδα ουίσκι σε καφενείο της υπαίθρου. συνήθως Ballantines, VAT 69, Canadian Club, ή στην καλύτερη περίπτωση J.Walker Red Label.
Αμύητοι (όπως ο υπογράφων) το μπερδεύουν με το τσίπουρο.
- Βάιε, πίασε ένα αγροτικό!
- Ιφτασεεεεεέ!
Η μερίδα ουίσκι σε καφενείο της υπαίθρου. συνήθως Ballantines, VAT 69, Canadian Club, ή στην καλύτερη περίπτωση J.Walker Red Label.
Αμύητοι (όπως ο υπογράφων) το μπερδεύουν με το τσίπουρο.
- Βάιε, πίασε ένα αγροτικό!
- Ιφτασεεεεεέ!
Got a better definition? Add it!
Είδος ζεστού τονωτικού ροφήματος με προέλευση το χωριό Αγιάσος της Λέσβου του οποίου η συνταγή περιλαμβάνει διάφορα μπαχαρικά (όπως κανέλλα κλπ), αλλά παραμένει κρυφή.
- Στρατέλ'... πιάσε από ένα καϊνάρι στα παιδιά...
Got a better definition? Add it!
Είναι ο μεθυσμένος, ο τελών σε αλκοολική τοξίκωση, ο ντίρλα, ο γκολ, ο κουρούμπελο. Μην πει κανείς ότι δεν υπάρχει - υπάρχει και παραϋπάρχει σε Δυτ. Μακεδονία μεριά (Φλώρινα και Καστοριά σίγουρα, το έχω ακούσει από ξεχωριστά άτομα άσχετα μεταξύ τους).
Παίζει να είναι και σλαβομακεντόντσι προέλευσης, άλλωστε Γ(κ)ρούιος Νικόλαος λεγόταν και ο παππούς του σημερινού γυφτοσκοπιανού πρωθυπουργού, από την Αχλαδιά Φλωρίνης, πεσών τον Οκτώβριο του 1940 στο Αλβανικό μέτωπο ως στρατιώτης του Έψιλον Σου.
Πού έπινες πάλι και γυρνάς ντιπ γκρούγιος;
Ίσιωμα! Πρόσεχε που πατάς, γκρούγιο!
Got a better definition? Add it!
Ένα μεγάλο ποτήρι κρασί.
Ο Κουρκουμπάτσος ήτανε και παρατσούκλι ανθρώπου που έπινε πολλά ποτήρια κρασί.
Παιδιά, έρχεται ο Γιάννης, κοίτα πώς είναι, τάπα τσι μεθιάς (δαυλί, κουρούμπελο), πρέπει να 'χει κατεβάσει πολλές κουρκουμπάτσες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γιαννιώτικος ιδιωματισμός, αποτελεί εφαλτήριο για BMX.
Ώρε χρηστάρα, φέρε μπύρα, πάτα Γάρα, να γίνει πά'ι της καραπουτανάρας.
Got a better definition? Add it!
Ντίρλα, στουπί στο μεθύσι, λιώμα, λιάρδα, ίσα με το χώμα. Διαλεκτική χρήση, μόνο στην Κρήτη θα ακούσετε αυτή τη λέξη. Ακόμη ένα δημοφιλές κρητικής προέλευσης αργκοσύνθετο με το πρόθημα «ολο-» είναι και το ολοψόφιστος.
Βλέπε και σχετικό λήμμα για ολομέθυστος στο τρανσλάτουμ.
Ρε σεις τούτος δω είναι ολομέθυστος, πάρτε του το κουμπούρι πριν αρχίσει τσι μπαλοθιές και φάει κανένα κοπέλι.
Got a better definition? Add it!
Αυτή η σύντομη καταχώριση επέχει θέση ταπεινής προσθήκης και φόρου τιμής σε αυτό εδώ το ιπτάμενο, οινο-πνευματώδες λήμμα, του οποίου δεν είναι άξια ούτε τα ποδάρ.... εεε τα ποτήρια να πλύνει.
Γνωρίζω παλαιόθεν αυτή την συνώνυμη της ντίρλας και του κουρούμπελου έκφραση, ενίοτε τη χρησιμοποιώ κιόλας, αλλά αγνοούσα ότι πρόκειται περί ιδιωματισμού της Δυτικής Ελλάδας, από Πελοπόννησο και Ήπειρο μέχρι Κέρκυρα, σύμφωνα με τα διαδικτυακά ευρήματα.
Στον ήδη υπάρχοντα ορισμό κάτι είχε σχολιάσει ο Τζήζαντας, προφ το μεθύσι εννοούσες Χριστούλη μου. Εκμεταλλεύομαι την χικ! πραότητα και την καλοσύνη Σου για να το χικ! καταγράψω ως ξεχωριστό λήμμα.
Δαυλί: Καιόμενο ξύλο - μεθυσμένος πάρα πολύ («αυτός έγινε δαυλί«) Μπιρ ντουβάρ μπενίμ
Μετά από ένα με ενανίμισυ χρόνο, ο μασκαράς ο Μπάλιος, μεθυσμένος γκρεμοτσακίστηκε από τ' άλογο και σκοτώθηκε. Λέγανε τάχατις ότι πρόγκηξε τ' άλογο και αυτός ήτανε δαυλί στο μεθύσι, το πέταξε τ' άλογο και πιάστηκε το ένα του πόδι στη σκάλα της σέλλας του [...] μπιρ ντουβάρ
Δαυλί: Αναμένο κομμάτι ξύλου, μεταφορικά ο μεθυσμένος. σενίν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η κανονική του σημασία στη Λευκαδίτικη διάλεκτο είναι το φάρμακο. Ωστόσο, ευρέως στη Λευκάδα χρησιμοποιείται από τους μεγαλύτερους, σε χιουμοριστικό τόνο, για να αναφερθεί κάποιος σε ποτό.
Τι θα γίνει, θα μου βάλεις ένα διαλούπι έδε 'κει, να το ρουφήξω σαν άνθρωπος;
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Γορτυνίας σημαίνει γεμίζω από καπνό, μπούχλα. Συνήθως απρόσωπο στο γ΄ ενικό: μπουχλώνει.
Μπούχλωσε εδώ μέσα απ’ τα τσιγάρα. Ανοίχτε κάνα παράθυρο! (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!