Further tags

Το χασίς καθώς και η ανάλογη φυτεία. Συνθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στην Κρήτη για τις χασισοκαλλιέργειες. Η λέξη παίζει και με το πράσινο μίας έτσι κι αλλιώς κατάφυτης περιοχής.

- Ωραίο χωριό το (Χ)...
- Ναι, έχει πολύ πράσινο...

Τhe Kinks - The Village Green Preservation Society (από allivegp, 06/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που παρίσταται σε μπαφοκατάνυξη χωρίς να συμμετέχει άμεσα (χωρίς δηλαδή να φουμάρει), αλλά που φτιάχνεται (ή ισχυρίζεται πως φτιάχνεται) από τα ντουμάνια των άλλων. Εννοείται πως για να είναι στοιχειωδώς ακουστικά τα εν λόγω ντουμάνια, η φάση πρέπει να λαμβάνει χώρα σε κλειστό/εσωτερικό χώρο και ουχί δημοσία.

Ο ντουμανάκιας είναι μυστήρια περίπτωση ανθρώπου, έλκεται και ταυτόχρονα απωθείται από την παρακμή (την οποία εκπροσωπεί η μπαφοσύναξη). Κατά βάθος δε γουστάρει τα ντραγκς (ίσως γιατί του είχε πει η μαμά του να προσέχει) απ' την άλλη κωλοτρίβεται, επιθυμώντας να λογαριάζεται μέρος της ομάδας.

Διατρέχει κίνδυνο να τον ψιλοκράξουν ως φλωράντζα, το προτιμά όμως από το να την πουλέψει τελείως εκ του σκηνικού. Ντουμανάκιας είναι δύσκολο να παραμείνει κανείς για πολύ: ή που θα αρχίσει να φουμάρει κανονικά υπερνικώντας τις αναστολές του ή που θα ψάξει για άλλη παρέα. Αυτά.

- Που να στα λέω, λιώσαμε χτες, θα ήπιαμε και δώδεκα τσιγάρα μη σου πω...
- Ποιοι ήσασταν;
- Εγώ, ο Αλεξάκης, η Μαρία κι ο κατσαρίδας...
- Αυτός δεν έφερε κι έναν ξάδερφό του;
- Ναι ρε, αυτός είναι ντουμανάκιας, δεν πιάνεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντασσόμενο με αντικείμενο που δεν πίνεται αλλά καπνίζεται, μπορεί να έχει τις εξής χρήσεις:

  • Kαπνίζω. Λέγεται για ναρκωτικές ουσίες (χασίσι, κρακ) και επίσης για τον ναργιλέ, είτε περιέχει χασίσι είτε σκέτο καπνό.
  • Το πίνει (ενν. το τσιγαριλίκι) ο αέρας. Λέγεται όταν οι άνεμοι πνέουν ισχυροί έως τοπικά θυελλώδεις, και ο μπάφος καίγεται γρήγορα και στο βρόντο. Σύνηθες φαινόμενο σε κατάστρωμα πλοίου.
  • Παλιότερα το λέγανε για την καθ' οιονδήποτε τρόπο λήψη ναρκωτικών (μυτιά, ένεση κλπ.), αλλά δε νομίζω ότι λέγεται πια. (Παράδειγμα 4)
  • Η σύνταξη «πίνω τσιγάρο», όταν το τσιγάρο είναι κυριολεκτικά τσιγάρο και όχι μπάφος, δεν εντάσσεται στο λήμμα γιατί δεν είναι σλανγκ, είναι απλώς μια παλιά έκφραση για το «καπνίζω», που ακούγεται καμιά φορά ακόμη σήμερα από λαϊκούς ανθρώπους μεγάλης ηλικίας.
  1. Άσε, ήπια ένα τσιγάρο το πρωί κι έχω γίνει ωραίος!

  2. Πίνε - δίνε (δηλ. μην αργείς να το περάσεις στον επόμενο).

  3. Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε, πίνουν οι μάγκες ναργιλέ. (ρεμπέτικο)

  4. Πρέζα όταν πιεις ρε, θα ευφρανθείς, κι όλα πια στον κόσμο ρόδινα θε να τα δεις. (επίσης)

(από Khan, 05/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σκάλωμα μιας ομάδας μπάφκετ που έχει εξασφαλίσει μεγάλη ποσότητα, έχει κλειστεί στο μπαφόσπιτο και έχει καεί στο μπάρμπεκιου.

Λέγεται επεξηγηματικά για να αιτιολογήσει κανείς την ξαφνική απουσία όλων των φουνταμενταλιστών της παρέας, ξεκαθαρίζοντας πως οι μόνες λύσεις για να τους ξανασταμπάρουμε κάπου είναι να τελειώσει η νταφού ή να τελειώσουν οι πάστες.

Παραφθορά παλαιότερου punchline από διαφήμιση υγρού πιάτων: «Στο Βιλλαμπάχο ακόμα τρίβουν».

- Καλά, αυτοί οι χαβαλέδες άρχισαν να λείπουν κι από τα εργαστήρια τώρα;
- Ποιοι μωρέ, οι φουντικοί κι οι χασίστες; Στο βιλλαμπάφο ακόμα στρίβουν... Ήρθε η άκρη τους από κάτω και έχουν καπνίσει μισό στρέμμα σε δυο μέρες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνήθεια αρκετών κατεστραμμένων παρεών ολκής να πηγαίνουν το βράδυ έπειτα από διαρκές κάψιμο με ξύδια και χόρτα στο σπίτι αυτού που του χουν μείνει αλκοόλ και φούντες, ώστε να λάβει η ανεπίσημη αυτή γιορτή ένα τέλος, πιθανότατα όντας όλοι αλοιφή σε καναπέ κρεβάτια, καρέκλες και πατώματα (λες και δεν τα χουν ήδη χορτάσει αυτά, όλοι οι ρούκουνες!)

- Έλα πάμε στον Στελάρα να φάμε, και μετά τελετή λήξης στου Μήτσου.
- Καλά ρε δράκε, κι άλλο θες; Δεν χόρτασες κραιπάλες για σήμερα;
- Μόνο με την τελετή λήξης σταματάει, αφότου παραδώσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά νεανικό ευφημισμό, το τσιγαριλίκι. Έκφραση που προέρχεται από το αποτέλεσμα της κατανάλωσης ινδικής καννάβεως, δηλ. τη δημιουργία καλής διάθεσης, χωρίς αιτία. Χαρακτηριστική εικόνα και από τον κινηματογράφο, όπου όσοι εμφανίζονται με νταφού στο στόμα, χαζογελάνε και βρίσκονται σε ευθυμία.

Στίχοι Τζίμη Πανούση:

«Μια αφίσα Τσε Γκεβάρα λίγα γελαστά τσιγάρα κλείνω στο δωμάτιο μου παίρνω τον ομματιών μου κάνω κότσο το μαλλί μου και μαθαίνω στο παιδί μου να μισεί το Φρανκ Σινάτρα να τη βγάζει τσάτρα-πάτρα»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται, στην διάλεκτο των ναρκωτικών, όταν το stuff δεν είναι καλό.

-Χάλια η ζα (ηρωίνη), δεν την άκουσα καθόλου, κιούσπα θα ήταν.

-Kιούσπα το χόρτο (χασίσι), από κάνα νεκροταφείο θα το έμασαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως καρκινιάρικες χαρακτηρίζονται οι τελευταίες τζούρες του μπάφου. Και αυτό διότι είναι καυτερές και ιδιαίτερα ανθυγιεινές και καταστροφικές για τον λαιμό και τα πνευμόνια. Δεν τις φοβούνται οι πεπειραμένοι μπαφόβιοι και τα χαρμάνια, οι οποίοι τις παίρνουνε αναλαμβάνουν να τελειώσουν το τσιγαριλίκι μέχρι και την τζιβάνα.

Συζήτηση μπαφοκατάστασης όπου κάποιος τα έχει παίξει:
- Ω ρε πούστη μου όλα γυρίζουν, δεν θέλω άλλο, θα ξεράσω! Σβήσ'το το γαμίδι!
- Καλά, καλά, χαλάρωσε και άσε τις καρκινιάρικες για μένα...

(από danielo, 17/01/09)

Δες ακόμη: καυτή, μπριζολάτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό των χασικλήδων, δηλώνει ότι αυτός που έστριψε το γάρο είναι ο ίδιος που θα το σκάσει (ανάψει).

- Ποιος το σκάει;
- Στρίφτης σκάστης είπαμε...

Σε άλλες γλώσσες: wer baut, der haut (γερμανικά).

Χασισοσοφία: να γυρίζει, στρίφτης σκάστης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ:

Παίρνουμε ένα κανονικό (στριμμένο, με φίλτρο, όλα κομπλέ) τσιγάρο βιομηχανίας. Πρώτα αφαιρούμε τον καπνό, χωρίς όμως να χαλάσουμε το χαρτάκι. Έπειτα τον αναμειγνύουμε με μαύρο. Ξαναβάζουμε τον mix grill καπνό μέσα στο χαρτάκι. Ανάβουμε. Ρουφάμε. Επαναλαμβάνουμε μέχρι να πάρουμε σήμα.

Το γεμιστάκι αυτό βέβαια δεν είναι για να γυρίζει στην παρέα ή τίποτα τέτοιο... Είναι μονοφυλλάκι για χαλαρές καταστάσεις. Για πιο ανεβασμένες καταστάσεις, το στριφτό τρίφυλλο είναι must.

- Ω ρε μαλάκα πακέτο! Δεν έχω καπνό και χαρτάκια, πώς θα το στρίψουμε το μαύρο;
- Τσιγάρα δεν έχεις;
- Έχω...
- Ε φτιάξε κάνα γεμιστάκι... Πού να τρέχουμε τώρα στο περίπτερο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified