Selected tags

Further tags

Επίσης, η κάνναβη, όπως και χόρτο.

Στα πράσα κυριολεκτικά πιάστηκε ένας νεαρός με κάνναβη στη Δράμα. Το περιστατικό συνέβη τη νύχτα της Τετάρτης σε αγροτική περιοχή στο Καλαμπάκι Δράμας όταν αστυνομικοί βρήκαν τον 22χρονο να περιποιείται μέσα σε χωράφι με καλαμπόκια τρία καλλιεργημένα φυτά κάνναβης.

Δες εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published

Φράση που χρησιμοποιείται κυρίως από άτομα που έχουν κάνει χρήση ουσιών. Επίσης χρησιμοποιείται και όταν κάποιος πλήττει από βαρεμάρα.

- Μάγκα μου πολύ πρηξαρχίδω η καινούρια καθηγήτρια. Δυο ώρες μιλάει συνεχόμενα.
- Άσ' τα, την έχω ακούσει.

(από Khan, 30/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσαφ στη Bόνιτσα λέγεται η πάχνη, η παγωμένη υγρασία που σκεπάζει σαν πέπλο τη φύση τα κρύα πρωινά του χειμώνα. Αφήνω την βουκολική παπαροποίηση που δε μου πάει κι όλας και το πάω σούμπιτο στα ξίδια, που μου πάνε καλύτερα.

Οι τύποι εκεί έχουν το συνήθειο να πίνουν τη μπύρα κάνα-δυο βαθμούς πάνω από το σημείο πήξης της, οπότε όταν βγαίνει το μπουκάλι απ' το ψυγείο έχει πάνω πάχνη, με αποτέλεσμα δικαίως να χαρακτηρίζεται τσαφωμένη η μπύρα, για να διακριθεί από την απλώς κρύα.

- Πιάση ρη Μήτσου μια πράσινj τσαφουμένj!

- κρύο το μπυρόνι; -γαμάει!! (από BuBis, 21/09/09)Κατίγκω, οι τσαφουμένες είναι χάμου-χάμου... (από BuBis, 21/09/09)

Βλέπε και ιδρωμένη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το εγγλέζικο Survivor, μόνο που στην ελληνική εκδοχή του πρέπει να επιβιώσεις από ανελέητο και συνεχές μεθύσι!

Τι Survivor και μαλακίες, φέρτε ρε τεκίλες να αρχίσουμε το Σουρουβάιβορ να γίνουμε όλοι λιάρδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λικβιντάρω: λέξη της ναρκοσλάνγκ. Περιγράφει την κατάσταση του χρήστη που έχει μείνει χαρμάνης λόγω ελλείψεως χρημάτων και πουλάει ό,τι έχει και δεν έχει για να βρει ρευστό για την δόση του. Εκ του αγγλικού liquid = υγρό, ρευστό.

Ασίστ : Khan, jesus.

Την φωτογραφική μηχανή την πήρε από την Σόφη που είχε πέσει στην αρρώστια και τα λικβιντάριζε όλα για το φάρμακο (Τέος Ρόμβος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν επρόκειτο αγαπητοί μου δια τον τεχνίτη οικοδομικών τε και μη εργασιών, αλλά δια τον ιδιαίτερα ικανό εις την ιεράν τέχνη του μπάφινγκ, κοινώς πάτα-ρούφα-τράβα-τόνε, άναφτώνε κτλ.

Μάστουρας καλείται όποιος ημπορεί να μεταλαμπαδεύση δε τας σ' εαυτόν γνώσεις εις νεοφώτιστον νεανίαν. The legend lives on!

Πρεζοκλής: - Καλημέρα νέοι μου, καλώς ήλθατε εις την σχολήν πρεζοκομικής, χασισοφουντικής, εμπορίας και διακινήσεως!

Χασικλόφρων: - Δάσκαλε... εεε μάστουρα εννοώ, πότε θα μάθουμε να στρίβουμε; Γουστάρω τρελά δικέ μου κι έτσι...

Πρεζοκλής: - Σιωπή αναιδέστατε! Οποία γλώσσα! Ίνα τιμωρήσω σε, φέρε μοι αύριο 100 στίχους του Βωβού Μάρλεϊου και 50 του Δημητρίου Μορρισωναίου!

(Ημερίς χασιστών τε και φουντικών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του πιωμένος, αλλά λέγεται όταν κάποιος φτάνει κάπου και είναι ήδη πιωμένος. Όταν, δηλαδή, αλλάξει μαγαζί, πιθανώς και παρέα, έχοντας πιει ποσότητα της τάξης του τελωνείου. Δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να χρησιμοποιηθεί για το τέλος ξιδοποσίας.

- Τι έγινε χτες ρε; Γύρισες σπίτι σου ή ούτε καν;
- Γάμησέ με ρε συ...Θυμάσαι που ήμουνα ήδη φορτωμένος όταν ήρθα στο Μπιγκ Μπεν να σας βρω ε; Ε. Μετά πήγαμε σε άλλα δυο τελειωμενάδικα με τον Τάσο τον καολίλα και το λήξαμε μαζί με την αρτοκλασία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιός όρος της πιάτσας για το χασίσι, που χρησιμοποιείται ακόμη ευρέως.

Παρόλο που η σοκολάτα, προερχόμενη από την επεξεργασία του κακάο, έχει και αυτή εθιστικές ιδιότητες, το χασίς αποκαλείται έτσι λόγω της συσκευασίας του, έπειτα από πρεσάρισμα, σε πλάκες που ομοιάζουν σε σχήμα, υφή και χρώμα το σοκολατικό.

Περιεκτικότερο της φούντας σε ενεργή ουσία αλλά λιγότερο δυνατό σε σχέση με το λαδάκι, η σοκολάτα έχει το πλεονέκτημα της εύκολης μεταφοράς και χρήσης.

Άγνωστο δε είναι αν η καθαρότητα της μετριέται σε ποσοστό επί τις εκατό, όπως και η μαύρη σοκολάτα.

  1. - Μάγκα μου, χτες έπαιξε μια σοκολάτα μαροκινή στου Τζίμη, μπίρ αλλάχ! Καήκαν τα χείλια μας από τις καυτές, τόσο γλυκιά ήταν!
    - Σε χαίρομαι ψηλέ, εμείς πια δεν έχουμε άκρες και κυκλοφορούν πια μόνο πρεζοφούντες για τους χλεχλέδες… Μια στις τόσες, ξεψειρίζουμε κάτι φούντες καλαματιανές… κατάντια…

  2. - Μαμά, μαμά, θα με δώσετε και μένα λίγη σοκολάτα από αυτή που τρώγατε χθες με τον μπαμπά και γελούσατε όλη την ώρα;

βλ. και σοκολάτα από το Μαρόκο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπόγκαρτ λέγεται αυτός/αυτή που κατά την διάρκεια μιας χασισοποσίας κρατάει αρκετή ώρα τον μπάφο και παράλληλα μιλάει.

Προφανώς προέρχεται από τον ηθοποιό Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ, ο οποίος στις ταινίες κρατούσε μονίμως ένα τσιγάρο (κανονικό) και μιλούσε.

Βλέπε και Καζαμπλάνκα.

Άντε ρε μπόγκαρτ, έχεις μισή ώρα το μπάφο στα χέρια σου και μας έχεις αναλύσει την μισή σου ζωή!

θα τ\'ανάψει, δεν θα τα ανάψει, μας έπρηξες... (από BuBis, 13/09/09)don\'t bogart me (από BuBis, 13/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ίσως ο κλασικότερος και πλέον καθιερωμένος σλανγκ όρος για την πρέζα, την ηρωίνη. Συναντάται και στο ουδέτερο: άσπρο.

Πρόκειται για ονομασία μάλλον παραπλανητική, στο βαθμό που η πραγματικά άσπρου χρώματος πρέζα, η λεγόμενη και καθαρή, σπανίζει. Για να βγει τέτοιο αστεράτο πράμα, απαιτείται ολοκληρωμένη κατεργασία των πρώτων υλών (όπιο) σε τέλεια εξοπλισμένα εργαστήρια. Τέτοιες μονάδες λειτουργούν κατά κύριο λόγο στο περίφημο Χρυσό Τρίγωνο στη ΝΑ Ασία. Η ταϊλανδέζικη πρέζα, η τάϊ, θεωρείται η καλύτερη του κόσμου και η λιγότερο αρρωστιάρα. Πάλλευκη και παντελώς άοσμη, έχει τη μορφή λεπτής κρυσταλλικής πούδρας. Τόσο λεπτής, που σχεδόν εξαφανίζεται με απλή τριβή πάνω στο δέρμα ή ανάμεσα στα δάχτυλα. Είναι δε εξαιρετικά όξινη, ρευστοποιείται πανεύκολα, χωρίς ξινά, λεμονάδες και άλλες διαλυτικές μαλακίες. Σχεδόν ούτε νερό δεν θέλει.

Στο Ελλάδα απλά δεν παίζει με την καμία να πετύχεις τέτοιο μπερκέτι. Αν τύχει και δεις άσπρη πρέζα, θα' ναι στάνταρ απ' τη ζάχαρη του κοψίματος... Ειδικά για την καθαρή ηρωίνη, επιφυλάσσονται λίαν χαϊδευτικά και γουτσιστικά σλανγκωνύμια, όπως Ασπρούλα ή Χιονάτη (με το δεύτερο να παραπέμπει τόσο στη λευκότητά όσο και στο γλυκό παραμύθιασμα της).

Οι εγχώριες αγορές μας, βολεύονται συνήθως με ηρωίνη χαμηλής ποιότητας, ατελώς επεξεργασμένη και με περισσότερες προσμείξεις. Σε αντίθεση με τη σιαμέζικη άσπρη, παίρνει τη μορφή χοντρόκοκκης σκόνης, με πολλούς σβόλους. Το χρώμα της ποικίλει από κιτρινωπό (συνήθως) μέχρι ροζ, γκρι ή καφέ. Παραδοσιακά, η πρέζα στις ελληνικές πιάτσες καταφθάνει εξ ανατολών, την Τουρκία ή το Πακιστάν, εξ ου και τα γνωστότατα «τούρκικη» και «πακιστάνικη». Σήμερα πίνουμε και μπόλικη αλβανική πρέζα, αλλά και σκοπιανή (!) Σ' όλες αυτές τις χώρες λειτουργούν καζάνια, προχειροστημένα δηλαδή εργαστήρια παραγωγής κι επεξεργασίας ηρωίνης. Ως τη δεκαετία του '60, καζάνια υπήρχαν και στην Ελλάδα.

Συμπέρασμα: η άσπρη είναι τυπική περίπτωση σλανγκ που λειτουργεί τρόπον τινά ευφημιστικά, εξωραΐζοντας μια πραγματικότητα και εκφράζοντας το «δέον», το ευκταίο (μακάρι δηλαδή όλες οι ζαπρέ να 'ταν άσπρες!).

Γενικά, παίρνοντας ως αφορμή τη λευκότητα, την ακουστικότητα, τη βρωμιά, την επίσημη ονομασία ή και οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα της ηρωίνης, μπορεί οποιοσδήποτε με λίγη φαντασία να δημιουργήσει άπειρα σλανγκωνύμια για την ουσία αυτή, πολλά από τα οποία δεν ξεπερνούν τα όρια της ιδιωτικής χρήσης. Θα έλεγε κανείς - με μια δόση υπερβολής - πως ο καθένας χρήστης έχει κατοχυρώσει μια δική του, καταδική του λέξη για να περιγράφει την ουσία-αρρώστια του...

Παραδείγματα: white horse=άλογο, hairy=μαλλιαρή (διότι προκαλεί μυρμήγκιασμα στο δέρμα), Harry=Ερρίκος (από το hairy), polvo, blanco, salt=αλάτι (υπάρχει και στο Εγκληματολεξικό του Γ. Πανούση), ζάχαρη, chick=γκόμενα, charlie, Helen, Hero, shit... Πολλά χρησιμοποιούνται αδιακρίτως και για την κόκα.

  1. Συχνά η άσπρη αντιδιαστέλλεται προς το μαύρο, δλδ το χασίς. Που κι αυτό, εξίσου παραπλανητικά, πολλές φορές μόνο μαύρο δεν είναι.

- Τρελάθηκες ρε; Δεν έχω φάει ποτέ άσπρη, μόνο κανά μαυράκι πού και πού πίνω, έτσι για το τζερτζελέ..

  1. Θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ
    και δώστου εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρη σκόνη.

Νίκος Καββαδίας, «Ο Γουίλι ο Μαύρος Θερμαστής από το Τζιμπουτί».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified