Selected tags

Further tags

Ένα μικρό, συνήθως προσχεδιασμένο κειμενάκι, αποτελούμενο από μακροπερίοδους λόγους, που αποστηθίζεις για να το παίξεις μαγκίτης σε άλλους. Κατά βάση αυτά τα κείμενα δεν έχουν κανένα νόημα. Χρήση παρόμοια με το γουρδώνω το περπούτσι παράμοιρα.

Η παλιννόστηση της ανεπίβουλης στρουχτούρας, που εγγενώς παλινδρομεί, εξανδραποδίζοντας τις δισυπόστατες ανανεωτικές δομές, προβάλλει αναντίρρητες καταφατικές υπερβάσεις, που διαστρεβλώνουν την αταβιστική αναθεώρηση των διαπλεκόμενων επιγόνων του αναθεωρημένου εγώ.

Βλέπε και κονσέρβα, ξύλινη γλώσσα, ψυγείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, έτσι αναφέρεται μειωτικά ο γλωσσολόγος Γιώργος Μπαμπινιώτης άκα Μπάμπης άκα τέως. Όχι λόγω κάποιας ομοιότητας στο επίπεδο του σημαινομένου με το συμπαθές ζώο, αλλά απλά και μόνο λόγω της ομοιότητας στο επίπεδο του σημαίνοντος, δηλαδή του επωνύμου του. Επίσης λέγεται μπαμπουινιώτης.

ΠΑΟΚ - ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ 1 - 0
ΜΕΧΡΙ και τον Μπαμπινιώτη τάπωσαν όταν πήγε να δικαιολογηθεί γιατί έβαλε στο λήμμα «Βούλγαροι» την ερμηνεία: «οπαδοί του ΠΑΟΚ…». «Γιατί συνηθίζουν να τους φωνάζουν έτσι στο γήπεδο, έχει καθιερωθεί στο λεξικό», είπε τότε ο πρύτανης της Γλωσσολογίας.

«ΟΚ», απάντησε στο περιοδικό «ΕΨΙΛΟΝ» ο πρόεδρος των ΠΑΟΚτζήδων σε συνέντευξη που έδωσε στον Θωμά Σιώμο, «τότε κι εμείς θα φωνάζουμε συνέχεια στο γήπεδο: «πουτάνα – πουτάνα / του Μπαμπινιώτη η μάνα», μέχρι να καθιερωθεί, οπότε θα είναι αναγκασμένος δίπλα στο λήμμα «πουτάνα» να βάλει τη μάνα του».

- «Ρε σεις, δεν είστε άνθρωποι!...
Είστε πίθηκοι! Και μάλιστα, μπαμπουίνοι!»
Γιώργος Μπαμπουινιώτης. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι στερεότυπες, δογματικές, κενές περιεχομένου πλην πάντα καμαρωτές κασέτες πολιτικών, δημοσιοκάφρων, συνδικαλιστών και πάσης φύσεως -πατέρων και λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων.

Η παραδοσιακή αριστερά έχει συνεισφέρει τα μάλα στον πλούτο της ξύλινης γλώσσας, χωρίς όμως να κατέχει οποιαδήποτε αποκλειστικότητα.

Αντιδάνειο εκ των γαλλικών xyloglossie και xylolalie.

- Εξαιρετικός οδηγός ξύλινης γλώσσας άνευ διδασκάλου, εδώ.

Τυχαία δειγματοληψία ξύλινων εκφράσεων που φορέθηκαν τα τελευταία χρόνια:

Κομματική ξύλινη γλώσσα

  • Αγαπητέ σύντροφε, εάν διαβάζεις κάθε μέρα τον Ριζοσπάστη, θα ξεπηδούν από μόνα τους τα αναγκαία επιχειρήματα, χωρίς να χρειάζεται να σκέφτεσαι (Οδηγητής)
  • Αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη
  • Αντιλαϊκή συναίνεση
  • Αντιμνημονιακός
  • Απόψε νίκησε η δημοκρατία
  • Αστικορεβιζιονιστές
  • Αυγό του φιδιού
  • Αυτοδιοικητικοί
  • Βαθύ ΠΑΣΟΚ
  • Βάναυση αντιλαϊκή πολιτική
  • Για ένα καλύτερο αύριο
  • Δάνειες συνάμεις
  • Δεν θα διστάσουμε να θίξουμε κεκτημένα συμφέροντα
  • Διαλεκτικό προτσές
  • Διαρθρωτικές αλλαγές
  • Δημοκρατικές χώρες (κυρίες με αναφορά σε χώρες τ. Β. Κορέα)
  • Δούναβης της σκέψης (ο Νικολάε Τσαουσέσκου)
  • Εθνικά περήφανο και κοινωνικά δίκαιο
  • Εθνοσωτήριος επανάστασις
  • Το Κόμμα μας υποβάλλει σε θυσίες για να γινόμαστε καλύτεροι κομμουνιστές. Είμαστε το Κόμμα των Θυσιών!
  • Είναι «ξύλινη γλώσσα» το ότι υπάρχει ταξική εκμετάλλευση;
  • Εκσυγχρονισμός
  • Επαγρύπνηση
  • Επάρατος επταετία
  • Έχοντες και κατέχοντες
  • Ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε
  • Ή μαζί μας ή εναντίον μας
  • Η μεγάλη δημοκρατική παράταξη
  • Η παράταξη που ανέδειξε έναν Ελευθέριο Βενιζέλο
  • Η μεγάλη φιλελεύθερη παράταξη της Ν.Δ.
  • Θα διαφυλάξουμε με κάθε τρόπο το εισόδημα του ελληνικού λαού
  • Θα λάβουμε πρόσθετα μέτρα αν χρειαστεί
  • Θα χυθεί άπλετο φως
  • Ιδεολογική επιτροπή
  • Ιμπεριαλισμός
  • Κάνουμε πράξη το όραμα
  • Καταδικασμένος στην συνείδηση του λαού
  • Κλιμάκωση του αγώνα
  • Κρέας για κανόνια
  • Λακέδες των ντόπιων και ξένων μονοπωλίων
  • Λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις
  • Μεγάλος Τιμονιέρης (Μάο Τσε Τούνγκ)
  • Με ενότητα κι αγώνα!
  • Μηδενική ανοχή στη διαφθορά
  • Νεροκουβαλητής στον μύλο της αντίδρασης
  • Ο τάδε είναι ένα καταξιωμένο στέλεχος του κινήματος
  • Παραμένω απλός στρατιώτης της παράταξης
  • Περήφανα νιάτα, τιμημένα γηρατειά
  • Πιστός σύντροφος
  • Πλατιές λαϊκές μάζες
  • Πολιτική (αλλά όχι κομματική) αποκατάσταση
  • Πολυκατοικία
  • Πράσινη ανάπτυξη
  • Πρώτοι στα μαθήματα και πρώτοι στον αγώνα
  • Ρήξεις με το κατεστημένο
  • Σκληρό ροκ
  • Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα
  • Στηρίζω Κουλούρη, να πέσει το αγγούρι
  • Συμμετοχή του κυρίαρχου λαού
  • Το Κόμμα δεν κάνει λάθη
  • Τον πολέμησαν τα γνωστά κέντρα
  • Τον πολέμησαν τα γνωστά συμφέροντα
  • Τροϊκανοί
  • Φόλα στο σκύλο...
  • Χάρτινη τίγρη
  • Χρονοντούλαπο της ιστορίας

Δημοσιοκαφρική ξύλινη γλώσσα

  • Aυξήσεις- φωτιά
  • Βάλτε μια άνω τελεία
  • Βιβλική καταστροφή
  • Εξοστρακίστηκε
  • Επτασφράγιστο μυστικό
  • Εφιαλτικό σενάριο
  • Η αδρεναλίνη είναι στα ύψη
  • Η αστυνομία εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό
  • Η συνέχεια επί της οθόνης
  • Κατάθεση ψυχής
  • Πύρινη λαίλαπα
  • Τελευταίο αντίο στον τάδε που μετέβη στην «γειτονιά των αγγέλων»
  • Το θερμόμετρο χτυπά κόκκινο
  • Το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκαλο
  • Τσουνάμι αντιδράσεων
  • Ύστατο χαίρε στον στοχαστή, στον πολιτικό, στον άνθρωπο

Διανοουμενέ ξύλινη γλώσσα

  • Αμφιμονοσήμαντη σχέση
  • Aντιήρωας
  • Αποδόμηση
  • Αποξένωση
  • Μετα-

Γιάπικη ξύλινη γλώσσα

  • Λίστα του ντου
  • Σκεφτείτε έξω από το κουτί
  • Στο πίσω μέρος του μυαλού μας
  • Στο τέλος της ημέρας
  • Υπάρχει (δεν υπάρχει) πλαν μπι

Σύγκρινε: ακυρολεξίες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκεί που σμίγουν οι γλωσσικοί αέρηδες της λεξιθηρίας, της υπερδιόρθωσης, του λογιωτατισμού και της καθημερινής γλωσσικής εκφραστικότητας που γεμίζει το στόμα, εκεί μπορούμε να βρούμε το φαινόμενο του σλανγιωτατισμού, ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός (ή γιατί όχι της σλανγκοποίησης, κατά το αγιοποίηση, του βίαιου εκσλανγκισμού, του σλανγκικού αντιδανείου, και πάει έρποντας -δε μπορώ ακριβώς να το θέσω).

Εν προκειμένω αναφέρομαι στις περιπτώσεις που μάλλον εξεζητημένες και λόγιες λέξεις χρησιμοποιούνται αντί συνώνυμων πιο σλανγκικών της καθομιλουμένης. Κι αυτό ένεκα της ηχητικής τους μεστότητας, παρηχήσεων και αντηχήσεων, και της αλλότριας κοινωνικογλωσσικής τους προέλευσης, που όλο αυτό τέλος πάντων κάτι μας κάνει.

Δεν εννοώ όταν αυτές οι λέξεις χρησιμοποιούνται σε κάποια πλαίσια επειδή είναι πιο εύσχημες. Εννοώ όταν τις χρησιμοποιούμε ακριβώς για την εκφραστική τους δηκτικότητα, προκειμένου να τονίσουμε αντί να απαλύνουμε το περιεχόμενό τους, έστω κι αν την ίδια στιγμή τις χρησιμοποιούμε λιγάκι και για να μην πούμε κάτι βαρύτερο και να μην έχουμε κυρώσεις.

Μερικές τέτοιες λέξεις είναι το παχύδερμο (αντί π.χ. του παιδοβούβαλος), το ενθυλακώνω *(αντί του τσεπώνω), το *εσχατόγηρως (αντί σκατόγερος), κτηνοβάτης *(αντι κατσικογάμης), ***καλλίπυγος** *(αντί κωλάρα), ***κίναιδος** *(αντί πούστης), *διακορεύω (αντί ξεπαρθενιάζω ή γαμάω), ακόμα ίσως και το *παιδόφιλος *(αντί για κωλομπαράς), νυμφομανής (αντί για κρεβατογεμίστρα).

Και άλλα, ίσως. Πιθανόν φλωράδικης εμπνεύσεως γαμοσλανγκοτέτοιο φαινόμενο.

(Δηλαδή, το συμφραζόμενο έχει σημασία...).

  1. Άντε ψόφα ρε εσχατόγηρε, θες και μανούρες...

  2. Θα 'ρθω εκεί και θα σε διακορεύσω, δε σου κάνω πλάκα, μην κουνηθείς από κει, τη γάμησες!

  3. Αυτή ρε μαλάκα είναι νυμφομανής, όλοι την έχουμε πάρει να 'ούμε', βιασμός με αυτή δεν πιάνεται...

  4. Τον ενθυλάκωσες τον αναπτήρα ρε γύφτο!

  5. Έμπλεξα ρε μαλάκα με τους κτηνοβάτες εκεί στο χωριό, δεν παλεύεται η φάση.

κ.λπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τα ελλήνικος, ουδέτερο ουσιαστικοποιημένο επίθετο στον πληθυντικό. Έτσι υποτίθεται ότι λένε τα ελληνικά, δηλαδή την ελληνική γλώσσα ή ό,τι ελληνικό, οι Ελληνοαμερικάνοι από δεύτερη γενιά και πέρα. Κατ' επέκταση, χρησιμοποιείται κάπως όπως το Ελλάντα, για να δηλώσει την αλλοτρίωση είτε του ομογενή στο εξωτερικό είτε και του εν Ελλάδι νεοελληνέζου, όταν λ.χ. δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει καλά την ελληνική γλώσσα, γράφει σε γκρήκλις χρησιμοποιώντας ξενικές συντάξεις κ.ά.

Ρε παλλικάρι, όποτε μπορέσεις γράψε μάς τα στα ελληνικά χωρίς γκρίκλις και άσε τα ελλήνικος, μας έχεις βγάλει τα μάτια! (Από το Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά τον σχετικά σύντομο, αλλά, όπως πιστεύω, περιεκτικό (οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ) διάλογο, που αναπτύχθηκε στο φόρουμ ("Συνεργατικά λήμματα"), κάνω την αρχή για ένα λήμμα αυτού του είδους με θέμα τα "μαργαριτάρια" που κόσμησαν, κοσμούν και θα κοσμούν τον προφορικό, γραπτό και "ηλεκτρονικό" μας λόγο. Το λήμμα αυτό θα είναι πάντα ανοιχτό σε προσθήκες, υπό μορφή σχολίων αρχικά, οι οποίες θα ενσωματώνονται στο λήμμα, ανά διαστήματα.

Σκοπός δεν είναι ο χλευασμός εκείνων που "περιέπεσαν" σε γλωσσικά "αμαρτήματα", ιδιαίτερα αν πρόκειται για απλούς ανθρώπους, που δεν είχαν την ευκαιρία να "μάθουν γράμματα". Βέβαια πολλοί απ' αυτούς τους ανθρώπους (ιδιαίτερα πιο παλιά, πριν υποστούν, όπως όλοι, την, σε μεγάλο βαθμό, ισοπεδωτική επίδραση της τηλεόρασης) αρθρώνουν ένα θαυμάσιο προφορικό λόγο και εκφράζονται με λιτότητα, σαφήνεια και αμεσότητα, που κάποιες φορές είναι αξιοθαύμαστες.

"ερήμην του λόγου": μια έκφραση που χρησιμοποιείται από κάποιους που θέλουν να τα πουν "περί δια γραμμάτου" αντί του σωστού "εν τη ρύμη του λόγου" που σημαίνει "στη ροή του λόγου". Προφανώς το "εν τη ρύμη" συγχέεται με το "ερήμην", που χρησιμοποιείται για κάποιον, που δικάζεται, ενώ απουσιάζει. Εδώ αυτό που πραγματικά απουσιάζει, είναι ο λόγος και ως ομιλία, αλλά και ως λογική.

Αυτό δεν ήθελα να το πω. Μου ξέφυγε ερήμην του λόγου.

"οι ευθύνοντες": εννοεί τους "ιθύνοντες" δηλ. αυτούς που καθοδηγούν, που διευθύνουν. Βέβαια με τον τρόπο που το είπε ο απλός άνθρωπος, απ' τον οποίο το "τσίμπησα", σαφέστατα υπονοείται, πως οι ιθύνοντες είναι και υπεύθυνοι, για ό,τι γίνεται υπό την καθοδήγησή τους.

Τι καθόμαστε και τα συζητάμε στο καφενείο; Αυτά πρέπει να τ' ακούσουν οι ευθύνοντες!

"μετά βαϊων και Κυκλάδων" εννοεί "μετά βαϊων και κλάδων", δηλ. θριαμβευτική υποδοχή, όπως αυτή που επεφυλάχθη στο Χριστό, κατά την είσοδό του στα Ιεροσόλυμα (γνωστή ευαγγελική έκφραση).

*Είχε μαζευτεί όλο το χωριό και τον υποδεχτήκαμε μετά βαϊων και Κυκλάδων*.

τα Σκόδρα: (αντί του σωστού) η Σκόδρα (πόλη της Αλβανίας)

Κούδροι: (αντί του σωστού) Κούρδοι

Τα δύο προηγούμενα λάθη γίνονται (όχι σπάνια) από ανθρώπους των ΜΜΕ. Τά' βαλα μαζί, επειδή έτυχε να εκφωνηθούν στο ίδιο δελτίο ειδήσεων, που προκάλεσε και την τουκανιστική μου τηλεφωνική παρέμβαση:

"Η πόλη Σκόδρα που αναφέρατε στις ειδήσεις δεν είναι τα Σκόδρα, όπως λέμε "τα σκόρδα", αλλά η Σκόδρα. Ενώ δεν υπάρχουν Κούδροι, όπως είπατε, αλλά Κούρδοι, όπως λέμε "σκόρδα"!

λεωφόρος Σπατών αντί λεωφόρος Σπάτων (πολλοί το λένε και σκέτο "στη Σπατών")

-Είδες ένα τρακάρισμα που έγινε στη Σπατών;

-Πού είπες; στη σκατών;

δικτακτορία αντί δικτατορία και δικτακτορικό αντι διδακτορικό

έκτατο/έτακτο αντί για έκτα κτο

Εδώ γίνεται του "κάππα" "ταυ" το κάγκελο! Αυτό το πραγματικά δύσκολο σύμπλεγμα συμφώνων, δημιουργεί προβλήματα ακόμη και σε "γραμματιζούμενους" με αποτέλεσμα τα παραπάνω "μαργαριτάρια ν' ακούγονται συχνά κι από πολλούς.

τιμήμα αντί τμήμα

Άλλο ένα δύσκολο σύμπλεγμα συμφώνων: "ταυ" "μι"

Εδώ το πρόβλημα λύνεται βάζοντας ανάμεσα ένα ευφωνικό "ι"

Φήβα αντί Θήβα

Αυτή η αλλαγή γίνονταν παλιότερα. Έχω κάμποσα χρόνια να την ακούσω. Δεν έχω εξήγηση γι' αυτό. Μου θυμίζει την αλλαγή του "θ" σε "φ" στα ρωσικά.

καλό πρόοδο αντί καλή πρόοδο

Ο λαός δεν είχε συνηθίσει τα (δευτερόκλιτα καθαρευουσιάνικα) θηλυκά σε -ος. Έτσι αλλάζοντάς τα σε αρσενικά αποκαθιστά την τάξη!

οι σπεύσας αυθορμήτως

Μια έκφραση από το ανεξάντλητο "μποστάνι" του Μποστ. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, προήλθε από την κατάθεση ενός υψηλά ιστάμενου αξιωματικού της Χωροφυλακής για τη δολοφονία του Λαμπράκη. Αυτός είχε πει, πως οι παρακρατικοί που έκαναν αντισυγκέντρωση εκεί, όπου θα γίνονταν η ομιλία του Λαμπράκη, είχαν "σπεύσει αυθορμήτως".

Αυτά προς το παρόν.

Διατελώ εν αναμονή των "σπεύσας αυθορμήτως" σλάνγκων για να συμπληρώσουμε το λήμμα.

Μαργαριτάρια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδευτικός χαρακτηρισμός που απέδιδαν οι δημοτικιστές στους υπερασπιστές της καθαρεύουσας κατά τη διαρκή διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα. Ο χαρακτηρισμός ειρωνευόταν το βασικό επιχείρημα των καθαρευουσιάνων, ότι δηλαδή η καθαρεύουσα και καλά προωθεί τη σοφία.

- Οποία ευχαρίστησις φίλτατοι, να ευρίσκομαι μεθ' υμών, ίνα συνδράμω και εγώ εις την επιβίωσιν της καθαράς ελληνικής γλώσσης..
- Μαλάκα μου σε συνάντηση σοφολογιότατων πέσαμε

Ο χαρακτηρισμός συναντάται, επίσης, και για να κοροϊδέψει το επιτηδευμένο λεξιλόγιο.

- Η οικεία διάταξις αναλογικώς εφαρμοζόμενη δεν αφήνει περιθώρια διασταλτικής ερμηνείας και μας οδηγεί σε ένα de lege lata αδιέξοδο..
- Άσε ρε πρωτοετό που μας το παίζεις και σοφολογιότατος..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει μιλάω ξένη γλώσσα ή τζινάβω μυημένη διάλεκτο σε τζιναβωτούς. Προφάνουσλυ από τη βιβλική ιστορία με τον πύργο Βαβέλ που αρχίσανε για πρώτη φορά οι άνθρωποι να μιλάνε ξένες γλώσσες σύμφωνα με τη Βίβλο κι έγινε μια κατάσταση Βαβέλ.

Βαβέλιασα βαθιά λατινικά και ετρούσκα για να γροικάει η τζασλή να κάμει σολοφλόκιασμα. (Απ' το Μπουντουσουμού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι τα καλιαρντά (ινσέψιο), έτσι δηλαδή λένε οι τζινάβοντες αυτή τη διάλεκτο των ομοφυλοφίλων την ίδια την διάλεκτο. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το εξηγεί με την έννοια ότι τα καλιαρντά είναι ένα δύσκολο αργκοτικό ιδίωμα που μπορεί να ακούγεται εξίσου ακαταλαβίστικο στον αδαή όσο και τα λατινικά, σε φάση it's all Greek to me, που λένε οι Άγγλοι. Μπορεί να υπάρχουν και άλλοι λόγοι. Βαθιά λατινικά είναι τα πιο δύσκολα καλιαρντά.

Βαβέλιασα βαθιά λατινικά και ετρούσκα για να γροικάει η τζασλή να κάμει σολοφλόκιασμα. (Από το μπουντουσουμού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαριτωμένος τρόπος να χαρακτηρίσεις αυτόν-ή που συνεχώς "βγάζει γλώσσα", που αντιμιλάει, που έχει για όλα μια απάντηση ή έναν αντίλογο, που μιλάει πολύ και θέλει να έχει τον τελευταίο λόγο και δεν αφήνει τίποτα "να πέσει κάτω".

Άλλες εκφράσεις: "έχει μια γλώσσα μεγαλύτερη απ το μπόι του", "είναι πνεύμα αντιλογίας", "η γλώσσα του πάει ροδάνι".

Έχεις γνωρίσει το γιο της Μαρίας? Τον μάλωσε να μην φάει γλυκά και της αντιγύρισε τέτοιον αντίλογο 3 χρονών παιδί, που πεθάναμε στα γέλια με το γλωσσάδικο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified