Selected tags

Further tags

Πήγαινε. Προστακτική του ρήματος πηγαίνω. Συναντάται στην Κρήτη.

  1. Άμε στο καλό.

  2. Άμε στο διάολο.

  3. Άμε να δεις αν έρχομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιχνιδιάρικη λέξη για το ψήσιμο των κρεάτων πάνω στη φωτιά. Παρομοιάζει κίνηση που κάνουμε για να γυρίσουμε τη σχάρα ώστε τα μεζεκλίκια να ψηθούν και από την άλλη, με την περιστροφική κίνηση που κάνουμε με τις παλάμες μας σε ένα μωρό, λέγοντας «κουπεπέ, κουπεπέ»...

Μισό κουπεπέ, εξάλλου, είναι εκείνη η χαρακτηριστικότατη κίνηση που κάνουμε με την παλάμη ζητώντας εξηγήσεις, σα να ρωτάμε «τι είναι;», «ποιος είναι αυτός;», «πού πας τέτοια ώρα;» και παρόμοια.

  1. Βάζω φουφού, σχάρες και κρέατα. Βάζετε κρασί να κάνουμε ένα κουπεπέ σπίτι μου;

  2. Όχι μόνο με προσπερνάει, που λες, από δεξιά, χώνεται και μπροστά μου και φρενάρει απότομα χωρίς λόγο. Του πατάω εγώ την κόρνα κι αυτός, σα να μην τρέχει τίποτα, με κοιτάζει από τον καθρέφτη και μου κάνει «τι θες ρε;», ξέρεις, το μισό κουπεπέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα Καρδιτσιώτικα ως ντιβερλίγκες (ή ντιβερλίνγκες) εννοούνται οι βόλτες, τα δίχως ουσία σουλάτσα και σούρτα φέρτα..

- Άι πιδάκι μ' πού γυρουφέρνς όλη μέρα; Μαναχά για ντιβερλίνγκες ίσει....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Kρατώ κάποιον απ' τη μέση του παντελονιού (πισινό) και τον πηγαίνω όπου θέλω εγώ. Συνήθως συνοδεύεται με λαβή ελέγχου (πχ. κεφαλοκλείδωμα) απ' το άλλο χέρι. Εναλλακτικά, βρίσκομαι πίσω από κάποιον και τον κάνω ό,τι θέλω.

Ο πορτιέρης σήκωσε τοn μεθυσμένο και τον πήγε κωλοφεράντζα έξω απ' το μαγαζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

[ουσ.] Το να τρέχεις και να μη φτάνεις, να είσαι διαρκώς στην τσίτα για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεσαι εσύ. Αναφέρεται συνήθως σε δραστηριότητες ιδιαιτέρως κοπιαστικές ου μην και αγχωτικές ταυτόχρονα.

- Τι έκανες ρε μαλάκα όλο το πρωί και δε σήκωνες το τηλέφωνο;
- Γάμησέ τα φίλε μου. Στις 8 στην εφορία, μετά γραμμή στο γραφείο, ενδιάμεσα πήγα το αυτοκίνητο συνεργείο και το μεσημέρι στις τράπεζες πριν κλείσουν.
- Πωπω βεγγιλίκια, κουράστηκα μόνο που τ' άκουσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αγύριστος. Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να εκ-διώξουμε κάποιον/-α.

- Άμα δε σ΄αρέσει ο τρόπος μου, πάρε την άγουσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η (συνήθως χοντρή και άσχημη) γκόμενα που έχει τεράστια, μα τεράστια βυζιά.

(το παράδειγμα, άλλη ώρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «φύγε», «δίνε του», «σπάσε». Προέρχεται εκ του γαλλικού aller (προστακτική β' πληθ.: allez) που, με τη σειρά του, σημαίνει πηγαίνω -αν δεν έχω κάψει τη RAM μου. Έγινε ευρέως γνωστό από την Αννίτα Πάνια που το έλεγε όταν έδιωχνε τα ψώνια από το πλατό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμιγώς Καλαματιανή έκφραση που δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά μόνο «πάμε».

- Πάμετε σιγά-σιγά, ξύλιασα 'δω χάμου.
- Κάτσε λιγάκι μάνα μου, θα φύγουμε σε λίγο.

ΠΑΜΕΤΕ ΣΤΟΙΧΗΜΑ (από PUNKELISD, 09/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός βαθμός του πετάδην, ήτοι πηγαίνω στον προορισμό μου απίστευτα γρήγορα.

Εμπνευσμένο από την κλασική σειρά και τις ταινίες επιστημονικής φαντασίας Star Trek, όπου οι ήρωες μετακινούνταν ως δια μαγείας από τόπο σε τόπο στη στιγμή, μέσω μιας συσκευής διακτινισμού. Χρησιμοποιείται συνήθως από trekkies, ενώ μπορεί να συνοδεύεται και με το σχετικό αγγλικό «beam me up, Scotty» - φράση η οποία προκύπτει από την παλιά σειρά και τον πρώτο μηχανικό και χειριστή της συσκευής διακτινισμού ονόματι Scotty (κατά κόσμον Montgomery Scott).

- Έλα δω που σε θέλω...
- Τώρα..
- Όχι τώρα... ΤΩΡΑ! Τσακίσου λέμε!
- Καλά, μισό και διακτινίζομαι, ωχουυύ..

κάνε τα κουμάντα σου, Scotty (από Jonas, 30/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified