Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)
Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.
Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.
Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)
Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.
Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.
Got a better definition? Add it!
Published
O Ζαν Κλοντ Γιούνκερ μπαούλο απ' τα ξίδια ρίχνει μπατσάκια σε αρχηγούς κρατών. (Λεζάντα στο youtube, βλ. βίντεο)
Χαρακτηρισμός για άτομο που μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών έχει περιέλθει σε κατάσταση μέθης.
Got a better definition? Add it!
Λιωσίδι, οι κυριότερες κατηγορίες:
Ανάδοχος εκ του δουπού: Γαλαδριήλ.
1. Στο σταθμό της Ομόνοιας μπήκε ένα λιωσίδι (καμμένος), που έστριβε σα τζέτλεμαν το τσιγάρο του, και έκατσε στην απέναντι απο εμένα τετράδα. Το λιωσίδι αυτό έμελλε να παίξει καίριο λόγο στην ιστορία μας. Αφού ξεκίνησε ο συρμός, άρχισα να τρώω ξανά το σαντουιτς μου, το οποίο πια είχε φτάσει στη μέση του. Τότε συνέβη το εξής.
2. Οι Wolf είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη, η καλύτερη Heavy/Power Metal μπάντα της προηγούμενης δεκαετίας. το δε Black Flame ο καλύτερος δίσκος του είδους. Ο αριθμός ακροάσεων του δίσκου είναι σε γελοία νούμερα, λιωσίδι κανονικό.
3. Αρνείσαι ότι είσαι λιωσίδι. Ναι σε σένα μιλάω, που όταν σου το λένε, πάντα έχεις μια φθηνή δικαιολογία του στιλ: «Τώρα μπήκα για να στείλω ένα μήνυμα». Όταν είσαι έξω, κάθεσαι όλη την ώρα με το κινητό στο χέρι και τσάκα τσούκα στη home screen να δεις (όλοι ξέρουμε τι..). Βγάλε τώρα το Facebook (fb) από home page στον browser σου, πάτα log out μετά από λίγο και μην μπαίνεις κάθε 10'. Μετά έλα να το αρνηθείς..
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει λιώμα στα αρβανίτικα, κυρίως από μεθύσι.
Μπε λιάρδα = έγινε λιώμα.
Got a better definition? Add it!
Αξίζει να σημειωθεί πως οι κατεξοχήν μπουκοφσκικοί, από αλκοόλ προτιμούν μπύρα και δη Kaiser - ένα ακόμη αιώνιο μπυροερώτημα, όπως και το γιατί άραγε οι μεταλλάδεςπίνουν αποκλειστικά Amstel.
(Χ Μπουκοφσκικός σε φίλο του:)
- Χθες πέρασα καταπληκτικά: όλο το βράδυ διάβαζα το «Άνθρωπος για όλες τις δουλειές» του Χανκ και έπινα Kaiser! Και όλο το πρωί ξερνοβολούσα... ααααχ, αυτό είναι ζωή!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που είναι λιώμα ύστερα από μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών, ο κομμάτιας/ κομματιανός, η πίτα/ λιάρδα, αυτός που πάσχει από χαμόβερ. Η έκφραση λιώμας μάλλον αποδίδει μια πιο πάγια ιδιότητα στο υποκείμενο, δηλαδή μιλάμε για κάποιον που γενικά είναι αποδιοργανωμένη προσωπικότητα και αλκοολικός ή ναρκομανής και διαλυμένος, γενικά σε μια ρευστή κατάσταση.
Ο λιώμας: Πάντα με φωτό στις οποίες απεικονίζεται να κατεβάζει σφηνάκια ως σαφή απόδειξη ότι περνά καλά («Θέλω να πιω όλο το Βόσπορο…»).
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΛΙΩΜΑΣ; Ο πιτσιρικας που παιρνει ένα ταλιρο φουντα με αλλους 3 φιλους του και καπνιζουν στην πλατεια σαν ηλιθιοι ή ο κυριος Μαλακας που καταθετει αποψεις περι ηθους στην κορη του και μετα, αφου δειρει τη γυναικα του πηγαινει στα μπουζουκια με τους φιλους του και τις νοικιασμενες γκομενες τους. (Εδώ).
είχε κοντέψει να πέσει κάτω ο λιώμας τραγουδιστής-με το ζόρι κρατιόταν όρθιος. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Αυτός που είναι κομμάτια από καταχρήσεις, αλκοόλ, ναρκωτικά, σεξ, εθισμούς, από τα σκατά της ζωής, ο αποδιοργανωμένος, ο καμένος.
«Ρε Σοφία, γιατί πολλές γυναίκες τις τραβάει ο παρακμιακός ο άντρας ο κομμάτιας;»
Πρώτα πρώτα κάνουμε τον ορισμό του παρακμιακού του άντρα του κομμάτια. Είναι ο άντρας ο μαλλιάς (αν και είναι λίγο εκτός μόδας το μαλλί – μπορεί και να το κοψε τώρα- ποτέ όμως δεν έχει αφάνα ή μαλλί μπλε – αυτή είναι άλλη κατηγορία), ο χασικλής, ο νταής, ο ιππότης. Λύκειο πήγε ΣΚΥΠ, Σιβιτανίδειο, Πολυκλαδικό Πειραιά κλπ (μπορεί και στο 1ο Λύκειο Μοσχάτου αλλά χλωμό το κόβω). Φόραγε και βέρμαχτ – τον θυμάστε γιατί είχε μια μυρωδιά μαύρου γύρω τριγύρω. Αν ακόμα δε το πιάσατε πάρτε σκηνικό κινηματογραφικό: Μαλλί μαύρο μακρύ να κρύβει το μισό πρόσωπο – σόλο στην ηλεκτρική κιθάρα – ένα δάκρυ κυλά καθώς ο ήλιος δύει και η Harley ξεκουράζεται στο back ground.
(σ.ς.: Αν θέλετε να μάθετε και γιατί τραβάει τις γυναίκες, δείτε εδώ).
Got a better definition? Add it!
Είμαι πολύ κουρασμένος, είμαι εξαντλημένος, σε βαθμό που δεν έχω δυνάμεις για τίποτα, δεν παίρνω τα πόδια μου. Στα αθλητικά, έχω απαράδεκτη απόδοση, κυρίως λόγω κούρασης πάλι, αλλά και γενικότερα.
Είμαι μεθυσμένος.
Είμαι συναισθηματικά συντετριμμένος.
Κοινό χαρακτηριστικό των εννοιών είναι η ιδέα της ισοπέδωσης, της εξίσωσης με το έδαφος, όπως στο παραπλήσιο είμαι χώμα. Ευνόητο είναι πως λέμε και γίνομαι λάσπη. Υποψιάζομαι ότι αποτελεί περισσότερο βορειοελλαδίτικη έκφραση, αφού το έχω ακούσει ελάχιστα ή καθόλου στα νότια.
Πρβλ. κατεβάζω ασφάλειες, είμαι χώμα, είμαι κομμάτια, είμαι πτώμα, οφ, αλοιφή, κομματιανός, ζόμπι, λιώμα, πίτα, κουνουπίδι αλλά, με άλλη έννοια: λάσπη.
1α. Από εδώ (διασκευή):
Δυστυχώς φίλοι μου μόλις γύρισα απ’ τη δουλειά (και από 3ήμερη αποστολή κιόλας)! Και στην γιορτή μου δούλευα... Είμαι λάσπη παιδιά, πολύ θά ’θελα να ήμουν εκεί στο καλαμπούρι και στην παρέα σας...
1β. Από το μπλογκ ενός κουρασμένου φαντάρου εδώ (γεια σου ρε φίλε Chris-Top...):
Εάν δεν βγάζετε άκρη με πολλά από αυτά που γράφω δεν φταιν τα μάτια σας εγώ είμαι λάσπη και δεν θυμάμαι τι ακριβώς έγραψα στα προηγούμενα posts με αποτέλεσμα πολλές φορές να επαναλαμβάνομαι. Ευχαριστώ για την κατανόηση κωλοφάνταρο είμαι στο κάτω κάτω :)
1γ. Από εδώ:
Στο γκολ, δημιουργεί χώρο ο Μουσλι και από θέση τρέιλερ έρχεται ο Ίβιτς φάτσα ,γι’ αυτό παίζει πίσω από τον Μουσλι και όχι δίπλα, αυτόν τον χώρο εκμεταλλεύεται, δουλεμένο γκολ, και δεν είχε καμιά δουλειά ο Αντου να τον μαρκάρει, ή ο αμ.χαφ ή να βγει πιο ψηλά και γρήγορα ο 2ος σέντερ μπακ. Εάν ο Άρης ήταν λάσπη στον τελικό αλλά έπαιρνε τελικά το κύπελλο με 1-0 θα είχες ΠΟΝΟΚΕΦΑΛΟ;
[Σ.σ. Παραθέτω σαν μπόνους την συνέχεια του κειμένου:] Αγαπάς υπερβολικά την ομάδα σου και δεν βλέπεις τις ατέλειες της, όπως το παθαίνω εγώ με την γυναίκα μου που είναι σαν ινδικός δράκος αλλά... πάρε τα μάτια μου να δεις, εγώ την βλέπω ΚΟΥΚΛΑ.
2α. Από εδώ:
Θωμά γουστάρω!!!Να γίνουμε λάσπη στο τσίπουρο και μετά μια ομαδική κλήση ταξί για να μας γυρίσουνε..!
2β. Από εδώ:
Χρόνια πολλά σε όλους Ίντι και καλή χρονιά. Εύχομαι τα καλύτερα για σένα και όλες τις κούκλες σου. Όπως θα κατάλαβες, είχα γίνει λίγο λάσπη-λιάρδα-χώμα-κουνουπίδι μετά που σε είδα και δεν κατάφερα να έρθω. Να περάσετε καλά!
Got a better definition? Add it!
Άνθρωπος ζαλισμένος ή μεθυσμένος από την κατανάλωση αλκοόλ ή την χρήση ελαφρών ναρκωτικών. Αφορά όμως κυρίως στη χρήση του ναργιλέ.
Πώπω αδερφέ μου! Εχτές στον τεκέ του Τάσου γίναμε όλοι μανουάλια απ' το μπάφο.
Δες και λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Είμαι ντιπ για ντιπ μεθυσμένος. Από τις διάφορες ουσίες που έχουν πιωθεί και ανακατευτεί στο στομάχι αυτού που τα πίνει, μπορούμε να πούμε ότι έχει ένα πλήρως εξοπλισμένο χημείο στο στομάχι του! Χρησιμοποιείται μόνο για αλκοόλ και όχι για ναρκωτικές ουσίες κ.λπ.
Πραγματικός διάλογος:
- Θέλω και 'γω να γίνομαι χημείο κάθε μέρα χωρίς hangover την επόμενη! Yeaaah!
- Άει πλύνε καμιά κατσαρόλα μωρή μπαφλότσα που θες και να πιες κιόλας απ' τα δεκατέσσερα σου...
- Πήγαμε με τον Γιώργο χθες σ' εκείνο το ύπουλο μπαρ που είχαμε δει μαζί, θυμάσαι;
- Ναι, πως ήταν;
- Σκατά! Όλα τα ποτά ήταν μπόμπες! Χημείο γίναμε!
Got a better definition? Add it!