Selected tags

Further tags

Ή καλύτερα: Πες μου ποιος σε γαμεί να του φιλήσω τομπούτσο.

Ανακραγμός καψούρας επί τη θέα μεναγκό που είναι πολλούς τόνους αμαρτωλό, από Λίλιαν και άνω, και που ξυπνάει μέσα μας τον αιρετικό Βορβορίτη, αφού μπορούμε επίσης και να την ρωτήσουμε πες μου πότε έχεις περίοδο, να 'ρθω να μεταλάβω. Πρόκειται εν ολίγοις για το τριφασικό, επικό θεόμουνο της οποίας και η κλανιά είναι βάλσαμο, ο δε πατέρας κατά πάσα πιθανότητα επαγγέλλεται την ζαχαροπλαστική.

Το εν λόγω φιλί είναι αμφίσημο, όπως εν γένει οι φιλούρες. Κατ' αρχήν, πρόκειται για άδολη απότιση σπεκίου στον πέοντα που αγγίζει αυτό το αιθέριο πλάσμα. Υπονοείται, εξάλλου, ότι για να είναι τόσο όμορφη η γυναίκα, κάποιος την ποθεί απύθμενα, και την εγκαλεί στην ομορφιά. Εμείς βλέπουμε το μεναγκό και το ποθούμε μόνο δευτερογενώς, όταν είναι ήδη θεόμουνο. Που σημαίνει ότι κάποιος την έχει ήδη ποθήσει ώστε να την συστήσει ως θεόμουνο. Οπότε ως δευτερογενείς ποθητές εμείς καλούμαστε να συντονιστούμε με την επιθυμία του πρώτου φαλλού, προνομιακού σημαίνοντος κατά Lacan, τον οποίο και προσκυνούμε δίκην θρησκευτικού συμβόλου.

Με λίγη ερασιτεχνική ψυχ-ανάλα, μπορούμε να δούμε εδώ το στάδιο που το παιδί επιγιγνώσκει ότι υπάρχει και κάποιος άλλος που επιθυμεί την μητέρα, ο πατέρας. Όταν όμως φτάσουμε να πούμε αυτήν την φράση, υπάρχει ο κίνδυνος ο πόθος μας για το μεναγκό να έχει πάρει τις διαστάσεις μιας τέτοιας σύγχυσης με το αντικείμενο του πόθου (την μητέρα στην ψυχαναλυτική μυθολογία/μεταφυσική) ώστε να χάνονται τα όρια, και η ποθούσα ετερότητα να μην βρίσκεται πλέον σε εμάς αλλά απέναντι. Είναι το ίδιο φαινόμενο με κάποιους αγαπούληδες, που από την υπερβολική λατρεία προς την γυναίκα, φτάνουν να χαϊδεύουν τα ρούχα της (πιο μετριοπαθής μορφή γουτσισμού), να κοιμούνται όπου κοιμάται αυτή και να φιλάνε τα μαξιλάρια, ή σε πιο σοβαρές περιπτώσεις να φοράνε τα ρούχα, φορέματα, φούστες και κραγιόν της. Εντέλει η επιθυμία οδήγησε σε τέτοια σύγχυση ώστε στο δίπολο εραστή- ερωμένου, ο τοιούτος βρέθηκε στην λάθος μεριά.

Μιλάμε, επομένως, για τον εκ στρέιτ ορμώμενο γκέουλα, που υπέπεσε σε ολίσθηση εξ ακραίου γουτσισμού, ήτοι σε σύγχυση με το αντικείμενο της επιθυμίας και εν τέλει θεώρηση της επιθυμητικής ετερότητας από την μεριά του ερωμένου. Πρόκειται για έναν από τους πολλούς δρόμους για το γκεϊλίκι που αναφέρει ο Otto Kernberg στο βιβλίο του για τον ναρκισσισμό. Σε ακραίες περιπτώσεις ο ασπασμός του πέοντος του πρώτου ποθούντος μπορεί να πάρει και μορφή υποταγής στον κατέχοντα την εξουσία, όπως είναι άλλου είδους φιλιά, λ.χ. φιλάω κατουρημένες ποδιές, φιλάω τ' αρχίδια / τον κώλο τινός.

Για την ιστορία έτσι το γύρισε και ο γνωστός μας Πέρι της Λιλιανάδας, που η υπερβολική του λατρεία προς το Λίλιαν τον έφερε στο πουστρηλίκι (βλ. παράδειγμα).

Ο Πέρι, ευυπόληπτος μέχρι τότε οικογενειάρχης, με ελαφρά κοιλίτσα και αρχή φαλάκρας, βγαίνει από την πολυκατοικία του, και αίφνης αντικρύζει το Λίλιαν να περνάει. Δεν μπορεί να συγκρατήσει τον ψίθυρο, που εντέλει απετέλεσε ιαχή.
- Πες μου ποιος σε γαμεί να του φιλήσω τον πούτσο!
Το Λίλιαν που άκουσε, γυρίζει και με αφοπλιστική κυριολεξία απαντά:
- Ο Βάγγελας.
Ο Πέρι ύστερα από μια στιγμή σκέψης:
- Μήπως έχεις το τηλέφωνό του;

(Από την ραψωδία Γάμα της Λιλιανάδας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απ’ το πολυσήμαντο çelik (βλαστός / μπόλι από φυτό / πετώ βλαστάρι / κλαδί - βέργα για στερεό φύτεμα / ατσάλι).

Σημαίνει:

  1. βέργα, μπόλι, κλαδάκι αλλά κυρίως ατσάλι (και ατσαλόπλακα). Εξού η τσιλικόβεργα, η τσιλίκα/τσαλίκα και οι τσιλιγκίριδες/τσιλιγκιρίδες (συχνό σύγχρονο επώνυμο το Τσιλιγκιρίδης) ήταν οι μάστορες που έβαφαν κι επεξεργάζονταν το ατσάλι,

  2. όταν μιλάμε για τη σωματική υγεία κάποιου: ατσαλένια και δηλώνει πως ο εν λόγω είναι υγιέστατος / τετράγερος / ρωμαλέος (απ' το τούρκικο çelik gibi),

  3. το παραδοσιακό παιδικό παιχνίδι (κατά τόπους: τσαλίκα τσουμάκα –έτσι το έλεγα εγώ- ή τσελίκ τσομάκ ή τσιλίκα ή τσάλτικα ή τσελίκι) που παίζεται με δυο ξύλινες βέργες τη μια (τσαλίκα) μακρύτερη της άλλης που είναι μυτερή στις άκρες (τσιλίκι) με σκοπό χτυπώντας το τσιλίκι με την τσαλίκα μια ομάδα παιδιών να το στείλει μακρύτερα απ’ την άλλη. (απ’ το τούρκικο παιχνίδι çelik çomak), (μέχρις εδώ, τίποτε το σλαγκικό),

  4. όταν μιλάμε για πράγματα: το γερό, το ανθεκτικό, που δουλεύει άψογα,

  5. το άκαμπτο πέος εν στύση.

  6. Προφανώς, η φράση: «άδειο το μουνί, να παίξει την τσιλίκα» εννοεί στην κυριολεξία πως το μουνί όταν είναι άδειο θα κάνει παιχνίδι με την ψωλή (άδειο: ελεύθερο από ..δουλειά –«δεν αδειάζω» λέμε όταν δεν ευκαιρούμε να κάνουμε κάτι-) . Και παίρνει την κυρίως χρήση της με την ειρωνική έννοια «Δεν μπορώ να ασχοληθώ μ' αυτό τώρα», «άλλη δουλειά / άλλο χαβά δε είχα...», «αυτό μου έλειπε τώρα» που αναφέρεται εδώ, βλ και σχόλιο.

  1. «Μη σε γελάει το μάχιμο αμάξωμα, το μοτέρ είναι τσιλίκι».

2 & 5
-Μα πιο πολύ με τα γεράματα με πειράζει που δε σηκώνεται να κάνω πράξη.
-Σοβαρά; Τι λες ρε συ!! Εμένα, τσιλίκι!!
-Σώπα ρε!! Μεταξύ μας τώρα!!
-Εε!! Δεν ήμαστε μωρά!! Ρώτα και την κυρά!! (sic)

  1. «…Μα την αλήθεια, όμως κόρη μου, δε μου αρέσει, αν όχι για τίποτε άλλο παρά μόνο γιατί είναι στρατιωτικός : όλοι τους είναι φωνακλάδες, μα ψάξε τους και δε θα βρεις ούτε ένανε χωρίς κάποιο κρυφό κουσούρι ή κάτι άλλο• που τους εμποδίζει να την έχουνε τσιλίκι. Και το χειρότερο, δε μ’ αρέσει γιατί κρέμονται τα κωλιά του : μόλο που μπορεί να είχε πέραση αν έλλειπαν οι άλλοι άντρες, πάλι δε θα ’ταν ο άντρας που θα διάλεγα...» (από μεταφρασμένο θεατρικό)

  2. Το παράδειγμα εδώ είναι άψογο. (Το λήμμα το ανέβασα μόνο και μόνο για την κατανόηση μέσω του 5 που θεώρησα πως έλειπε).

Κυνήγι της μπάλιζας (φαλαρίδας) από μονόξυλο στην αποξηραμένη σήμερα, Λίμνα. Διακρίνεται το τσιλίκι, το ξύλο με το οποίο ωθούσαν τη βάρκα στα ρηχά νερά. (από sstteffannoss, 14/12/10)"Οι πιτσιρίκοι". Το ξυλίκι ακούγεται στο 0:16-0:17, αλλά και σε άλλα σημεία του τραγουδιού (από GATZMAN, 15/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Αρχίδια πατέρα, στον κώλο σου γιε μου».

Εμφατική παραλλαγή της έκφρασης, από μόνη της προκαλεί απόγνωση σε όποιον την χρησιμοποιεί. Ενδεχομένως να δηλώνει το αβοήθητο του χρήστη της.

- Τρεις μήνες απλήρωτο το νοίκι, σε λίγο θα μας πετάξουνε στο δρόμο. Κι αυτός ο μαλάκας ο ιδιοκτήτης στην αρχή έλεγε «μη σε νοιάζει, θα τα βρούμε», και τώρα στέλνει εξώδικα...
- Αρχίδια πατέρα...
- Στον κώλο σου γιε μου. Σου λέω την έχουμε βάψει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γυναικολογικά, τουτέστιν:

  1. τα όργανα (σάλπιγγες, ωοθήκες, μήτρα, κλπκλπ.)
  2. τα προβλήματα (παθήσεις, αρρώστιες, ενοχλήσεις)
  3. τα ορμονικά...
    και τέλος
  4. τα σχετικά σλανγκολήμματα (στα δώδεκά μου, μουνίλα, καφέ, ροζ, κλπ ορεκτικά).

Είναι αρκούντως πρόστυχη ή τεσπα υποτιμητική λέξη, αλλά χρησιμοποιείται και όταν θέλουμε να αστειευτούμε ή να μην δείξουμε ότι πρόκειται περί σοβαρού προβλήματος.

  1. Πέρασε κιόλας χρόνος, ήρθε η ώρα να κάνω πάλι τσεκάπ στα μουνικά ρε πστ.

  2. Πρέπει να πάρω δύο βδομάδες οφ, έχω θέμα με τα μουνικά, παίζει να κάνω επέμβαση.

  3. Πάλι σε πιάσανε τα μουνικά σου και μας πρήζεις τ' αρχίδια;

βλ. και υδραυλικά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός ανθρώπου τιποτένιου, που κολακεύει τους άλλους με τρόπο ταπεινωτικό και εξευτελιστικό για τον εαυτό του, για να πετύχει αυτό που επιδιώκει.

Αυτός ο τύπος ο φίλος σου είναι κάπως κωλογλείφτης.

Ναυτία - Κωλογλείφτης (από vikar, 13/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σωστή μορφή είναι: «Έχει της ψωλής του το χαβά.»

Το τούρκικο hava είναι πολυσήμαντο και σημαίνει αέρας – άνεμος - ατμόσφαιρα, καιρός – κλίμα, μελωδία – σκοπός – τόνος - ύφος, διάθεση (όπως αναφέρει κι ο poniroskylo).

Κυριολεκτικά, θα μπορούσαμε να το εκλάβουμε σαν τον σκοπό που κελαηδάει η ψωλή, κοινώς το οργασμικό χύσιμο.

  1. α. Όταν αναφέρεται σε παρθένους εφήβους, υπονοεί πως ο νεαρός μόλις ανακάλυψε τις χαρές της μαλακίας κι επιδίδεται σ’ αυτήν με το γνωστό ζήλο –κόλλημα του νεοφώτιστου.

β. Για μεγαλύτερες ηλικίες σημαίνει πως ο λεβέντης το ‘χει ρίξει στο γαμήσι και δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο.

Δεν είναι πάντα κακό. Ένα υγιές γερό ξεθόλωμα όταν είσαι πάνω στα ντουζένια σου μπορεί να προκαλεί από καμάρι μέχρι ζήλια στον περίγυρο. Σ’ αυτήν την περίπτωση μπορεί να μιλάμε και για μια καθόλα υγιή ερωτική σχέση που βρίσκεται στα μέλια.

Το πρόβλημα ξεκινά όταν παραμελούνται η δουλειά ή/και οι υποχρεώσεις απέναντι σε όσους εξαρτώνται απ’ εσένα, οπότε σε θεωρούν γραψαρχίδα και φιλοτομαριστή. Συχνή περίπτωση ο ξεμυαλισμένος μεσήλικας σε κρίση που μια καπάτσα μουνίτσα τον έβαλε στο βρακί της και του τα τρώει χοντρά, ρημάζοντας οικογένεια, επιχείρηση και μπαγιόκο.

Γενικά, η κοινωνία αν κι έχει ωραιοποιήσει κι εξιδανικεύσει τον έρωτα, είναι πάντα εναντίον του ερωτικού πάθους, που μπορεί να τινάξει βασικές της δομές στον αέρα (ιδιοκτησία, οικογένεια, εργασία, υπακοή σε θρησκευτικές, πατριωτικές κι εκάστοτε ηθικές αρχές ακόμη και την εξουσία), εξού κι η κατεξοχήν αρνητική χροιά της έκφρασης. Με κάτι τέτοια η κενωνία προσπαθεί να επαναφέρει στην τάξη τα ..ξεστρατισμένα τέκνα της.

Τα: χασίσι, γαμήσι κι επιστροφή στη φύση και αφήστε τα μίση και πιάστε το γαμήσι δεν είναι τυχαία ούτε αφελή και κατά μια έννοια μπορούν να θεωρηθούν αντίθετα.

  1. Στην έκφραση «Ο καθένας της ψωλής του το χαβά» σημαίνει ο καθένας με τη λόξα / εμμονή / γνώμη / άποψή του κι εντέλει τη μαλακία του.

Συνώνυμο με τα σεμνότερα Καθένας ό,τι θυμάται χαίρεται Καθένας το μακρύ και το κοντό του.

Υπονοεί το αγύριστο κεφάλι, τον κολλημένο, που εγωιστικά προωθεί την εξαιρετικά περιορισμένη άποψή του σε κάποιο ζήτημα.

1.α. –Τι κάνει ο εγγονός μου;
- Τι θες να κάνει; Της ψωλής του το χαβά έχει. Τα ‘χει φορτώσει όλα στον κόκορα και κλειδώνεται με το λάπτοπ στην τουαλέτα με τις ώρες. - Δεν τον πας σε κάνα μπουρδέλο να πάρει μπρος, να βγει κι από το σπίτι;
- Μα τι μου τσαμπουνάς τώρα!!
- Ναι καλά!! Ξέχασες τα δικά σου. Πες του πως είναι δώρο απ ‘τον παππού.

1.β.i. …Λάθος της μεγάλο που ρωτάει τώρα τί πρέπει να κάνει, αφού κάνοντας τα στραβά μάτια ωθούσε τον άντρα της να απιστήσει, και βέβαια λάθος και του συζύγου που αντί να μεριμνεί για την οικογένειά του, μεριμνούσε μόνο για της ψωλής του το χαβά... (αγορασμένο και προσαρμοσμένο).

1.β.ii. ...και το χαστούκι που έφαγε η Δήμητρα νομίζω πως έπρεπε να το είχε φάει ο Aνδρέας, γιατί ενώ κυβερνούσε είχε της ψωλής του το χαβά…
(δημοσιευμένο σε εφημερίδα το Νοέμβριο του ‘97)

2.α. Εδώ ο κόσμος καίγεται και τα κόμματα το καθένα της ψωλής του το χαβά
(αγορασμένο και προσαρμοσμένο).

2.β. –Λόγω κρίσης θα μειωθούνε και τα κονδύλια για την Υγεία την Παιδεία και τον Πολιτισμό.
- Αμάν! Λες να μη στείλουμε φέτος τίποτε στη Γιουροβίζιον;
- Ω! ρε πούστη μου!! Ο καθένας της ψωλής του το χαβά εδώ μέσα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Μπάμπης μας πληροφορεί ότι η πουτάνα ετυμολογείται εκ του λατινικού putidus, τουτέστιν: σάπιος, ρυπαρός και δύσοσμος.

Πριν όμως οι Λατίνοι ανακαλύψουν τις μαράκες, στα μέρη μας η εταίρα Φρύνη προσέφερε δωρεάν φραπέ στο Διογένη επειδή θαύμαζε το μυαλό του, η δε ιερόδουλη Διοτίμα έδινε τον απόλυτο ορισμό του έρωτα στο κάθε άλλο παρά πλατωνικό Συμπόσιο.

Βρωμιάρες λοιπόν ή καθαρές, αγαπάμε πουτανίτσες και ξέρουμε και να τις στολίζουμε:

  1. αδερφή του ελέους
  2. αδήλωτη
  3. ακουσμένη
  4. ακριβοπουτάνα
  5. αλανιάρα
  6. αλητόμουνο
  7. αμαρτωλή
  8. αμαρτωλό
  9. ἀνασεισίφαλλος
  10. απ’ αυτές
  11. αρτίστα
  12. αρχιπουτάνα
  13. αρχιπουτανάρα
  14. αρχιπούτανος
  15. ατιμασμένη
  16. αὐλητρὶς
  17. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  18. βακέττα
  19. βιζιτού
  20. γεβεντισμένη
  21. γελασμένη
  22. γιαουρτομούνα
  23. γκαζοχωρίτισσα
  24. γκομενοφάση
  25. γκουφουέ
  26. γκοντώστρα
  27. γυναίκα της περιπατητικής σχολής
  28. γυναίκα του δρόμου
  29. γυναίκα του ημίκοσμου
  30. δηλωμένη
  31. δημόσια
  32. δημόσιο
  33. διαβολογητεύτρα
  34. δρομάς
  35. εκδιδόμενη
  36. ελευθεριάζουσα
  37. ελευθέρων ηθών
  38. επαγγελματίας
  39. επιλήψιμου διαγωγής
  40. έπιπλο
  41. e-πούτανος
  42. εργαζόμουνα
  43. έσκορτ
  44. εσκορτίδιο
  45. εταίρα
  46. ζιγκολέτ
  47. η Άντα που κάνει τα πάντα
  48. η Λόλα που τα κάνει όλα
  49. ημιπαρθένος
  50. Θαΐς
  51. ιερόδουλος
  52. ἱπποπόρνος
  53. καθαρή
  54. καλοπλυμένη
  55. καλντεριμιτζού
  56. καλντερίμω
  57. καλτάκα
  58. καμπαρετζού
  59. καρακαλτάκα
  60. καρακαχπές
  61. καραμουτζού
  62. καραμπιτσαριώ
  63. καραπουτάνα
  64. καραπουτανάρα
  65. καραπουταναριό
  66. καραπούτανος
  67. καραρουσπού
  68. καριόλα
  69. καριολάϊν
  70. καριολίνα
  71. καριολοτσιμπουκογλείφτρα
  72. κασαλβάς
  73. κασσωρίς
  74. καταπιοσπερμιόλα
  75. καχπές
  76. κικαρού
  77. κοινή
  78. κοκότα
  79. κομμώτρια
  80. κοντοπούτανος
  81. κορίτσι
  82. κορίτσι της χαράς
  83. κορίτσι για σπίτι
  84. κότα
  85. κουβεντιασμένη
  86. κουνίστρα
  87. κουρκουλετζού
  88. κουρτεζάνα
  89. κόφα
  90. κούρβα
  91. κουφάλα
  92. κρυφή
  93. κρυφοπουτάνα
  94. κρυφοπούτανος
  95. κυρία Καριολίδου
  96. κωλοκουνίστρα
  97. κωλοπετσωμένη
  98. Λαΐς
  99. Λάουρα
  100. λεγάμενη
  101. λεγόμενη
  102. λεωφόρος
  103. λικνιτζού
  104. λινάτσα
  105. λουλούδα
  106. Λυδία
  107. Μαγδαληνή
  108. μαντενούδα
  109. μαντετούτα
  110. μαντινούδα
  111. μαντιτούτα
  112. μαντονέτα
  113. μεγαλοκυρά
  114. μεσσαλίνα
  115. μετρέσα
  116. μιαμόρ
  117. μιξοπαρθένα
  118. μισοπαρθένα
  119. μισότριβη
  120. μοντέλο
  121. μορόζα
  122. μουνόσκυλο
  123. νανά
  124. νίτσα
  125. ντάνα
  126. ντροπιασμένη
  127. νυχτολουλούδα
  128. νυχτοπόρτισα
  129. ξεβγαλμένη
  130. ξεκωλιάρα
  131. ξέκωλο
  132. ξεκωλοπουτανόμουνο
  133. ξελόντζα
  134. ξεμπούρδελο
  135. ξεπατωμένη
  136. ξεσκισμένη
  137. ξετσίπωτη
  138. ξεψώλι
  139. όργανο ηδονής
  140. παλιογύναικο
  141. παλιοθήλυκο
  142. παλιοκόριτσο
  143. παλιοσκρόφα
  144. παλλακίδα
  145. παλλακίς
  146. πάνδημος
  147. παξιμάδα
  148. παξιμαδοκλέφτρα
  149. παπαδοξηλώτρα
  150. παξιμάδω
  151. παραστρατημένη
  152. παρδαλή
  153. πασιπόρνη
  154. παστρικιά
  155. πατσαβούρα
  156. πεταλούδα
  157. πεταλούδα της νύχτας
  158. πηδιόλα
  159. πινεζοπούτανο
  160. πλανεμένη
  161. πλύμα
  162. πολιτική
  163. πολιτικιά
  164. πομπεμένη
  165. πόπη
  166. πόρνη
  167. πόρνη πολυτελείας
  168. πορνίδιο
  169. ποττάνα
  170. πουλημένη
  171. πουσουέ
  172. πουτανάκι
  173. πουταναριό
  174. πουτανέλι
  175. πουτανίδιον
  176. πουτανικός
  177. πουτανίτσα
  178. πουτάννα
  179. πουτανοθήλυκο
  180. πουτανοθήλυκο του ανέμου
  181. πούτανος
  182. πουτανογκαβλιάρα
  183. πουτανόθρεμμα
  184. πουτολένη
  185. πουτσαρπάχτρα
  186. πουτσοπόρνη
  187. πουττάνα
  188. putz Frau
  189. πτωχελένη
  190. πωροπούτανο
  191. ρουσπού
  192. ρουφιάνα
  193. σιφιλιάρα
  194. σκεύος ηδονής
  195. σκρόφα
  196. σκύλα
  197. σκύλλη
  198. σοκακού
  199. σουρλουλού
  200. σουρτούκω
  201. σπιτικιά
  202. σπιτωμένη
  203. συνοδός
  204. τάνα
  205. την έχει καπατμά
  206. της αρέσουν τα ξινά
  207. του γλυκού νερού
  208. του δρόμου
  209. τουρίστρια
  210. τραμπαλέτα
  211. τροτέζα
  212. τρύπερ
  213. τσαπερδόνα
  214. τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα
  215. τσούλα
  216. τσουλάκι
  217. τσουλί
  218. φακλάνα
  219. φθηνή γυναίκα
  220. φραπεδιάρα
  221. Φρύνη
  222. φτηνή πουτάνα
  223. φτηνοπουτάνα
  224. χαζοπουτάνα
  225. χαμαιτύπη
  226. χαμούρα
  227. χανιώλα
  228. χαλκιδῖτις
  229. χαρχάλα
  230. χορεύτρια
  231. χορηγούμενη
  232. χωνί
  233. ψυχικάρα
  234. ψυχοπουτάνα
  235. ψωλαρπάχτρα
  236. ψωλομαζεύτρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απ' ότι ξέρω, ο μπουλκουμές είναι ένας άλλος χαρακτηρισμός του πέους, κοινώς πούτσος. Προέρχεται από τον μπούλο και από μια κατάληξη που δεν γνωρίζω την καταγωγή της.

Το λήμμα ήταν μια προσφορά στο δημόσιο πρόχειρο.

Λοιπόν Κωστή αν θες μου λες
τι να 'ναι τάχα ο μπουλκουμές.

"Αμέρικαν κλαρινέ" το λέει ο Μπουγάς. (από Khan, 28/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Ποιον πρέπει να γαμήσω/πηδήξω για να γίνει το x πράγμα;».

Μάλλον αμερικανικής προελεύσεως έκφραση (who do I have to fuck κλπ). Δηλώνει αγανάκτηση για υπηρεσία η οποία, ενώ οφείλεται και αναμένεται, δεν παρέχεται, καθυστερεί ή παρουσιάζει εξοργιστικές επιπλοκές στην πράξη.

Το fuck στα αγγλικά σημαίνει ό,τι και το γαμάω / πηδάω στα ελληνικά, με την επιπλέον σημασία του κάνω σεξ με κάποιον ασχέτως ρόλου (το λένε και οι γυναίκες δηλαδή, αντί του κάθομαι σε κάποιον).

Μετά από αναμονή που μας φαίνεται ατελείωτη, μετά από πολλά μπερδέματα και πολλές προσπάθειες από μέρους μας, φτάνουμε σε ένα σημείο που είμαστε πρόθυμοι να ανταλλάξουμε το κορμί μας για το πολυπόθητο αποτέλεσμα. Το μόνο που δεν ξέρουμε είναι ποιος θα το πάρει ώστε να κλείσει το deal, και αυτό ακριβώς ρωτάμε, για να τελειώνουμε.

Επειδή όμως στα ελληνικά η σημασία του γαμάω ως τιμωρώ/δέρνω είναι πιο συνηθισμένη απ' ό,τι στα αγγλικά, η φράση έχει σχεδόν πάντα διπλή σημασία: «σε ποιον πρέπει να πουλήσω το κορμί μου» αλλά και «ποιον πρέπει να δείρω για να έχω επιτέλους το τάδε».

  1. Από εδώ:

- Ποιον πρέπει να πηδήξω για να πιω ένα καφέ;
- τον παγκο εκει στο βαθος... απο πισω θα βρεις την καφετιερα lol.

  1. Από εδώ:

Ποιον πρέπει να πηδήξω για να κάτσει επιτέλους κάποιο συνθηματικό; Όσες φορές μπήκα, ήταν αφού αναγκάστηκα να κάνω αίτηση καινούριου συνθηματικού, το οποίο δεν μπόρεσα ποτέ να κάνω πράσινο(ούτε καν πατώντας αμέτρητα τυχαία πλήκτρα) και άσχετα με το αν χρειάζεται ή όχι να είναι πράσινο(ασφαλές), αφού γράψω το συνθηματικό, το επιβεβαιώσω και σώσω τις αλλαγές, αν κάνω [...]

  1. Από εδώ:

Οκ, τέρμα η πλάκα, ποιον πρέπει να γαμήσω για να ξεκολλήσουμε από τον κουραδόβαλτο; Είμαι και large ο πούστης, το ξεμάτιασμα έπρεπε να το παραγγείλω για την πάρτη μου...

  1. Από εδώ:

Δηλαδή, Ποιόν Πρέπει Να Γαμήσω Για Να Έχω Ίντερνετ; Σήμερα θυμήθηκα μια φίλη από το πολύ βαθύ παρελθόν. Συνήθιζε να πηγαίνει σε δημόσιες υπηρεσίες για διάφορες δουλειές κι όταν έβρισκε τον γνωστό τοίχο, φώναζε: «Δηλαδή, πρέπει να γαμήσω κάποιον για να κάνω την δουλειά μου; Όχι πείτε μου, αν είναι να το δούμε...»

  1. Σε άλλη μορφή από εδώ, με σαφώς πιο κυριολεκτική σημασία:

πω πω ζηλεύω και θέλω κ εγώ εκπομπή!!!! επιτέλους.....σε ποιον πρεπει να κατσω για να μου δώσει εκπομπη στο πανμέγιστο μοναδικό και ανυπέρβλητο PamakRadio;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified