Selected tags

Further tags

Αιδοίο το οποίο από τη συχνή και επίπονη διείσδυση από ανδρικά μόρια έχει χάσει το σφρίγος και έχει κρεμάσει. Δηλαδή με λίγα λόγια όταν ένα αιδοίο ξεχειλώνει.

Πω ρε Αγησίλαε. Τη θυμάσαι εκείνη τη σαραντάρα που γνώρισα τις προάλλες; Ε, μάπα το καρπούζι. Για να μη στα πολυλογώ το μουνί της ρε φίλε ήταν μπριζολιασμένο και σιχάθηκε η ψυχούλα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Σούλι είναι περιοχή της Ηπείρου όπου το νερό δεν ευρίσκεται σε ικανοποιητική επάρκεια. Ο επιθετικός προσδιορισμός “Σουλιώτικο” λοιπόν, εν προκειμένω, δεν υποδηλώνει τόσο γεωγραφικό ή τοπικό προσδιορισμό, ούτε ενέχει κάποια εθνικοπατριωτική σημασία, όσο εννοεί την έλλειψη υγρής τριβής μεταξύ δυο η περισσότερων τριβομένων επιφανειών.

Κατά συνέπεια, όπως ορθώς θα έχετε αντιληφθεί, ως σουλιώτικη χαρακτηρίζεται η στεγνή, ξηρά, άνευ σιέλου ή έτερου λιπαντικού σεξουαλική συνεύρεση, η οποία και συνοδεύεται αναπόφευκτα και με έντονη αίσθηση άλγους.

Κατ' αντιστοιχία αναφέρεται και το «σουλιώτικο ξύρισμα» που πραγματοποιείται όχι μόνον απουσία αφρού ξυρίσματος, αλλά και με την ολοσχερή έλλειψη ή άνευ χρήσης του απλού ύδατος.

- Την έστρωσα κάτω και της έκανα ένα γαμήσι ...σουλιώτικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται επίσης για να καταδείξει τον κόλπο γεννητικού οργάνου κοινής ή ελαφρών ηθών γυναικός, του οποίου το μέγεθος είναι πέραν του κανονικού.

Αυτό μπορεί να συμβεί από την κατάχρηση του κόλπου για σεξουαλική ευχαρίστηση, με τη χρήση αντρικών μορίων, ομοιωμάτων αυτών ή άλλων αντικειμένων.

Το αποτέλεσμα είναι ο ευμεγέθης αυτός γυναικείος κόλπος να φέρνει στο νου την διάμετρο μιας εξίσου ευμεγέθους ζάντας, όπως για παράδειγμα αυτής της καλογυαλισμένης ζάντας 21'' που αναφέρει ο φίλος deusxt παραπάνω.

Βλέπε και της έκανα το μουνί πηγάδι.

- Και εγώ σου λέω ότι και ως πόλεμος του κόλπου μπορεί να θεωρηθεί και ο πόλεμος στην Τροία.
- Στην Super 3;
- Τη λε ρε βρομοσκούληκο! Της Τροίας εννοώ, με τον Πάρη και την ωραία Ελένη, η οποία είναι γυναίκα και η οποία διαθέτει...
- Ε, τι; δε ξέρω...
- Διαθέτει κόλπο βρε όργιο, μουνί πως να στο πω, εξ ου και πόλεμος του κόλπου!
- Ζάντα της το είχανε κάνει δηλαδή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πράξη του να κάνεις γαργάρα με τα φλόκια του εραστή σου μετά το πέρας του στοματικού σεξ, μια πρακτική μερικά κλικ πιο κίνκι από την απλή κατάποση και πουτσοστράγγιγμα της νοικοκυράς.

Χρησιμοποιείται περισσότερο συνεκδοχικά για να χαρακτηρίσει πρόσωπο που υποτίθεται ότι επιδίδεται στην πρακτική αυτή όντας κοπέλα τελειωμένη, και μάλιστα λιγότερο γυναίκα, και κυρίως φετινό γκέι. Γενικότερα χρησιμοποιείται ως ύβρη. Συχνότερα στο αρσενικό σπερματογαργάρας, ο.

  1. tis manas sou to mouni paliokarioli spermatogargara pou tha miliseis esy gia tin thessaloniki kai ton paok.paliopousti gamimene (ΠΑΟΚ είναι εδώ)

  2. sa pi8ikos einai o kariolhs o antras hahahahh! h palio spermatompoukostra, sifilokolos, arxidozalistras, spermatogargaras, kai de 3erw ti allo... 8a tou skasw ena poutsoskampilo me to kavli mou kai 8a ton kanw 100.000 zhmia...
    (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φίκος κρητιστί. Μάλλον από το ιταλικό becco (=ράμφος) > η μύτη ενός αιχμηρού αντικειμένου, η μπίκα.

Ο όρος αυτός αφορά το σεχ και όχι τον άντρα, αντίθετα με τον όρο μπήκας -βλ. και σχόλια.

Ασίστ: nick

Κρήτη, 2010, μέγα συμβούλιο περί δια μπάτσελορ πάρτυ:
Α: - Πού θα το βοrτάρουμε το γαμπρουrάκι μας απόψε;*
Β: - Χανιά, Χανιά!
Γ: - Εκειά μόνο θα τονε 'γγίζει. Επά πέρα στο Ρέθυμνο θα ρίξει και κανα μπίκο...

*βλ. σχόλιό μου στο άρτζι μπούρτζι και ρουλάς

(Μ) πίκος απίκος εκ Φρουτοπίας (από GATZMAN, 03/10/10)

βλ. και μπίκας, μπήκας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πήδος, εξελληνισμός του αγγλικού fuck και λογοπαίγνιο (άσχετο) με το φυτό Φίκος.

Η λέξη «πήδος» είναι πολύ φανταχτερή, επική θα λέγαμε, περιγράφει δηλαδή μια πράξη που μας άφησε πολύ ικανοποιημένους -ως προς το εγώ μας τουλάχιστον, ενώ ο φίκος δεν έχει τόση δύναμη σαν όρος, το λέμε χαριτολογώντας ή υποτιμητικά.

Λέγεται και φίκουλας.

Τι λέει ρε μεγάλε το πάρτυ, ποιους έχεις καλέσει; Θα πέσει κανας φίκος ή θα ξενερώσουμε πάλι;

ο μπίκος του φίκου (από ironick, 02/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με -υ- σημαίνει: ο παλιόπουστας που έχει αποτύχει στο να τον χύσουν οι γαμιάδες του στη μάπα.

«...Εκτός από καραφλόπουστας σαπιοκοιλιάς, είσαι και αποτυχυμένος...»

(από την Μαύρη Φατρία)

αποτυχυμένη (από Marco De Sade, 30/09/10)Αθάνατες λαϊκές επιτυχίες! (από Khan, 01/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός ιδιαίτερα αποβλακωμένου ανθρώπου. Στην τροφική αλυσίδα των μουρόχαβλων, οι μουνόχαυλοι διεκδικούν τον κατώτατο και ασθενέστερο κρίκο, αυτόν που ξύνει τον πάτο του βαρελιού.

Εκ του μεσαιωνικού μουνίον > αρχ. μνοῦς (μαλακό χνούδι) και του χαῦνος (ελαφρόμυαλος).

- ΚΑΤΑΡΧΗΝ ΑΣ ΑΡΧΙΣΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ...ΕΙΣΑΙ ΜΥΞΙΑΡΗΣ, ΒΑΡΒΑΡΟΣ ΚΑΙ ΑΝΕΡΑΣΤΟΣ ΣΚΑΤΟΜΠΙΝΕς .....ΛΟΙΠΟΝ ΣΟΥ ΑΡΕΣΕ ;;; ΘΕΣ ΚΙ ΑΛΛΟ ;;; ΕΙΣΑΙ ΠΑΠΑΤΖΗς ΠΟΡΔΟΣΤΟΥΠΗς ΧΑΣΚΟΚΩΛΗς ΚΑΙ ΜΟΥΝΟΧΑΒΛΟΣ ΜΙΝΑΡΕΣ!!! ΚΑΙ ΕΙΣΑΙ ΜΠΑΛΑΜΟΥΤΗΣ ΣΑΚΟΡΑΦΑΣ ,ΧΡΕΖΟΠΑΣΤΑΣ ΧΩΣΣΤΑΜΕΡΗΣ ΚΑΙ ΧΟΛΟΒΛΩΤΡΙΦΤΗΣ ...ΕΙΣΑΙ ΕΝΑΣ ΧΑΜΕΝΟΣ ..ΤΩΡΑ ΕΙΣΑΙ ΕΝΤΑΞΥ;;;; ΤΗΝ ΠΗΡΕΣ ΤΗ ΔΟΣΗ ΣΟΥ;;; ΓΙΑ ΝΑ ΔΩ ΒΓΗΚΕ Η ΑΡΑΧΝΗ ;;;;;;;
(ψυχανάλυση, εδώ)

- ηρθαν και καποιοι μουνοχαυλοι, που ειτε διαβαζουν για κονσερβοκουτια και νομιζουν οτι αναστηθηκε ο Βελουχιωτης, ειτε διαβαζουν για παλουκια και ερεθιστηκε η ψωλοπροοδευτικη κωλοτρυπιδα τους, ειτε ειναι μπηχτες του διαδικτυου...
(πολιτικές επισημάνσεις, εκεί)

- Βρε αποβλημα γεννας ειπα το αντιθετο;
- α τραβα ρε μαλακα.
- τοσο μουνοχαυλος εισαι.
(εποικοδομητικός διάλογος, παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψώλαρχος είναι αυτός που όχι μόνο έχει αναγάγει την μαλακία σε τέχνη αλλά επιδίδεται συνεχώς και καθημερινά σε διάφορες ψωλιές με τέτοια πειθαρχία που θα εντυπωσίαζε και τον διοικητή του Κ.Ε.Ε.Δ (Κέντρο Εκπαίδευσης Ειδικών Δυνάμεων).

Χαρακτηριστικό του ψώλαρχου, η απάθεια που δείχνει στην ομήγυρη μετά το πέρας της εκάστοτε αποστολής (ψωλιάς). Ο συνειδητοποιημένος ψώλαρχος δεν παίρνει ποτέ αιχμαλώτους (η ψωλιά που θα κάνει είναι σχεδόν πάντα critical) και μάλιστα δεν του περνάει ποτέ από το μυαλό ότι η πράξη του έχει καταστροφικές συνέπειες για τους γύρω του, ενώ ενίοτε μάλιστα πιστεύει ότι λειτουργεί για χάρη της μακροημέρευσης και ευδαιμονίας ημών.

Φήμες λένε ότι μπορείς να τον αναγνωρίσεις εύκολα από τις 2 φλόγες και την χρυσή ψωλή που έχει στο πέτο του, όμως επειδή δεν υπάρχουν επίσημες μαρτυρίες για κάτι τέτοιο, είναι πιθανότερο να τον αναγνωρίσετε πχ. στο πρόσωπο του ταρίφα που αλλάζει λωρίδες απροειδοποίητα και άνευ φλας, στο πρόσωπο του δημάρχου που θα υπογράψει μια σύμβαση η οποία θα αλλάξει προς το χειρότερο τη ζωή των κατοίκων του δήμου του για τα επόμενα 43 χρόνια, στο πρόσωπο του μπάτσου που θα σε γράψει χωρίς κανένα λόγο και θα σου κάνει και μάθημα περί συμπεριφοράς από πάνω, κτλ.

Δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να συγχέεται με τον απλόψωλίστα, ο οποίος είναι κάμποσες κατηγορίες κάτω στην ιεραρχία. Το κοινό τους σημείο είναι ότι και ο ψώλαρχος από ψωλίστας μάλλον ξεκίνησε κατά πάσα πιθανότητα.

Η παραδοχή δε, του να γεννηθεί κάποιος απευθείας ψώλαρχος προκαλεί ρίγος ακόμα και στη σκέψη και δεν επιβεβαιώνεται, αλλά και δεν μπορεί (τουλάχιστον) επιστημονικά να αποκλειστεί.

- Καλά, τις προάλλες στην Βουλιαγμένης μού μπήκε ένας ταρίφας από δεξιά σφήνα χωρίς φλας ...
- Έπεσες μάλλον σε μεγάλο ψώλαρχο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και το λήμμα έχει ήδη αναρτηθεί, όφειλα να επισημάνω και τον ακόλουθο ορισμό, για να ολοκληρωθεί το σύμπλεγμα σημασιών και χρήσεων του όρου.

Ξεροχύνω: έρχομαι μεταφορικά σε οργασμό, άνευ σεξουαλικής πράξης ή και πρωταρχικής σεξουαλικής διέγερσης - καύλας από εξωτερικό ερέθισμα (εικόνα σεξουαλικού πλάσματος, βρώσις διεγερτικών εδεσμάτων, όσφρησις διεγερτικών αρωμάτων, κατουρόκαυλες, κ.ο.κ.), ως αρσενική λειτουργία.

Συνώνυμο των «γουστάρω τρελά», «έχω καρακαυλώσει», «έχω χαρά μεγάλη», «είμαι ανεβασμένος»...

Αναλυτικότερα: χύνω χωρίς σπέρμα, χωρίς υγρά, δηλαδή, εμφανίζω συμπτώματα οργασμού (μτφ. χαράς, ικανοποίησης, ενθουσιασμού)... στα «ξερά»...

Η μεταφορική του χρήση συναντάται στην χαρά του γκολ της αγαπημένης ομάδας ποδοσφαίρου, ή στην πώρωση της ανάγνωσης του πρωτοσέλιδου της αντιπροσώπου της ομάδος, αθλητικής εφημερίδας που «γαμεί» την εφημερίδα του αντιπάλου, στους πολιτικούς διαξιφισμούς ή και στις πολιτικές συγκεντρώσεις, ανά τους οπαδούς των κομμάτων. Επίσης, μόλις παίρνει κανείς πτυχίο, ή αύξηση στη δουλειά, ή παντός είδους επιβραβεύσεις και «χειροκροτήματα» (εάν έχει έφεση στο να αυτοπροβάλλεται / εκτίθεται / εκδίδεται) κλπ....

  1. Αυτός ο Μήτσος είναι ο ορισμός του ανεγκέφαλου, «αυστραλοπίθηκου» βάζελου οπαδού. Κάθε πρωί κάθεται μία ώρα έξω από το περίπτερο και χαζεύει τα εξώφυλλα της «πράσινης» και ξεροχύνει στο πεζοδρόμιο με τη μάπα του Βγενό. Και το απόγευμα πάει στους «μάντ μπόυς» όπου τον έχουν για τα θελήματα και κάθεται και τον φορτώνουν καρπαζές...

  2. Η μικρή Λίλιαν, όταν ήταν 16 και τραγούδησε στη σχολική εορτή, μόλις απέσπασε τα χειροκροτήματα του κοινού απέκτησε ένα βλέμμα λες και ξερόχυνε εκείνη την ώρα. Από τότε φάνηκε πως θα γινόταν «μεγάλη» σόου-γούμαν και έχει γυρίσει όολα τα πανηγύρια της Κάτω Αχαγιάς χωρίς να έχει «κλείσει» ούτε μισή σεζόν σε ταβέρνα στην Κλειτορία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified