Selected tags

Further tags

Υπάρχουν στο slang.gr κάποια λήμματα (τέσσερα, προς το παρόν) με κοινό τους χαρακτηριστικό ότι περιέχουν τη λέξη μπουγάτσα. Συγκεκριμένα, είναι τα:

Στη Βόρεια Ελλάδα, που ξέρουμε τι είναι μπουγάτσα, εννοείται ότι αυτές τις φράσεις δεν τις λέμε. Τις θεωρούμε παραδείγματα του λεγόμενου Αθηναϊκού χιούμορ που, βασικά, δεν το καταλαβαίνουμε και όταν το καταλαβαίνουμε δεν το βρίσκουμε αστείο αλλά, επειδή είμαστε πολιτισμένοι άνθρωποι (ξέρεις, δεύτερη πόλη σε δυο αυτοκρατορίες, η Μεσευρώπη είναι η ενδοχώρα μας κλπ), χαμογελούμε συγκαταβατικά. Νταξ, και το μπουγάτσα με τουρίστα έχει μια πλάκα, ωσαύτως και το μπουγάτσα με λεφτά που δεν υπάρχει ως λήμμα αλλά να μη σας βάζω ιδέες τώρα.

Τέσπα, εμείς που τρώμε μπουγάτσα - Σαλονικιοί, αλλά και οι Σερραίοι είναι ακόμα πιο δυνατοί και Βερροιώτες, Καβαλιώτες, Δραμινοί επίσης γνωρίζουν - όταν λέμε μπουγάτσα εννοούμε αυτό που τρώμε - με κρέμα, με τυρί, με σπανάκι, με κιμά η και σκέτη.

Εδώ ήρθαμε.

Σκέτη μπουγάτσα είναι η μπουγάτσα χωρίς γέμιση - τίποτα. Στη σοφτκόρ έκδοση βάζεις από πάνω ζάχαρη άχνη και κανέλα. Στο πιο χαρκόρ βάζεις λίγη ζάχαρη χοντρή. Και σε καταστάσεις μόνο μπλακ δε βάζεις τίποτε - τρως το φύλλο κι αν είναι σωστό ως φύλλο κωλολέει.

Σκέτη μπουγάτσα, εξ αυτού, είναι ευρύτερα και ο,τιδήποτε το γουστάρουμε χωρίς ψιμμύθια, φρου φρου αρώματα και φραμπαλάδες - το γνήσιο, το απέριττο, αυτό που η ποιότητα του δεν χρειάζεται support act για να αναδειχθεί. Σκέτη μπουγάτσα, καφές σκέτος, ούζο ανέρωτο - όλα αυτά ζουν στο ίδιο μεταφορικό, μυθολογικό σύμπαν όπου οι άντρες είναι άντρες και οι γυναίκες ξέρουν να τηγανίζουν μελιτζάνες.

Η συγκεκριμένη έκφραση είναι μάλλον και το μόνο παράδειγμα όπου η λέξη μπουγάτσα γνησίως εμπλέκεται σε μεταφορικές περιπέτειες.

ΟΚ, φτάνει. Όποιος θέλει να μάθει περισσότερα για τη μπουγάτσα να πάει σε αυτό το Σερρέικο σάιτ. Οι άνθρωποι έχουν κάνει παγκόσμιο ρεκόρ στη μπουγάτσα κι εσείς τους λέτε ακανέδες.

- Φίλιππα, στη μπριζόλα σου θέλεις λεμόνι; Βούτυρο; Κάποιο σως;
- Όχι ρε, τίποτα ... σκέτη μπουγάτσα ... αφού με ξέρεις εμένα ...
- Να την ψήσω;

Focaccia σκέτη (από Vrastaman, 31/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρυμοτομία πόλης, με εντελώς ομοιόμορφα σχεδιασμένους παραλλήλους και καθέτους δρόμους και χωρίς καμπυλώσεις του εδάφους (φλάτ που λέμε).

Αντίθετο: Δρόμοι της Κούλουρης.

Κλασσικά παραδείγματα τέτοιου είδους μπακλαβαδωτού σχεδιασμού στην Ελλάδα, είναι οι δρόμοι του ιστορικού κέντρου των Πατρών (Κάτω πόλη), που σχεδιάσθηκαν έτσι απο τον αξιωματικό του Γαλλικού Μηχανικού Ιωάννη Βούλγαρη το 1829, κατ’ εντολή του Καποδίστρια, της Θεσσαλονίκης (μετά την πυργκαγιά του 1917), του Βόλου (μετά τους σεισμούς του 1955) και του Μεσολογγίου, όπου τα σχεδόν πανομοιότυπα τετραγωνάκια μοιάζουν με κομμάτια μπακλαβά.

Το σχέδιο αυτό, είναι εξαιρετικά χρηστικό για τους κατοίκους και κυρίως για τους επισκέπτες, διότι ευχερώς μπορεί να λειτουργήσει τροχιόδρομος (π.χ. τραμ-τρόλεϊ), υπάρχει απόσταση μεταξύ των κτηρίων με αποτέλεσμα τα οικήματα να έχουν περισσότερο φυσικό φώς και αέρα και κυρίως πάντοτε είναι δυνατός ο προσανατολισμός (αλλά μπορεί να αποβεί και βαρετό ή κουραστικό μοτίβο για τον ίδιο λόγο).

Αντιθέτως, η καμπυλωτή γεωμορφολογία (βλ. Αθήνα), η τσαπατσούλικη οθωμανική δόμηση (βλ. Ηράκλειο) ή η αμυντική αρχιτεκτονική των νησιών (βλ. Κυκλάδες), φαίνεται να είναι πιο συναρπαστική εμπειρία, αφού συμμετέχει κι ο διαβάτης στο σχέδιο: Χάνεται, ταλαιπωρείται, βλαστημάει, αλλά και εκπλήσσεται, ανακαλύπτει, σκαρφαλώνει, κοιτάζει τη θέα απο ψηλά κλπ. Έπειτα, η ιδέα με τις πεζοδρομήσεις είναι ευκολότερα εφαρμόσιμη σε τέτοιες ρυμοτομίες π.χ. κάποιο απόμερο σοκάκι, που παρεμβάλλεται βουστροφηδόν μεταξύ δυο αρτηριών, γίνεται ένα όμορφο στέκι, τα δαιδαλώδη στενά ενός λόφου συνδέονται με γραφικά σκαλοπάτια κλπ.

Διαλέγετε και παίρνετε!

(Ο οδηγός):
- Πού μας είπε αυτός να στρίψουμε;
(Η συνοδηγός):
- Ξέρω ’γώ; Σε σένα μίλαγε...
(Ο οδηγός):
- Ωχ, αδιέξοδο! Πάλι κύκλο θα κάνω ρε πούστη μου!
(Η συνοδηγός):
- Κατάφερες να χαθείς εδώ βρε ζωντόβολο; Μπακλαβάς είν’ οι δρόμοι...

Στην αγαπημένη Βαρκελώνη, έχει και μπακλαβά έχει και σοκολάτα με τσούρος. Ναι, οκ, ό,τι θυμάμαι χαίρομαι. (από Galadriel, 16/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα βυζιά που, ακόμα και σε πολύ νεαρή ηλικία, είναι κακοσχηματισμένα και πεσμένα, έχουν ασπριδερή, φαρδιά και καθόλου πεταχτή ρώγα και στο προφίλ θυμίζουν, λέμε τώρα..., το σχήμα της μπανάνας. Στο ξαπλωτό δείχνουν πολύ καλύτερα. Στο πισοκωλλητό δεν θες να τα δεις, άρα μακριά από καθρέφτες. Σουτιέν τύπου Ουόντερμπρα τα βοηθούν να εμφανιστούν αξιοπρεπώς. Με μπαγαποντοπλαστικές όμως, γίνονται μια χαρά.

- Δεν σε βλέπω πολύ κεφάτο μετά τα χτεσινά, τι έπαιξε;
- Γάμησέ τα, θυμάσαι αυτή τη μουνίτσα που γούσταρα; Ε χθες έπεσε φίκος και τι να δω... τα πέρκια, που λέγαμε... μπανανόβυζα μεγάλε, γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια καμακιάρικη έκφραση, όπως κι η έκφραση: θερμά συγχαρητήρια στον μπαμπά και στη μαμά.

Είναι πιο ραφιναρισμένη σίγουρα απ' αυτή: Ωχ τα πόδια, άστα κει, κολεοί και είναι εντελώς διαφορετικού νοήματος απ' τη φράση: Μάγειρας ήταν ο μπαμπάς σου.

Η φράση, ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου, αντίκα και ξεπερασμένη πια, απευθυνόταν από καμάκι παλαιάς κοπής, σε διερχόμενη γκόμενα, με στόχο να εκθειάσει τη θηλυκότητα της. Ήθελε έτσι, ο τριαινοφόρος, να πει πως, τη βρίσκει νοστιμούλα και μάλιστα γλυκιά σα ζάχαρη. Προσπαθούσε δηλαδή, μέσω της ατάκας αυτής, να περάσει το μήνυμα, πως ο πατέρας της θα πρέπει να 'ταν... ζαχαροπλάστης ώστε να μπορέσει να «φτιάξει ένα τέτοιο γλυκό». Δε σημαίνει βεβαίως, πώς αυτά που έλεγε, πως τα εννοούσε κιόλας. (Συνήθως, σα δόλωμα τα 'ριχνε).

Που στόχευε;

Ήθελε έτσι ο τυπάς να την πέσει στο παστάκι, στο μπουγατσάκι, στο πιπινάκι, στο μιλφέιγ, σε κάποια ζαχαρομούνα, ή σε κάποια, κάπως έτσι τέλος πάντων, με στόχο να ανεβάσει τα πεσμένα του ζάχαρα καίγοντας θερμίδες μαζί της.

Ας δούμε αναλυτικότερα όμως, τι θα μπορούσε και καλά, να υπάρχει στο background της φράσης.

1) Ένας πατέρας ζαχαροπλάστης, ξέρει κι εκτιμά το γλυκό, από τη γεύση του, από τη γλύκα που αυτό πλημμυρίζει το στόμα, από το σιρόπι του και... σίγουρα κάνει τα πάντα για να φτιάχνει γλυκά όνομα και πράγμα. Σκεπτόμενος έτσι φτάνει κάποια στιγμή, που ότι και καλά γίνεται (εξέρχεται) απ' αυτόν, χαρακτηρίζεται και καλά... από μοναδική γλύκα. Επομένως και το σορόπι, που εξέρχεται απ' το σουτζούκ λουκούμ του... Λέμε τώρα!

Αυτό λοιπόν το σορόπι, ως μοναδικό σερμπέτι, πέφτοντας στη μήτρα της γυναίκας του, ως πετιμεζάτο ...μπεϊκιν παόυντερ, συμβάλλει καθοριστικά στη δημιουργία ενός γλυκού εντός του φούρνου της.

Η κόρη πάλι, κουβαλώντας αφενός τις κυτταρικές ζαχαροπλαστικές καταβολές του πατέρα της και αφεδύο μεγαλώνοντας δίπλα σε ένα ζαχαροπλάστη πατέρα, αναμένεται πως θα αποκτήσει μοναδική γλύκα και πως θα γίνει το... πλάσμα! Και αντίθετα με ένα γλυκό που γίνεται γρήγορα (για εμπορική χρήση), αυτή τελειοποιεί τη γλυκύτητα αργά αργά, άρα το αποτέλεσμα θα είναι κατά πολύ ποιοτικότερο.

Με αντίστροφη αναγωγή, καταλήγουμε πώς ένα τέτοιο πλάσμα, θα πρέπει να έχει... και καλά, πατέρα ζαχαροπλάστη.

2) Μια τέτοια φράση υποτίθεται πως λινκάρει με την αγάπη μεταξύ κοπέλας-πατέρα, κάτι που... και καλά, θα αναμενόταν πως θα μπορούσε να εκτιμηθεί από την κοπέλα ως διπλό κομπλιμέντο (για αυτή αλλά και για το φουκαριάρη τον χρυσοχέρη τον πατέρα της που έδωσε όλη του την τέχνη και τη μαεστρία του στη δημιουργία της).

Τι έβγαινε από τη φάση;

1) Για την κοπέλα: Άλλες κολακεύονταν, άλλες ενοχλούντο τάχυναν το βήμα κι έφευγαν, άλλες του την έλεγαν κιόλας (βλ. παράδειγμα 1), άλλες μπορεί να ανταπέδιδαν τον καλό λόγο, κι άλλες πάλι μπορεί και να το προχωρούσαν το θέμα.

2) Για τον καμακόβιο: Το γεγονός είναι πως ο δρόμος για το σεξ είναι στρωμένος από χυλόπιτες και παντελονόψαρα. Ο κάμακας όμως δεν απαιτούσε ευστοχία ένα προς ένα, γι’ αυτό και συνέχιζε απτόητος!

Σημείωση:

1) Πολλές φορές, η φράση, συνδυαζόταν με τη φράση: Κουρκουμπίνια σε τάιζε η μάνα σου; Εδώ ο ποιητής εστιάζει στο ρόλο της μάνας νοικοκυράς που συντηρεί τη γλύκα που ήρθε απ' τον πατέρα. Ο συνδυασμός των δύο αυτών φράσεων μαρτυρά έμμεσα την παλαιότητα της φράσης.

2) Η ατάκα συνηθιζόταν από βαρύμαγκες, κάτι που έκανε αίσθηση, λόγω της αντίθεσης που προκαλείτο (βαρύς- γλυκιά). Ωστόσο όμως, ο κάμακας θα μπορούσε να πιστεύει πως τα αντίθετα έλκονται. (βλ.παρ.1)

3) Η ατάκα θα μπορούσε να λέγεται και: ζαχαροπλάστης είναι ο πατέρας σου; (βλ. παράδειγμα 2).

4) Η ατάκα θα μπορούσε να λεχθεί και χωρίς να 'χει στοιχείο καμακώματος μέσα της. (π.χ.: θα μπορούσε να εμπεριέχει θαυμασμό). Ωστόσο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, πως πάντα υποβόσκει ένα λανθάνον στοιχείο καμακιού. (βλ. παράδειγμα 2).

Μύρια θένκια, στον Χάνκ , αλλά και στην ironick για το συγκεκριμένο θέμα.

1)
- Ε, ψιτ, μαντάμ, ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου;

- Ναι, ρε, και ο πρώτος χαλβάς που έφτιαξε ήσουν εσύ.

Δες

2)
Μια νουαζέτα που κινείται σινάμενη και κουνάμενη, αποσπά την προσοχή κάποιου που θαυμάζοντας την, της φωνάζει:
- Πω πω παιδάκι μου, ζαχαροπλάστης είναι ο πατέρας σου;

Παράρτημα

Το ερωτικό όνειρο του Έλληνα ήταν μια Σουηδέζα και στα καμάκια η φράση-κλισέ που κυριαρχούσε ήταν ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου, ή το «παιδί μου ατελείωτο» με το λάμδα Σπηλιωπουλαίικο. Πέρασαν κάμποσα χρόνια για να πέσουμε σε πιο minimal πράγματα όπως το περίφημο «ΦΣΦΣΦΣΦΣ;» (σαν να χύνεται κάτι και το συγκρατείς). Όλα τελικά εξελίσσονται... Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό και χαριτωμένο αμνο- ή/και ερίφιο που όσοι έχουν ζήσει σε χωριό για ικανό διάστημα έχουν τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους λατρέψει και πιστέψει ότι με τη δύναμη του έρωτά τους μπορούν να μετατρέψούν σε pet πόλης...

Αλίμονο, το αρνί δεν είναι ιγκουάνα (όπως αντίστοιχα και το μουνί δεν είναι αρνί).

Αυτός ο καταραμένος και δίχως αύριο έρωτας είναι μεγάλο λάθος να αφυπνίζεται κατά τη διάρκεια της Μεγάλοβδομάδας.

- Μαμά, κοίτα το αρνάκι μου, το πάω βόλτα;
- Μην το τραβολογάς από δω κι από κει παιδί μου και το κατσιάσεις...
- Γιατί να μην το κατσιάσω μαμά..;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιο-μαγκιόρικη παραλλαγή της έκφρασης "καλύτερα να το ντύνεις, παρά να το το ταΐζεις". Όπως και η ορίτζιναλ, η εκδοχή αυτή χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα πολύ φαγανιάρικα παιδάκια που τρώνε τον αγλέορα και χορτασμό δεν έχουνε.

Η αρχική φράση έχει το νόημα ότι στην περίπτωση των παιδακιών* που είναι σβόλια και τρώνε τον πατέρα τους και τη μάνα τους, η συνήθης σχέση ανάμεσα στο κόστος των παιδικών ρούχων (υψηλό) και στο κόστος του φαγητού των παιδιών (υποτίθεται υποφερτό) αντιστρέφεται, με το δεύτερο να κοστίζει περισσότερο**.

Η πιο μπρουτάλ και αντι-παιδαγωγική εκδοχή την οποία καταγράφω, δεν πετυχαίνει την έμφαση μέσα από την υπερβολή μιας κανονικής σχέσης που αντιστρέφεται, αλλά (α) μέσω περιττολογίας, γιατί προφάνουσλυ από την άποψη κόστους είναι καλύτερα, δηλαδή φτηνότερο, να χαστουκίζεις το παιδί παρά να το ταΐζεις (τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα). Υπό αυτήν την έννοια, της περιττολογίας, θυμίζει και την έκφραση "καλύτερα πλούσιος και υγιής παρά φτωχός και άρρωστος". (β) μέσω σκανδάλου, του να χαστουκίζεις ένα παιδί που ζητάει φαγητό. (γ) του συνδυασμού (α) και (β).

(Στο καφενείο, στου Ψυρρή, στη λιακάδα, παππούς παίζει τάβλι με έτερο παππού, του οποίου ο 4χρονος εγγονός παρίσταται).

Παππούς 1: (στα ζάρια) Καλώσ' τα!
Εγγονός: Παππού, ζαμπόν!
Παππούς 2: Τώρα θα πούμε στην κυρά - Μαρία να φέρει κι άλλο.
Εγγονός: Παππού, ψωμί.
Παππούς 1: Τι είναι τούτος ρε συ, καλύτερα να του δίνεις χαστούκια, παρά να τον ταΐζεις.
Παππούς 2: Άιντε παίζε τώρα.
Παππούς 1: Μα νηστικό σ' αφηνει ο παππούς λεβέντη μου.


*διαλεκτικός γραμματικός τύπος: ο συγγραφέας του ορισμού είναι από τα Χανιά της Κρήτης, όπου τα υποκοριστικά του ουδετέρου έχουν γενική, π.χ. παιδάκι - παιδακιού, παιδάκια - παιδακιών.

**Βέβαια, αυτό είναι μάλλον το κανονικό και μάλιστα για όλα τα παιδιά, αφού τα παιδιά θέλουν κάθε μέρα φαΐ, και πάντα έκανα εικασίες ότι αυτή η παροιμιώδης φράση είτε εκφράζει την οπτική γωνία του νονού, για τον οποίο τα ρούχα του παιδιού κοστίζουν περισσότερο από το φαγητό τους, εφόσον αυτό δεν είναι υποχρεωμένος να τους το παρέχει, ή ότι ίσως προέρχεται από μια εποχή τέτοιας φτώχειας και ένδειας όπου το κόστος των ρούχων ήταν εξωφρενικά μεγαλύτερο από το κόστος του φαγητού, επειδή τα ρούχα γενικά ήταν κάτι σαν είδος πολυτελείας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το νέτι πληροφορούμεθα ότι:

«Ο όρος «καπαμάς» έχει τουρκικές ρίζες και αναφέρεται σε μαγείρεμα φαγητού «καπακωμένου», σκεπασμένου δηλαδή με το καπάκι της κατσαρόλας. Το μαγείρεμα με τον τρόπο αυτό γίνεται σε σιγανή φωτιά και το κρέας κόβεται σε μικρότερα κομμάτια. Ο κλασικός καπαμάς φτιάχνεται με μοσχαρίσιο ή αρνίσιο κρέας, αλλά εμείς μπορούμε να τον φτιάξουμε και με κουνέλι, λαγό, κοτόπουλο, χταπόδι και φυσικά με χοιρινό κρέας».

Και συμπληρώνω: όλο αυτό το σκηνικό φαίνεται πως εξάπτει την φαντασία της νοικοκυράς που, ως γυναίκα, εκτός από τον Φθόνο του Πέους μάλλον έχει περάσει (αλλά όχι ξεπεράσει) και τον Φθόνο του Αρχιδιού, λέω εγώ, και εκεί που είναι πάνω από την κατσαρόλα της φαντάζεται τα αμελέτητα του μαλακοκαύλη συζύγου της στην πιο μπρουτάλ και αργή και βασανιστική επεξεργασία τους...

Παρόλ' αυτά δεν γνωρίζω να μαγειρεύτηκαν ποτέ αυτά τα καψερά κι ευτυχώς, ωσεκτουτού, παρέμεινε μόνο ως έκφραση αυτός ο ευσεβής πόθος. Έκφραση που χρησιμοποιείται πλέον κι από τα 2 φύλα.

Για να σοβαρευτούμε τώρα, η έκφραση «αρχίδια καπαμά» είναι συνώνυμη της μπαρούφας, ή των αρχίδια καλαβρέζικα, παπάρια μέντολες, μπουρουμπούρου, πούτσες μπλε και λοιπών γειώσεων.

Αυτό το λήμμα είναι συμπληρωματικό του αρχίδια καπλαμά, κατόπιν προτροπής της Μες από το ΔουΠού.

ΥΓ: ψάχνοντας για λυνξ, έπεσα σε 57083875230 σάη - αρχιδολεξικά, έτσι προς ενημέρωση.

  1. Συνειδηση κι αρχιδια καπαμα!! Εφαγες εσυ ποτε συνειδηση; Χορτασες; Αμ δε!

  2. Αν τα θέλεις κοκκινιστά με μπόλικα κανελογαρίφαλα τα λες καπαμά, αν απ την άλλη μιλάμε για περίπτωση όπου η κατάσταση ή ο περί αυτού λόγος κάθε φορά είναι σαν να λέμε ξύλο απελέκητο, τότε γενικότερα μιλάμε για αρχίδια καπλαμά… Τελικά καταλήγω στο ότι η ουσία στο “αρχίδια καπαμά”, σύμφωνα με την επεξήγηση του sid_iron είναι στο κρέας :P (sapia με λαμβάνεις;) και όσο για τις ντομάτες και τα μπαχαρικά.. περί ορέξεως…

  3. Εφόσον ΟΛΟΙ ΕΣΕΙΣ ΟΙ ΝΕΩΤΕΡΙΣΤΕΣ, ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΙ και αρχίδια καπαμά είσαστε τόσο ευαίσθητοι στα θέματα των αλλοδαπών μεταναστών, θα σας πρότεινα το εξής: Ξεκινάμε από τον Πρωθυπουργό μας... Τζέφρυ, πάρε καμιά εκατοστή από τους μετανάστες και φιλοξένησέ τους, βρες τους δουλειά νόμιμη με όλα τα ένσημα, κάνε σε όλους εξετάσεις υγείας και μίλα με το «βουβαλάκι» σου, αυτό με τα 54 σπίτια, να φιλοξενήσει καμιά 500 αριά (10 αλλοδαποί ανά «βουβαλική» κατοικία), να τους βρει επίσης δουλειά (ξέρει τα κόλπα των κοπριτών αυτός ο ΥΠΕΡΒΟΥΒΑΛΟΣ), εξασφαλίζοντάς τους ένα καλύτερο μέλλον.

  4. Αρχίδια καπαμά. Ό,τι και να λέτε, μας πήρανε χαμπάρι.

όλα διχτυωτά.

αρχιδομαγειρέματα... (από MXΣ, 20/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως χρησιμοποιείται μόνο η λέξη παπάρια. Το χρησιμοποιούμε για να πούμε ότι είναι ψέματα.

- Γάμησα χτες μια...
- Παπάρια μέντολες. Όλο τα ίδια λες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ελεύθερο αυτοσχεβιασμό πάνω στη λέξη «προβοκάτσια».

Ως τέτοιος, ανήκει θα λέγαμε στην πολιτική πτέρυγα των «προσδιδόντων γελοιότητα στο λόγο» (κανά δυο ακόμα στο λήμμα τουλάστιχον, επίσης τα αφεδύο, σωστόστ)...

Ή μάλλον, για να είμαστε πιο σωστοί και για να είναι πιο ακριβής η αναλογία, θα λέγαμε ότι ανήκει στην στρατιωτική πτέρυγα, αν θεωρήσουμε ότι... άστο, αρχίδει και κουράδει.

Eτυμολογίες και ψευδοtrivia:

Προβοκάτσια [ρωσ. provokatsija (με βάση το λατ. provocatio=πρόκληση)].

Προβατοκάτσικα: σημαίνει αμνοερίφια και με την ευκαιρία, μια διασκευή που πάντα μου άρεσε είναι η εξής (δεν είναι δική μου):

Αγάπη μου επικίνδυνη
φοβάμαι και τη σκιά σου
ερίφιο με κατάντησες
με τον άπιστο τον έρωτά σου

- Η 11η Σεπτεμβρίου είναι προβοκάτσια των Αμερικανών...
- Προβατοκάτσικα....
- Δε βαρέθηκες να τη λες αυτή τη μαλακία..;
- Όχι... Και η ανθρωπότητα είναι μια προβοκάτσια των δεινοσαύρων για να στραφεί ο υπόλοιπος πλανήτης εναντίον των θηλαστικών....
- ...
- Νομίζω;
- Είσαι απλά μαλάκας.

Μια απλούστερη παραλλαγή του λήμματος στο 0:33. (από patsis, 08/11/09)(από jesus, 06/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του γέροντα Παϊσίου. Ο γνωστός και μη εξαιρετέος από το φατσοβιβλίο, για τα κακώς κείμενα του χριστιανισμού και όχι μόνο, τον οποίο παραλίγο να τον κλείσουν και φυλάκα και να του βουλώσουν το στόμα, στη μητέρα της Δημοκρατίας στην οποία έχουμε εμείς όλοι την τύχη να ζούμε.

Από τότε συναντάμε διάφορες μορφές του όπως Γέρων Μαϊπρίσιους, Γέρων... Κολοκύθιους κλπ κλπ.

Τα 'μαθες ρε... Ο γέροντας Παστίτσιος έκλεισε τη σελίδα του στο φάψεμπουκ... γιατί πήγαινε κατευθείαν για τη μπουζού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified