Selected tags

Further tags

Από διαφήμιση της Frulite. Το λέμε όταν κάτι είναι πολύ καλύτερο από κάτι άλλο, «άλλη κατηγορία» ας πούμε.

Ή όταν κάποιος είναι «φρούτο» πολύ πιο πολύ απ' τους άλλους.

- Τι είναι αυτός ο ανώμαλος που μπήκε τώρα στο σάιτ;
- Άλλο φρούτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταβροχθίζω ένα -συνήθως πρόχειρο ή/και ανθυγιεινό- έδεσμα.

  1. -Κατά τις 4 το πρωί βγήκαμε τελικά από το κλαμπ και μιας και μας έκοψε η πείνα, τσακίσαμε απο δύο πιτόγυρα ο καθένας. Ας είναι καλά το γυράδικο του Βαγγέλα που λειτουργεί 24/7!

  2. Λουτσιάνο Βαρελότι: «- Ρε λούστη μου, πάλι 220 κιλά έχω πάει. Τι θα κάνω;»
    Χωσέ το Τέρας: «- Εμ πως να χάσεις βάρος όταν τσακίζεις τα ντόνατς 5-5;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όνομα Παυλίδης είναι ταυτόσημο με την ιστορία της σοκολάτας στη χώρα μας. Ο Σπυρίδων Α. Παυλίδης ήταν ο πρώτος που μύησε το 1841 τους Αθηναίους στη γλυκιά γεύση της σοκολάτας.

Το 1988, η ιστορικότερη ελληνική γλυκιά βιομηχανία πέρασε στον ελβετικό όμιλο Jacobs Suchard, ο οποίος το 1993, συγχωνεύθηκε με την Kraft General Foods Europe. Ετσι δημιουργήθηκε ο όμιλος Kraft Jacobs Suchard, που το 2000 μετονομάσθηκε σε Kraft Foods. Σοκολάτες Παυλίδου (π.χ.: Λάκτα, Υγείας κλπ) φαίνονται εδώ.

Αναφερόμενοι στον όρο σοκολάτα Παυλίδη, αναφερόμαστε στο θέμα της μίζας του Αριστοτέλη Παυλίδη, στη γνωστή υπόθεση σκανδάλου. Έτσι, όπως η Lila Pause (Παυλίδου) που, σύμφωνα με το γνωστό διαφημιστικό σλόγκαν, είναι μια σοκολάτα με ονοματεπώνυμο, και η μίζα Παυλίδη, είναι μια μίζα με ονοματεπώνυμο.

Η μίζα αυτή, ως σοκολάτα Παυλίδη, παραπέμπει στο ιστορικό όνομα Παυλίδης (λόγω της γνωστής σοκολατοβιομηχανίας), αλλά και στη γλυκιά αίσθηση της μίζας, που κατόρθωσε να προσελκύσει το ενδιαφέρον του Αριστοτέλη Παυλίδη, ωθώντας τον να γράψει σε μια νέα σελίδα ιστορίας, τη γνωστή υπόθεση σκανδάλου που φέρει το όνομα του.

  1. Ο Πρωθυπουργός, παρά τη δίαιτα που κάνει, αναγκάζεται και τρώει... σοκολάτα Παυλίδη με... πικρό αμύγδαλο.
    Δες

  2. Η νέα δίαιτα της κυβέρνησης: Πικρή σοκολάτα Παυλίδη.
    Δες

  3. Λίγες ώρες μετά την επιβεβαίωση του αναμενόμενου αποτελέσματος της ψηφοφορίας στη Βουλή για την πρόταση παραπομπής του Αριστοτέλη Παυλίδη - κουκουλώματος που ήταν επιβεβλημένο «άνωθεν» για ν' ανακόψει το δρόμο σε διπλές εκλογές τον Ιούνιο, εκλογές που θα έστελναν τον Καραμανλή στο σπίτι του μια ώρα αρχύτερα - τι να γράψω πια και τι να πρωτοκλάψω; Πολύ πικρή αυτή η σοκολάτα Παυλίδη!
    Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συσσωρευμένο και, ενδεχομένως, πηγμένο σπέρμα που προκύπτει από εκτεταμένη ξηρασία, μακρά περίοδο αγαμίας.

Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής μετά από τέτοιες περιόδους ξηρασίας (αν και όταν, με το καλό), καθώς κομμάτια μυτζήθρας είναι δυνατόν να προκαλέσουν τραυματισμούς καθώς εκτοξεύονται από το ανακουφισμένο πέος μαζί με τα υπόλοιπα φλόκια.

Συνίσταται η χρήση ειδικής καπότας από κέβλαρ.

- Κάνε κανά ψυχικό ρε Ματούλα! Κοντεύω να ανοίξω τυροκομείο από τη τόση μυτζήθρα που έχει μαζέψει το παπάρι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπνόσακος, το sleeping-bag στα Θεσσαλονικιώτικα. Η γέμιση σε αυτή τη μπουγάτσα έχει γεύση χιλιοφορεμένης σαγιονάρας.

-

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν στο slang.gr κάποια λήμματα (τέσσερα, προς το παρόν) με κοινό τους χαρακτηριστικό ότι περιέχουν τη λέξη μπουγάτσα. Συγκεκριμένα, είναι τα:

Στη Βόρεια Ελλάδα, που ξέρουμε τι είναι μπουγάτσα, εννοείται ότι αυτές τις φράσεις δεν τις λέμε. Τις θεωρούμε παραδείγματα του λεγόμενου Αθηναϊκού χιούμορ που, βασικά, δεν το καταλαβαίνουμε και όταν το καταλαβαίνουμε δεν το βρίσκουμε αστείο αλλά, επειδή είμαστε πολιτισμένοι άνθρωποι (ξέρεις, δεύτερη πόλη σε δυο αυτοκρατορίες, η Μεσευρώπη είναι η ενδοχώρα μας κλπ), χαμογελούμε συγκαταβατικά. Νταξ, και το μπουγάτσα με τουρίστα έχει μια πλάκα, ωσαύτως και το μπουγάτσα με λεφτά που δεν υπάρχει ως λήμμα αλλά να μη σας βάζω ιδέες τώρα.

Τέσπα, εμείς που τρώμε μπουγάτσα - Σαλονικιοί, αλλά και οι Σερραίοι είναι ακόμα πιο δυνατοί και Βερροιώτες, Καβαλιώτες, Δραμινοί επίσης γνωρίζουν - όταν λέμε μπουγάτσα εννοούμε αυτό που τρώμε - με κρέμα, με τυρί, με σπανάκι, με κιμά η και σκέτη.

Εδώ ήρθαμε.

Σκέτη μπουγάτσα είναι η μπουγάτσα χωρίς γέμιση - τίποτα. Στη σοφτκόρ έκδοση βάζεις από πάνω ζάχαρη άχνη και κανέλα. Στο πιο χαρκόρ βάζεις λίγη ζάχαρη χοντρή. Και σε καταστάσεις μόνο μπλακ δε βάζεις τίποτε - τρως το φύλλο κι αν είναι σωστό ως φύλλο κωλολέει.

Σκέτη μπουγάτσα, εξ αυτού, είναι ευρύτερα και ο,τιδήποτε το γουστάρουμε χωρίς ψιμμύθια, φρου φρου αρώματα και φραμπαλάδες - το γνήσιο, το απέριττο, αυτό που η ποιότητα του δεν χρειάζεται support act για να αναδειχθεί. Σκέτη μπουγάτσα, καφές σκέτος, ούζο ανέρωτο - όλα αυτά ζουν στο ίδιο μεταφορικό, μυθολογικό σύμπαν όπου οι άντρες είναι άντρες και οι γυναίκες ξέρουν να τηγανίζουν μελιτζάνες.

Η συγκεκριμένη έκφραση είναι μάλλον και το μόνο παράδειγμα όπου η λέξη μπουγάτσα γνησίως εμπλέκεται σε μεταφορικές περιπέτειες.

ΟΚ, φτάνει. Όποιος θέλει να μάθει περισσότερα για τη μπουγάτσα να πάει σε αυτό το Σερρέικο σάιτ. Οι άνθρωποι έχουν κάνει παγκόσμιο ρεκόρ στη μπουγάτσα κι εσείς τους λέτε ακανέδες.

- Φίλιππα, στη μπριζόλα σου θέλεις λεμόνι; Βούτυρο; Κάποιο σως;
- Όχι ρε, τίποτα ... σκέτη μπουγάτσα ... αφού με ξέρεις εμένα ...
- Να την ψήσω;

Focaccia σκέτη (από Vrastaman, 31/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Σεσί νε πά σλανγκ, άι νόου, αλλά μ΄έπιασε να παρανομήσω.)

  1. Ισιώνω την στροφή όταν δεν την ακολουθώ πιστά, την κόβω όσο πιο κάθετα μπορώ. Αγαπημένο παιχνίδι των καυλόγκαζων, ιδίως σε ορισμένους επαρχιακούς δρόμους (η Χίος έχει ένα ωραίο τέτοιο σημείο, αν θυμάμαι καλά είναι μεταξύ λιμανιού και Μεστών), όπου οι στροφές είναι απανωτές, υπάρχει πλήρης ορατότητα, κι έτσι τις ισιώνεις όλες μαζί, τουτέστιν για 4-5 ψαλίδες εσύ πας ντουγρού -μεγάλη κάβλα. Παρόλ' αυτά όμως, έχει πλάκα κι όταν δεν έχεις ιδιαίτερη ορατότητα. Με το ίσιωμα της στροφής κερδίζεις σε χρόνο, κουράζεις λιγότερο το αυτοκίνητο και τη μέση σου, σπας όμως τα νεύρα του κατακαημένου συνοδηγού.

  2. Ισιώνω το γλυκό, την πίτα, τον μουσακά, την τούρτα, το ζελέ. Η κλασική δικαιολογία ώστε να το φας τελικά ολόκληρο. Το ίσιωμα ενός φαγητού ή γλυκού είναι μέγας ψυχαναγκασμός της άπληστης και ναρκισσιστικής προσωπικότητας που θέλει όλα να τα ελέγχει. Είναι κάτι σα να σπας μπιμπίκια. Αν δεν τα σπάσεις όλα, δεν ησυχάζεις. Αν λοιπόν αρχίσεις και τρως πχ. ένα γλυκό μέσα από το ταψί ή την φόρμα του, δηλαδή το έχεις ολόκληρο μπροστά σου, ξέρεις ότι κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσεις -επειδή είναι παχυντικό, επειδή δεν είναι ευγενικό να μη βρουν τίποτα οι άλλοι, επειδή θα ξεράσεις στο τέλος, επειδή, επειδή. Για να το καταφέρεις αυτό, προφασίζεσαι ότι θα φας τόσο μέχρι που θα ισιώσει το υπόλοιπο (έτσι, για το μάτι), δεν θα έχει δηλαδή προεξοχές, καμπύλες και λοιπές προκλήσεις. Πώς γίνεται όμως και δεν ισιώνει ποτέ και στο τέλος τρώγεται όλο, άγνωστο.

  1. Ρε μαλάκα, κόφ' το επιτέλους, μας έχεις γαμήσει να ισιώνεις τις στροφές, έχεις κι άλλους μέσα στ' αμάξι ξέρεις...

  2. - Έλα ρε! μην τρως άλλο ρε πστ!, δεν θα μείνει τίποτα για μαααας!
    - Τώρα, τώρα, να το ισιώσω και τέλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν της ήδη καταχωρημένης σημασίας, η λέξη χρησιμοποιείται και για έναν συγκεκριμένο τρόπο τυποποίησης και εμπορίας της ζωοτροφής, ιδίως του τριφυλλιού, αλλά και του καλαμποκιού, του κριθαριού κλπ. Η βάση του προϊόντος, αφού επεξεργαστεί και αφυδατωθεί, καλουπώνεται σε κυλινδρικά ή παραλληλεπίπεδα τεμάχια των μερικών εκατοστών που, τηρουμένων των αναλογιών, μοιάζουν με τις καραμέλες για ανθρώπους.

- Κύριε Πρόεδρε, το εργοστάσιό σας παράγει ζωοτροφές με τον ίδιο τρόπο εδώ και είκοσι χρόνια. Η εταιρεία μας μπορεί να σας βοηθήσει να...
- Ναι ρε, είκοσι χρόνια. Εσύ τι ζόρι τραβάς;
- Απλά μπορώ να σας προτείνω μια ολοκληρ...
- Κοίταξε αγόρι μου για να τελειώνουμε. Από εμένα έχει φάει καραμέλα ένα στα δύο πρόβατα που έχει σουβλίσει η Ελλάδα από την Αλλαγή, επί Αντρέα. Τέλος. Άμα πουλάς τίποτα καζάνια ανοξείδωτα που ψάχνω για την μικρή μονάδα το συζητάμε. Αλλιώς άμε στο καλό.

Καραμέλες ζωοτροφών (από poniroskylo, 21/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα - Ιόνιο) : Βρίσκομαι σε δύσκολη κατάσταση, καταστρέφομαι, χάνω το παιχνίδι, μου καταγιγνώσκεται ποινή (δικαστική, πειθαρχική ή γκολ).

Συνώνυμα : Τρώω πούτσα / καβλί / ψωλιά (μεταφορικώς) / τον ήπια κ.τ.λ.

  1. Μήτσο! Στείλε γρήγορα τα χαρτιά στο λογιστή, μη φάμε κανά παστέλι από την εφορία.
  2. Η ΑΕΚ έφαγε τρία παστέλια χτές απ' το γαύρο.
  3. Άσε, τρία χρόνια παντρεμένος με την Ουρανία, έχω φάει τρελό παστέλι. Μου' χει ψήσει το ψάρι στα χείλη η κουφάλα.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοντός και άσχημος.

Σαν κοντοσιροπιασμένη ρέγκα είσαι ρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified