Selected tags

Further tags

Υπάρχουν δυο μικραί κατηγορίαι ψωλινών:

  • Το φέρον ακόρεστον λιβιδινικόν πάθος νεαρό ψωλοκόριτσο.
  • Το έλασσον τσουτσούνιον, ουχί απαραιτήτως το παιδικόν τοιαύτον.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

1.
« Να σας πω εγώ τό γιατί;... Γιατί καυλώνετε πάρα πολύ και θέλετε, νοµίζω, να παίξετε πάλι µαζύ µου... Τό βλέπω, ξέρετε, από πολλή ώρα και απ' τό βουνό που σχηµατίζει η φουσκωµένη πούτσα σας στο παντελόνι σας, µπροστά, και απ' τό γλυκοπασπάτεµα που τής κάνετε κάθε τόσο » είπε µε χαριτωµένην φυσικότητα η αγγελική κορασίς, διακόπτουσα τόν Αιµίλιον. « Ωωωχ!... Ωχ, ναι!... Ακριβώς... Και θα δής, Ψωλίνα µου, τι όµορφα που θα σε κάνω να χαρής, και πόσο θα χαρώ και εγώ µαζύ σου! » ανεφώνησε ο καυλωµένος καλλιτέχνης

2.
«Ἄαα!.. Ἄαααα!… Ἄααααχ!…» ἔκαμε πάλιν μὲ ἄκραν ἡδυπάθειαν τὸ ἀγόρι, ενῶ ἡ ψωλή του ἔχουσα πλέον φουσκώσει καὶ επιμηκυνθεῖ πολύ καθώς τῆς ὡμιλοῦσε ό γαργαλῶν αὐτὴν μουσικός, χωρὶς νὰ εἶναι τεράστια ἢ τοῦ τύπου ἐκείνου πού συνήθως ὀνομάζεται «ψωλάρα», εἰς τὸν βαθμόν τῆς εξογκώσεως ποὺ εἶχε φτάσει, δὲν ἦτο πλέον δυνατόν, ἔξω ἀπὸ τὴν χαϊδευτικήν ἔννοια αὐτῶν τῶν λέξεων, νὰ ὀνομάζεται «ψωλίτσα», «ψωλίνα», ἢ «ψωλέττα», ἀλλὰ ψωλή, τοὐτέστιν πούτσα διαστάσεων σεβαστῶν, ἀφοῦ, χωρὶς νὰ ἔχει εἰσέτι διαστάσεις πούτσου ἀνδρὸς πλήρως ἀνεπτυγμένου (καὶ μάλιστα καυλωμένου), εἶχε ἐν τούτοις φτάσει, ὡς πρὸς τὸ μῆκος, τὰς διαστάσεις αλλᾶντος τῆς Φραγκφούρτης κανονικοῦ μεγέθους, ὑπερβαίνουσα ὅμως κατὰ τὸ πάχος αἰσθητῶς, τὸ σύνηθες χόνδρος τῶν λουκανίκων αυτοῦ τοῦ εἴδους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α) Ανορθόγραφο υποκοριστικό του γνωστού «κρόσσι»: νηματοειδής απόληξη του στημονιού της ύφανσης, ως διακοσμητικό τελείωμα χαλιών, υφασμάτων κτλ. όπως διαβεβαιώνει ο Τριαντάφυλλος εδώ.

B) Στα σινάφια των μηχανόβιων, χαϊδευτικό – υποκοριστικό για μηχανάκι για διαδρομές εκτός ασφάλτου (χώμα, λάσπη, ανώμαλος δρόμος, φευ! επαρχιακές οδοί).

Δεν υπάρχει έφηβος, κι όχι μόνο, με το πειραγμένο γονίδιο που να μην το πόθησε κολασμένα, συχνά περισσότερο κι από τη γκόμενα που έβαζε να καθίσει στο παπί του. Κάτι η εκτοξευμένη σε άλλη πίστα εκτίμηση των γύρω με τα ίδια μυαλά, κάτι η εντύπωση μιας επικίνδυνης αλητείας που σε πάει παντού και κυρίως, η σιγουριά που δίνει το μουγκρητό ανάμεσα στα σκέλια, πως το αντριλίκι αυξάνει με τα σκονισμένα χιλιόμετρα, δεν είναι και λίγα σαν ανταπόδοση μιας επένδυσης που κόστισε κάμποσες λιγότερο ή περισσότερο μίζερες εργατοώρες εδώ κι εκεί.

Προφανώς, από το αγγλικό «motocross»: αγώνες ανώμαλου εδάφους.
Συμπληρωματικό / εναντιωματικό: «στριτάκι».

Γ) Στα σινάφια μπουρδελιάρηδων και δη, όσων τους αρέσουν τα ξινά, νεαρός (συνήθως)… αρτιμελής έως αρτιμελέστατος, που τη βρίσκει με το να δίνει κώλο (αλλά και για το γάμιστρο) ντυμένος από ξέκωλο έως θεόμουνο, αντίστοιχο στοκάρισμα, περούκα και ανάλογα κοσμήματα, φρου φρου κι αρώματα.
Ασφαλώς, οι θηλυπρεπείς με τον αντίστοιχο… αέρα πείθουν περισσότερο ανεβάζοντας (μάλλον) τη… διάθεση.

Προφανώς από το αγγλικό «crossdresser»: παρενδυτικός.
Συνώνυμα: «τραβεστί» (συγκριτικά, σχεδόν κυριλέ), τραβέλι (συγκριτικά, κάπως πιο μπρουτάλ - υποτιμητικό).
Να μην συγχέεται με το τρανς.
Συντομογραφία: «cd».

  1. Επιεικώς γελοίο το βίντεο όμως.
    Έστω και διαφημιστικό που ήταν θα μπορούσαν να ετοιμάσουν το μηχανάκι (τακούνια καμιά ανάρτηση) να γυρίσουν κάνα πλάνο της προκοπής. Όχι να βάλουν τα SS και τα κροσάκια να σέρνονται για να φανεί ότι το στρώμα πάει. Και να πηδάει και 20 πόντους lol

(Η κριτική για το εδώ βίδεο).

  1. Είμαι 41 χρονών 1.85 υψος,110 κιλά, γυμνασμένος καθαρός και θα ήθελα να γνωρίσω ένα κροσάκι πολύ θηλυπρεπή (…sic) να ντύνεται με ρούχα γυναικεία, να έχει ωραίο σώμα, και να με βγάλει ωραία γούστα στο κρεβάτι. Είναι πρώτη φορά που βάζω αγγελία δεν έχω ξαναβάλει πότε. Και τέλος θα ήθελα να είναι μικρής ηλικίας.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρ."πιάνω" με διττή σημασία. Αφενός με την έννοια του "αγγίζω" αφετέρου με την έννοια του "φυτρώνω/μου φύτρωσε". Το «μαλλί» δεν είν’ άλλο από το ηβικό τρίχωμα. Κατά κυριολεξία ομιλούμε για την μεταβατική εκείνη περίοδο από την παιδική ηλικία στην εφηβεία, οπότε και "το δέρμα, που καλύπτει το εφηβαίο/εφήβαιο, εμφανίζει τρίχωμα."

Πελοποννησιακής κατασκευής και προελεύσεως απευθύνεται κατά κανόνα σε αρσενικούς και σημαίνει το βάπτισμα του πυρός, την ενηλικίωση, την άνδρωση, την ωρίμανση, το κόψιμο των μαλακιών και επιτέλους την ανάληψη ευθυνών.

Πέον να σημειωθεί ότι χρησιμοποιείται κυρίως αποθετικά (τ. «δεν έχει πιάσει μαλλί ακόμα»), όπως ο κύριος όγκος των πελοποννησιακών εκφράσεων που το΄χουν σε κακό να πουν ένα καλό λόγο κι επιφυλάσσουν τα εγκώμια για πολιτικές συγκεντρώσεις.

Περαιτέρω, ο εν λόγω χαρακτηρισμός συνοδεύεται από (εντελώς-τελείως) τοπικά επιρρημοεμπρόθετα (από κα'/ 'κει κα΄/ ΄σα κα΄) κι ενίοτε τον ακολουθούν λιτές -άνευ λογικής σύνδεσης- ιστορίες από την νοτιοελλαδική ύπαιθρο, τις οποίες οι προ εξήνταζ γεννημένοι Πελοποννήσιοι- τηλικαύτης ευκαιρίας δοθείσης- αναμασούν κατά καιρούς και ορθώς ποιούν ενόψει του τρόμου να απωλεσθεί εις την λήθην ένα ελληνικότατο παρελθόν. Αν ο Νταλί ήτο Έλλην; Από την Γορτυνία θα κατήγετο αδιαμφισβήτητα*.

Συμπερασματικά, στα μάτια του γέροντος Πελοποννησίου -του οποίου η βουκολικά πλασμένη φαντασία ταξιδεύει συχνά σε ολβίες εποχές όπου έφηβοι τσοπανάκοι ήσαν πια έτοιμοι να φυλάξουν προβατάκια- ο φέρελπις νέος, νιούμπης, νιούφης, ρούκης και τα τοιαύτα, δείχνει να έχει ευρωστία, νεότητα, ενθουσιασμό, όχι όμως και εμπειρία, αφού είναι ακόμα άτριχος, “δεν έχει πιάσει μαλλί” (δεν τον εμπιστεύεσαι ούτε για προβατοφύλαξη δλδ, ως επίκειται να του επισημανθεί).

Συνώνυμο, αλλά και αντώνυμο, πρέπει να είναι το βαρβατσέλι (= βαρβάτο νεαρό ζώο) καθότι η πελοποννησιακή αργκό μπορεί να είναι πολλά πράγματα, αλλά άκαμπτη δεν τη λες.

*μια απλή ανάγνωση τυχαίων στίχων από τα δημοτικά τραγούδια της περιοχής αρκεί για να πείσει οιονδήποτε για του λόγου το αληθές.

Γερο- Πλάτων: Μια βοσκοπουυυούλα αγαααάπησα, μια ζηλεμεεεεένη κοοόρη, και την αγααααάπησα πολυυυυυύ, ήμουν αλαααααάλητο πουλιιιιί, δέκα χρονών αγοοοοόρι.
Γερο- Γιώργος - Αφού δεν είχες πιάσει μαgλλί από κα’ ρε μπουζάκι , μηνjήθελες να την μαρκαgλίσεις κιόλα; Κι όμως, θυμάσαι δέκα χρονώνε που τραβάγαμε αχάραγο για το φυστίκι με μια τσιγαρίδα στην τσέπη για πρωινό;
Γερο- Πλάτων: Από τη μέεεεση με άααααρπαξε, με φιιιίλησε στο στοοοόμα και μούπε για αναστεναγμουουουουοούς, για της αγάπης τους καϋμουουουουούς είσαι μικρός ακοοοοοόμα.
Γερο -Γιώργος: κρίμα ρε, τέτοιο βαρβατσέgλι και να μην επωφεgληθεί η παράgλυτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αντίδραση παθιασμένων φάνγκερλ (σ.ς.: κοριτσιών φαν) σε οποιαδήποτε αναφορά, θέαση ή εκδήλωση του υποκείμενου ή αντικείμενου του πόθου τους: ταχυπαλμίες, λιποθυμίες, τρέμουλο, τσιρίδες, και ατέρμονες αναρτήσεις με καρδούλες και αρκουδάκια σε μπλογκ ή στο σνάπτσατ. Σε ακραίες περιπτώσεις όπου χτύπησε ο σκληρός του φάνγκερλ, δυστυχώς μπορεί να επέλθουν κατάθλιψη, χαρακώματα ή και αυτοκτονία ακόμα.

Η πάσα ανήκει στην κόρη μου, η οποία χθες βράδι με έπιασε στα πράσα να γουγλάρω μήδια του Βαρουφάκη για κάποιο λήμμα:

Αμάν ρε μπαμπά, πάλι φανγκερλινγκ στον Βαρουφάκη κάνεις, ερωτευμένος είσαι, ξεκόλλα επιτέλους! Ούτε εγώ δεν κάνω έτσι με τους One Direction.

Εφηβική αργκό εκ του αγγλικανικού fangirling.

Περισσότερα παραδείγματα:

Ε- Να ζησουμε ευτυχισμενα και να κανουμε σεξ.. εεε... εννοω να κανουμε φανγκερλινγκ για τους 1Δ... χαχαχαχα ωρα μαλακινσης! τι λεω βραδιατικα θεε μου; (εδώ)

NΑΤΟ, ΝΑΤΟ ΤΟ ΦΑΝΓΚΕΡΛΙΝΓΚ, ΦΕΛ ΣΕ ΕΠΙΑΣΑ ΣΤΑ ΠΡΑΣΑ! gelio (εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το μειράκιο που παριστάνει τον μεγάλο, το μουστάκι του θυμίζει τρίχες απ' τ' αρχίδια, αφού.

Δες εδώ τον αρχιδομούστακο που μου θέλει και γκόμενα!

Σημείωση: Το παράδειγμα είναι από προφορική επικοινωνία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο νέος -ηλικιακά- ανθρώπας, που είτε γιατί έπαθε γιδιαίτερη μόρφωση και κουλτούρα, ή λόγω μενταλιτέ ή γιδεολογίας, υπολογίζεται πχια περσσότερο ως μέλος της γερολαίας.

Συνώνυμο: ο πάσχων από μπαμπανίαση.

Άλλες σημασίες:
α. Η ironick λέει ότι γεροντόπαιδο είναι το παιδί της γεροντομάνας.
β. Ελληνιστί, έτσι αποκαλείται ο ευβλόγερ Old Boy. (παράδειγμα 6)

  1. -Σήμερα μου είπαν δυο συριζαίες, (μεγάλες γυναίκες) "μα πώς μπορείς νέος άνθρωπος να είσαι Ελιά"...
    -Απάντησες "Μπορεί να είμαι νέος ληξιαρχικά, στην πραγματικότητα όμως είμαι γεροντόπαιδο"; (εδώ)

  2. Κάτια Δανδουλάκη: «Ήμουν σαν ένα γεροντόπαιδο» (εδώ)

  3. -I see νεανικά κορμιά με γερασμένες ψυχές people.
    -Γεροντόπαιδα λέγονται.

  4. Γεροντόπαιδα. Η αποθέωση του κλισέ: "Στη Βουλή των εφήβων, είναι πιο γέροι κι απ τον Παπούλια. #boring"

  5. -Γιατί η ΕΣΗΕΑ δεν εντάσσει στους κόλπους της όλα αυτά τα παιδιά που δουλεύουν με 300 ευρώ το μήνα, μαύρα, 6 ή 7 μέρες την εβδομάδα;
    -γιατί δεν τους θελει. Έχουν ήδη τα γεροντόπαιδα εκει σκοτούρες, δεν ειναι για καινουργιους μπελαδες και τρεχαματα!!!!! (εδώ)

  6. Δεν μας αφοράς ρε Χριστόδουλε Ξηρέ. http://old-boy.blogspot.gr/2014/01/blog-post_21.html … Για άλλη μια φορά, το γεροντόπαιδο με βγάζει απ' τον κόπο. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

νεόγερος, νεόγρια

Νέοι άνθρωποι με παλιακό τρόπο σκέψης και έκφρασης. Η γερολαία, οι παιδαριογέροντες, τα γεροντόπαιδα.
Είναι και τα "άτομα που θεωρούνται μεγάλοι για να ασχολούνται πλέον με κάποια συγκεκριμένη δραστηριότητα (π.χ: ξεσταχιασμένοι ποδοσφαιριστές)". (GATZMAN στο 'γερολαία', βλέπε και παράδειγμα 6).

  1. ΚΛΕΙΔΩΣΤΕ ΤΟΥΣ ΓΕΡΟΥΣ ΣΠΙΤΙ ΓΙΑ ΝΑ ΕΡΘΟΥΝ ΟΙ ΝΕΟΓΕΡΟΙ (εδώ)

  2. -Eφημερίδα Η ΑΥΓΗ @AvgiOnline: Πάταξη της φοροδιαφυγής για τη μείωση των φόρων: http://youtu.be/EJkPTI8vzQA?a
    -Τον βλέπω λες κ βλέπω γέρο. Περίεργες προσωπικότητες. Νεόγεροι.
    -Ακριβώς, και διάνα. Νεόγερος. Στην ερτ1 όπου έβγαλε διάγγελμα, όταν του μετέφεραν ερωτήσεις ακροατών είπε "μ' έστησες" Γέρος (εδώ)

  3. Η Ελλάδα ανήκει στον λαό της Αλέξη, ναι. Σ'αυτόν τον λαό τον γεμάτο νεόγερους και νεόγριες. Να τον χαιρόμαστε. #denuparxeielpida #ekloges14 (εδώ)

  4. -Στόχος η δημοκρατική ανατροπή με μπροστάρη τη νέα γενιά. http://www.youtube.com/watch?v=MkgqjDDEPW0&feature=share&list=UU0SmAqRlJp6gqI4xAGtDqEw
    -αχ, λεξιλογιο εξηνταρας, νεογρια (εδώ)

  5. Σκέφτομαι Τί έχω ακούσει αυτές τις μέρες και ψιλοπάω Νταχάου άνετα. κομπλεξικές νεόγριες, ανασφαλείς χασικλίδες, ανήμπορες θεότητες..#WTF (εδώ)

  6. -Αφου θες δωσε τα λεφτα & παρε καποιον περιπου ισαξιο του Τορρες. Γελαει ΟΛΟ το νησι & κλαινε οι φιλοι
    -παντως ουτε ο Τορες αξιζει αυτα τα λεφτα. Ειναι νεογερος. Παιζει απο τα 18. Ψιλοκαηκε. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμετάβατο ρήμα, από Ηράκλειο Κρήτης μεριά. Σημαίνει την πρώτη ή τις πρώτες συνουσίες των νεαρών αρσενικών χομοσάπιε, πράξη που γίνεται συνήθως με την παρότρυνση και τη μεσιτεία - βλ. συνοδεία σε μπουρδέλο - μεγαλύτερων αρσενικών της οικογένειας, προκειμένου αυτά τα νεαρά να βγάλουν τα χοντράδια, δηλαδή, να "ξεβαρβατέψουνε" προς ώρας, και να τωσε φύγει η πολύ έξαψη της παροξυσμικής λόγω ορμονών εφηβικής βαρβατίλας, και για λόγους πρόληψης, μη πάθουνε κανά ψυχολογικό καραμπεγλέρι ή μην πουστέψουνε ή μην παραφουριέψουνε και κάνουνε καμιά ψιλο-χοντρομαλακία και δε μαζώνουνται ύστερα.

Σίγουρα βουκολικής προέλευσης, ή που θα προήλθε από κάποιο πιο εκτεταμένο "ξε-βαρβατ-σίζω" (τα λεξικά λένε ότι βαρβάτος<barbatus λατινικά ο μουσάτος, δηλ. ο μη ευνούχος), ή μπορεί πιο άμεσα από το βατ(σ)- που έχει σχέση με το βατεύω = πηδώ, ζευγαρώνω, για ζώα, - υπάρχει βέβαια και το βατσ- από το vaccine, που σημαίνει κατά λέξη δαμαλισμός, βλ. βατσίνα, αλλά νομίζω άσχετο.

Αλλά ο πληροφοριοδότης μου που είναι από την πόλη μου είπε ότι έχει ακούσει να το λένε για αθρώπους.

Σε πήγε ρε γρόθε ο πατέρας σου να ξεβατσίσεις ή ακόμης; Να του πεις μιας στιγμής να σε πάει μη μας-ε επάθης πράμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα Ανώγεια Κρήτης και στο πολιτισμικο-γλωσσικό τους Lebensraum γύρω από τον Ψηλορείτη, το ρήμα αγαπώ σε αμετάβατη σύνταξη σημαίνει είμαι ερωτευμένος, και πιο συγκεκριμένα: είμαι για πρώτη φορά (και άρα φόλα) ερωτευμένος (βλ. καψούρης) και (λόγω αυστηρών ηθών) συνήθως μυστικά. Δηλαδή, αγαπώ δε σημαίνει "νοιάζομαι", "είμαστε ταιριαστό ζευγάρι", "παρά τα χρόνια δε σε βρίσκω εντελώς τελείως αποκρουστικό", και λοιπά αντικλιμακτικά και κλιμακτήρια. Αγαπώ σημαίνει εδώ αποκλειστικά είμαι ερωτευμένος για πρώτη φορά και σφόδρα, γιατί μία φορά νοείτο να ερωτευτείς, την πρώτη, κι αν ήταν να ερωτευτείς καλό θα ήταν να ερωτευτείς πολύ... και μετά παντρευόσουνα.

Το αμετάβατο της σύνταξης είναι σημαντικό: δεν έχει σημασία ποιον αγαπάς, αλλά πρωτιστως το ότι αγαπάς, το σκανδαλώδες του ότι είσαι ερωτευμένος.

Η πιο συχνή και εμφατική χρήση του παραμένει στην ερώτηση "αγαπάς;" την οποία την απευθύνουν, με λύσσα κακιά προς το κορίτσι που ξετζανώνει και γαμπρίζει, τα υπόλοιπα θηλυκά του περίγυρου (μητέρα, αδερφές, θειάδες, ξαδέρφες, φίλες), όταν ψυχανεμίζονται ότι κάτι τέτοιο εξηγεί την αλλοπρόσαλλη εσχάτως συμπεριφορά της μέχρι πρότινος απονήρευτης κορασίδας. Αν την απευθύνουν αρσενικά (π.χ. πατέρας, αδερφός) έχουμε πρόβλημα.

- Μωρή, γιάντα δεν επήγες στο φροντιστήριο; Μωρή, αγαπάς;
- Όι μάνα, μάνα! Ετρεζάθηκες μάνα;!!!

Μόνο σπάνια μπορείς να ακούσεις σε τέτοια πλαίσια την λέξη αγαπώ για τη σχέση μεταξύ παντρεμένων. Πιο συχνά την ακούεις/ την άκουγες μεταξύ συγγενών και φίλων για τη συγγενική και φιλική αγάπη (μεταβατική σύνταξη).

- Χαρώ σε κι αγαπώ σε! (προς παιδάκι)

- Εγώ κουμπάρα να κατέεις σ' αγαπώ πιο πολύ απ' την αδερφή μου (κουμπάρες συνομιλούν).

Στη σχέση μεταξύ παντρεμένων την ακούεις/την άκουγες περισσότερο όταν ο ένας από τους δύο είχε πάει στον άλλο κόσμο:

- άχι, μωρέ, τον ηγάπουνα τον κύρη σας!

λέει η χήρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι, κατά τον Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971), "το άβγαλτο αγοράκι, που το γυροφέρνει ο κολομπαράς". Ο Πετρόπουλος το ετυμολογεί ως εξής: "Μάλλον προέρχεται από το κοινό κεκ (αγγλικά cake), γιατί το βλέπει σαν γλύκισμα". Αν δεν βρεθεί κάποια πιο ψαγμένη ετυμολογία, θα πρέπει, υποθέτω, να συμβιβαστούμε με αυτήν την ερμηνεία ότι πρόκειται για γουτσισμό εκ των αγγλικών, ένα γκέι αντίστοιχο του παστάκι ένα πράμα.

Εξκιούζμι τώρα αλλά αβέλω τζαστικό γιατί έχω ραντεβού μ’ ένα κεκ στη παραλία που έχει όλα τα δόντια του. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified