Further tags

Προέρχεται από το κάγκανος (ξερός / κατάξερος / κατάλληλος προς καύση) που είναι λέξη Ομηρική, η οποία διασώζεται στα βλάχικα (παρεμπιπτόντως «γκαγκάνι» αποκαλούν οι βλάχοι το γαϊδουράγκαθο).

«… ΠΕΡΙ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΘΗΚΑΝ ΑΥΑ ΠΑΛΑΙ ΠΕΡΙΚΗΛΑ ΝΕΟΝ ΚΕΚΕΑΣΜΕΝΑ ΧΑΛΚΩ ΚΑΙ ΔΑΙΔΑΣ ΜΕΤΕΜΙΣΓΟΝ...»
Οδύσσεια σ 309

«…ΥΠΟ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΚΕΙΤΑΙ ΩΣ ΤΟΥ ΚΑΛΑ ΡΕΕΘΡΑ ΠΥΡΙ ΦΛΕΞΕΤΟ ΖΕΕ Δ ΥΔΩΡ…» Ιλιάδα Φ 364

Γκάγκανο σημαίνει:

  1. ξερό / κατάξερο / στεγνό ξύλο / κούτσουρο / λιανόκλαδο που χρησιμοποιείται για προσάναμμα.

  2. Όταν μιλάμε για φαγητό (κυρίως ψητό κρέας): το καμένο, το υπερβολικά ψημένο, αυτό που έχει τόσο στεγνώσει απ’ το ψήσιμο που δεν τρώγεται.

  3. Το λιοπύρι, τον καύσωνα, το καταμεσήμερο καλοκαιριάτικα, το μέρος που ενώ καίει ο τόπος απ’ τη ζέστη δεν προσφέρει σκιά.

  4. Όταν μιλάμε για πρόσωπα στην έκφραση «Έχω γίνει γκάγκανο!» σημαίνει πως έχω μαυρίσει υπερβολικά από τον ήλιο / την ηλιοθεραπεία, έχω γίνει κατάμαυρος / αράπης (, βλ σχόλια των Bubis, Ο ΑΛΛΟΣ).

  5. Σαν βρισιά με την έννοια του κούτσουρου σημαίνει: βλάκας, χαζός, αλλά χρησιμοποιείται παρομοίως και σαν ουσιαστικό με την έννοια της βλακείας, της λόξας, της ιδιοτροπίας.

  6. Το αρσενικό, γκάγκανος, εκτός από το κατάμαυρος (υπάρχουν και τα μαυρογκάγκανος και καραγκάγκανος, υπερ-υπερθετικός) εκτοξεύεται υποτιμητικά σαν χλεύη ή και βρισιά προς μαυριδερούς ή και μαύρους, οπότε και είναι καθαρά ρατσιστικό και σημαίνει όλα όσα υποτιμητικά αποδίδονται σε μαύρους και γύφτους από τους ντεμέκ ανώτερους λευκούς (πχ. βρώμικος, μπασκλασαρία, ανίκανος).

Προσοχή: το θηλυκό με την έννοια «μαυρισμένη» καλύπτεται από το γκάγκανο.

  1. Η γκαγκάνα σαν λέξη υπάρχει και σημαίνει:
  • το σαγόνι (κυριολεκτικά ζώου, αλλά και για άτομα με ασυνήθιστα μεγάλη γνάθο),
  • τη μεγάλη γαμψή μύτη,
  • το μεγάλο κεφάλι,
  • την πολύ ψηλή και άχαρη / άσχημη γυναίκα.

    1. Το ρήμα γκαγκανιάζω σημαίνει εκτός από «μαυρίζω» (μπορεί κι απ’ το κακό μου) και ξεραίνομαι / σταφιδιάζω / στεγνώνω από τη δίψα.
  1. - Τι ‘ναι αυτό το γκάγκανο μωρή; - Σουβλάκι. - Να το βάλεις ξανά στον πάτο σου. Γαμώ το σενιάν μου, γαμώ.

  2. Το άμοιρο το ζωντανό είναι δεμένο εκεί, στο γκάγκανο παρατημένο.

  3. - Μωρή, βάλε ταν-ταν κι έχεις γίνει γκάγκανο!! - Μωρό μου, πόσο με νοιάζεσαι!! Χύσε λίγο πάνω μου που με φτιάχνει. Έεελαα!! Ξες εσύ!!

5α. – Μπλα, μπλα, μπλα, … μπλι, μπλα, μπλο… – Σκάσε πια βρε γκάγκανο!!! Μας έπρηξες τ’ αρχίδια.

5β. ...Ποτέ δεν είχα το γκάγκανο να μετράω τα posts μου. Τελευταία όμως με έχει πιάσει συγγραφικός οίστρος… (από μπλογκ)

  1. …Μην ακούω για Γκοβού και Μπουμσόνγκ. Για τα μπάζα κι οι δύο τους. Μισό Σαλπι δεν κάνει ο γκάγκανος ο Γκοβού κι όσο για τον κίλερ, πιο σοφτ κι από βούτυρο είναι…» (από μπλογκ)

7β. – Είδες τη γκαγκάνα της; - Πρώτ’ αυτή έστριψε τη γωνία κι έπειτα η υπόλοιπη Σούλα. - Γουστάρησα ξαφνικά Αλμοδόβαρ. - Αν δε γούσταρα τη Ρόσσυ θα ‘λεγα πως τουκανίζεις.

  1. – Σιγά, θα νταλακιάσεις!! - Άσε ρε και γκαγκανιάσαμε τόσες ώρες στη βάρκα. - Καλά, γιατί, δεν είχατε νερό; - Το μαλάκα τον Χρήστο ρώτα, που πήρε τσίπουρο αντί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτή έκφραση πρωτοακούστηκε από Λαρισαίο και αναφέρεται κυρίως σε χοντρές γυναίκες, όταν έχουμε διαμάχη με κάποιον συνομιλητή μας όσον αφορά την ομορφιά κάποιας γυναίκας. Αυτή η έκφραση αναφέρεται σε μπετονιερολάγνους ή σαβουρογμιάδες που οτιδήποτε κινείται και είναι γένους θηλυκού το παίρνουμε το πηδάμε και κάνουμε μέχρι και σχέση μαζί του! (τα 2 τελευταία μπορούν άνετα να αντιστραφούν).

  2. Η έκφραση αυτή λέγεται και σε άχαρες, ανοργασμικές γκόμενες (όχι απαραίτητα χοντρές). Όταν ο άντρας προσπαθεί να φέρει εις πέρας το δύσκολο έργο που από την φύση έχει υποχρέωση να κάνει, αλλά η γκόμενα μένει ακίνητη και αυτός πασχίζει να τελειώσει μόνος του, η σκηνή μοιάζει σαν να παλεύει ο άντρας με ένα σακί πατάτες!

  3. Ακόμη η έκφραση αναφέρεται και σε γυναίκες ξεσχίστου τύπου, σκέψου κόφες που είτε μπαίνει είτε βγαίνει δεν καταλαβαίνει ο άντρας τίποτα!!!! (κρέας μπαίνει κρέας βγαίνει). Φυσικά ούτε λόγος να τελειώσει ο άντρας, σε τέτοιες περιπτώσεις περιμένει απλώς το ελεύθερο από τη γκόμενα για να μπορέσει να ηρεμήσει ή, άμα τον λυπηθεί η γκόμενα, να του κάνει δώρο μία πίπα (καπνίσματος) -αυτό το τελευταίο ποικίλει μάλλον, ανάλογα με την ευχαρίστηση που θα της δώσει ο εκάστοτε παρτενέρ. Διαφορετικά τον άντρα τον βλέπω για αλλού, σε άλλη φωλιά ή η χείρα με τα πέντε ορφανά! Γνωστή και ως πενταδάχτυλος.

  1. - Ρε μαλάκα, τι μουνί είναι αυτό που πέρασε;
    - Καλά ρε είσαι σοβαρός; Αυτό είναι σακί με πατάτες, είσαι τελείως ανώμαλος πια;

  2. Τα σχόλια είναι περιττά σε αυτό νομίζω.

  3. (Χαρακτηριστικές εκφράσεις που λέγονται κατά την συνουσία συχνά πυκνά με μία τέτοια γυναίκα): «Είναι μέσα;» «Δεν πιστεύω πάλι να βγήκε;» Και φυσικά σκέψεις του στυλ «πότε θα τελειώσει γαμώτο» ή, γενικά περί ανέμων και υδάτων, π.χ. έχω να πληρώσω Δ.Ε.Η., Ο.Τ.Ε., έχω να σκεφτώ και το μεταπτυχιακό μου. Πού και πού συνοδεύεται και με άλλα υπαρξιακά ζητήματα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε μια ωραία κοπελίτσα, συνήθως μικρή σε ηλικία, και δεν θέλουμε να την χαρακτηρίσουμε μουνάρα!. Όσοι δεν καταλάβατε το λογοπαίγνιο, πείτε το γρήγορα, δυνατά.

- Ψσσσσστ! Κοίτα πίσω απ' το μπλε αμάξι... - Τι ρε;
- Το μικρό μου νύχι ρε!

(από Άγης, 04/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απ’ το αρχαίο βραχίων αλλά μας προέκυψε από το μπράτσο σαν αντιδάνειο απ’ το ιταλικό braccio ή το βενετσιάνικο brazzo.

  1. Το μπράτσο. Στην έκφραση κάνω/χτίζω μπρατσόνι σημαίνει γυμνάζω τα μπράτσα.

  2. Σημαίνει τον μπρατσαρά/μπρατσωμένο/χεροδύναμο άντρα που του φαίνεται (χωρίς τα συμπλέγματα, τις ουσίες, και τις ατελείωτες ώρες στο γυμναστήριο του 3).

  3. Περιγράφει τον σφίχτερμαν, τον μποντιμπιλντερά, το γορίλα, το μπιλντέρι, το ντούκι, τον φουσκωτό, το χτιστό/χτισμένο, δηλαδή κάποιον που καταφεύγει στο body building για λόγους ωραιοπάθειας, επιδειξιμανίας ή κολλήματος. Ειρωνικά, υπονοεί μειωμένη ευφυΐα και πνευματικότητα μια και αυτός ο σωματότυπος έχει καταντήσει στερεότυπο για τους άντρες (παρόμοιο με το ξανθιά για τις γυναίκες).

  4. Αφορά και γυμνασμένες γυναίκες τύπου θάντερκατ.

  1. «Μασάω τσιχλίτσα, φοράω ξεβαμμένο τζινάκι με σταυρούς με στρας, μπλουζάκι μιλιτέρ με τρεις αστέρες στο αριστερό μου μπρατσόνι και το σήμα των πεζοναυτών αλεξιπτωτιστών κατάστηθα…» (αγορασμένο)

  2. - Ρε λεβέντη, μου κόλλησε το ΤΙΡ στις λακκούβες εδώ παρακάτω. - Μάγκα μου, κάτσε να σφυρίξω τα μπρατσόνια τα ξαδέρφια μου να μας δώσουν ένα χεράκι κι έννοια σου. Φραπεδιά;

  3. Ακούστε πώς τον περιγράφουν οι στίχοι στο «Τζόνυ το Μπρατσόνι» από τους «Το πλοκάμι του καρχαρία» (μήδι 2)

  4. - Ρε μαλάκα; Σίγουρα η Ζίνα δεν ήταν κάποτε τσουτσουνοφόρος; Πολύ μπρατσόνι ρε παιδάκι μου!!
    - Ε! δεν παίρνω κι όρκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται :

  1. για να εκφράσει τη δυσπιστία του ομιλούντα απέναντι στην κατάφαση, συμφωνία, υπόσχεση κλπ. που προηγήθηκε,
    ή
  2. για να παροτρύνει σε μεγαλύτερη προσπάθεια-συνέπεια, να δεσμεύσει πραγματικά τον συνομιλητή (ως προς αυτό που εκείνος ενέκρινε, συμφώνησε, υποσχέθηκε κλπ.).

Δεν ενέχει σεξιστικό υπονοούμενο / σαρκασμό, πρόκειται περί χιουμοριστικής παρονομασίας (annominatio) που προκύπτει από το συνδυασμό ελλείψεως (eclipsis, defectio) και αντίστασης (ploke, distinctio): η πλήρης πρόταση που εννοείται είναι: «(Το εννοείς το Ok, είναι ένα) Straight (εδώ »ειλικρινές«) Ok ή (είναι ένα όχι straight=) gay Ok;»

Δεν αποτελεί κατά βάση σλανγκιστική γείωση με την έννοια των τιραμισουρεαλιστών του παρόντος ιστοτόπου, γιατί δε βάζει λουκέτο και τσιμεντογαλότσα στη συζήτηση -η βασική της λειτουργία είναι διευκρινιστική ή παρωθητική (όπως ειπώθηκε).

- Λοιπόν, όπως είπαμε, στις οχτώ στη στάση, έτσι;
- Ok.
- Ok ή γκέι;
- Είπα θα 'μαι, λήξις.

Σχετικοάσχετα: οκέικ, ο-γκέι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα που είναι σταθερά διαθέσιμη για να κάνουμε μαζί της σεξ.

Συνήθως: Έχουμε μαζί της σχέση. Μιλάμε για νεαρές ηλικίες και στους δύο συντρόφους. Δεν το ταυτίζουμε με τα «τυχερά» που μπορεί να μας κάθονται, εκείνες είναι μεμονωμένες περιπτώσεις και εκ των προτέρων άγνωστες ενώ το μόνιμο μουνί όχι. Δεν σημαίνει ότι είμαστε απαραίτητα πιστοί σε αυτήν την γυναίκα, έτερον εκάτερον.

Τι δεν είναι: Το μόνιμο δεν σημαίνει για πάντα. Σε καμία περίπτωση δεν αναφερόμαστε σε πουτάνα. Ούτε με την έννοια του fuck buddy το έχω ακούσει.

Υφέρπει μια απαρέσκεια στην μονιμότητα, η οποία στο κρεβάτι μεταφράζεται σε μονοτονία. Επομένως περνά μομφή για την κατάσταση που βρίσκεται ο δικαιούχος του μόνιμου μουνιού. Μπορεί όμως να υπερισχύει η έννοια της σταθερής σχέσης και του σπιτικού σεξ, έτσι απλά, χωρίς απαξία. Άντε το πολύ-πολύ να θες να πεις ότι αυτός ο φίλος βγαίνει προσωρινά από τη λίστα των μάχιμων μπαρόβιων-καμακόβιων-κωλομπαροτσαρκόβιων, μέχρι νεωτέρας.

Είναι πολύ προγενέστερο από ένα ομώνυμο τραγούδι που παίζει στο youtube. Βλ. και το λήμμα μουνί.

  1. Από εδώ:

Βυζιά δεν με άφηνε να της πιάνω, αυτή καμιά σχεσούλα θα θέλει, ε δεν έχω πρόβλημα κι εγώ στ'αρχίδια μου. Απ'ότι είδα χρειάζεται ένα μόνιμο μουνί εδώ πέρα γιατί αλλιώς δουλειά δε γίνεται.

  1. Από εδώ:

Στα 50 ο άντρας μάγκες περνάει την δεύτερη εφηβεία του. Πάντως όλα είναι εγκεφαλικά. Με το μόνιμο μουνί μπορεί να χάσεις μετά τα 40 κάπως την ενεργητικότητα σου, να ρίχνεις δηλαδή 2-3 τρεις φορές την βδομάδα εκεί που γάμαγες κάθε μέρα. Αν όμως κάτσει νέο μουνί γίνεσαι οπλοπολυβόλο.

Μαλακιούλα των Καφρίλιον (από Khan, 31/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Συμμαζεύοντας, ανακεφαλαιώνοντας και προσθέτοντας για να μη μείνει έξω από τη συλλογή ένα λήμμα που ήδη χρησιμοποιείται κάργα στο σάη:

Προέρχεται από τον Πάξαμο, πολυγραφότατο συγγραφέα αρτοποιό και μάγειρα που ζούσε στη Ρώμη τον 1ο μΧ αιώνα.

  1. Πρόκειται για τον δίπυρο (διπλά ψημένο / φουρνισμένο) κομμάτι ψωμιού (εξού και το λατινικό bis coto, απ’ όπου το ιταλικό biscotti και το αγγλικό biscuit και το δικό μας μπισκότο), ώστε να αφυδατωθεί και να γίνει σκληρό, για να διατηρείται περισσότερο.

Αποτελεί βασικό συστατικό του περίφημου Κρητικού ντάκου.

Υπάρχουν και:
α. το παξιμάδιασμα που σημαίνει εκτός από το ψήσιμο του ψωμιού ώστε να γίνει παξιμάδι / το φρυγάνισμα,

β. το αντίστοιχο παξιμαδιάζω που, όταν μιλάμε για άτομα, σημαίνει αδυνατίζω υπερβολικά σε σημείο ασχήμιας και

γ. η παξιμάδα (που ‘ναι –άσχετο- και νησί κοντά στη Σητεία) για το ακόμη πιο χοντρό και μεγάλο παξιμάδι (να μη συγχέεται με το 5).

  1. Η πασίγνωστη (και επικαιρότατη) έκφραση «κάνει το σκατό του παξιμάδι», όπως και η παρόμοια «ξεραίνει το σκατό του», σημαίνουν πως (όπως αφήνουμε το ψωμί να γίνει παξιμάδι για να ‘χουμε κάτι να τρώμε στο μέλλον):

α. επειδή υπάρχει μεγάλη ανευρεία στερούμαστε (αναγκαστικά και χωρίς να το θέλουμε) και τα βασικότερα των αγαθών,

β. κάνουμε υπερβολική οικονομία (στερούμενοι ηθελημένα κάτι που άλλοι –ίσως όχι άδικα- να θεωρούν βασικό), με σκοπό να αποκτήσουμε στο μέλλον κάτι που κοστίζει ακριβά.

  1. Η έκφραση «θέλει βρεγμένο το παξιμάδι» σημαίνει πως ο εν λόγω είναι τόσο τεμπέλης που δε στέργει να ταλαιπωρηθεί ούτε στο ελάχιστο, ακόμη και για να απολαύσει κάτι. Βρεγμένο παξιμάδι τρώνε οι γέροι που ‘ναι φαφούτηδες. Αναφορά και εδώ.

  2. Η ψωλή. Προφανώς από το ξερή (ξερό ψωμί είναι το παξιμάδι). Απ’ εδώ η έκφραση «βουτά το παξιμάδι του στον καφέ / το μέλι» κι άλλα, ανάλογα με την περίπτωση.

  3. Παξιμάδα, παξιμάδω και παξιμαδοκλέφτρα σημαίνει κοκότα, πουτάνα. Αναφορά και εδώ.
    Σύμφωνα με το Ρεμπέτικο φόρουμ, προέρχεται απ’ τις καλντεριμιτζούδες που διπλαρώνανε στους καφενέδες της Ομόνοιας και πέριξ, τους θαμώνες προς άγρα πελάτη ή έστω της αρπαγής του μικρού παξιμαδιού που ήταν στο πιατάκι του καφέ και σερβιριζόταν μαζί.

  4. Το μεταλλικό κινητό περικόχλιο (μικρός τετράγωνος ή εξάγωνος δίσκος) με τρύπα, που έχει εσωτερικό σπείρωμα (βόλτα), για να βιδώνεται μέσα σε αυτό ο κοχλίας (βίδα), οπότε συνδέονται διάφορα αντικείμενα ή εξαρτήματα μηχανισμού μεταξύ τους.

  5. Υπάρχει και η έκφραση «Το στρίβεις το παξιμάδι;»

Τέλος: ποξαμάτι στα Κυπριακά.

  1. Κόντρα παξιμάδι.
    α. «Βιδώνω κόντρα παξιμάδι» στην κυριολεξία. είναι όταν βιδώνοντας κάτι, με το γαλλικό κλειδί, κρατάω και το παξιμάδι κόντρα.

β. Επίσης κυριολεκτικά, το δεύτερο παξιμάδι που κρατώντας κόντρα ενισχύει το πρώτο ακριβώς όπως περιγράφεται εδώ.

γ. Συμπληρώνοντας την εδώ δεύτερη έννοια, σημαίνει το χοντρό δούλεμα. ειδικά όταν συνοδεύει το γνωστό ψιλό γαζί.

δ. Δημοφιλής ξινίζουσα σεξουαλική στάση (αναφορά και εδώ).

  1. Η έκφραση «έχω μείνει παξιμάδι» είναι συνώνυμη των «έχω μείνει μαλάκας / κόκκαλο / κάγκελο / παγωτό / έκπληκτος / άναυδος / στήλη άλατος / με το στόμα ανοιχτό» / καγκελώνω.

  2. Ο στεγνός / αυτός που έχει μείνει ρέστος / ταπί / πανί με πανί / δίχως μία. Ακούγεται όλο και συχνότερα παρέα με το «μένω» (χωρίς να μπερδεύεται με το 9.) αλλά και το «είμαι» τόσο για πρόσωπα όσο και για εταιρείες.

1.β. Ποιος θα γυρίσει να σε κοιτάξει βρε μίζερη, έτσι που παξιμάδιασες; Βάλε και λίγο λάδι στη σαλάτα κι έγινες σαν τον άγι’ Ονούφριο.

2.α. Ξεσκιζόμαστε κι οι δυο σε δυο δουλειές πρωί - βράδυ, έχουμε κάνει το σκατό μας παξιμάδι, ο μήνας βγαίνει με δανεικά κι έχουμε και το χοντρομαλάκα να λέει πως μαζί τα φάγαμε. Τότε γιατί πεινάμε χώρια ρε;

2.β. Για να κάνουν το σπίτι αυτό που βλέπεις, έκαναν το σκατό τους παξιμάδι πάνω από μια δεκαετία.

3. Ποιος βρε, ο Χρήστος; Αυτός θέλει βρεγμένο το παξιμάδι του, σιγά μη κουνηθεί για το λιοχώραφο. Τσιμέντο να γίνουν όλα, μου πέταξε ο ντεμέκ οικολόγος όταν του το ‘φερα απ’ έξω–απ’ έξω.»

4. «…όσο για τους χαμηλόβαθμους ..ε!! όσο μπορούν και τους παίρνει, βουτούν το παξιμάδι τους στον καφέ της χήρας…»

5.****Ήσουνα τι ήσουνα. Το πασίγνωστο παλιό μουρμούρικο. (Οι παραλλαγές είναι ατελείωτες, αντιγράφω τον Ηλία Πετρόπουλο)

Ρε, ήσουνα ξυπόλυτη και γύριζες στους δρόμους
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις ιπποκόμους

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και μάζευες 'κοσάρια τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις κατοστάρια

Βρε, ήσουνα αδέκαρη και μάζευες ραδίκια
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σκουλαρίκια

Βρε, με χίλια χρόνια φυλακή τιμώρησα το Χάρο
Να είσαι πάντα ελεύθερη μαζί σου να γουστάρω

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και τάιζες κοκόρους
τώρα που σε πήρα εγώ ζητάς αεροπόρους

Τα ζάρια μου τα κούνησα και ήρθαν έξι-πέντε Μπάνιζε μπάτσους στη γωνιά τους πάει πέντε-πέντε

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και μάζευες χορτάρια τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις κατοστάρια

Βρε, ήσουνα δεν ήσουνα μια τσουβαλοπλέχτρα τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σούρτα φέρτα

Βρε, ήσουνα δεν ήσουνα μια παξιμαδοκλεύτρα τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σούρτα φέρτα

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και μάζευες ραδίκια
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις βαντανίκια (κοσμήματα).

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και πάταγες στις λάσπες
Τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις άσπρες κάλτσες.

Βρε, ήσουνα στη μάνα σου και πότιζες τη γλάστρα
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις (τακτιριτακτα)

8γi) «…Μας δουλεύεις ψιλό γαζί και κόντρα παξιμάδι, μεσιέ; Προϊόντα κατασκευάζει και η κουτσή Μαρίκα... Με τί, όμως, αν δεν έχει πρώτες ύλες;»

8γii) «…Υπόβαθρο είναι οι ευσεβείς πόθοι τού λαού και γνώμονας το συμφέρον αυτού και αυτών που σχεδιάζουν τα πολιτικά συστήματα. Βεβαίως ο λαός έχει πειστεί πως είναι «σοφός» και δεν δέχεται πως τον δουλεύουν ψιλό γαζί και κόντρα παξιμάδι..»

8.δ.i. «…Εμένα πάντα με υποψιάζουν δημόσια πρόσωπα που το παίζουν έντονα κάτι. Αν αυτό είναι πατριωτισμός, σημαίνει ότι την Ελλάδα την έχουν γραμμένη εκεί που την είχαν γράψει και οι άλλοι ”υπερπατριώτες” οι χουνταίοι. Αν το παίζουν αντριλίκι, το γκρόβερ σε κόντρα παξιμάδι είναι δεδομένο. …»

8.δ.ii. «…Αυτά τα rap γκομενίδια μου αρέσουν ΦΟ-ΒΕ-ΡΑ γιατί είναι ρυθμικά, γενικώς και δεν κάνουν τα έξυπνα όπως τα ανάλογα ροκ γκομενίδια που και δεν μεγαλώνουν ποτέ και κάνουν ότι τα ξέρουν κι όταν τους λες “Μωρό, είσαι για ένα βιδωτό κατσαβιδάτο ή τουλάχιστον για κόντρα παξιμάδι και τα ξαναλέμε αργότερα για τον Ντύλαν, στο τσιγάρο”…»

8.δ.iii «….Το φιλί της ήταν βαθύ και με πολύ σάλιο και οι κινήσεις της έδειχναν πως είχε μάθει από καιρό το καμασούτρα, μιας και οι έμεινα έκπληκτος από τις παραλλαγές του all time classic «κόντρα παξιμάδι».

  1. Διάβασα σήμερα και είδα το βίντεο και απλά έμεινα παξιμάδι! Έμεινα παξιμάδι γιατί είδα με τι ψυχραιμία κάποιος συνάνθρωπος μας ήταν ικανός να κάνει τη θυσία του για τα πιστεύω του, χωρίς να προσπαθήσει να κάνει κακό σε κάποιο υπεύθυνο για τη κατάστασή του όπως το βλέπει! Δεν έχω λόγια να πω για αυτόν τον άνθρωπο, πραγματικά ανατρίχιασα βλέποντας τη ψυχραιμία του! Την απελπισία του και με ποιο τρόπο την έδειξε…
    (αναφέρεται στη βουτιά στο κενό απεγνωσμένου Ρουμάνου μέσα στο ρουμανικό κοινοβούλιο πέρσι)

  2. Ήταν που ήταν παξιμάδι του ‘ρθε και το τέλος επιτηδεύματος. (sic)

(όλα αγορασμένα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανόητη γυναίκα. Η πουτάνα, η καριόλα, η γαμιόλα, το τσόλι, η τσούλα, το τσουλί, η ξεκωλιάρα, η λουμπίνα, το μουνί (με την έννοια της ύβρης) κ.τ.λ Όλα αυτά μαζεμένα.

Η φρέκλα είναι μια καινούργια λέξη, και είναι υπερβολικά προσβλητική, έστω και καθόλου γνωστή. Σημαίνει όλες τις βρισιές για μια γυναίκα. Με λίγα λόγια, είναι τα πάντα όλα. Λέγοντας την λέξη έχεις «γαμήσει» μια γυναίκα στα λόγια. Σε περίπτωση μίσους, αυτή είναι η κατάλληλη (ακατάλληλη) λέξη.

- Λέω να τα φτιάξω με την Ελευθερία.
- ΜΗ!!! Μιλάμε πως αυτή είναι η πιο μεγάλη πουτάνα σ' όλη την Ελλάδα. Σ' έχει χεσμένο, αφού θέλει συνεχώς πούτσες και πούτσες. Μόλις την γαμήσεις, πάει για άλλο πούτσο. Συγγνώμη που το λέω, αλλά είναι... φρέκλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απλή ύβρις προς κάποιον για τον οποίο τρέφουμε μίσος. Πολύ μίσος...

Γιατί δεν του δίνουνε αποβολή, γαμώ την πουτάνα μου. Μετανιώνω που δεν του γάμησα το σόι. Έτσι και έκανα ότι μπορούσα θα τον είχα γαμήσει αυτόν τον μαλάκα. Για το πούτσο είναι αυτό το πουστρίδι. Νομίζει ότι θα κάνει ό,τι θέλει αυτό το μουνόπανο. Γαμώ τη μάνα του. Κανονικό πουστρίδι όμως.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο Μπάμπης μας πληροφορεί ότι η πουτάνα ετυμολογείται εκ του λατινικού putidus, τουτέστιν: σάπιος, ρυπαρός και δύσοσμος.

Πριν όμως οι Λατίνοι ανακαλύψουν τις μαράκες, στα μέρη μας η εταίρα Φρύνη προσέφερε δωρεάν φραπέ στο Διογένη επειδή θαύμαζε το μυαλό του, η δε ιερόδουλη Διοτίμα έδινε τον απόλυτο ορισμό του έρωτα στο κάθε άλλο παρά πλατωνικό Συμπόσιο.

Βρωμιάρες λοιπόν ή καθαρές, αγαπάμε πουτανίτσες και ξέρουμε και να τις στολίζουμε:

  1. αδερφή του ελέους
  2. αδήλωτη
  3. ακουσμένη
  4. ακριβοπουτάνα
  5. αλανιάρα
  6. αλητόμουνο
  7. αμαρτωλή
  8. αμαρτωλό
  9. ἀνασεισίφαλλος
  10. απ’ αυτές
  11. αρτίστα
  12. αρχιπουτάνα
  13. αρχιπουτανάρα
  14. αρχιπούτανος
  15. ατιμασμένη
  16. αὐλητρὶς
  17. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  18. βακέττα
  19. βιζιτού
  20. γεβεντισμένη
  21. γελασμένη
  22. γιαουρτομούνα
  23. γκαζοχωρίτισσα
  24. γκομενοφάση
  25. γκουφουέ
  26. γκοντώστρα
  27. γυναίκα της περιπατητικής σχολής
  28. γυναίκα του δρόμου
  29. γυναίκα του ημίκοσμου
  30. δηλωμένη
  31. δημόσια
  32. δημόσιο
  33. διαβολογητεύτρα
  34. δρομάς
  35. εκδιδόμενη
  36. ελευθεριάζουσα
  37. ελευθέρων ηθών
  38. επαγγελματίας
  39. επιλήψιμου διαγωγής
  40. έπιπλο
  41. e-πούτανος
  42. εργαζόμουνα
  43. έσκορτ
  44. εσκορτίδιο
  45. εταίρα
  46. ζιγκολέτ
  47. η Άντα που κάνει τα πάντα
  48. η Λόλα που τα κάνει όλα
  49. ημιπαρθένος
  50. Θαΐς
  51. ιερόδουλος
  52. ἱπποπόρνος
  53. καθαρή
  54. καλοπλυμένη
  55. καλντεριμιτζού
  56. καλντερίμω
  57. καλτάκα
  58. καμπαρετζού
  59. καρακαλτάκα
  60. καρακαχπές
  61. καραμουτζού
  62. καραμπιτσαριώ
  63. καραπουτάνα
  64. καραπουτανάρα
  65. καραπουταναριό
  66. καραπούτανος
  67. καραρουσπού
  68. καριόλα
  69. καριολάϊν
  70. καριολίνα
  71. καριολοτσιμπουκογλείφτρα
  72. κασαλβάς
  73. κασσωρίς
  74. καταπιοσπερμιόλα
  75. καχπές
  76. κικαρού
  77. κοινή
  78. κοκότα
  79. κομμώτρια
  80. κοντοπούτανος
  81. κορίτσι
  82. κορίτσι της χαράς
  83. κορίτσι για σπίτι
  84. κότα
  85. κουβεντιασμένη
  86. κουνίστρα
  87. κουρκουλετζού
  88. κουρτεζάνα
  89. κόφα
  90. κούρβα
  91. κουφάλα
  92. κρυφή
  93. κρυφοπουτάνα
  94. κρυφοπούτανος
  95. κυρία Καριολίδου
  96. κωλοκουνίστρα
  97. κωλοπετσωμένη
  98. Λαΐς
  99. Λάουρα
  100. λεγάμενη
  101. λεγόμενη
  102. λεωφόρος
  103. λικνιτζού
  104. λινάτσα
  105. λουλούδα
  106. Λυδία
  107. Μαγδαληνή
  108. μαντενούδα
  109. μαντετούτα
  110. μαντινούδα
  111. μαντιτούτα
  112. μαντονέτα
  113. μεγαλοκυρά
  114. μεσσαλίνα
  115. μετρέσα
  116. μιαμόρ
  117. μιξοπαρθένα
  118. μισοπαρθένα
  119. μισότριβη
  120. μοντέλο
  121. μορόζα
  122. μουνόσκυλο
  123. νανά
  124. νίτσα
  125. ντάνα
  126. ντροπιασμένη
  127. νυχτολουλούδα
  128. νυχτοπόρτισα
  129. ξεβγαλμένη
  130. ξεκωλιάρα
  131. ξέκωλο
  132. ξεκωλοπουτανόμουνο
  133. ξελόντζα
  134. ξεμπούρδελο
  135. ξεπατωμένη
  136. ξεσκισμένη
  137. ξετσίπωτη
  138. ξεψώλι
  139. όργανο ηδονής
  140. παλιογύναικο
  141. παλιοθήλυκο
  142. παλιοκόριτσο
  143. παλιοσκρόφα
  144. παλλακίδα
  145. παλλακίς
  146. πάνδημος
  147. παξιμάδα
  148. παξιμαδοκλέφτρα
  149. παπαδοξηλώτρα
  150. παξιμάδω
  151. παραστρατημένη
  152. παρδαλή
  153. πασιπόρνη
  154. παστρικιά
  155. πατσαβούρα
  156. πεταλούδα
  157. πεταλούδα της νύχτας
  158. πηδιόλα
  159. πινεζοπούτανο
  160. πλανεμένη
  161. πλύμα
  162. πολιτική
  163. πολιτικιά
  164. πομπεμένη
  165. πόπη
  166. πόρνη
  167. πόρνη πολυτελείας
  168. πορνίδιο
  169. ποττάνα
  170. πουλημένη
  171. πουσουέ
  172. πουτανάκι
  173. πουταναριό
  174. πουτανέλι
  175. πουτανίδιον
  176. πουτανικός
  177. πουτανίτσα
  178. πουτάννα
  179. πουτανοθήλυκο
  180. πουτανοθήλυκο του ανέμου
  181. πούτανος
  182. πουτανογκαβλιάρα
  183. πουτανόθρεμμα
  184. πουτολένη
  185. πουτσαρπάχτρα
  186. πουτσοπόρνη
  187. πουττάνα
  188. putz Frau
  189. πτωχελένη
  190. πωροπούτανο
  191. ρουσπού
  192. ρουφιάνα
  193. σιφιλιάρα
  194. σκεύος ηδονής
  195. σκρόφα
  196. σκύλα
  197. σκύλλη
  198. σοκακού
  199. σουρλουλού
  200. σουρτούκω
  201. σπιτικιά
  202. σπιτωμένη
  203. συνοδός
  204. τάνα
  205. την έχει καπατμά
  206. της αρέσουν τα ξινά
  207. του γλυκού νερού
  208. του δρόμου
  209. τουρίστρια
  210. τραμπαλέτα
  211. τροτέζα
  212. τρύπερ
  213. τσαπερδόνα
  214. τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα
  215. τσούλα
  216. τσουλάκι
  217. τσουλί
  218. φακλάνα
  219. φθηνή γυναίκα
  220. φραπεδιάρα
  221. Φρύνη
  222. φτηνή πουτάνα
  223. φτηνοπουτάνα
  224. χαζοπουτάνα
  225. χαμαιτύπη
  226. χαμούρα
  227. χανιώλα
  228. χαλκιδῖτις
  229. χαρχάλα
  230. χορεύτρια
  231. χορηγούμενη
  232. χωνί
  233. ψυχικάρα
  234. ψυχοπουτάνα
  235. ψωλαρπάχτρα
  236. ψωλομαζεύτρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified