Further tags

Πετούγια ή και μπετούγια λέμε και την εύκολη γυναίκα, την κοινή άμα θέλετε, όπως ακριβώς κοινή είναι και η μπετούγια για να ανοίξεις την πόρτα.

Όχι, αν είσαι μάγκας να ανέβεις από το παραθύρι της της *μπετούγιας* ή να σου ρίξει κάτω τα μαλλιά της να ανέβεις, η [σκορδόπιστη](http://www.slang.gr/definition/5494-skordopisti)!!! Κοινή για όλους μέσα στο σπίτι και στα σπίτια όλου του κόσμου, εύκολη στη χρήση, με ένα τσακ, μπήκες, απλά πράγματα. Σαν το [πατσαβούρα](http://www.slang.gr/lemma/106-patsaboura), ένα εύκαιρο πάνω απ' όλα, πανάκι να μαζεύεις τις βρομιές σου. Αλλά και οι μπετούγιες έχουν αποδειχτεί να έχουν παραπάνω μικρόβια ακόμα κι από τα πληκτρολόγια, που έχουν παραπάνω μικρόβια από τη λεκάνη της τουαλέτας. Ίσα μωρή *μπετούγια*, κατευθείαν παρασύνθημα, ανοίγω και χωρίς τα κλειδιά. Τα πορτοπαράθυρά σου είναι πάντα διάπλατα για μένα. Ξεσκισμένη καριόλα!

Ξεσκισμένη καριόλα: «Έξι μπετούγιες ίνοξ, στο τιμολογιάκι, χονδρική, ε;».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Μπάμπης μας πληροφορεί ότι η πουτάνα ετυμολογείται εκ του λατινικού putidus, τουτέστιν: σάπιος, ρυπαρός και δύσοσμος.

Πριν όμως οι Λατίνοι ανακαλύψουν τις μαράκες, στα μέρη μας η εταίρα Φρύνη προσέφερε δωρεάν φραπέ στο Διογένη επειδή θαύμαζε το μυαλό του, η δε ιερόδουλη Διοτίμα έδινε τον απόλυτο ορισμό του έρωτα στο κάθε άλλο παρά πλατωνικό Συμπόσιο.

Βρωμιάρες λοιπόν ή καθαρές, αγαπάμε πουτανίτσες και ξέρουμε και να τις στολίζουμε:

  1. αδερφή του ελέους
  2. αδήλωτη
  3. ακουσμένη
  4. ακριβοπουτάνα
  5. αλανιάρα
  6. αλητόμουνο
  7. αμαρτωλή
  8. αμαρτωλό
  9. ἀνασεισίφαλλος
  10. απ’ αυτές
  11. αρτίστα
  12. αρχιπουτάνα
  13. αρχιπουτανάρα
  14. αρχιπούτανος
  15. ατιμασμένη
  16. αὐλητρὶς
  17. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  18. βακέττα
  19. βιζιτού
  20. γεβεντισμένη
  21. γελασμένη
  22. γιαουρτομούνα
  23. γκαζοχωρίτισσα
  24. γκομενοφάση
  25. γκουφουέ
  26. γκοντώστρα
  27. γυναίκα της περιπατητικής σχολής
  28. γυναίκα του δρόμου
  29. γυναίκα του ημίκοσμου
  30. δηλωμένη
  31. δημόσια
  32. δημόσιο
  33. διαβολογητεύτρα
  34. δρομάς
  35. εκδιδόμενη
  36. ελευθεριάζουσα
  37. ελευθέρων ηθών
  38. επαγγελματίας
  39. επιλήψιμου διαγωγής
  40. έπιπλο
  41. e-πούτανος
  42. εργαζόμουνα
  43. έσκορτ
  44. εσκορτίδιο
  45. εταίρα
  46. ζιγκολέτ
  47. η Άντα που κάνει τα πάντα
  48. η Λόλα που τα κάνει όλα
  49. ημιπαρθένος
  50. Θαΐς
  51. ιερόδουλος
  52. ἱπποπόρνος
  53. καθαρή
  54. καλοπλυμένη
  55. καλντεριμιτζού
  56. καλντερίμω
  57. καλτάκα
  58. καμπαρετζού
  59. καρακαλτάκα
  60. καρακαχπές
  61. καραμουτζού
  62. καραμπιτσαριώ
  63. καραπουτάνα
  64. καραπουτανάρα
  65. καραπουταναριό
  66. καραπούτανος
  67. καραρουσπού
  68. καριόλα
  69. καριολάϊν
  70. καριολίνα
  71. καριολοτσιμπουκογλείφτρα
  72. κασαλβάς
  73. κασσωρίς
  74. καταπιοσπερμιόλα
  75. καχπές
  76. κικαρού
  77. κοινή
  78. κοκότα
  79. κομμώτρια
  80. κοντοπούτανος
  81. κορίτσι
  82. κορίτσι της χαράς
  83. κορίτσι για σπίτι
  84. κότα
  85. κουβεντιασμένη
  86. κουνίστρα
  87. κουρκουλετζού
  88. κουρτεζάνα
  89. κόφα
  90. κούρβα
  91. κουφάλα
  92. κρυφή
  93. κρυφοπουτάνα
  94. κρυφοπούτανος
  95. κυρία Καριολίδου
  96. κωλοκουνίστρα
  97. κωλοπετσωμένη
  98. Λαΐς
  99. Λάουρα
  100. λεγάμενη
  101. λεγόμενη
  102. λεωφόρος
  103. λικνιτζού
  104. λινάτσα
  105. λουλούδα
  106. Λυδία
  107. Μαγδαληνή
  108. μαντενούδα
  109. μαντετούτα
  110. μαντινούδα
  111. μαντιτούτα
  112. μαντονέτα
  113. μεγαλοκυρά
  114. μεσσαλίνα
  115. μετρέσα
  116. μιαμόρ
  117. μιξοπαρθένα
  118. μισοπαρθένα
  119. μισότριβη
  120. μοντέλο
  121. μορόζα
  122. μουνόσκυλο
  123. νανά
  124. νίτσα
  125. ντάνα
  126. ντροπιασμένη
  127. νυχτολουλούδα
  128. νυχτοπόρτισα
  129. ξεβγαλμένη
  130. ξεκωλιάρα
  131. ξέκωλο
  132. ξεκωλοπουτανόμουνο
  133. ξελόντζα
  134. ξεμπούρδελο
  135. ξεπατωμένη
  136. ξεσκισμένη
  137. ξετσίπωτη
  138. ξεψώλι
  139. όργανο ηδονής
  140. παλιογύναικο
  141. παλιοθήλυκο
  142. παλιοκόριτσο
  143. παλιοσκρόφα
  144. παλλακίδα
  145. παλλακίς
  146. πάνδημος
  147. παξιμάδα
  148. παξιμαδοκλέφτρα
  149. παπαδοξηλώτρα
  150. παξιμάδω
  151. παραστρατημένη
  152. παρδαλή
  153. πασιπόρνη
  154. παστρικιά
  155. πατσαβούρα
  156. πεταλούδα
  157. πεταλούδα της νύχτας
  158. πηδιόλα
  159. πινεζοπούτανο
  160. πλανεμένη
  161. πλύμα
  162. πολιτική
  163. πολιτικιά
  164. πομπεμένη
  165. πόπη
  166. πόρνη
  167. πόρνη πολυτελείας
  168. πορνίδιο
  169. ποττάνα
  170. πουλημένη
  171. πουσουέ
  172. πουτανάκι
  173. πουταναριό
  174. πουτανέλι
  175. πουτανίδιον
  176. πουτανικός
  177. πουτανίτσα
  178. πουτάννα
  179. πουτανοθήλυκο
  180. πουτανοθήλυκο του ανέμου
  181. πούτανος
  182. πουτανογκαβλιάρα
  183. πουτανόθρεμμα
  184. πουτολένη
  185. πουτσαρπάχτρα
  186. πουτσοπόρνη
  187. πουττάνα
  188. putz Frau
  189. πτωχελένη
  190. πωροπούτανο
  191. ρουσπού
  192. ρουφιάνα
  193. σιφιλιάρα
  194. σκεύος ηδονής
  195. σκρόφα
  196. σκύλα
  197. σκύλλη
  198. σοκακού
  199. σουρλουλού
  200. σουρτούκω
  201. σπιτικιά
  202. σπιτωμένη
  203. συνοδός
  204. τάνα
  205. την έχει καπατμά
  206. της αρέσουν τα ξινά
  207. του γλυκού νερού
  208. του δρόμου
  209. τουρίστρια
  210. τραμπαλέτα
  211. τροτέζα
  212. τρύπερ
  213. τσαπερδόνα
  214. τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα
  215. τσούλα
  216. τσουλάκι
  217. τσουλί
  218. φακλάνα
  219. φθηνή γυναίκα
  220. φραπεδιάρα
  221. Φρύνη
  222. φτηνή πουτάνα
  223. φτηνοπουτάνα
  224. χαζοπουτάνα
  225. χαμαιτύπη
  226. χαμούρα
  227. χανιώλα
  228. χαλκιδῖτις
  229. χαρχάλα
  230. χορεύτρια
  231. χορηγούμενη
  232. χωνί
  233. ψυχικάρα
  234. ψυχοπουτάνα
  235. ψωλαρπάχτρα
  236. ψωλομαζεύτρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: Το προκομμένο κορίτσι, αυτό που έχει ιδιότητες που χρειάζονται αν θέλει κανείς να την παντρευτεί για να ανοίξει σπίτι και όχι κωλοχανείο, όπως (λέμε τώρα...) καλοσύνη, αγάπη, σεμνότητα, και λίγο από νοικοκυριό κι είσαι μέσα.

Σαρκαστικά 1: Το κορίτσι με τα ακριβώς ακριβώς αντίθετα χαρακτηριστικά από τα παραπάνω. Πουτανάκι και καριολίτα, βόμβα στα θεμέλια του σπιτιού αυτού που θα γκαβωθεί να την πάρει γιατί κάνει καλά κλαρίνα, μελλοντική αιτία σκοτωμών και ισοβίων καθείρξεων.

Σαρκαστικά 2: Περιπαικτική ατάκα σε άντρα που τον βλέπουμε να κάνει δουλειές του σπιτιού και να τις κάνει καλά, σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος...

  1. - Βαγγέλη! Κλείσ' το αυτό το ρημάδι το ίντερνετ, το σλάντζηρ και τα χαζά και έλα να δεις την Φωφώ που σε περιμένει η κοπέλα στο σαλόνι για καφέ!
    - Καλά ρε μάνα, καλά.
    - [Πιο χαμηλόφωνα και επιτακτικά] Έλα βρε, που βρέθηκε κορίτσι για σπίτι να σε πάρει, να σου μαγειρεύει και να σε πλένει και κάνεις και τον δύσκολο!
    - Έρχομαι asap μάνα.
    - Έλεος Χριστέ μου...

  2. - Και ποια παίρνει ο Βαγγέλης;
    - Την Φωφώ, προκομμένη κοπέλα και καλή μαγείρισσα έτσι;
    - Την Φωφώ; Τώρα μάλιστα... Κορίτσι για σπίτι... Μ' αυτήν έχω βγάλει κάτι γούστα... Μόνο πίπες γύρο ξέρει να φτιάχνει, άκου με που σε λέω...

  3. - Κολλητέ έχεις τίποτα από φαΐ ή να παραγγείλουμε κάνα γυρόνι;
    - Μισό, δικέ μου, τελειώνω τη φασίνα και βγάζω το φρικασέ από το φούρνο. Σπέσιαλ είναι, θα σε φτιάξω καλά τώρα.
    - Έτσι πως σε βλέπω αγόρι μου... Φτου σου! Κορίτσι για σπίτι είσαι!
    - Άι γαμήσου ρε! Και κόψε καμιά σαλάτα!
    - Έεετς!

Του Quino (από patsis, 21/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρνητικός χαρακτηρισμός που συνδυάζει τους χαρακτηρισμούς ξινή και καριόλα. Ξινιόλα είναι η γυναίκα που συγκεντρώνει στο πρόσωπό της παράλληλα ξινίλα και δηθενιά με συμπεριφορά καριόλας. Ο συγκεκριμένος τύπος είναι πιο ύπουλος από την καριόλα, αφού δρα πιο κεκαλυμμένα. Εξωτερικά αναγνωρίζεται από την έφεση στο να ξινίζει την μούρη.

1) Νομίζω η Μάρα παίρνει άνετα το βραβείο της ξινιόλας... Μαλάκα το παίζει φίλη μας και μας σκάβει το λάκκο...
2) - Μα γιατί δεν τη συμπαθείς τη Γεωργία;;
- Έλα ρε είναι ξινιόλα η τύπισσα. Όλη τη μέρα μας μίλησε μόνο και μόνο για να μας πει πόσο ανώτερη είναι από εμάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ ανδροπρεπής (επίθετο). Συνήθως χρησιμοποιείται με αρνητική έννοια. (Σημειωτέον: η λέξη δεν είναι ελληνικής πρόελευσης, αλλά ισπανικής. Χρησιμοποιείται και σε άλλες γλώσσες λοιπόν, γραφόμενη ως macho.)

- Τι μάτσο κάγκουρας αυτός ο Γκλέτσος ρε παιδί μου... Μ' αρέσει που είναι και στο ΚΚΕ - σκέτος προοδευτισμός αυτό το κόμμα, μέχρι και στις σχέσεις των δυο φύλλων...
- Ρε μαλάκα, τι μιλάς; Είσαι τόσο άσχετος που γράφεις λάθος το «φύλο» ακόμα και όταν μόνο το προφέρεις!...

Δες ακόμη: αριδάς, χέζω στο δάσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει κυρίως άτομα θηλυκού γένους με μειωμένες νοητικές ικανότητες και χαμηλό δείκτη iq... Συνήθως πατώνουν στα μαθηματικά (και γενικότερα στις θετικές επιστήμες) αφού το 1+1 το θεωρούν άλυτο μυστήριο... ενώ κατά έναν περίεργο λόγο διαπρέπουν στα θεωρητικά μαθήματα... Περισσότερες πληροφορίες στα φροντιστήρια «ΠΑΝΝΙΚΟΣ».

Χρησιμοποιείται ακόμα για γυναίκες που είναι απλά χαζές και είναι μουνιά.

Χαζή + μουνί (θηλ.) = χαζομούνα

καθηγητής: Γινόμενο 2 αγνώστων χ και ψ ίσον με -12. Τι συμπεραίνουμε από αυτό, χαζομούνα μου;
χαζομούνα: Ή το χ = -12 ή το ψ = -12...

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα με μυαλό κότας και μεγάλα... μπαλκονια.

- Αυτή η Βέρα ρε παιδιά είναι κορμάρα μπαλκονάτη, αλλά μόλις ανοίξει το στόμα της τρέχεις και δεν φτάνεις. Αμολάει τις κοτσάνες με ρυθμό οπλοπολυβόλου! Σκέτο βυζόμπαζο το άτομο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως εξ άλλου τέρμα Θεού πάνω έχει αναφερθεί, το λjjήμμα τούτο, εκτός από την απεριποίητη, αντισεξουαλική γυναίκα σημαίνει και το ταγαροκνίτικο στιλ, το οποίο με τη σειρά του υπάγεται στο ευρύτερο ρεύμα κνιτγουέρ, της ημέτερης οτ κουτύρης.

Την σήμερον, χρησιμοποιείται πλέον ευρύτατα και ως συνώνυμο του βλάχου, της βλαχούτσας, και γενικότερα του κιτς, πάντα κατά τη λεπταίσθητη γνώμη της εκάστοτε υπερκαλλιεργημένης σνομπαρίας και με την υποψία ότι κάπου, δεν μπορεί, ο εν λόγω καλός απόγονος των Αφελίμ, έχει κάνει μια μαλακία.

ι. Δραχμή, ζαγάρι και Hermès ταγάρι!

ιι.
Μια φορά Κνίτης μια ζωή ταγάρι

ιιι.
Γιαυτό πέθανε η κλασική μουσική. Δεν είχαν ντράμερ. Που πας χωρίς ντράμερ ρε ταγάρι;;

ιν. Ο Δήμαρχος και το ταγάρι!...
(...) »Καταγγέλλουμε το γεγονός και δηλώνουμε ταυτόχρονα την αντίθεσή μας σε συνήθειες που θυμίζουν κοινοτάρχες της παλιάς εποχής, οι οποίοι κουβαλούσαν την σφραγίδα της κοινότητας στο ταγάρι τους», καταλήγει στην ανακοίνωση/καταγγελία η Λαϊκή Συσπείρωση

ν.
Σόρρυ που σας χαλάω το αφήγημα, αγαπητό αγράμματο ταγάρι αλλά ο όρος low cost αφορά τους χαμηλούς ναύλους των εταιρειών αυτών

νι.
Ποιος είναι η «λατέρνα» του ζωδιακού κύκλου και ποιος το «ταγάρι» του αστρολογικού χάρτη;

νιι.
Βγαίνει η άλλη η περπατημενη σελέμπριτι με μπουφάν γυαλιά ηλίου γοβά και ταγιέρ μαζι με 2 δρομείς κ λέει ούαου μαραθώνιος Ουστ ταγάρι !!

νιιι.
Θα κρατάω ένα κόκκινο γαρύφαλλο για να με γνωρίσεις. Εσύ πάρε μαζί το ταγάρι σου για να σε γνωρίσω κι εγώ.

(ιx.)
Δεν θα ξεχάσω την σοφία της γιαγιάς μου που με τόση καλοσύνη με συμβούλευε «Πρόσεχε ρε ταγάρι μην στα φάει κανα βρωμοπούτανο και τρέχεις»

Elie Tahari εσείς, Elie Tagari εμείς! (από Khan, 02/04/15)Elie Tahari εσείς, Elie Tagari εμείς! (από Khan, 02/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα-μπρελόκ, στις διαστάσεις του συμπαθούς Πόκεμον Πίκατσου, η οποία ειδικεύεται στις πίπες (κυρίως επειδή οι άρρενες τη θέλουν μόνο γι' αυτό).

Συνώνυμα: πιπόβια, πιπατζού, πιπού

Χρησιμοποιείται καταχρηστικά και για χαρακτηρισμό αντρών.

  1. - Είδες την καινούργια γκόμενα του Μάρκου;
    - Ναι, πολύ μπάζο. Αλλά είναι πίπατσου, γι' αυτό τα φτιάξανε.

  2. - Αν η Μόνικα (Λουίνσκι, αυτή με τον Μπιλ και το φόρεμα) ήταν Πόκεμον, πώς θα την έλεγαν;
    - Πίπατσου.
    (από «ανέκδοτο» που είχε πέραση τότε με το σκάνδαλο του Μπιλ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι τρίχες πάνω από τα γεννητικά όργανα της γυναίκας, το τρίχωμα του αιδοίου.

Ο αέρας σήκωσε την φούστα της και επειδή δεν φόραγε βρακί φάνηκε για λίγο ο μπούφος της.

Got a better definition? Add it!

Published