Further tags

Η πολύ ασχημη και δύσοσμη (μασχαλίλα, κακοσμία στόματος) γυναίκα.

Η γυναίκα που με τη συμπεριφορά της ή τη στάση της απωθεί τους άντρες ή λειτουργεί ξενέρωτα κι ανοργασμικά.

Η γυναίκα που δε τηρεί τα στοιχειώδη της θηλυκότητας (τρώει τα νύχια της, αφήνει τριχοφυία στο πρόσωπο κ.α.).

(Πραγματική περίπτωση με μια Αγγλίδα).

- Του τάδε δεν του σηκώθηκε...
- Εεε...βέβαια, αφου η τύπισσα ήταν σπερματοκτόνο. Μόλις τα κατέβασε, βρωμούσε τόσο που το παλικάρι έκανε τον άρρωστο για να ξεφύγει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραπλήσιο του μαλάκα.

- Έλα ρε Βίκτορα...
- Σκάσε ρε ντόμψωλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοδίστρα(ς) λεγόταν ο αμφιβόλου σεξουαλικού προσανατολισμού ναύτης, πολύ παλιά, βλ. έφαγα το καβλί του ναύτη = ταλαιπωρήθηκα, έφαγα ζόρι / πούτσα / γαμήθηκα κτλ.

Παίζει να προέρχεται απο την παναθεματισμένη τη ναυτική στολή, που θέλει σιδέρωμα, πέντε τσακίσεις, μπελαμάνα, κολαρίνα, λιγαδούρα, ίσιωμα το μαύρο μαντήλι, κορδέλλα με φιόγκο στην ασπιρίνη, παντελονόκουμπα που ανοίγουν μπροστά κι έχει δυο ματζαφλάρια στο πλάι, δηλαδή μπορεί και να σου πάρει κανά εικοσάλεπτο να ντυθείς...

Ο Τσιφόρος, αφιερώνει μια σχετική ιστορία «Ο Μοδίστρας» στα «Παραμύθια πίσω απο τα κάγκελα», με ένα ναύτη που αναγκάζεται ένεκα εκδουλεύσεως, να κάνει παραχωρήσεις εσωτερικής καύσεως ... Φαίνεται οτι ενώ το σώμα τραβάει αμφότερα τα φύλα
(βλ. Μοσχολιού «ναύτης βγήκε στη στεριά για περιπολία», «ένα ναυτάκι αγάπησα κι εγώ» κτλ.), εν τούτοις, οι πουρές λούγκρες κάνουνε άγριο κυνηγητό στα ναυτάκια, όπως φαίνεται και απο την εμμονή του μεγάλου Τσαρούχη. Άλλωστε και οι ίδιοι οι ναύτες χαριεντίζονται μεταξύ τους, πετώντας ψευτοαδερφίστικα αστεία και προσφωνήσεις (π.χ. πού' σαι μωρή κυρία; / Μωρή κληρού / Μωρή κοπέλα κτλ). Το' χει η μπελαμάνα φαίνεται ...

Μάλιστα, σώζεται και η εξής αληθινή ιστορία: Κάποιος γνωστός γεροπούστης, εθεάθη Μεγάλη Παρασκευή αλαμπρατσέτα μ' ενα χαρτζηλικωμένο γαργαρότεκνο. Μια πικαρισμένη πουρόλουγκρα που τους εμπάνισε, είπε χαριτολογώντας στη «δικιά της»:

- Μωρή δε ντρέπεσαι; Μεγάλη Βδομάδα ν' αρταίνεσαι;

Η απάντηση ήρθε ατάκα:

- Καλέ δε βλέπεις; Θαλασσινό, νηστίσιμο!

- Ρε παιδιά, εντάξει ο φιόγκος; Μια ώρα τον πατικώνω...
- Φύγε απο 'δώ μωρή μοδίστρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατρύ εστί το άπατο πηγάδι. Συνήθως αναφέρεται και στις δύο οπές χωρίς διακρίσεις. Επίσης μπορεί να υπονοεί συνήθως το γυναικείο όργανο, αλλά μπορεί και να χρησιμοποιηθεί και σαν χαρακτηρισμός κατάστασης όπως πατρύ λοκώ, πατρύ βιεϊρά.

«Χθές, ήμουν με το γυναικάκι και της έσκισα την πατρύ. Μετά πήρα πατρύ λοκώ και στο τέλος πανηγύρισα σαν τον πατρύ Βιεϊρά»

Σημείωση. Ο Βιεϊρά για όσους δεν ξέρουν είναι Γάλλος ποδοσφαιριστής, υπήρξε μεγάλος αμυντικός μέσος ο οποίος μεγαλούργησε τα προηγούμενα χρόνια. Τώρα που εγέρασε κολλάει τα τελευταία του ένσημα πριν την σύνταξη. Το πλήρες όνομά του είναι Patrick Vieira εξού και το λογοπαίγνιο.

Patrice Loko (από poniroskylo, 31/07/09)Patrick Vieira (από poniroskylo, 31/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εδώ δεν πρόκειται για αποσαθρωμένα φρούτα ή λαχανικά.

Ο Παναγάκος Γιώργος υποστηρίζει οτι ο όρος σάπια υποδηλώνει τη ψιλοπατσαβουρίτσα γκόμενα, αυτή που με γεμάτα κυτταρίτιδα μπούτια αρέσκεται στο να φοράει κοντά σορτσάκια ή μίνι φουστίτσες, αδιαφορώντας για την αηδία και τα εμετικά συναισθήματα που προκαλεί στους δυστυχείς διαβάτες, οι οποίοι έτυχε να περάσουν δίπλα της ή κοντά της, ή εν πάσει περιπτώσει έτυχε να την έχουν στο οπτικό τους πεδίο.

Τις περισσότερες φορές η σάπια πιστεύει ότι είναι μουνάρα κι ότι την γουστάρουν όλοι. Η σάπια συνατάται σε πλατείες, σε μέσα μεταφοράς, ακόμα και σε παραλίες επιδεικνύοντας τα κάλλη της. Η σάπια έχει πολύ συχνά επιτυχίες στις ώρες 5 έως 7 το πρωί κατόπιν κατανάλωσης δυο φιαλών μπομπάτου ουίσκυ.

Παρεμφερή όρο αποτελεί η φλόμπα.

Ρε κοίτα την Τζώρτζια. Φοβερό μουνί.
– Ίσα ρε την σάπια. Άμα βγάλει την φούστα και το μπαζοκρύφτη απο την μούρη της δεν τη γαμάς ούτε με μια μπουκάλα ουίσκυ.

(από Galadriel, 13/12/12)

Δες και μπάζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί. Από το παλιό σλόγκαν διαφήμισης του προϊόντος «ό,τι καλύτερο για τον άντρα». Ασφάλουσλυ, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τον κώλο.

- Μου προσέφερε το Axe της.

Από το ΤΕΙ Μάρκετινγκ Ιεράπετρας (από poniroskylo, 28/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τους όρους νταλικέρης, γυναίκα-νταλικέρης, νταλικέρισσα, περιγράφουμε μεταφορικώς άτομα θηλυκού φύλου τα οποία έχουν υιοθετήσει πρότυπα και συμπεριφορές που παραδοσιακά προσιδιάζουν στα αρσενικά. Η πρόσληψη όμως αυτή έχει γίνει με τρόπο επιφανειακό και κραυγαλέο, με σκοπό να πουλήσουν μούρη και να το παίξουν ιστορία. Έχουν δλδ καταπιεί αμάσητα τα ανδρικά χούγια, χωρίς να έχουν αφομοιώσει την βαθύτερη ποιότητα του ανδρικού ήθους. Εξ ου και η γενικά υποτιμητική σημασία των όρων. Αντιθέτως, ο όρος αντράκι (για γυναίκα πάντα) έχει κατά κανόνα θετικό πρόσημο: υπογραμμίζει χαρίσματα όπως επιμονή, αποφασιστικότητα, καρτερία, εντιμότητα κλπ.

Η γυναίκα-νταλικέρης έχει πολλά κοινά γνωρίσματα με μια καγκουρογκόμενα (εννοούμε όχι την γκόμενα του κάγκουρα, αλλά μια γκόμενα με δική της, αυτόφωτη καγκουροσύνη). Ωστόσο οι δύο όροι δεν ταυτίζονται, με τον δεύτερο να χρήζει αυτοτελούς πραγμάτευσης σε ιδιαίτερο λήμμα. Επίσης, πολλαπλές και άκρως ενδιαφέρουσες είναι οι νοηματικές διασυνδέσεις μεταξύ νταλικέρισσας και bitch (καθαρόαιμο και σκυλί του πολέμου λεγόμενο).

Ο όρος καθόλου μα καθόλου δεν έχει να κάνει με την εξωτερική εμφάνιση. Μια νταλικέρισσα δεν είναι απαραίτητα ούτε αντικαβλέ ταγάρι, ούτε μπάζο, ούτε καν νταρντάνα. Μπορεί κάλλιστα να είναι μια λίαν ευπαρουσίαστη και καυλωτική Μπάρμπι, όπως μπορεί επίσης να είναι λεπτεπίλεπτη και μικροκαμωμένη, μια γκόμενα-μινιόν, μια γκόμενα-μπρελόκ, μια γκόμενα τσέπης, ένα εύθραυστο μπιμπελό... Τέλος, η νταλικέρισσα δεν είναι απαραίτητο να είναι λεσβία, αν και το αντίστροφο ισχύει στο 99% των περιπτώσεων (δλδ σχεδόν όλες οι λεσβίες νταλικοφέρνουν).

Η γυναίκα-νταλικέρης είναι συνήθως αυτό που λέμε αλητάκι, της πιάτσας. Έχει ψηθεί στους δρόμους, ξέρει από ζωή και από ανθρώπους. Γουστάρει κάργα την ανδρική παρέα, χωρίς απαραίτητα να είναι αγοροκόριτσο. Είναι - ή νομίζει πως είναι - μαγκιόρα / μαγκιόρισσα, με μια μαγκιά όμως μάλλον κακοχωνεμένη και με αρνητικές συνδηλώσεις. Λατρεύει να περιαυτολογεί (σ' αυτό δε διαφέρει από τις άλλες γυναίκες).

Σήμα κατατεθέν της νταλικέρισσας είναι η μπάσα και βραχνή φωνή της. Αποτέλεσμα επιτήδευσης, στο οποίο έχουν ουκ ολίγον συμβάλλει και τα εκατομμύρια τσιγάρα (νόμιμα και μη) που έχει πιεί στη ζωή της. Σε εξτρήμ περιπτώσεις, το βράχνιασμα έχει προκληθεί και από τη χρήση στεροειδών αναβολικών, τα οποία κυριολεκτικά ανδροποιούν τη γυναίκα (σταμάτημα περιόδου, εξαφάνιση στήθους, τριχοφυΐα, υπερβολικές καύλες, νεύρα κλπ).

Ο τρόπος ομιλίας της συμβαδίζει απόλυτα με το περιεχόμενο της ομιλίας αυτής. Η νταλικέρισσα καταναλώνει τεράστιες ποσότητες σλανγκ, μπινελικίων, γαμοσταυριδίων. Συχνά ξεκινάει τις προτάσεις τις με ένα «ρε φίλε» ή «ρε γαμώτη μου». Λέει συχνά στ' αρχίδια μου ή στο μουνί μου. Σε πιο καμένες περιπτώσεις, μπορεί ακόμη και να κλάνει ή να ρεύεται. Με δυο λόγια, ιδανική γυναίκα για το μικρό μας σάιτ (που όμως τελευταία υφίσταται - φευ - τη διαβρωτική δράση όψιμων εκπροσώπων της κοσμοθεωρίας του γουτσισμού...)

Η νταλικέρισσα έχει κατά κανόνα γράψει πολλά πεοχιλιόμετρα στη ζωή της. Αντιμετωπίζει τους γκόμενους ως μουνιά, μιμούμενη την ανδρική φρασεολογία. Όταν περιγράφει τις συνευρέσεις της, είναι λιγότερο σουρεαλιστική και αρκείται απλά στο να πει πως του έριξε κανά δυο μουνιά. Στις σχέσεις της - αν κατ' εξαίρεση κάνει κάτι τέτοιο - απεχθάνεται την πολλή τρυφερότητα, ενώ στο σεξ έχει απομυθοποιήσει και αποφεύγει τα πολλά προκαταρκτικά (όπως ακριβώς κι οι άντρες). Δεν τρέφει καμιά εκτίμηση για τους μετροσέξουαλ, τους θεωρεί φλωράτσες. Η ίδια ισχυρίζεται πως ψάχνει το απόλυτο αρσενικό, αυτό που θα δαμάσει το θηρίο που κρύβει μέσα της. Για να δει κάποιον πιο σοβαρά, θα πρέπει «να έχει πολύ μεγάλα αρχίδια, γιατί αρχίδια ούτως ή άλλως έχω κι εγώ» (αυθεντική ατάκα). Τα «αρχίδια» αυτά μεταφράζονται σε μεγάλη οικονομική επιφάνεια, νταηλίκι, βαρβατίλα, προστυχιά, αλητεία, περιπετειώδη διάθεση. Γι' αυτό και προτιμούν επιχειρηματίες, ιδιοκτήτες νυχτερινών μαγαζιών, μπράβους, αθλητές, drug-dealers, νταραβεριτζήδες και κουμανταδόρους. Και, ναι, καλά το καταλάβατε, ο κόσμος του πνεύματος και της διανόησης τις αφήνει παντελώς αδιάφορες. Ίσως τρέφουν μια γενική και αόριστη εκτίμηση για τους γραμματιζούμενους, αλλά όχι και να μπλέξουν και μαζί τους, για όνομα...

Μίνι κατάλογος με επώνυμες νταλικέρισσες

(εννοείται ότι δεν ανταποκρίνονται στα πάντα όλα της ανωτέρω περιγραφής, αλλά εντάσσονται εντούτοις στο γενικό νταλίκα-mood).

Bάνα Μπάρμπα

Άννα Βίσση

Άντζελα Δημητρίου

Μαρία Σολωμού

Σάσα Μπάστα

Ντέσσυ Κουβελογιάννη

Βούλα Πατουλίδου

Λιάνα Κανέλλη

Τζόρτζια από τους Μπλε

Amy Winehouse

(o κατάλογος παραμένει ανοιχτός προς συμπλήρωση)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγω ήχους όπως νιιιι συνεχόμενο, ναιαιαια γεμάτο νάζι και γενικότερα όλες οι λέξεις που χρησιμοποιώ από- και κλείεται να μην έχουν ένα ερωτηματικό γεμάτο απορία ή έστω μια γλυκιά κατάληξη.

Συνήθως οι γυναίκες που νιαουρίζουν, πειράζουν ταυτόχρονα και τις άκρες των μαλλιών τους. Όταν τσιρίζουν ή διαμαρτύρονται για κάτι, το νιαούρισμα παύει να είναι όσο να πεις σέξι και καταντάει τσιρίδα σκέτη που σου σπάει τα τύμπανα. Οι κοπέλες που νιαουρίζουν δεν πρέπει να συγχέονται με τις χαζογκόμενες (είναι εντελώς διαφορετική κατηγορία). Επίσης το ότι νιαουρίζουν δεν σημαίνει ότι δεν έχουν άποψη πάνω στο θέμα, απλά το λένε πιο ναζιάρικα (βρε παιδί μου). Δεν είναι απαραίτητο πως τους αρέσουν οι γάτες, το διευκρινίζω.

Τους άντρες ή που τους φτιάχνει πολύ το συγκεκριμένο νιαούρισμα ή που τις κοροϊδεύουν ή στην τελική τις θεωρούν φάκαμπλ. Η γυναίκα που νιαουρίζει θέλει ειδικές οδηγίες χρήσης, όπως και τα γατάκια όταν νιαουρίζουν κάτι ζητάνε αλλά το θέμα είναι να βρεις τι :-)

- Έλα ρε μωρό μουυυυ, πάλι δεν θα’ ρθεις; Έλα (συνεχόμενα), με νευριάζεις (το ν παρατεταμένο, περικαλώ).

*Το παράδειγμα χρειάζεται ηχητική βοήθεια, όπως καταλάβατε.

βλ. και πεινιάω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρχέτυπη γυναικούλα, η άνεργη νοικοκυρά, η κατίνα, η μανίτσα που βγαίνει στο παράθυρο να φωνάξει τον Κωστάκη να παρατήσει το ποδόσφαιρο και να ανέβει να πιει το αυγό του.

Η θείτσα έχει και συγκεκριμένη στολή, που αποτελεί συντηρητικό ντύσιμο, όπως ταγέρ, μακριά φούστα-παντελόνια, κοντό μαλλί με φράντζα κλπ.

Η θείτσα συνήθως είναι μεγάλης ηλικίας, αλλά οι αραχνομούνες ενδέχεται να εξελιχτούν σε θείτσες από νεαρή ηλικία.

Ρε πως ντύνεται σα θείτσα η φίλη σου για να βγει; Θέλει να βρει και γκόμενο;

βλ. και θειόκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Elegant – ηχητικά - σλανγκικός χαρακτηρισμός της πουστάρας.

Ετυμολογία: ομοφυλόφιλος + σκύλος.

Προέλευση: πέραν και πλέον του προφανούς, έχει και μια πιο ουσιαστική εξήγηση αφού στην προσπάθεια να πολιορκήσουν την πίσω πόρτα, οι συμπαθείς (κατά τα λοιπά) πούστρες το κάνουν doggy style (ένα λογικό συμπέρασμα βγάζω, ε...)

Συνώνυμα: καμιά 500αριά στο λήμμα πούστης.

- Ρε μαλάκα, αυτός ο ομοσκυλόσκυλος ο Σιανίδης πάλι με μουνάρα κυκλοφορούσε χθες!
- Ρε λες να το παίζει πούστης για να κερδίζει την εμπιστοσύνη των γυναικών, μετά να τις μεθάει και να τις πηδάει;
- Λες...;

(σ.σ. ας προβληματιστούμε)

oμοσκυλοσκυλος (από BuBis, 08/07/09)ωμοσκυλοσκυλος (από BuBis, 08/07/09)ζεστοσκυλοσκυλος (από BuBis, 08/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified