Χρησιμοποιείται ειρωνικά για άτομα που περιαυτολογούν και υπερβάλλουν για την σεξουαλική τους ζωή.
- Άκου φίλε, πήδηξα μια γκομενάρα εχθές και μια αλλη προχθές ...
- Καααλά ... κατούρα και λίγο...
Χρησιμοποιείται ειρωνικά για άτομα που περιαυτολογούν και υπερβάλλουν για την σεξουαλική τους ζωή.
- Άκου φίλε, πήδηξα μια γκομενάρα εχθές και μια αλλη προχθές ...
- Καααλά ... κατούρα και λίγο...
Δες και γειώσεις.
Got a better definition? Add it!
Ιαχή καλτ φιγούρας ελληνικού πορνό σινεμά. Συνήθης σύνταξη με το τροπικό ΕΕΕΕΕΤΣΙ....
Χρήση: ποικίλλει από συνθήκες σεξ μέχρι την παρουσία του Ολυμπιακού στην Ευρώπη. Και όλα τα ενδιάμεσα.
ΠΕΝΤΑΡΑ ΠΑΛΙ;;;;;ΕΕΕΕΕΕΕΕΕΤΣΙ ΒΕΝΤΟΥΖΑ ΒΕΝΤΟΥΖΑ
Σχετικά: άξιος άξιος!!!, βάστα τοίχο, θα σμπρώξω, δε γαμώ κώλο που κλάνει, έγια μόλα έγια λέσα, βάλε και τις μπάλες μέσα, Γκουσγκούνης/ Γκουζγκούνης, και τα αρχίδια μέσα, και τις μπάλες, με την αρμύρα, Μπεν Χουρ, μπράβο μωρή π... καριόλα!!, παλαμάρι, σκύψε ευλογημένη, σπάω τον πάγο, υπονοούμενο, υπόθεση σε τσόντα, ζμπρώγνω
Got a better definition? Add it!
Ο χρωματισμός - κόκκινο εξωτερικώς προς μαύρο αφότου ανοίξει η τρύπα - που αποκτάει ο πρωκτός μετά βάρβαρου πρωκτικού σεξ.
-Για έλα ρε μάγκα με την όπισθεν να σου κάνω τον κώλο παπαρούνα!
Got a better definition? Add it!
Σταθμεύω ολόκληρο το βρισκόμενο σε στύση πέος εντός κατάλληλης οπής.
Χρησιμοποιείται επίσης για να δηλώσει μεγάλη αποτυχία, πανωλεθρία που γνωρίζει ο δεχόμενος την εφαρμογή εξαιτίας του εφαρμόζοντα.
- Κάτσε λίγο να στον εφαρμόσω..
- Καλά, μας έβαλε χθες ο Σερίφης έκτακτο διαγώνισμα, και μιλάμε μας τον εφάρμοσε κανονικά!
Got a better definition? Add it!
Σεξουαλικό παιχνίδισμα κατά το οποίο η παρτενέρ ταλαντεύει με δύναμη τα στήθη της στο πρόσωπο του ανήμπορου να αντιδράσει αρσενικού. Ικανή και αναγκαία συνθήκη για να λάβει χώρα ένα βυζοσκάμπιλο είναι τα στήθη να είναι αρκούντως μεγάλα (εξού και η ανικανότητα του αρσενικού να αντιδράσει αφού έχει μείνει κάγκελο από το μέγεθος).
- Ρε Μήτσο, πώς είσαι έτσι ρε μαλάκα. Σε πλακώσανε στο ξύλο πάλι;
- Άσε ρε μαλάκα... Γνώρισα μια 40άρα εχθές το βράδυ και με τάραξε στα βυζοσκάμπιλα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το γαμώ κατά τους γαύρους (Ολυμπιακούς).
Βλ. και έχει γαβριάξει, γαύρος.
Got a better definition? Add it!
Η κόκα, το γαμήσι, το χρήμα.
- Τίγκα στο κοκό ήταν η Νίτσα χτες.
- Σήμερα δεν έχει κοκό, έχω πονοκέφαλο.
- Τέρμα το κοκό. Πρέπει να βρω καλύτερη δουλειά.
Got a better definition? Add it!
Ένα από τα αρχαιότερα ρήματα της ελληνικής γλώσσας (γαμέω-γαμώ). Αρχικά σήμαινε νυμφεύομαι και δεν ήταν «πρόστυχη» λέξη. Σταδιακά πήρε τη σημερινή σημασία κάνω σεξ. Το ρήμα όμως έχει πολλές σημασίες σήμερα, είτε στην ενεργητική ή στην παθητική του μορφή. Επίσης χρησιμοποείται και ως επίρρημα ή αποτελεί αφορμή για πάμπολλες υβριστικές ή μη εκφράσεις.
Ενεργητικό
1. κάνω σεξ
2. έχω μεγάλη επιτυχία
3. νικώ
Παθητικό
1. κουράζομαι, ταλαιπωριέμαι
2. είμαι απαράδεκτος
Επίρρημα:
γαμάω, γαμώ, είμαι γαμάω, είμαι γαμώ, συνήθως στην απρόσωπη μορφή) τέλεια, καταπληκτικά. Τα δύο τελευταία είναι και επίθετα, ανάλογα με τη χρήση.
Εκφράσεις:
βλ. τα παραδείγματα
Ενεργητικό
-Χαρούμενος ο Τέλης σήμερα...
-Εμ βέβαια, αφού επιτέλους γάμησε την Κατερίνα μετά από μήνες πολιορκίας!
Συνώνυμα: πηδάω, κανονίζω, καβαλάω, αυτώνω, απ' αυτώνω, ξεσκίζω (γαμώ με άγριο τρόπο), κουτουπώνω, κά.
- Καλά ε, αυτό το κούρεμα γαμάει! (Συνώνυμα: σκίζει, φυσάει)
- Ποιος νίκησε χθες στο σκραμπλ;
- Η Αλίκη. Όχι απλώς μας νίκησε, μας γάμησε!
(Συνώνυμα: σκίζω, ξεσκίζω)
Παθητικό
Επίρρημα:
- Το ξενοδοχείο όπου πήγαμε είναι πολύ γαμάω, μαλάκα μου. Είχε καταπληκτική θέα και μέσα στη μπανιέρα είχε υδρομασάζ.
- Και από τιμές;
- Γάμησέ τα! (βλ. παρακάτω)
Εκφράσεις:
Got a better definition? Add it!
νικώ
σκοτώνω
ως συνθετικό πολλών εκφράσεων έχει διαφορετικές σημασίες. Βλ. παραδείγματα 4-9
Τους φάγαμε! 4-1 το σκορ!
Πήγανε να τον φάνε αλλά δεν τα κατάφεραν.
Χθες τον έφαγα και το 'φχαριστήθηκα. Τρεις μήνες είχα να γαμηθώ!
τρώω γκολ π.χ. Χθες η ομαδάρα σας έφαγε τρία και τα παίξατε ε;
τρώω τον πούλο
α. χάνω (σε παιχνίδι, κλπ)
Χθες η ομαδάρα σας έφαγε τον πούλο και τα παίξατε ε;
β. φεύγω (με διώχνουν)
-Είναι ακόμα αυτοί εκεί;
-Μπα, πήραν τον πούλο και άδειασε ο τόπος...
τρώω τον σκασμό = το βουλώνω
τρώω ξύλο, τις τρώω = με χτυπάνε, με δέρνουν
τρώω από το τρίτο το μακρύτερο = την παθαίνω, την πατάω
τρώγομαι
α. είμαι ανήσυχος, έχω αγωνία, π.χ.
Χθες η Έλλη τρωγόταν όλη μέρα, δεν ξέρω τι την έπιασε.
β. τσακώνομαι, π.χ.
Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Οι από κάτω τρωγόντουσαν και δεν με άφησαν να κλείσω μάτι.
Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!
Ατάκα της πιο αναγνωρίσημης φυσιογνωμίας του αθάνατου ελληνικού καλτ κινηματογράφου (βλ. Γκουσγκούνης), χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον μεταξύ καθαρά ανδρικών φαλλοκρατικών συζητήσεων. Συνοδέυεται πάντα με το τροπικό έτσι.
- Μιλάμε φίλε η γκόμενα τα είδε όλα! Την έκανα να ξεχάσει και το ονομά της...
- Έεεεετσι με την αρμύρα!
Σχετικά: άξιος άξιος!!!, βάστα τοίχο, θα σμπρώξω, βεντούζα, δε γαμώ κώλο που κλάνει, έεετσι!, έγια μόλα έγια λέσα, βάλε και τις μπάλες μέσα, Γκουσγκούνης/ Γκουζγκούνης, και τα αρχίδια μέσα, και τις μπάλες, Μπεν Χουρ, μπράβο μωρή π... καριόλα!!, παλαμάρι, σκύψε ευλογημένη, σπάω τον πάγο, υπονοούμενο, υπόθεση σε τσόντα, ζμπρώγνω
Got a better definition? Add it!