- Η ερωτική πράξη
- Εκείνο το κόκκινο γλυφιτζούρι με σχήμα κοκοράκι.
- Αυτηνής της αρέσει το κικιρίκι και του δίνει και καταλαβαίνει.
Got a better definition? Add it!
Ο αγγλικός όρος είναι baking powder και σημαίνει σκόνη ανεβάσματος κέικ. To μπέϊκιν παόυντερ, είναι διογκωτικό υλικό και πιο συγκεκριμένα είναι σκόνη που περιέχει διττανθρακικό νάτριο (σόδα μαγειρέματος) και χρησιμοποιείται για να φουσκώνει τη ζύμη στο ψήσιμο, σε κέικ, και αφράτα γλυκά του τηγανιού όπως οι βάφλες, τηγανίτες κλπ.
Οταν στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ποιητής χρησιμοποιεί τον όρο, παρομοιάζει το φούσκωμα της ζύμης, με τη φουσκωμένη κοιλιά μιας γυναίκας στην περίοδο εγκυμοσύνης της και θεωρεί ως μπέϊκιν παόυντερ το ευθύβολο σπέρμα του άντρα που είναι υπεύθυνο για αυτήν την εγκυμοσύνη.
- Ρε μαλάκα, μπορεί να 'χεις παιδί απ’ την πρώτη σου γυναίκα, αλλά ξεκόλλα απ’ την αρνητικότητα σου. Έχεις ξαναπαντρευτεί και μάλιστα με νέα γυναίκα. Είναι σωστό να της στερείς τη χαρά της μητρότητας;
- Γιατί ρε; Τώρα στα μεσοκοπήματα πάλι μωρά και κούνιες;
- Πώς να στο πω, πιο απλά ρε… Αν δε θες περικοκλάδες, στάξε λίγο μπεϊκιν παόυντερ … και δε θα μετανιώσεις. Αλλιώς φιλαράκο θα βοηθήσει άλλος τη σπερματοδιψάζουσα γυναίκα σου να φτιάξει το γλυκό.
Got a better definition? Add it!
Πασίγνωστη λαϊκή έκφραση σχετικά με την στάση ζωής, απόρροια αβυσσαλέας φιλοσοφίας και μακροχρόνιας εμπειρίας βάσει του τριγώνου γεύση-όσφρηση-κώλος.
Η μεγαλύτερη συχνότητα παπαγαλισμού της έκφρασης παρατηρείται από σταρχιδιστές και βετεράνους συνταξιούχους σε καφενεία, ουζερί και τσιπουράδικα μετά την πόση του τρίτου ποτηριού από το εκάστοτε οινοπνευματώδες ποτό -τελετουργικό με ρίζες απ'την Πυθία- οπότε και περιέρχονται σε φιλοσοφικό οίστρο και έκσταση. Κατ' αυτόν τον τρόπο καταπιάνονται από τα αρχέγονα μυστήρια της ζωής και του σύμπαντος μέχρι και το μυστήριο της απόλυτης γεύσης του ελληνικού καφέ στην χόβολη.
Επίσης άξιο αναφοράς είναι πως αν ειπωθεί και στο τέλος συνοδευτεί από πονηρό σεξουλιάρικο χαμόγελο, 99% το άτομο αυτό είναι πισωγλεντζές.
Σαν κύριο σκοπό και στόχο η ρήση της έκφρασης έχει την άρση αρχών και την υποβίβαση και ασημαντότητα οποιουδήποτε προβλήματος, κυρίως λόγω του εφήμερου της ανθρώπινης ζωής, καθιστώντας το αυτόματα πρόβλημα του κώλου.
Φυσικά η έκφραση του πάνσοφου ελληνικού λαού είναι αλληγορική. Το τρίτο σημείο αναφοράς όπου και εξελίσσεται κλιμακωτά η κορύφωση -ο κώλος για τους αδαείς, συμβολίζει το βαθύ τούνελ της ζωής, όπου οποιαδήποτε ευκαιρία πρέπει να την αρπάζουμε, όπως αρπάζει ο κώλος τα συναφή του.
Μπάμπη, τόσο κεράτωμα που σου έριξε η πρώην σου, αν ύψωνες το κεφάλι στον δρόμο θα έκανες το τρόλεϊ. Έπρεπε να χωρίσεις. Εξάλλου τίποτα δεν κρατάει για πάντα σε αυτή την ζωή, ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε και ό,τι αρπάξει ο κώλος μας.
Got a better definition? Add it!
Ξενέρωτη αστεΐστικη παραλλαγή της λέξης πούτσες.
Θυμόσαστε εκείνο το παμπάλαιο ηλίθιο ανέκδοτο με την έκφραση «Πίτσες από την Βιλγαρία»; Από κει είναι η λέξη. Όποιος θυμάται το ανέκδοτο θα καταλάβει καλύτερα. Επίσης μπορεί να το προσθέσει εδώ γιατί δεν το θυμάμαι.
Got a better definition? Add it!
Τουμπανιασμένο, θεωρείται κάτι που βρίσκεται στα απώτερα όρια του. Προφ, η λέξη προέρχεται από το τέντωμα του δέρματος πάνω στο ξύλο, ώστε να κατασκευαστεί ένα αξιοπρεπές και αποτελεσματικό τύμπανο.
Βάση αυτού του χαρακτηριστικού του τύμπανου, η λέξη έχει σλανγκοποιηθεί σε άπειρους τομείς. Οι κυριότεροι από αυτούς:
auto / moto
...........
Σήμερα το έκλεισα.Πολύ καλό σαν καινούριο πραγματικά και τουμπανιασμένο με top case μπαγκαζιέρες bagster παροχή ρεύματος ψηλή ζελατίνα Givi.Ο φίλος το σκότωσε πραγματικά γιατί ήταν κοντούλης και πήρε ένα CBF
...........
γυμναστική
............
Τουμπανιασμένος δεν θα γίνει ούτως ή άλλως για΄τι η εφεδρίνη δεν προκαλεί πρήξιμο.
...........
Got a better definition? Add it!
Ο κόπανος για την σύνθλιψη, κονιοποίηση, πολτοποίηση και ανακάτεμα στερεών και λιπαρών ουσιών/συστατικών στου γουδί. Μπορεί να είναι ξύλινο, ορειχάλκινο, inox, πλαστικό, μαρμάρινο ή απο ηφαιστειακή πέτρα. Η λέξη είναι σύνθετη από τις λέξεις «Ίγδιον»(γουδί) & «χείρ»(χέρι). Χρησιμοποιείται ακόμα μιας και υπάρχουν παρασκευές που απαιτούν λεπτότερους χειρισμούς από εκείνους ενός αυτόματου πολυκόπτη/multi(σκορδαλιά, ταραμοσαλάτα, γουακαμόλε, σύνθλιψη υλικών για κοκτέιλ τύπου Mojito, Caipirinha κτλ.).
Παρομοίωση για το μεγάλο, χοντρό και σκληρό σαν το γουδοχέρι πέος. Το ουσιαστικό «γουδοχέρι» ακολουθεί συχνά επιφώνημα θαυμασμού (ωωω, α, πωωω κ.α.) καθώς και την αντωνυμία «τί»(γουδοχέρι είναι αυτό;). Ειπώθηκε σαν ατάκα και στην Cult ερωτική ταινία του Νικ Τζάκσον «Ποιός θα πηδήξει την γοργόνα;»(1984). Παρατίθεται και σχετικό οπτικοακουστικό υλικό της εν λόγω σκηνής.
- Με το multi το έφτιαξες αυτό το τέλειο γουακαμόλε; - Ποιό multi ρε μεγάλε, με το γουδοχέρι του Jamie Oliver, lάλλη φάση!
- Πωπωπω μια ψωλάρα, τί'ν αυτό; Σαν γουδοχέρι είναι! (η ατάκα από την ταινία)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ταραμάς με γαλλική προφορά, που δεν προφέρεται το /ρ/.
Έχει μείνει απ' την φράση: «Να μιλήσουμε Γαλλικά. Μ' αγέσει ο ταγαμάς!» (ότα(ν) γαμάς).
Από εκεί και σε υπονοούμενα.
- Έχεις προσέξει τον Λούλη; Μου φαίνεται ότι του αρέσει ο ταραμάς!
Got a better definition? Add it!
Εκ των χύσαμε και όλοι. Ηχοποίητη λέξη με προφανές σεξουαλικό περιεχόμενο.
Σημαίνει συνήθως εδέσματα ή ποτά άθλιας ποιότητας.
- Χθες βράδυ μας είχε τραπέζι η Γεωργία.
- Τι σας τάισε;
- Χυσαμόλι! Τι να μας ταΐσει ρε μαλάκα αυτή; Την ξέρεις να μαγειρεύει;
- Μμμμ, πείνασα. Έχει τίποτα;
- Ναι, άνοιξ' το ψυγείο, έχει χυσαμόλι! Τι να 'χει μωρή μαλάκω, αφού δε μαγείρεψες τίποτα.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Αλλη μια ονομασία για το αιδοίο θηλυκού τύπου Λίλιαν.
Ετυμολογείται από το radix ('ρίζα') όπως το έλεγαν στο άξεστο Λάτιο (το agresti Latio του Οράτιου). Το λατινικό radix μας δίνει το αγγλικό radish και το γαλλικό radis, 'ραπανάκι'. Το σγουρό δίνει μια διεθνούς αναγνωρισιμότητας αίγλη (πιανίστας Δ.Σγούρος).
Η συλλογή του γνήσιου σγουρού ραδικιού απαιτεί «τράβηγμα», δηλαδή κόπο, ή τον αντίστοιχο του κόπου αντίκρυσμα, αν κάποιος μας το προσφέρει «στο πιάτο».
Συγγενή ανταγωνιστικά είδη το καυλοράπανο, το ήμερο ραδίκι, αλλά και το αντίδι (ανάλογα με το μικροκλίμα).
-Λίλιαν μ'έχεις λολάνει
και θα φάω μεγάλη φρίκη
αν δεν ξηγηθώ φιστίκι
στο σγουρό σου το ραδίκι.
Got a better definition? Add it!