Selected tags

Further tags

Η γκόμενα με πολύ μεγάλα και ολοστρόγγυλα στητά -απαραίτητα και πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά αυτά τα δυο τελευταία- βυζιά. Συμπληρωματικά, αλλά όχι απαραίτητα, η γκόμενα που, αν δεν είχε τα προαναφερθέντα βυζιά, θα την χαρακτήριζες μάλλον μπάζο, άλλα τώρα σου μοιάζει με τη Megan Fox. Η γκόμενα που το μόνο που βλέπεις πάνω της είναι τα προαναφερθέντα βυζιά.

Ετυμολογικά μάλλον και προφανώς προέρχεται από τη λέξη «βυζούμπες».

  1. - Πω πω φίλε τι βυζουμπάτο μωρό είναι αυτό!!!!!!
    - Μην μου πεις ότι σ' αρέσει αυτή η σαύρα. Η φάτσα της της είναι σαν Γκρέμλιν.
    - Εεεεε ποια φάτσα;

  2. - Τι σου ζήτησα ρε θεέ; Μια βυζουμπάτη γκόμενα. Κοντή, χοντρή άσχημη δεν με πειράζει... Αλλά εσύ θεέ με γράφεις κανονικά...

(από Mitsaras, 08/11/10)Κλασιή βυζουμπάτη γκόμενα η Gemma Atkinson. (από Mitsaras, 08/11/10)

βλ. και βυζοκίνητο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η ονείρωξη.

  2. Η πρόωρη εκσπερμάτωση.

  1. - Είχα ψες μια φλοκοδιαρροή σκέτο Πακιστάν.
    - Κόψε τη νηστεία κι άρχισε τη μαλακία.

  2. - Τι λέει με τη Μαίρη;
    - Φοβάμαι θα με σχολάσει.
    - Πώς κάνεις έτσι ρε μαλάκα για μια φλοκοδιαρροή!
    - Δύο.
    - Μαζεμένες;
    - Ναι.
    - Ξεμάτιασμα δοκίμασες;

(από allivegp, 09/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Η γυναίκα η οποία έχει τόσες πολλές σεξουαλικές εμπειρίες που τα γύρω αρσενικά δεν την σέβονται και την θεωρούν γενικά πολύ εύκολο στόχο. Με αποτέλεσμα να μην αποτελεί επιτυχία μια νύχτα μαζί της.

- Μαλάκα Νίκο, πήρα το Σοφάκι εχτές ρε φίλε!
- Σιγά την ψωλοκρεμάστρα ρε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα η οποία πλέον έχει ξεπεράσει προ πολλού τα σεξουαλικά ταμπού και συνουσιάζεται ιδιαίτερα συχνά για τα τοπικά δεδομένα. Το αποτέλεσμα των πράξεών της είναι η απώλεια σεβασμού από τους άνδρες.

- Είδα πριν μέρες την Μαρία παιδιά και έμαθα ότι μετά τον Παύλο έγινε χυσαποθήκη.
- Κρίμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει σημασία παρόμοια με το παράσημο. Δηλαδή είναι ένα σημάδι που αποκτάται ύστερα από μια ηρωική μάχη.

Σημαντικές υποπεριπτώσεις: Σουμούνιασμα που σε κατέστησε ταξίαρχο ή έστω βαθμοφόρο. Ουλή ως αποτέλεσμα τσαμπουκάδων και συμπλοκών - «μα όταν αλλάζει ο καιρός πώς με πονάει του νταβατζή σου, του νταβατζή σου η μαχαιριά», που τραγουδούσε κι ο Νότης. Οποιαδήποτε ουλή, λ.χ. από εγχείριση. Ή το πιο ακίνδυνο, κάποιο ερωτικό σημάδι από τις νυχιές της καλής σου πάνω στις κρεβατικές εχθροπραξίες.

Απ' όπου κι αν προέρχονται, τα μάχιμα επιδεικνύονται με υπερηφάνεια ως εχέγγυα ότι είσαι μάχιμος, με κάποια από τις πολλές σημασίες που παραθέτει ο Τζόνι στον πλούσιο ορισμό του. Το σημαντικό για να χαρακτηριστεί ως μάχιμο είναι να είναι εξωτερικό και να φαίνεται με γυμνό μάτι.

Πάσα: Πήρα πάλι απ' τα ληγμένα (λήμματα) του Τζόνι.

- Κοίτα, κοίτα εδώ γιατρέ μου το μάχιμο από την εγχείριση σκωληκοειδίτιδας!
- Σκληρός!

(από Khan, 09/11/10)Αν προσέξατε την ουλή στο δεξί χέρι της Πάντμα Λάκσμι είστε τουκανιστής. Αν καυλώσατε κιόλας είστε τουκανιστής με ουλίτιδα. (από Khan, 09/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μάχιμος που έχει αποκτήσει πολλά παράσημα (λέγε με σουμουνιάσματα) στο πεδίο της τιμής. Ο Γιάννης Γιοκαρίνης χρησιμοποιεί απλώς την έκφραση βαθμοφόρος.

Να μην συγχέεται με τον ταψίαρχο.

Eγώ μετά απο κάθε σχέση κοιτάω τους ώμους μου. Αν είναι καθαροί όλα καλά ,άν έχω γίνει ταξίαρχος και με παράσημα (σκουλαμέντο αφρικάνικο, σύφιλη,βλεννόροια,κονδυλώματα, κοκόσπυρο κτλ) τότε πάω και κάνω αίτηση για υποστράτηγος.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο μάχιμος. Το ουδέτερο γένος δίνει μια αύρα μεγαλύτερης αλητείας και σλανγκιάς, ίσως και κάποια τρυφερότητα. Για πλήρη ορισμό δες το λήμμα μάχιμος. Να επαναλάβω ότι οι κατηγορίες που χρησιμοποιείται περισσότερο είναι α) στρατοσλάνγκ- μπατσοσλάνγκ, ο μάχιμος στρατιώτης ή μπάτσος, β) σεξοσλάνγκ, μαχίμι στο κρεβάτι, γ) άουτο-μότοσλανγκ, μαχίμι στον δρόμο, δ) μαχίμι-διαδηλωτής, ε) μαχίμι φίλαθλος. Συχνά λέγεται τρελό μαχίμι κατά το τρελό παρεάκι, κι επίσης συχνά λέγεται ειρωνικά για κάποιον που δεν είναι καθόλου μαχίμι, μα καθόλου όμως.

  1. α. Δεν είμαι καθόλου ρατσιστής και γιαυτό δεν ασχολούμαι με το θέμα,απλά θέλω να σου πω οτι η εκπαίδευση που κάνουν οι Έλληνες Ο.Υ.Κάδες θεωρείται απο τις κορυφαίες στον κόσμο και παθαίνουν πλάκα όλοι με τις επιδόσεις στους στις ΝΑΤΟικές ασκήσεις...Μπορεί να είναι κωλοφασίστες του κερατά αλλά είναι τρελά μαχίμια... (εδώ)

β. Όπως λέει και το μαχίμι ο Τσαλίκης: Θέλει δύναμη και νεύρο να φυλάς σκοπιά στον Έβρο. Βέβαια αυτός φυλάει το Πεντάγωνο... συγγνώμη το σπίτι του αλλά τι να κάνουμε. Έτσι είναι η ζωή μάγκες. Κι ο ένας δε βρίσκει να γαμήσει, ενώ ο άλλος κυκλοφορεί τη δίμετρη ξανθιά μουνάρα. (εδώ)

  1. σαν τζεντλεμαν και εγω την περιποιηθηκα με χαδια και φιλια στο κορμί της...ανταπέδωσε και επαιξε τρελλο τσιμπουκακι αισθησιακότατο. Στο σεξ ήταν κομπλε όχι απλα διεκπαιρεωτικη, ηταν μαχίμι. Σίγουρα θα την ξαναεπισκεφτω για πιο φουλ πρόγραμα...
    (ευμενής μπουρδελοκριτική εδώ).

  2. Απο την αλλη, με το φειζερ θα μπορεσεις να νιωσεις πιο μαχιμι στην εθνικη οδο, αφου εκει ξεδιπλωνει καλυτερα τον Yamaha κινητηρα του. (εδώ)

  3. Γιατί ρε πούστη μου δεν έχει βρεθεί ένα μαχίμι του Παμε ή των ΕΑΑΚ να συλλάβει απ'αυτοφώρω εναν προβοκάτορα με μολότωφ; (εδώ)

  4. me ti koinwniko ypovathro na xei maximia opadous reee (εδώ)

Αυτό έβγαλε το συσιφόνι στην αναζήτηση μαχίμι. (από Khan, 09/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που έχει πολλά προσόντα. Που το τσιβί (CV απ' το Curriculum Vitae = Βιογραφικό Σημείωμα) του μοιάζει σεντόνι.

  2. Ο ψωλαράς.

- Πώς πήγε με τη μισή μερίδα;
- Χα! Μικρός στο μάτι μεγάλος στο κρεβάτι χρυσή μου. Και γαμώ τους προσοντούχους. Μια μαλαπέρδα να! με το συμπάθιο.
- Βρε βρε τον Khan!

Προσοντούχος πρόγονος (από sstteffannoss, 09/11/10)Προσοντούχος μύτη (από Vrastaman, 10/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το κρεβάτι > το γαμήσι > το βρακί/μουνί της εν λόγω γκόμενας.

  2. Όταν ακόμη δεν κυκλοφορούσαν εκτυπωτές ink-jet ή laser και οι μόνοι διαθέσιμοι ήταν οι θορυβώδεις κρουστικοί με τη μελανοταινία, το χαρτί για εκτυπώσεις ήταν σελίδες κολλημένες η μια με την άλλη. Όταν λοιπόν κάποιος τύπωνε μεγάλο κείμενο ή πρόγραμμα, η ατελείωτη σειρά από κόλλες εκτύπωσης αποκαλούνταν σεντόνι. Ακούγονταν τα: «Πάλι την Πειραϊκή-Πατραϊκή τυπώνει/ράβει /κεντάει;» Πιστεύω πως, αν και προέρχεται από τον ορισμό που δίνει η ironick (που αφορά στον έντυπο τύπο), είναι ακόμη πιο πετυχημένος τουλάχιστον οπτικά.

  3. Το τεράστιο κυκλικό πανό που εικονίζει μια ποδοσφαιρική μπάλα και έχει φτάσει να είναι συνώνυμο του Champions League. Έτσι προκύπτουν τα:

  • Ώρα για σεντόνι = Άντε ν' αρχίσει το/Ώρα για Chamnions League
  • Ο Γκέκας βλέπει σεντόνι = Η ομάδα του θα προκριθεί κι αυτός θα παίξει στο Champions League
  • Κουνώ το σεντόνι = Συμμετέχω στο Champions League
  1. - Μεγάλε, έχουμε να σε δούμε από τότε που σε τύλιξε στα σεντόνια της ή μου φαίνεται;
    - Εμ της Πόπης σέρνει καράβι. Ο Κώτσος θα γλίτωνε;

  2. - Ξέρεις πόσα δέντρα σφάζεις με τα σεντόνια σου κάθε μέρα;
    - Άσε που μας παίρνεις και τ' αυτιά.
    - Σόργια! Δε γίνεται αλλιώς και το ξέρετε. Γι' αυτό μόκο!!

  3. - Σεντόνι έεε; Ναααα!!
    - Σκάσε ρε μαλάκα και θα σε γαμήσουν δίχως σάλιο!!

το σεντόνι στο γήπεδο την ώρα που το κουνάνε (από sstteffannoss, 09/11/10)το σεντόνι στο γήπεδο την ώρα που το κουνάνε (από sstteffannoss, 09/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά για να ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε να σας ενημερώσω ότι:

Τα γκόρτσα είναι τα φρούτα του δένδρου Αγκορτσιά (ή αλλιώς Γκορτσιά). Η Αγκορτσιά είναι ένα είδος αγριαχλαδιάς. Κατά βάση λοιπόν τα γκόρτσα είναι κάτι σαν αχλάδια ένα πράγμα.

Πάμε τώρα στον καθεαυτό ορισμό. Ορισμούς μάλλον, γιατί η έκφραση είναι πολυσήμαντη.

  1. Η φράση μου τίναξες τα γκόρτσα σημαίνει με κούρασες πάρα πολύ, με ξεθέωσες, με ξεπάτωσες, με ξεκώλωσες, με ξέκανες, με ξέσκισες, με ξεμούνιασες, μου έδωσες το μουνί στο χέρι, με πέθανες, με εξουθένωσες, με έφτασες στα όρια της φυσικής μου αντοχής. Όλα αυτά, το καθένα ξεχωριστά και όλα μαζί.

  2. Από τον παραπάνω ορισμό προκύπτει η δεύτερη σημασία της έκφρασης. Ένας άντρας μπορεί να χρησιμοποιήσει την έκφραση αυτή για να παινέψει τον εαυτό του σχετικά με την μεγάλη του αντοχή κατά τη διάρκεια του σεξ, καθώς και για την ποσότητα και την ποιότητα των οργασμών, της ευχαρίστησης και της ηδονής που μπορεί να προσφέρει στη σύντροφό του.

  3. Τέλος το τινάζω τα γκόρτσα σημαίνει δέρνω, πλακώνω στο ξύλο, αρχίζω στα μπουνίδια, με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι θα είμαι ο αδιαμφισβήτητος νικητής του όλου διαπληκτισμού. Γενικεύοντας, σημαίνει ότι υπερνικώ με διαφορά τους αντιπάλους μου, ότι επιβάλλομαι δυναμικά, ότι είμαι ο καλύτερος με διαφορά.

Ετυμολογικά θα πρέπει να υποθέσω ότι το τίναγμα της Αγκορτσιάς για να μαζέψουμε τα φρούτα της θα πρέπει να είναι πάρα πολύ σκληρή και κουραστική εργασία. Γιαυτό και η έκφραση έμεινε υποδηλωτική μιας τέτοιας κατάστασης.

  1. - Σήμερα στο γραφείο έπεσε πολύ δουλειά. Μας τίναξαν τα γκόρτσα!!!!

  2. Νάρα: - Τάκηηηηη, θέλω κι άλλο... Τάκης: - Πας καλά μωρή; Μου τίναξες τα γκόρτσα και θες κι άλλο; Την πέφτω για ύπνο, κάνε παρτούζα μόνη σου... (Όπως είχε πει και ο Παπακωνσταντίνου: δεν πάει άλλο, μ' έχεις ξεκάνει κι από πάνω θέλεις κι άλλο!)

  3. Τάκης: - Νάρα, πάμε μωρό μου στο κρεβάτι να πηδηχτούμε, να σου τινάξω τα γκόρτσα!!!
    Νάρα: - Αχχχχχ Τάκη μου, τέτοια μου κάνεις και με τρελαίνεις!!!!!

  4. Τάκης: - Άσε ρε Μάκη χτες πλακώθηκα με τον πούστη τον Λάκη!!!!
    Μάκης: - Και, τι έγινε, ποιος τις έφαγε;
    Τάκης: - Του τίναξα τα γκόρτσα. Ένα με το δάπεδο τον έκανα. Αλοιφή τον έκανα σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified