Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Selected tags

Further tags

  1. Ένα κλικ λιγότερο μεταφορικά από τον άλλο ορισμό για τα γλειφτρόνια, είναι το κυριολεκτικό σπατουλάρισμα, δηλαδή το επιφανειακό γλείψιμο σε αιδοίο, πρωκτό ή άλλη ερωτογενή ζώνη με κινήσεις που με λίγη φαντασία θυμίζουν σπατουλάρισμα τοίχου ή άλλης επιφάνειας.
  1. Ξαναμμένο πουτανάκι γαμιέται στο μπάνιο, μετά από καλό σπατουλάρισμα! (Από σάη για ενήλικες).
  2. Τα θετικά της είναι οτι κάθεται χωρίς να βιάζεται, δέχεται σπατουλάρισμα πολύ καλό στο νινάκι της, αν είστε πεντακάθαροι και την έχετε καβλώσει καλά με το σπατουλάρισμα ίσως δεχτεί και δαχτυλάκι. (Από μπουρδελοσάη).
  3. Ρομαντικα γλωσσοφιλα κατευθειαν, και σιγα σιγα αρχισα να κατεβαινω μεχρι που εφτασα στο μουνακι της αλλα για καποιο ανεξηγητο λογο δεν ειχα αναγκη να το γλυψω [sick]. Δεν ξερω γιατι.. Αντιθετως την εβαλα να ξαπλωσει μπουμητα και επαιζα με την κωλαρα της και φυσικα αρχισα να τη γλυφω [sick].. Εκανα και ενα συντομο σπατουλαρισμα στο κωλοτρυπιδι της. (Ακόμη ένας Πυγμαλίων γλύπτης).

2.Επίσης το να χρησιμοποιείται μέικ απ και άλλα καλλυντικά μέσα ώστε να μη φαίνονται οι ρυτίδες και άλλες ατέλειες ενός προσώπου.

H Kαινούργιου είναι αντικειμενικά άσχημη γυναίκα. Εδώ με τόσο σπατουλάρισμα και δεν την συνεφέρνουν...(Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνουσιάζομαι, γαμώ, βατεύω, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Συνώνυμο με το χρησιμοποιούμενο σε άλλες περιοχές μαρκαλίζω ή μαρκαλάω.

Χρησιμοποιείται (συνήθως κάποια παράγωγα του) για ζώα, αλλά και για ανθρώπους. Πιθανή ετυμολογία από το μεσαιωνικό "λάμνω" (κωπηλατώ), προερχόμενο από το αρχαίο "ελαύνω".

Μου το 'χει διηγηθεί ο πατέρας μου, για κάποιον γέρο που μάλωνε τις κόρες του, επειδή φόρεσαν κοντομάνικα (εποχή μεσοπολέμου):

"Βγάζετε τα μπρατσίδια σας σα τη ψωλή του γαδάρου. Νά 'χατε μπάρεμου* και κανα** γάδαρο να σας λάσει!"

*μπάρεμου (μπάρεμ'): μαθές, συμπληρωματικό μόριο

**κανα: κανένα

Παράγωγα

Εμφανίζεται στην παθητική φωνή στο τρίτο πρόσωπο με τη μορφή "λάμεται" και αναφέρεται σε θηλυκά ζώα που βρίσκονται σε οίστρο.

"-Πατέρα, μου φαίνεται πως λάμεται η γαδάρα!"
"-Άντε να τηνε βάλεις στ' άλογο τ'Ανεστάση!"

(Συνηθισμένος διάλογος πριν από καμμιά πενηνταριά χρόνια. Ο Ανεστάσης είχε έναν από τους ελάχιστους επιβήτορες του νησιού, που ήταν ο πατέρας των περισσότερων μουλαριών).

"Ας ειν' η ώρα η καλή και λάστηκε μια ζίκα!"

Σκωπτική παροιμία για γεγονός που μεγαλοποιείται.

Χαρακτηριστική επίσης είναι και η χρήση του ρήματος "βάζω" ή "βάνω" που σημαίνει ότι πάω το θυλικό ζώο στον επιβήτορα και κατά συνεπεια γίνεται όλη η αναπαταγωγική διαδικασία.

Την έβαλες τη ζίκα; (εννοείται στον τράγο ή τράο κατά την ντοπιολαλιά).

Την έβαλα στο χοίρο.(εννοείται τη γουρούνα ή σκρόφα κατα την ντοπιολαλιά).

Ως ουσιαστικό εμφανίζεται με τις μορφές: λάσιμο που σημαίνει συνουσία, βάτεμα

"Μακριά από δαύτηνε. Αυτή είναι λάσιμο και πρόστιμο!" ή σε άλλη ανάγνωση: "Θέλει λάσιμο και πρόστιμο" ( κατά το "γαμήσι και ξύλο")

λασιά που σημαίνει συνουσία, βάτεμα, αλλά και "σπορά" κάποιου.

"Καλή λασιά τον Αύγουστο και γέννα το Γενάρη" (παροιμία για τα αιγοπρόβατα)

"Ίδιος ο Α.. είναι! Λες νά'ναι λασιά του;"

λατάρι που σημαίνει επιβήτορας

Δε την ξαναβάνω την αηλάδα στο ταύρο του Γιώργη, είναι μπούνης*. Θά τηνε πάω στου Βαγγέλη που 'χει, όπως έμαθα, καλό λατάρι.

*μπούνης: στείρος, ανίκανος.

Υπάρχει επίσης η επιθετική μορφή (αλλά που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό) λαστικά που σημαίνει γαμησιάτικα.

Την έβαλα και στο ταύρο του Βαγγέλη και πάλι ξεγκάστρωτη είναι. Τσάμπα τα λαστικά!

Τέλος υπάρχει το επίθετο λαμάτος (προφανώς από την ίδια ρίζα) που σημαίνει σωματώδης ρωμαλέος.

Ο γέρος ήτανε λαμάτος. Τώρα πως έβγαλε γιό μιά σταλιά, δε μπορώ να το καταλάβω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατατροπώνω, επιβάλλομαι σε κάποιον κατα κράτος, τον ξεφτιλίζω, τον διασύρω. Σε καπασίγμα, πανηγυρική και αυτάρεσκη ατάκα, που προφανώς προϋποθέτει κάποιου είδους ανταγωνιστικά συμφραζόμενα. Κυκλοφορεί όμως και στο παθητικό: γίνομαι τσόντα.

Δεν με καταλαβες για τον κοκκινο δρακο. Ειμαι αρκετα ποιο μακρια απο αυτο το σημειο. Απλα την ωρα που πηγαινα στην πεταλουδιτσα (επι ευκαιρια την εκανα τσοντα πραγματι σε 2 δοσεις και το club +5 μου) ο κοκκινος δρακος πλεον ΔΕΝ μενει σταθερος ποτε.

(από συζήτηση αρπιτζάδων, εδώ)


Με πουτανα αντιπαλος παιζω πολυτελειας
οι ριμες σου ειναι ο ορισμος της μαλακιας
η πουτσα μου κ αν στραβωσε εχω ακομα στυση
και ετοιμασου σκαει ο Παναγιο να σε γαμησει

Σε εχω κανει τσοντα μονος μου μικρε στα ταγκ
που ησουνα τοσο καιρο μηπως στο 9gag
εγω δεν ειμαι μαγκας μονο πισω απ το πισι μου
σου το χω ξαναπει δεν ξερω μην μπλεκεις μαζι μου

(χιπχοπάς, εδώ)


παρατα τα κατεβασματα και τρεχε με τσιτωμενο αμαξι........θα μας κανεις τσοντα

(αυτοκινητάκιας, εδώ)

Στην κυριολεξία, απ' την άλλη, σημαίνει βέβαια γαμάω κάποιον βρόμικα, σκληρά, χυδαία, πιο πρόστυχα πεθαίνεις, όπως έχουν μάθει τ' αγοράκια απ' τις τσόντες δηλαδή (για τα κοριτσάκια δέ λέμε, γιατί διαβάζουν και μπαμπάδες). Τυπικό κοκόρεμα γαμιάδων.

- Τί λέει αγόραρε;
- Χθεσινός ειμαι ρε μαλάκα.
- Ότι;
- Έπαιξε Φιφή χθές ρε.
- Οοοότι;...
- Ε έσερν' η κοπέλα, ήρθ' απ' το σπίτι, την έκανα τσόντα πάλι· μέχρι να ξαλαφιάσει, να φύγει ο τρόμος, να σταθεί παλι στα πόδια της χωρίς μετασεισμούς, να κάνει και αφρόλουτρο να φύγουνε τα χρώματα να ξεμπουκώσουν πάλ' οι πόροι να ξεμπλέξει και μαλλί απ' τα ζελέ και τα λοιπά, έ, ξημερώσαμε... τί θες να μάθεις δηλαδή;
- Τον ωροσκόπο της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σαλούβαρδος / σαλουβάρδα / σαχλιαμπάκος

Ονομασία του εικονιζόμενου ψαριού με την επιστημονική ονομασία Phycis Phycis, που ζει στις περισσότερες ελληνικές θάλασσες και αναγνωρίζεται με πολλά ονόματα, ανάλογα με την περιοχή, όπως σαραβάνος, ποντικός, ποντίκι, ποντικόψαρο, σκορδαλός, μιχάλης με πιο συνηθισμένο το σαλούβαρδος. Το σαχλιαμπάκος δεν τό'χω ακούσει πουθενά αλλού, εκτός από την Κύθνο. Αν υπάρχουν κι άλλες ονομασίες ή τυχόν διορθώσεις, ευπρόσδεκτες.

ΣΑΛΟΥΒΑΡΔΟΣ

Είναι ψάρι χαμηλού κόστους, αλλά κατά τη γνώμη μου ιδανική συνοδεία της σκορπίνας (μαζί με λύχνους, δράκαινες, χειλούδες και ό,τι άλλο πετρόψαρο υπάρχει διαθέσιμο) για νόστιμες κακαβιές! Έχει άσπρο, τρυφερό και αρκετά νόστιμο κρέας, αλλά, εξ αιτίας της κακομούτσουνης εμφάνισής του, δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο ευρύ κοινό, εξ ου και η χαμηλή τιμή. Η εμφάνισή του είναι η αιτία και άλλων χρήσεων του ονόματός του στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Αυτός, άλλωστε, είναι ο λόγος και της παρουσίας του στο παρόν λήμμα.

Έτσι μια γυναίκα με άσκημη κορμοστασιά ή κακομούτσουνη τη λένε σαλουβάρδα.

-Τά 'μαθες Πελέγρα*; Ο Νικολός θα πάρει τη Μαρία. -Αυτή τη σαλουβάρδα; Κρίμας ταύτονε!

*Πελέγρα: γυνακείο όνομα, αρκετά συνηθισμένο στην Κύθνο. Ταυτίζεται με το Πελαγία. Ετυμολογικά προέρχεται από το Ιταλικό pellegrino:προσκυνητής (τα χρόνια της Ενετοκρατίας [13ος-16ος αιώνας] οι προσκυνητές, των αγίων τόπων συνήθως, ερχόταν από το πέλαγος).

Άλλη χρήση του,από τους ψαράδες συνήθως (λόγω του σχήματός του) υπονοεί το πέος.

(Από τα χρόνια του μεσοπολέμου) Νέος ψαράς,με πέντε αδερφές που πρέπει να παντρέψει (κλασσική ιστορία) παραπονιέται στον πατέρα του, γιατί δέν τον έκανε κι αυτόν κορίτσι. Η απάντηση του πατέρα: "Άμα ήσουνε κορίτσι θά 'τρωες ένα σαλούβαρδο να!" φέρνοντας τη παλάμη του ενός χεριού στο ύψος του αγκώνα του άλλου.

Τέλος το όνομα σαχλιαμπάκος, που χρησιμοποιείται (όπως πιστεύω) αποκλειστικά στην Κύθνο και επιτείνει την άσκημη εικόνα που έχει ο κόσμος για το καημένο το ψάρι, χρησιμοποιήθηκε τις δεκαετίες του ΄70 και του '80, από τους ανθρώπους του λιμανιού κυρίως, για να χαρακτηρίσει (υποτιμητικά) τους "αδέσποτους" τουρίστες με τα σακκίδια, που έφταναν στο νησί και δεν φημίζονταν για την επιμελημένη εμφάνιση και την καθαριότητά τους.

Διάλογος μεταξύ "καμακιών" της εποχής:

-Έφερε πράμα το βαπόρι σήμερα; -Ψιλοπράματα! Ένα τρία-μηδέν* και πεντέξι σαχλιαμπάκους!

*τρία-μηδέν: τρεις τουρίστριες μόνες τους (αυτές, πάντα ευπρόσδεκτες!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα -συνήθως-, η οποία δράττεται πάσης ευκαιρίας που της δίνεται για συνεύρεση, ανεξαρτήτως ηλικίας, κατάστασης, φυλής του υποκειμένου. Υποδηλώνει γυναίκα Ποππαία, έχουσα στο μυαλό της μόνον αυτή την ενέργεια και εντελώς αφιλοκερδώς, μόνον για ευχαρίστηση.

Μπορεί να συναντηθεί και σε αρχαϊζουσα μορφή: ψωλάρπαξ, η (ουσ., θηλ.). Κλίνεται κατά το ἅρπαξ.

-Αυτή η Κ. ρε φίλε, πολύ ψωλάρπαγας είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκασίστ από ψωλάρπαγας.

Η ασχολουμένη με την συλλογήν πεών. Η πεοσυλλέκτρια.

Συνώνυμο πουτσομαζώχτρα. Κατά το Παπαδιαμάντειο "Ἡ Σταχομαζώχτρα"

Ἡ ψωλομαζώχτρα

Τὸν Ἰούλιον κατ᾽ ἔτος ἐπεβιβάζετο εἰς πλοῖον, ἔπλεεν ὑπερπόντιος καὶ διεπεραιοῦτο εἰς Μύκονον. Περιεφρόνησε τὸ ὀνειδιστικὸν ἐπίθετον τῆς «καραβωμένης», ὅπερ ἐσφενδόνιζον ἄλλα γύναια κατ᾽ αὐτῆς, διότι ὄνειδος ἀκόμη ἐθεωρεῖτο τὸ νὰ πλέῃ γυνὴ εἰς τὰ πελάγη. Ἐκεῖ, μετ᾽ ἄλλων πτωχῶν γυναικῶν, ἠσχολεῖτο συλλέγουσα τά πέη τῶν γυμνιστῶν, ἀδιαφορούσα διά τὸ σκῶμμα: «Νά! οἱ π᾽τάνες! μᾶς ἦρθαν πάλιν οἱ π᾽τάνες!»

Ας με συγχωρήσουν όσοι, όπως κι εγώ άλλωστε, αγαπούν τον κοσμοκαλόγερο των ελληνικών γραμμάτων, για το "πείραγμα" της θαυμάσιας γραφής του. Αν και τύποις "ασεβές", δεν θέλει με κανένα τρόπο να μειώσει την αξία του κειμένου ή του συγγραφέα. Απεναντίας μάλιστα κρύβει απέραντη αγάπη και θαυμασμό για το συγγραφέα και το έργο του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενέργεια, κατάσταση, εργασία, φάση με μεγάλο ρίσκο, υψηλού κινδύνου.

Περάσαμε τον Καβοντόρο με εφτάρι σ' αυτό εδώ το καρυδότσουφλο! Σκέτο σμερνοτσίμπουκο!

Δεν ξαναμπαίνω στ' αμάξι του! Ούτε γράμμα δεν στέλνω! Ρε αυτός είναι δημόσιος κίνδυνος! Δε χαμπαριάζει, τον δίνει πίπα σε σμέρνα!

Επίσης αναφέρεται σε πεολειχία με υπερβολική χρήση οδόντων.

Μού'κανε ένα σμερνοτσίμπουκο η "έτσι", μιλάμε μου τον έγδαρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη μας έρχεται από τα αγγλικάνικα. Πρόκειται για μια σεξουαλική πρακτική κατά την οποία βάζεις κατά το δυνατόν όλη τη σφιγμένη παλάμη του χεριού σου μέσα στο αιδοίο ή τον πρωκτό του/της συντρόφου, όχι δηλαδή απλώς ένα δάχτυλο, και μάλιστα είτε σε σχήμα γροθιάς, ή τέσπα κάπως ίσιο. Μια μορφή φίστινγκ ας πούμε είναι όταν κάνεις τα δάχτυλά σου σαν κεφάλι πάπιας.

Μέρα όμορφη, τις πάπιες ταίσαμε

Όπως μαθαίνουμε στις Λοξές Σπουδές εδώ, το φίστινγκ είναι η μοναδική σεξουαλική πρακτική που δεν υπήρχε στην αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα, αλλά η ανθρωπότητα τη χρωστάει στην εφευρετικότητα του 20ου αιώνα! Ούτε στην Πομπηία, ούτε στο Κάμα Σούτρα, ούτε στον Μαρκήσιο Ντε Σαντ δεν θα βρείτε φίστινγκ, από ό,τι μας λένε. Διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις, καθώς όταν οι κουτόφραγκοι δέχονταν την ιεραποστολή του καθολικού κλήρου, εμείς οι Ρωμηοί είχαμε ήδη τη λέξη φουκτοκωλοτρυπάτος τουλάχιστον από τον 10ο αιώνα, πράγμα που σημαίνει ότι η επίνοια έστω του φίστινγκ ήταν γνωστή στους Βυζαντινούς μια χιλιετία πριν γίνει κουλ από τους γκέουλες του Σαν Φρανσίσκο.

Στη νεωτερικότητα, πάντως, όπως μαθαίνουμε από τη Βικούλα, εφευρέθηκε ή ανακαλύφθηκε, όπως προτιμάει κανείς, πρώτα από την γκέι κοινότητα και μετά μεταφέρθηκε και στις γυναίκες, σύμφωνα με την αρχή ότι αν η τέχνη αντιγράφει τη φύση, εβέντσουαλι η φύση θα αντιγράψει την τέχνη, όπως αντιστοίχως πλέον οι γυναίκες αντιγράφουν τους γκέι και όχι το αντίστροφο. Στα εβδομήνταζ υπήρχαν κλαμπζ στο Σαν Φρανσίσκο με "ειδικότητα" στο φίστινγκ, όπως το Catacombs κ.ά. Το φίστινγκ υποχώρησε για λίγο λόγω της σύνδεσής του με τον ιό του AIDS στα ογδόνταζ και ξανά προς τη δόξα τραβά στις ημέρες μας διαδιδόμενο μέσα από την κουλτούρα της τσόντας...

...ενίοτε και της μπάλας

...οπότε δίνονται και οι ανάλογες συμβουλές του κώλου:

Για παράδειγμα, μπορεί να νιώσουμε δυσφορία ή πόνους στο στομάχι αν είμαστε δυσκοίλιοι, αν μας πηδάνε (ή μας κάνουν φίστινγκ). Επίσης, καμία φορά λίγο μετά αφού φάμε μπορεί να θελήσουμε να ενεργηθούμε. (Δέκα τοις εκατό).

Κι επειδή εδώ μας ενδιαφέρουν κυρίως τα γλωσσικά σημεία και λιγότερο τα αντικείμενα αναφοράς, ένα χαρακτηριστικό του φίστινγκ είναι ότι μπορούν να το κάνουν όλοι σε όλους από φύλα λ.χ.

-με τη γυναίκα μου μου το κανουμε χρονια. Η σειρα εχει ως εξης. Πρωτα στραπο μετα φιστινγκ και υστερα (οχι και τοσο ευκολα) η πατουσα μεχρι τη φτερνα. Απλα τελειο.
- το σωστο footjob ειναι αυτο που η γυναικα χωνει το μεγαλο δαχτυλο του ποδιου της στην τρυπα του αντρα. Ολα τα αλλα ειναι ημιμετρα. Δοκιμαστε το για να καταλαβετε τι θα πει υπερτατη ηδονη (Από το greekfoot)

και είναι και πολύ άγριο, άργκιουαμπλι πιο σκληρό από πρωκτογάμευσιν, οπότε είναι ό,τι πρέπει για μεταφορές, όπου κάποιος ή κάποια μας γαμάει την ψυχολογία, μας στραπονιάζει ψυχοπνευματικά (χωρίς να αποκλείεται και κυριολεκτικά), μας κάνει ακραίο μπούλινγκ, μας βιάζει συναισθηματικά (χωρίς όλα αυτά να έχουν οπωσδήποτε όλες τις συνδηλώσεις που έχει το κωλομπάρεμα), βλ.

  1. Συναισθηματικό φίστινγκ. (Εδώ).
  2. Ενδεχομένως για τη Γερμανία ένα δάχτυλο να είναι πολύ λίγο και μπορεί στην πραγματικότητα αυτό που της αξίζει να είναι ένα ξεγυρισμένο φίστινγκ αλλά, επειδή μπορεί να το έχετε ξεχάσει, σας θυμίζω πως ο άνθρωπος που έκανε όλα τα παραπάνω δεν είναι παρουσιαστής κάποιας χιουμοριστικής εκπομπής αλλά Υπουργός Οικονομικών. (Εδώ).

Γενικά χρησιμεύει ως μια μεταφορά για μεταφορικό γαμήσι και πρόστιμο, τσο και λο κ.τ.ό.

Την οργή για το πολιτικό σύστημα να την βάλετε υπόθετο στον κώλο σας μαζί με φιστινγκ από δύο χέρια. (Πολιτικός σχολιασμός από σόσιαλ μήδεια).

Με την ένταξη της λέξης στη ζωή μας βέβαια δεν λείπουν οι παρεξηγήσεις:

-Θα φας φιστινγκ;
- ΦΙΣΤΙΚΣ ΡΕ ΓΙΑΓΙΑΑ, ΦΙΣΤΙΚΣ! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που φέρεται να είναι από τη Θράκη και σημαίνει κάποιον που θέλει να κάνει αντιφατικά μεταξύ τους πράγματα, να τα έχει καλά με όλους και να βγαίνει κερδισμένος χωρίς κανένα κόστος, πράγμα όμως που δεν γίνεται, για αυτό και η έκφραση συχνά συμπληρώνεται από το "δεν γίνεται".

Εν προκειμένω, έχουμε τη χριστιανική αντίληψη, τουλάχιστον σε μια σχηματική λαϊκή εκδοχή της, ότι για να κερδίσει η ψυχή σου τον παράδεισο στην άλλη ζωή πρέπει να στερηθείς τις ηδονές αυτής της ζωής, δεν γίνεται να τα έχεις όλα. Γιατί αν και ο Χριστός δεν το είχε θέσει ακριβώς έτσι, υπάρχουν ωστόσο μερικές +ΕΥΛΟΓΗCON+ εκφράσεις του Ευαγγελίου, που πάνε σε αυτήν την κατεύθυνση, όπως "Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ" (Ματθ. 6,24), που μας έδωσε και την (οΘντκ) +ΧΡΙCTIANOCΛΑΝΓΚ+ έκφραση "υπηρέτης δύο αφεντάδων". (Και βεβαίως όλη η "Επί του Όρους Ομιλία" και η ιουδαιοχριστιανική λογική ότι ο Θεός (για να το επικαιροποιήσουμε λίγο) θα εξυψώσει τους άκυρους για να ακυρώσει τους φέϊμους και τα ρέστα παγωτά). Από την άλλη το Ευαγγέλιο λέει σε άλλη συνάφεια και το "ταῦτα ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι" (Ματθ. 3,28), οπότε ένα παραθυράκι όσο να πεις το αφήνει.

Υπάρχουν, λοιπόν, πολλές εκφράσεις που σημαίνουν το ίδιο τις οποίες αναπτύσσει ο Νίκος Σαραντάκος εδώ με εύφημο μνεία στο σλανγκρ. Λ.χ. και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ, δεν χωράνε δύο καρπούζια σε μία μασχάλη, πατάει σε δύο βάρκες, θέλει την πίτα αφάγωτη και τον σκύλο χορτάτο, είναι και με τον Χριστό και με τον διάολο, το έχει δίπορτο, παίζει σε διπλό ταμπλό, και στον κλέφτη ψωμί, και στον χωροφύλακα χαμπέρι, δες στο άρθρο του Σαραντάκου για ανάλυσή τους.

Τα παραδείγματα που βλέπω στο γούγλη δεν έχουν να κάνουν τόσο με το προαιώνιο θεματάκι των Χριστιανών, είτε χριστιανοταλιμπάν είτε νεορθοδόξων είτε θεοφιλελέδων για το πώς θα κατορθώσουν να συνδυάσουν την επίτευξη του παραδείσου με μια πλούσια σεξουαλική ζωή, όσο με επικαιροποιήσεις, όπως λ.χ. το πώς θα μπορέσει μια χώρα να είναι και μέσα στο Ευρώ, αλλά και να είναι εθνικώς ανεξάρτητη και υπερήφανη, πώς μπορεί να είναι κανείς σήμερα με επιτυχία ναιμεναλλάς ισαποστασάκιας Κουβέλης (ή αυτοαναφορικώς σλανγκουβέλης), πώς να κάνεις χιπστερική σύμπτωση αντιθέτων (coincidentia oppositorum που λένε και στο χωριό μου) χωρίς να τρως κράξιμο, και γενικότερα πώς να κάνεις ποστιλάτα μιξ, ντεκαφεϊνέ, mash up, mesh, blends και δεν συμμαζεύεται χωρίς να χάσεις ούτε την ψυχή ούτε την ψωλή σου.

  1. -Αυτό που η κυβέρνηση έχει, υποτίθεται, κηρύξει πόλεμο στη διαπλοκή και βάζει τους καναλάρχες να πληρώσουν για πρώτη φορά αλλά κάθε μέρα παρελαύνουν πέντε έξι υπουργοί απ' τα κανάλια της διαπλοκής και χαριεντίζονται με τους "ανεξάρτητους" παρουσιαστές, πως ακριβώς λέγεται;
    -Και την πούτσα στο μουνί και την ψυχή στον παράδεισο λέγεται. (Από σόσιαλ μήδεια).
  2. Πώς θα σας φαινόταν ένα εστιατόριο που σερβίρει για ορεκτικό χαβιάρι beluga με σαμπάνια Moët και για κυρίως, λάστιχο μπριζόλα με συφοριασμένη χύμα ρετσίνα; Ένα μπαρ όπου ο dj βάζει το «Λιώμα σε γκρεμό» του Παντελίδη και καπάκι την 9η του Μπετόβεν; Μια Aston Martin με φιμέ τζάμια, αεροτομή και φλόγα του κάγκουρα ζωγραφισμένη στο καπό; Σ' εμένα, πάντως, όλα τα παραπάνω θα φαίνονταν οξύμωρα. Θα βιντεοσκοπούσα την καγκουρο-Aston Martin και θα την έβγαζα στο youtube να γελάσουμε όλοι μαζί. [...] Κάτι τέτοια σκέφτομαι όταν βλέπω τον νέο, μορφωμένο, φέρελπι δημοσιογράφο-παρουσιαστή (σ.ς.: Κωνσταντίνος Μπογδάνος), που γράφει ποιήματα και φοράει κοστούμι με σταράκια και κονκάρδα του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου. Που έχει καλέσει στην εκπομπή του πολιτικούς, συγγραφείς, καλλιτέχνες και αξιοσέβαστους καθηγητάδες, που έχει καλέσει και τον βασιλιά του χρυσού σκυλάδικου αιώνα, τον αρχηγό του πιο φαιδρού κόμματος που βάλαμε ποτέ στην ελληνική βουλή, όπως κι έναν τύπο ο οποίος φημολογείται ότι κατούρησε στο στούντιο. [...] Τι θέλει να μας πει ο δημοσιογράφος-ποιητής; Ό,τι μας λέει κι ο «τα πάντα Όλα» Θέμος; [...] Φέρελπι νέε, μια θρακιώτικη παροιμία λέει: «κι η πούτσα στο μουνί κι η ψυχή στον παράδεισο δεν γίνεται». (Εδώ).
  3. EN ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΩ, ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΓΚΟΝ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ ΦΕΛΛΟΥ ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ (Απάντηση στο ως άνω άρθρο στο Τουίτερ).
  4. Η παροιμια λεει 'και την πουτσα στο μουνι και την ψυχη στον παραδεισο δε γινεται' αλλα ποιος Λουξεμβουργιος να τη ξερει.. (Σεραφείμ Σίλας έφα).
  5. Δημάρ: «Η Σύνοδος Κορυφής, με κύριο αντικείμενο τον προϋπολογισμό της Ε.Ε, έληξε με θετικό πρόσημο για την Ελλάδα, αλλά αρνητικό για την πορεία της Ένωσης».
    -Σχόλιο: αρε ρε δημαρ πως τα καταφερνεις ''και την πουτσα στο μουνι και η ψυχη στον παραδεισο'(Από Σόσιαλ Μήδια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση σημαίνει είμαι άκρως επιφυλακτικός, φοβάμαι και τον κώλο μου. Την πρωτάκουσα προς το τέλος της δεκαετίας του '80, όταν ο φόβος για το AIDS είχε φτάσει σε επίπεδα υστερίας.

Τώρα με το AIDS, μαλακία ...και με καπότα!

(Όπως την πρωτάκουσα από το Μανώλη, έναν αυθεντικό λαϊκό άνθρωπο με έμφυτο χιούμορ, χωρίς επιτήδευση και "δήθεν".)

Μιλάμε για πολύ χέστη. Φοβάται και τον ίσκιο του το άτομο. Κατάσταση "μαλακία με καπότα"!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified