Selected tags

Further tags

Προέρχεται από τη σύγχυση δύο λέξεων, ψωλή + θολούρα.

Είναι η κατάσταση στην οποία εισέρχεται ο έλλην άντρας όταν μετά από χαρχάλεμα πουτσοπαπαροπεριοχής μυρίζει τη παπαρίλα του.

Και όπως έξυνα το παπάρι, μου 'ρθε φίλε η ψωλούρα, κόντεψα να πεθάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψητό λέμε τον μπάφο, γιατί όταν σκάει μυρίζει σαν μπριζόλα. Όταν σου πει κάποιος «πάμε για τίποτα ψητά», είναι συνθηματικό να πάτε για μπάφο.

— Τι θα κάνεις πιο αργά; Έχω κάτι ψητά σπίτι και λέω να τα δοκιμάσω.
Μέσα.

Δες και μπριζολάτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην επαγγελματική αργκό των οπτικοακουστικών σημαίνει φιλμάρω ό,τι νά 'ναι, είτε διότι δεν ξέρω τι μου γίνεται ή γιατί κάνω μια ξεπετοδουλειά και το αποτέλεσμα είναο ανούσια πλάνα, κακοτραβγημένα, κακοφωτισμένα, τα ίδια και τα γίδια, που ούτε ο πιο αδιάφορος τουρίστας δεν θα τράβαγε ποτέ.

  2. Λέγεται και για τους αρσενικούς γάτους που αμολάνε αυτό το ζουμί που προσελκύει τις θηλυκές, μαρκάρει την περιοχή τους και βρωμάει τρελά. Στο πιο κορεκτίλα λέγεται «κάνω σπρέι».

  1. ο βαριεστημένος σκηνοθέτης στον καμεραμανατζή:
    - Χρειαζόμαστε και πέντε-έξι πλάνα από Πλάκα. Πήγαινε να ψεκάσεις λίγο προς Αναφιώτικα μεριά και βλέπουμε αν χρειαστούμε τίποτ' άλλο.

  2. - Γιατί πέταξες το στρώμα σου;
    - Μου το ψέκασε ο Μήτσος και δεν καθαρίζει με τίποτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφορά σε αιδοίο, που αναδύει τη γνωστή... μυρωδιά ψαριού. Κάργα στην απλυσιά είτε για λόγους υγιεινής (όπως λέει η κάτοχός του «γιατί τα τεχνητά καθαριστικά χαλάνε το φυσικό pH του κόλπου»), είτε λόγω αγαμίας/παρθενιά.

- Σκύβω να τη γλείψω δικέ μου και έμεινα.
- Τόσο ωραίο ήταν το μουνί της;
- Δεν ξέρω, δεν πρόλαβα να δω. Σχεδόν λιποθύμισα από τις αναθυμιάσεις.
- Πάλι σε ψαρομούνα έπεσες;;;

(από earendil_ath, 14/12/12)

Σχετικά: μπακαλιαρίλα, καμένο ντουί και το ευρύτερο μουνίλα. Δες και -μούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χμού είναι το «χμ», το οσφρητικό «χμ», το οσφρητικό μεταφορικά και κυριολεκτικά. Είναι αυτό που διακρίνεται στο πολύ βάθος, που είναι μόνο για λεπτές μύτες και απευθύνεται μόνο σε λεπτά γούστα και καλά. Α touch, μία ιδέα, πίσω-πίσω, ένα ίχνος, μία στάξη, μια μυρωδιά, μια πρέζα, μία υποψία.

Δηλαδή. Δοκιμάζουμε ένα άρωμα στον Χόντο και δεν μας αρέσει γιατί διακρίνουμε ένα χμού γιασεμιού -και μεις με το γιασεμί, δεν. Ή δοκιμάζουμε το φαγητό που ετοιμάζουμε και βλέπουμε ότι του λείπει κάτι: θέλει ένα χμού από μοσχοκάρυδο.

Ο όρος όμως χρησιμοποιείται και ευρέως, βλ. παράδειγμα.

Τονίζεται απαραιτήτως.

- Ωραίος γκόμενος!
- Είδες; Έχει και ένα χμού από Τζουντ Λω, το μανάρι...

(από ironick, 04/09/09)(από ironick, 04/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο Λαρισαίος.

  2. Ο βρωμοπόδαρος, αυτός που οι πατούσες του μυρίζουνε τυρίλας (σε γενική πτώση). Βλ. και τυρέμπορας.

Ο όρος προέρχεται από το όνομα του μεσαιωνικού συγγραφέα Τυρόλδου, πιθανώς μυθικού. Βλ. εδώ.

  1. - Από πού είναι ο Βάιος, ρε;
    - Δεν το 'πιασες από το όνομα; Τυρόλδος είναι ρε, τυρόλδος.

  2. - Τι βρομάει σα λέσι εδώ μέσα, μάγκες;
    - Αυτός ο τυρόλδος ο Γρηγόρης έβγαλε πάλι τα παπούτσια του.

Βλ. και τυρί ορισμός 5, τυρόγαλο, ντιρόλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλανιά, πορδή.

Έριξε μια τσούφα και βρόμισε ο τόπος.

Βλ. και κλάνω, κερνάω, πορδήθεν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χαρακτηριστικά έντονη, άσχημη μυρωδιά που αναβλύζει απο άντρες (κατα προτίμηση βοσκούς ή κτηνοτρόφους), μυρωδιά που ενισχύεται από την συνεχιζόμενη απλυσια και έχει ως βασική προϋπόθεση την διατήρηση της ίδιας μπλουζας επι πενθημερου (κατ ελάχιστον). Διαφέρει απο την ιδρωτιλα στην εγγενώς γενικευμένη έκταση και διατήρηση της ανωτέρω οσμής, για χρονικό διάστημα ικανό να επιφέρει δυσφορία παρόμοια με αυτη της πορδης μεσα σε διαστημική στολή.

Παράδειγμα εδώ Εσκασε μυτη στην καφετέρια ο Γιώργος και γυρισαν κεφάλια παντού. Μαλάκα μιλάμε για πουρτσιλα ανευ προηγούμενου. Ασβοκούναβο σωστό ο τύπος.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο όρος αναφέρεται στον ανθρώπα-ταγάρι, κάτοικο του βλαχοδουκάτου, που συνδέεται με βαθειούς οσφρητικούς δεσμούς με την ξινίλα. Είναι δηλαδή ο βλαχοξινιόλας. Γράφεται με υ, αλλά και με ι και φυσικά προέρχεται από το δροσιστικό -πάλαι ποτέ βουκολικό- ποτό, ξινόγαλα.

-Συγνώμη κυριε ποιος ειστε και τι θετε?? :-P
γαλατας...!
ξινόγαλος είσαι, αλλά ας μη το κάνουμε θέμα..
-ΑΣΤΑΔΙΑΛΑ μαρη που θα με πεις και Ξυνογαλο!!
-ΕΙΣΑΙ ΜΩΡΗ ΞΙΝΟΜΑΡΙΑ
-σκατα να φας!!
-ΓΟΥΣΤΑΡΩ
-το ξερω ... σκατιαρα!!
-Μου'φτιαξες τη μέρα

Πηγή εδώ

Όμως έτσι λέγονται και οι Θεσσαλοί, όπως με τρυφερότητα φαίνεται στο 4ο παράδειγμα.

  1. Είναι & κάτι άτομα που όλα τους πειράζουν ... ξυνόγαλοι ... (εδώ)

  2. Πολύ δυνατός Έλληνας ο @EUROTSOPANIS τραχανοπλαγιάς Ξυνόγαλος, ούτε ξέρει τι του γίνεται, είναι στο μοτίβο "είπα-ξείπα χέζω την παρόλα μου". (εδώ)

  3. Καλά έκανε κι ευχαρίστησε και τον Καμμένο. Ο μόνος που τον στήριξε. Όχι σαν τις κακιασμένες τσούχτρες, τους ξινόγαλους τους άλλους.

  4. -Κι όπως λέμε εμείς οι θεσσαλοί, υπάρχουν οι χαζοί, οι μισοχαζοι αλλά οι χειρότεροι είναι οι χαζομισοχαζοι. Beat that Einstein
    -πατρίδα ρε κ ας είμαστε κ ξινόγαλοι!! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ξινίλα, ξίνια

Ξινίλα ή ξίνια είναι αυτό που αποπνέει ο ξινός ανθρώπας, ο ξινίχλας κι η ξινιόλα.
Είναι κι η μυρωδιά της απλισιάς και των παρατημένων -αλίμονο- γερονταματώνε.

Σημείωση: Δες κι άλλες -ίλες.

  1. -Save the planet, wear less clothes!!!!!!!!!
    -Εύγε! Συμφωνώ! Αυτο είναι! :)
    -χαχαχαχαχα οριστε .. αυτο θα λετε στις κοπελες .. ασε που μπορει να ειναι κ ατακα για να ανοιξεις κουβεντα :-)
    -Ναι, αν δεν μας φέρουν κανά νερό στη μούρη τέτοια ξίνια που κυκλοφορεί:)) (εδώ)

  2. - Κρυώνουμε, μην ανοίγεις το παράθυρο νεαρε. -Να πλενεστε τοτε
    - φτιάξε με, πες μου ότι συνέβη.
    - οου γιες μπειμπι. Δεν άντεξα κ απ τη βρώμα κ απ την ξινια του γέρου

  3. -Στη Φωκίωνος Νέγρη με φίλους & κατοίκους της Κυψέλης #Olga2015 #ekloges2015
    -Πες τα σε κάναν άλλο. Ξέρουμε πόσο σιχαίνεσαι την "πλέμπα". Κ το χαμογελάκι στη φωτό μες στην ξίνια, φωνάζει (εδώ)

  4. Πεχάμετρο, να μετράει την ξινίλα στην φάτσα μερικών, δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη? (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified