Further tags

Η σκουπιδιάρα στα ελληνικά στρατά.

- Τι υπηρεσία έχεις σήμερα;
- Πλοίο της Αγάπης...

Captain Stubing (Καπετάν Στουμπωμένος) (από Vrastaman, 31/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Παλιός ευφημισμός για το χέζω (απο τα χρόνια που οι τουαλέτες βρίσκονταν ακόμη εκτός σπιτιού) που επιβιώνει ακόμα χάριν πολιτικής ορθότητας αλλά και συντομίας (έναντι του πάω τουαλέτα/στο μέρος).

  2. Στη φράση την βγαίνω (+ σε/από): κάνω απρόσμενο (και αθέμιτο) ελιγμό συμπεριφοράς. (Παράβαλε και την μπαίνω)

  1. - Τι έχεις ρε γιαγιά, σαν το λεμόνι είσαι όλη μέρα.
    - Τι νά 'χω γιε μου, μ' αυτά τα χάπια που μου δίνει ο γιατρός, τρεις φορές βγήκα σήμερα...
    - Καλά, ας μη χλαπάκιαζες τρείς καυτερές το μεσημέρι και θα σού 'λεγα...

  2. - Τί άκουσα ρε άτομο; Πλάκωσες λέει στις φάπες χθές τον Ρούλη;
    - Ε είναι να μήν τον πλακώσεις, τον τάκη; Να μού'ρχεται γραμμή απ'το σκυλάδικο και με το που βλέπει τα φρικιά στην παρέα να μας τη βγαίνει στο ροκάδικο;
    - Δηλαδή τί είπε ρε;
    - Οτι καταβάθος λέει γουστάρει Δάντη και Ρουβά, επειδή εχουν ωραία σόλα...

Στο σινεμά του Bunuel αντιστρόφως μπαίνουν για να χέσουν και βγαίνουν για να φάνε. (από Khan, 14/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του Λόχου Διαλύσεως.

Οι παλιοί στρατιώτες που ανήκουν στο Λόχο Διοικήσεως και είναι πολύ πιο χαλαροί και αραχτοί απο τους νέους φαντάρους από πλευρά υπηρεσιών και αγγαρειών.

Άντε ρε σειρά, πού θα πάει, θα περάσουν οι μήνες και θα μπούμε και εμείς στην Προεδρική Φρουρά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Είδος χιμπατζή που αυνανίζεται πού και πού...
  2. Το χρησιμοποιούμε για να πούμε κάποιον πιο ευγενικά μαλάκα.
    (Έγινε πιο γνωστός από τότε που τον ανέφερε ο Λαζόπουλος!)
  1. - Κοίτα έναν μακάκα στο δέντρο!

  2. - Είσαι πολύ μακάκας όμως!

(από Khan, 17/05/12)

Ο χιμπατζής λέγεται μακάκος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καταιγισμός από μάπες, δηλαδή σφαλιάρες, το ξυλοκόπημα σε μέτρια προς μεγάλη ένταση.

συνώνυμο: μαπίδια

Αν έρθει προς εμένα το κωλοπαίδι θα έχουμε μάπετ σόου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η ερωτική πράξη
  2. Εκείνο το κόκκινο γλυφιτζούρι με σχήμα κοκοράκι.
  1. Αυτηνής της αρέσει το κικιρίκι και του δίνει και καταλαβαίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκέι, ομοφυλόφιλος.

- Ρε συ Μαρία, τι σου λέει ο Αντώνης, έχει αρχίσει να μ' αρέσει...
- Α! Άσ' τον αυτόν, το γύρισε... Μπομπ Σφουγκαράκης σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέμε στο μπάρμπα να ανοίξει τη βάνα για να τρέξει το νερό.
Μπορεί να υπάρχει σχέση με γνωστή ηθοποιό.

- Νικολάκη, έτοιμο το ντεπόζιτο αγορίνα μου;
- Ναι... σε μισό... έλα γαμώτη μου, σφίξε κολορακόρ... ναιαιαι... έλαααα... Οκ, έτοιμος. Για άνοιξε τώρα τη βάνα μπάρμπα!

(από prasas, 14/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του μαλάκας.

Εκ της γνωστής ατάκας του Χ. Κλυνν «δεν μας χέζεις ρε Νταλάρα!»

Τί είπε πάλι ο νταλάρας!

(από Khan, 19/03/15)

Δες και νταλαροειδές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified