Selected tags

Further tags

Έτσι αποκαλείται όποιος ασκεί την μεταφυσική τέχνη της κοπρομαντείας, υποβοηθούμενος από την οξεία του όσφρηση σε συνδυασμό με το βοηθητικό μέσο, τα λογής-λογής βρωμερά και δυσάρεστα ανοσιουργήματα (ευκοίλια και μη περιττώματα, κ.α.) των οποίων η φρεσκάδα καθιστά ευκολότερο το έργο του.

Να σημειωθεί τέλος ότι το μέσο θα πρέπει να παραγωγής του ενδιαφερομένου, αντιθέτως ο κοπρομάντης ενδέχεται να προβεί σε προβλέψεις για κάποιον άλλον. Στην τελική, άνθρωπος είναι και αυτός - τα νύχια του να μυρίσει;

Εκ των: κόπρανα, μαντεύω.

- Ο κοπρομάντης Tamara οσμίζεται το μέλλον σας.
Μόνον σε κλειστούς χώρους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση χρησιμοποιείται για να εκφράσει τον φόβο και το σοκ που προκαλεί κάποιος ή κάποιο γεγονός.

  1. Τώρα παριστάνετε τους μάγκες, μα άμα σας κάτσει κανένα τέτοια σκηνικό θα κατουρήσετε υδράργυρο.

  2. Όταν τον άρχισε στα καντήλια ο δίκας στην αναφορά, κατούρησε υδράργυρο από τον φόβο του ο φουκαράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερβολικά στολισμένο (τετράχορδο συνήθως) μπουζούκι. Αυτό που διαθέτει στολίδια με κλάρες, σταφύλια, Παρθενώνες, Αγιασοφιές, Ελληνικές σημαίες... τα πάντα όλα!

Συνήθως τέτοιες lat;ernew διαθέτουν οι Ελληνοαμερικάνοι και οι Ελληνοαυστραλοί μπουζουξήδες.

Σκηνή σε σκυλάδικο στην Αστόρια. Ο Gus είναι προμηθευτής έτοιμου πάγου. Μπαίνει στο σκυλάδικο να παραδώσει εμπόρευμα και τον μπανίζει ο φίλος του ο Takis.

- Hey, Gus, come here. Sit down να σε κεράσω something.
- OK Takis, αλλα only for a couple of ώρες γιατί I' m μπίζι αύριο.
- Έλα. Look, σήμερα παίζει φίρμα boozooxis. O Antonis ο Ξαπλαντέρης.
- Who; That guy; And what is that που κρατάει; Laterna;
- No, bouzouki. Έτσι τα στολίζουν και στην Πατρίδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πούτσα του γέρου, η μαλαπέρδα.

Έπιασε με δυσκολία την πεσωμένη του και κατούρησε με κόπο τα παπούτσια του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφέρεται ως κοσμητικό επίθετο προς δύο τουλάστιχον μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων:

Θηλυκό: σαπιοκωλού.

- Κάποια σιχαμένη βρωμόπουστα, κάποιος ξεκωλιασμένος άνθρωπος, κάποιος πουτάνας γιος, κατάπτυστος, βδελυρός, επαίσχυντος, γαύρος, αρχίδι, μουνόπανο, μουλόσπερμα, σαπιοκωλάκιας μου κάνει βουντού. Άμα τονε πετύχω θα του γαμήσω τα πάντα...
(εδώ)

- ω, πόσο ανόητος, βλάκας, ηλίθιος, μαλάκας, ξεκωλιάρης, σαπιοκωλάκιας, σαβουρογάμης, παπαροκαύλης ήμουν...
(εκεί)

- Μην ξεχνάς πως αν είναι κάποιος που βλέπει από πρώτο χέρι τις βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος, αυτός είμαι εγώ...Και δε μιλάω για παππούδες ή έστω για πατεράδες, αλλά για 25 χρονών παιδιά με εμφράγματα! (το ρεκόρ μου είναι 23 ετών :-Ρ). Αυτά που γράφω αντικατοπτρίζουν μονάχα την προσωπική μου σκωπτικήμε αρκετές δόσεις σαπιοκωλακισμούοπτική την οποία έχεις βέβαια δικαίωμα να απορρίψεις και να με βρίσεις...
(παρακάτω)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακατάπαυστη καταρροή. Η μυξοπλημμύρα.

- Τι γίνεται, ρε Μπαμπίνο; Τι νέα;
- Άσε, φιλαράκι, χάλια είμαι, έχω πνιγεί στη μυξωδία.

Got a better definition? Add it!

Published

Με έπιασε έντονη και ξαφνική ανάγκη για αφόδευση, χωρίς απαραίτητα να πρόκειται για διάρροια. Η βαλβίδα βέβαια είναι ο πρωκτός.

Συνήθως το χτύπημα βαλβίδας λαμβάνει χώρα μετά από καφέ και τσιγάρο, ειδικά το πρωί. Δεν είναι επιβεβαιωμένο αν υπάρχει σύνδεση με το χτύπημα βαλβίδας στις τετράχρονες μηχανές.

Άσε φίλε το πρωί μου χτύπησε βαλβίδα πολύ άσχημα με τον καφέ και να είναι η δικιά μου μέσα στην τουαλέτα και να κάνει μπάνιο. Κόντεψα να τα σερβίρω στο χαλί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κόπρανα του αιθέριου και μυθικού όντος της νεράιδας, σπάνια μεν, αλλά ανάλογα δε με τον κατά τόπο πληθυσμό των, χαρακτηριστικό εχόντων την φοβερή μεταστροφή της διαθέσεως του ακουσίως πατήσαντος αυτά. Ως γνωστόν η επαφή και θέα της νεράιδος προκαλεί πληθώρα έντονων και παράλογων εκδηλώσεων στους ανυποψίαστους κοινούς θνητούς («του κόπηκε η μιλιά», «του πήρε τα μυαλά» και άλλα πολλά). Δεν θα μπορούσε να μην συμβαίνει το ίδιο με τα περιττώματά της, τα οποία -μην παύοντας να είναι σκατά- έχουν έναν λόγο παραπάνω να προκαλούν αφόρητο εκνευρισμό.

- Ξέρεις, δεν θα ρθω τελικά. Δεν γουστάρω να δω κανέναν.
- Καλά τι έπαθες; Εσύ δεν μου λεγες το μεσημέρι καλή φάση να βρεθούμε όλοι μαζί...; Νεραϊδόσκατα πάτησες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να καταδείξει κατάσταση κατά την οποία παρουσιάζεται δυσκολία στην αφόδευση λόγω ιδιαίτερης σκληρότητας των κοπράνων -χαρακτηριστικό γνώρισμα, πολλές φορές, των δυσκοίλιων- με αποτέλεσμα την καταπίεση (ψυχική και σωματική) και το χάσιμο χρόνου. Η σκληρότητα, ο όγκος και το σχήμα του κόπρανου δε, είναι τέτοια που παραπέμπει εύκολα στον καρπό του αειθαλούς και κωνοφόρου πεύκου, το γνωστό κουκουνάρι.

- Πού ήσουν τόση ώρα;
- Στην τουαλέτα, έκανα τατουάζ στον κώλο μου το καπάκι της λεκάνης...
- Τι;
- Τι τι ρε μαλάκα, δεν καταλαβαίνεις, με πήγε κουκουνάρι!

Κουκουναριές Σκιάθου! Εδώ το χέσιμο α λα κουκουνάρι δένει με το τοπίο και δίνει την... απόλαυση! (από GATZMAN, 07/10/10)Γαλοπούλα γεμιστή με σλανγκικα κουκουνάρια (από GATZMAN, 08/10/10)

Βλέπε και κουράδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως όλα τα πράγματα στο στρατό, απο το λιγότερο σημαντικό που μπορούνε όλοι να φανταστούνε έως το περισσότερο σημαντικό, έτσι και τα φαγητά υπόκεινται σε κάποιο κωδικοποιημένο σύστημα. Τα παραδείγματα πολλά: πούστης με κινέζο, πούστης με γύφτο κτλ. Σε αυτήν την περίπτωση ο γνωστός μέχρι και στις πέτρες Σάκης, και συγκεκριμένα μέσα από το άσμα του «Έλα Μου», ονοματίζει το πλούσιο και συνήθως φρέσκο πιάτο των ζυμαρικών με κιμά.

Ο κιμάς μπορεί να έχει χρώμα μπλε, λες και έχει 4 χρόνια στο ψυγείο ενώ έχει μόνο δύο εβδομάδες, αλλά τρώγεται ευχάριστα. Τα ζυμαρικά είναι τυχαία και ίσως τύχει να πέσει ραβιόλι αλλά οι πιθανότητες συγκλίνουν προς το κοφτό. Συνήθως είναι κολλημένα μεταξύ τους, αν και ο μάγειρας δικαιολογείται λέγοντας:
- «Τα κάλυψα ρίχνοντας λάδι μέχρι πάνω!»

Κανονικά θα έπρεπε να συμπεριληφθεί και στην κατηγορία σιχαμερά αλλά κάποιος πρέπει να γευτεί την μαγειρική του μάγειρα στην μονάδα που κάποτε υπηρετούσα για να το καταλάβει.

- Τί φαΐ έχουμε σήμερα ρε μάγερας;
- Σάκη Ρουβά.
- Πάλι ρε μάγερα; Και την προηγούμενη Δευτέρα αυτό μας τάισες.
- Α, αυτό είναι το καινούριο, ντουέτο με Κοκκίνου. Σάλτσα.

Γύρνα πάλι γύρναααα πάλι γύρνααα (από Galadriel, 10/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified