Μετάφραση του peckerbreath, αυτός που έχει δύσοσμη αναπνοή.
- Φύγε από εδώ, βρομίσαμε, πουτσόχνωτε!
- Πολύ πουτσόχνωτος ο πούστης, βρωμάει και ζέχνει!
Μετάφραση του peckerbreath, αυτός που έχει δύσοσμη αναπνοή.
- Φύγε από εδώ, βρομίσαμε, πουτσόχνωτε!
- Πολύ πουτσόχνωτος ο πούστης, βρωμάει και ζέχνει!
Got a better definition? Add it!
Ενέργεια επεμβατικού χαρακτήρα ώστε να αποτραπεί η εξάπλωση της κλανιάς.
Αυτό γίνεται όταν βρισκόμαστε σε χώρους όπου το κλάσιμο απαγορεύεται ρητά (είτε εγγράφως, είτε για άλλους λόγους) και μια κλανιά βγει απροειδοποίητα ή ακάλεστα ή η μυρωδιά δεν είναι η αναμενόμενη. Ο τρόπος με τον οποίο εκτελείται το κλανορούφι είναι ο ακόλουθος: με το που αισθανθούμε το πρόβλημα, αμέσως αρχίζουμε και εισπνέουμε όσο περισσότερο αέρα μπορούμε σε μια ακτίνα γύρω από την θέση μας, η οποία ποικίλλει γενικά και είναι τέτοια ώστε να μην γίνει αντιληπτή στους άλλους η κίνησή μας. Με τον τρόπο αυτό φιλτράρουμε τον αέρα γύρω μας ώστε η κλανιά να έχει αραιώσει και καθώς ανοίγει να περάσει απαρατήρητη.
Να σημειωθεί πως σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες (μικρός χώρος, πολύ βρωμερή κλανιά κ.α.) θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσουμε και το στόμα το οποίο μας επιτρέπει να κατεβάσουμε μεγαλύτερη ποσότητα αέρα και ταχύτερη εισπνοή-εκπνοή.
- Μαλάκα... σνιφ... βοήθεια... σνιφ... γρήγορα κλανορούφι όσο προλαβαίνουμε... σνιφ...
- Τελευταία φορά που σε βοηθάω. Να μάθεις να κουμαντάρεις τον κώλο σου.
- Κοίτα τον Μήτσο στη γωνία που ρουφάει την μύτη του. Πρέπει να είναι κρυωμένος πάλι...
- Ναι, κρύωσε και βήχει από τον κώλο...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το φιλί που δίνεις έχοντας στα χείλη σου μεγάλη δόση από πραλίνα-σοκολάτα μερέντα. Προσφέρει απόλυτη ευχαρίστηση και ηδονή και υπάρχει ο κίνδυνος ζάχαρου σε μεγάλες ποσότητες.
Μπορείτε άπλα να το δοκιμάσετε.
Got a better definition? Add it!
Αναφορά σε αιδοίο, που αναδύει τη γνωστή... μυρωδιά ψαριού. Κάργα στην απλυσιά είτε για λόγους υγιεινής (όπως λέει η κάτοχός του «γιατί τα τεχνητά καθαριστικά χαλάνε το φυσικό pH του κόλπου»), είτε λόγω αγαμίας/παρθενιά.
- Σκύβω να τη γλείψω δικέ μου και έμεινα.
- Τόσο ωραίο ήταν το μουνί της;
- Δεν ξέρω, δεν πρόλαβα να δω. Σχεδόν λιποθύμισα από τις αναθυμιάσεις.
- Πάλι σε ψαρομούνα έπεσες;;;
Σχετικά: μπακαλιαρίλα, καμένο ντουί και το ευρύτερο μουνίλα. Δες και -μούνα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γίνομαι υπερμέγιστος γλείφτης, για προσωπικό μου συμφέρον βλ. Αυτιάς, Γιώργος, γλίτσας λέρας.
- Καλά ρε μαλάκα, αυτός ο γλίτσας κάθε βράδυ στο Galea τη βγάζει;;
- Ρουφάει κώλους ρε.. μπας και του δώσουνε κάνα πόστο...
Got a better definition? Add it!
Ο χαρακτηρισμός ο οποίος αρμόζει σε άτομο, συνήθως υπέρβαρο, που του αρέσει να τρώει χωρίς κανένα ενδοιασμό και να προκαλεί με τους χυδαίους τρόπους του. Συνήθως αφήνει το σώμα του ελεύθερο να πέσει στο πάτωμα, μαζί με τις τροφές που κουβαλάει, και να ουρλιάζει σα μικρό τρελό γουρουνάκι.
- Ρε συ Μήτσο μην τρως όλες τις σοκολάτες. Έχεις λερώσει τον τόπο!
- Άσε μας ρεε!
- Τι σκατόγουρνο που είσαι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υπάρχουν τουλάστιχον τρεις μεγάλες κατηγορίες μουνοπορδής:
Κατά σειρά ορισμού:
1. Δεν ξέρω αν είναι μεταγλωτισμένο τελικά η όχι...απλά φαντάζομε μεταγλώτιση southpark στα ελληνικά και γελάω.. Δηλαδή τον έλληνα ηθοποιό να προσποιείτε μωρουδίστικη φωνή λέγοντας: «ρούφα τ' αρχίδια μου μουνοπορδή»
2. ΕΛΑ ΜΟΥΝΟΣΤΑΥΛΕ ΜΟΥΝΟΠΟΡΔΗ ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΠΟΡΔΗΣ ΝΑ ΜΟΥ ΚΛΑΣΕΙΣ ΜΙΑ ΜΑΝΤΡΑ ΑΡΧΙΔΙΑ..
3. Είναι μία τιποτένια λεπτή μουνοπορδή.
Got a better definition? Add it!
Κουραδοκατουρλιό, το - (ουσ.) συνθ.
Η συγχρόνιση κοπράνων και ούρων που βγαίνουν ταυτόχρονα και επίτηδες από την κωλοτρυπίδα του ατόμου που ενεργείται εκείνη την στιγμή. Συνήθως η απελευθέρωση και των δύο απορριμάτων, ανακουφίζει, καθώς νιώθεις το κενό που απέμεινε στο στομάχι σου απαλλάσσοντάς σε από τυχόν πονόκοιλους.
Ετυμ. συνθ. εκ του κουράδα (η) + κατουρλιό(< ουρώ + κάτω) (το).
Άαααααααααι! Όλα μαζί έφυγαν!
βλ. και σκατούρημα
Got a better definition? Add it!
Να προσθέσω τρία ακόμα είδη μουνικών στον έξοχο ορισμό στη καθ' ύλην αρμόδιας Iron:
1. μουνικό (= αλοιφή για τη θεραπεία παθήσεων των εξωτερικών γεννητικών οργάνων της γυναίκας)
1. θυμάμαι τον Κώστα Πρέκα που ήτανε πολύ – μα πολύ εξοικειωμένος με το υγρό στοιχείο. Πρωταθλητής καταδύσεων ήτανε ο άνθρωπος. Έριχνε βουτιά απ’ τον ψηλότερο βατήρα στο κολυμβητήριο κι αναστέναζε το μουνικό στις κερκίδες
3. Μικροί κυνηγάγαμε τα μαύρα βρακιά που άπλωναν τα παλιά χρόνια οι θείτσες και γιαγιάδες, αυτά που είχαν ξασπρίσει στο γνωστό σημείο απ΄το «μουνικό οξύ», και με ψαλίδι το κόβαμε και το κρεμάγαμε δίπλα στα βρακιά!! Όλες τις γειτονιάς μόλις μας έπαιρναν είδηση έτρεχαν και τα μάζευαν!!!
Κολπικά υγρά: βρέχονται βρακάκια, ζουμιά, μουνιαγάρας, μουνικά, μουνόγαλα/μουνόγαλο, μουνόσαλτσα, μουνόφτυμα, μουνόχυμα, μουνοχύσια, σιντριβάνι.
Got a better definition? Add it!
Κατουράω.
- Έλα ρε, έχουμε αργήσει, θα φτάσουμε στο γήπεδο στο ημίχρονο.
- Ρίχνω ένα ζεστό, μη με πιάσει στο γήπεδο, και φεύγουμε.
Got a better definition? Add it!
Published