Selected tags

Further tags

Δυσκολία στην παραγωγή αποτελέσματος. Εμπνευσμένο από την γνωστή επιπλοκή της εγκυμοσύνης και λόγω της γειτνίασης των περιοχών, χρησιμοποιείται στην αργκό ως συνώνυμο της δυσκοιλιότητας, μετά από μεγάλο φαγοπότι, όπου αναμένεται μεγάλη παραγωγή σκατού, όμως αυτό αργεί να έρθει αρκετά μέσα στη διάρκεια της ημέρας.

- Πώς πάει ο μαραθώνιος της χέστρας μετά τα χτεσινά στα McDonalds;
- Έχω δυστοκία. Έκανα τσιγάρα, καφέδες, έφαγα για μεσημέρι
και απλά κλάνω κάθε 4 λεπτά. Λογικά τώρα κατεβαίνει το παιδί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέπε μουνί της λάσπης.

Χρησιμοποιείται από παρμένους ακαδημαϊκού επιπέδου.

Το αρχίδι, το μουνόπανο, ο γλοιώδης, ο τρικάριολος καρακαριώλης, ο που δεν τον πιάνεις στο στόμα σου γιατί πρέπει να το πλένεις τρεις μέρες.

Μου χρωστάει έξι μηνιάτικα και ποιεί την νήσσα, το αιδοίο του έλους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H γκαζόζα.

Στις 11 να είσαι ντυμένη πλυμένη και να έχεις κάνει μπιντέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αναφορά είναι στην πάστα σοκολατίνα. Ο όρος χαρακτηρίζει Αφρογενές καυλάκι ως γλυκό αντικείμενο του πόθου τ. παστάκι ένα πράμα. Στο μπουρδελοϊδίωμα είναι η Αφρογενής κορασίς, είτε τ. μουνί τσοκολάτα σε πουτανόπιατσες και ντέλα, είτε τ. αράμπικα σε φραπενεία. Ο έχων ένα θεματάκι με τις τοιαύτες κορασίδες αποκαλείται λάτρης της σοκολατίνας, και συνήθως είτε ποιεί την ανάγκην φιλοτιμίαν, καθώς οι σοκολατίνες έρχονται σε πιο οικονομικό πακέτο, είτε πρόκειται για άποψη, αφού αποτελούν μια πιο σοκολάτα επιλογή σε σχέση με τις βανίλια ξεπλένες του Βορρά.

Επίσης, είναι το πρωκτικό σεξ εν γένει, ή ειδικότερα η πισωκολάτα, άκα μερέντα, που τους λάτρεις της σοκολατίνας δεν τους χάλασε καθόλου, πιστέψτε με. Το ιδεώδες βέβαια είναι ο συνδυασμός των δύο σημασιών.

(Από μπουρδελοσάη):

  1. α. ...το Τζενάκι όμως στήν τρίτη βάρδια,αν και σοκολατίνα τρώγεται πολύ ευχάριστα!!!Φοβερό κωλαράκι έχει η κοπέλα!!... Στανταράκι με λίγα λόγια...

β. Σοκολατινα δεν ειχα δοκιμασει ποτε στη ζωη μου, αλλα η συγκεκριμενη (της οποιας δε θυμαμαι ουτε το ονομα), λογω εμφανισης, μου εκανε ενα κλικ. Πολυ κακως, γιατι οι μετριες υπηρεσιες παραλιγο να μου κοστισουν σε στυση. Αφου καταφερα και αδειασα το φορτιο, παλι καλα... Ποτε πια σοκολατινες. μονο γαλακτομπουρεκα....

  1. α. απλά έχει κωλοτρυπίδα πολύ πρόστυχη , πολύ ευχαρίστως θα της έδινα παραπάνω για ένα καλώ milfanal (σοκολατίνα).

β. Το αρνητικό της βραδιάς ήταν η σοκολατίνα στο τέλος.

(από Vrastaman, 13/08/12)(από Khan, 13/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετέρα ονομασία για την τίκρα, άλλως κυψελίδα, άλλως κερί των ώτων, που φέρνει περισσότερο σε μια ζαχαροπλαστική πρόσληψη του εκκρίματος.

- Τον είδες ρε συ; Έβγαλε έναν βόλο παστελάδα απ’ το αφτί του και τον κατάπιε σαν καραμέλα! - Μπλιαχ!

Βιολογική παστελάδα (από Vrastaman, 25/07/12)

Αυτιά και λοιπές πάστες: μαρμελάδα, γράσο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμοι όροι: το κωλάδικο, το μπουρδέλο.

- Μαλάκα πήγα σε μια κωλαντερί χθες... όλα τα λεφτά δικέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρα-ρετρό, εξαφανισθείσα πλέον σλανγκιά του 18ου-19ου αιώνα που σημαίνει τον φίλερι ανακατωσούρα που βάζει φιτιλιές, κυριολεκτικά την κουτάλα (χουλιάρα) που ανακατεύει τα σκατά.

Τόσο η σλανγκότητα, όσο και η σλανγκοσύνη της λέξης μας υποδεικνύονται από τον αποθησαυριστή της, Σκαρλάτο Βυζάντιο, ο οποίος μας πληροφορεί ότι τη λέξη την χρησιμοποιούσαν στην εποχή του οι αναγωγότεροι των χυδαίων, ταμάμ δηλαδή κάτι τύποι σαν κάποιους που λημματογραφούν σε μια ιστιοσελίδα που ξέρω...

Αναφορά στον ως άνω λεξικογράφο και στη λέξη βρήκα και εδώ (σχόλιο υπ' αριθμόν 208, για να μη μού κουράζεστε), αφού όμως είχα γράψει το λήμμα, οπότε είπα να μην πάει τζάμπα ο κόπος μου.

Α, και πού 'στε; Μην πει κανείς ότι το παρατραβάω, ότι πάω πολύ πίσω, ότι και καλά ξεφεύγω από τα (ποια;) χρονικά πλαίσια της αργκό για θα γίνουμε πρωκτός εδώ μέσα.

ΧΟΥΛΙΑΡΑ (ή άλλ. Κουτάλα) [...] μεταφορ. ο φιλοτάραχος άνθρωπος, τον οποίον οι αναγωγότεροι των χυδαίων και Σκατοχούλιαρον ονομάζουν.

ΣΚΑΡΛΑΤΟΥ Δ. ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ, Λεξικόν της καθ' ημάς Ελληνικής Διαλέκτου, μεθερμηνευμένης εις το Αρχαίον Ελληνικόν και το Γαλλικόν (1835).

(Πήγα να βάλω το λίνκι και το http μου έβγαζε ένα κατεβατό παπαριές, κάτι ΖΑΑ330%CE%B1% και τέτοια, οπότε αφού έδωσα κι εγώ την πρέπουσα απάντηση %$@#@#$ απλώς αντέγραψα το χωρίο. Έχουμε και δουλειές ξέρετε...).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαλικούτες ήταν ομάδες Βορειοαφρικανών κυρίως από Λιβύη, που ήρθαν στην Κρήτη κατά τον 18ο αι. και αποτελούσαν την πιο φτωχή και εξαθλιωμένη τάξη των μουσουλμάνων του νησιού. Η λέξη προέρχεται από το αραβικό χαλκ, που σημαίνει λαός και συνεκδοχικά σημαίνει λαουτζίκος, πλέμπα. Στην κρητική διάλεκτο έχει την έννοια του παρία, του βρωμιάρη του σιχαμένου παρόμοια με την βρισιά της κοινής Νέας Ελληνικής «τουρκόγυφτος».

Για τους παλαιότερους ήταν σοβαρή βρισιά.

Επήγανε για μπάνιο στη θάλασσα και γινήκανε σα τζι χαλικούτηδες....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φρικαλέος οχετός εμετικών χυδαιοτήτων που ακολουθεί αλιεύθηκε σε αυτόματο τηλεφωνητή. Διαβάζετε με δική σας ευθύνη, καθώς είναι σαφές ότι ο αποστολέας του μηνύματος δεν παίρνει αιχμαλώτους, οι δε τραυματίες...... Από τα συμφραζόμενα πιθανολογείται βάσιμα ότι η μάλλον έντονη αυτή αντιπαράθεση προέκυψε λόγω μιας διαφιλονικούμενης θέσης στάθμευσης.

(Ζητώ συγγνώμη για την καταγραφή).

Ρε ξεφτιλισμένο μουνόπανο ρε γαμημένο αρχίδι ξεκωλιάρη σε μένα ρε πήγες να πουλήσεις μούρη γαμώ τον χριστό σου κάτι γαμιόλες σαν και τα μούτρα σου τις έχω για τον πούτσο μου ρε καριολόπουστα εμένα ρε θα μου πιάσεις τον κώλο ρε σκατίφλωρα γαμώ το μουνί που σε πέταγε ρε καραπούσταρε να πεις και στη γκαργιόλα σου να ρθει να την ξεκωλιάσω την παλιοχαμούρα και σένα ρε πούστη θα σου κάνω τον πάτο να χωράει τριαξονικό ρε μπινέ θα βλαστημήσεις την ώρα που βγήκες από το μουνί της τσιμπουκλούς της μάνας σου ρε πουτσογλείφτη που έχεις φραπεδιάσει όλο το Αιγάλεω ρε ξεσκισμένε που ανοίγεις την κωλοτρυπίδα που έχεις για στόμα και τρέχουνε τα φλόκια ποτάμι φέρε και τον μαλάκα τον ξάδερφό σου τον σφίχτη τον γαμιά σου να του πω κι αυτουνού για το μουνί της παναγίας του πισωγλέντη έτσι και ξαναφήσεις το μπρίκι σου κάτω απ' το δέντρο θα στο βάλω στο γκώλο ρε μουνί να πάρεις τη χαλαμαντάρα σου και να την παρκάρεις στη σούφρα της αδερφής σου της μπαζόλας ρε μαλακισμένο άντε τίναξε το γκώλο σου να πέσουν οι καπότες δεν έσκασα πενήντα χιλιάρικα για τη τζιπούρα για να χω το παπάρι σου να μου πιάνει τη σκιά θα σε γαμήσω με συρματόβουρτσα ρε μαλάκα σκατά να φας μωρή πουτσοκαθίστρα λούγκρα θα φέρω τα κολλητάρια μου από τη χρυσαυγή να σου το κάνουνε το μπουρδέλο σου ίσωμα και να σου δώσουνε το κωλάντερο στο χέρι άμα ξαναφήσεις σημείωμα στο μπαμπρίζ ή ξαναπλησιάσεις τ' αμάξι μου θα φας ψωλιά διαπλανητική ρε βρομόμουνο σκατοκουράδα κωλογαμημ (τέλος διαθέσιμου χρόνου ηχογράφησης).

(Καριολίκια είναι οι βρισιές).

  1. «Εχω κάνει και φυλακή, κύριε Παπαδάκη μου, και τέτοια καριολίκια δεν τα έχω ακούσει, τι λέτε τώρα...» Απαράδεκτος

  2. [...]ερχόταν και αντικανονικά ο παπάρας [...] Ενιωθα το μηχανάκι να γλυστράει...άφηνα τα φρένα για λίγο για να ξεμπλοκάρει ο τροχός...και το έσωσα...Μετά από τα καριολίκια που του έσουρα...Προσπάθησα να ηρεμήσω λίγο...και χαρβαλόστομος

  3. Μου ήρθε να αρχίσω τα καριολίκια αλλά δε θα βγαινε και τίποτα αλητάμπουρας.

Θεϊκοί Υπότιτλοι #1 ("Orange is the New Black") (από Galadriel, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάπως πιο λυρική διατύπωση του χρυσού ντους, άκα της χρυσής βροχής. Πρόκειται για φετιχιστικό θαλάσσιο σπορ, επισήμως χαρτογραφημένο ως ουρολαγνεία ή ουροφιλία.

- Aκομη να προσθεσω οτι η ταπεινη μου γνωμη ειναι , ολα ειναι μεσα στο μυαλο μας, κ προσωπικα φτιαχνομαι τρελα οταν βλεπω οτι κ η συντροφος μου, φτιαχνεται κ καυλωνει τρελλα με αυτο το χρυσοβροχι που βλεπει να τρεχει στα μπουτια της, την κοιλια της,το στηθος της η ακομη κ στο στομα της!!
(από το σάη του Greek BDSM Community)

- Πάντως για το χρυσοβρόχι, από ό,τι λένε είναι ολόκληρη διαδικασία που κοστίζει κιόλας, πρέπει να αρχίσεις να κερνάς την γκόμενα ποτά, τσάγια, τίλια, καφέδες, ξίδια, νερά, κοακόλες, διουρητικά, για να βγει καλό αποτέλεσμα. Μοιάζει με διαδικασία αποπλάνησης μέσω αλκόολ, μόνο χειρότερο.
(Khan, εδώ)

(από Vrastaman, 05/07/12)"Ούρα ναι", το άζμα- ύμνος των ουρολάγνων. (από Khan, 05/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified