Selected tags

Further tags

Τεραστίων διαστάσεων καυλόσπυρο, που έχει ξεπεράσει πλέον τα όρια του απλού καρούμπαλου και οδεύει ολαταχώς προς κάτι άλλο, πιο μεγάλο, πιο μεγάλο...

Το βυζί αυτό όμως, δεν ορίζεται μόνον ποσοτικά (δλδ εκ του μεγέθους του) αλλά και ποιοτικά/μορφολογικά: φανταστείτε καταρχήν ένα τεράστιο κόκκινο καυλόσπυρο, που έχει μαζέψει μπόλικο πύον στο κέντρο του, μια θαυμάσια και συμμετρική κιτρινωπή κηλίδα. Στην κορυφή τώρα αυτής της πυώδους κηλίδας, στέκεται περήφανο ένα μικρό κακκαδάκι, η αποξηραμένη «μυτούλα» του καυλόσπυρου.

Οι ομοιότητες με το κανονικό βυζί βγάζουν μάτι: το κακκάδι/μυτούλα είναι η ρώγα, η πυώδης κηλίδα είναι η φωτεινή άλως γύρω απ' τη ρώγα, και ασφαλώς το κύριο σώμα του καυλόσπυρου αντιστοιχεί στο καθαυτό κρεμαστάρι. Δε θέλετε να επεκταθώ τώρα στο τι ακριβώς θα γίνει αν ζουπήξεις το πυώδες καυλόσπυρο και γεμίσει ο κόσμος γάλατα...

- Μαλάκα τι κέρατο είν' αυτό που πέταξες πάλι στο κούτελο; Σα ρινόκερος έχεις γίνει...
- Ναι ρε φίλε, πίκρα, ακυκλοφόρητος έγινα.. Πάντως έχω βελτιωθεί κάπως με τις αλοιφές, παλιά ήμουν τελείως τσιμπούκι.
- Θυμάμαι κάτι βυζιά που έβγαζες, σωστές τορπίλες. Τα 'σπαγες και σοβάτιζες τοίχο. Άνετα.

Και μετά από αυτό το παρόν λήμμα εξαφανίζεται ως δια μαγείας, για να μην το ξαναδώ ποτέ. (από Galadriel, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομιλούμε μεταφορικά, εννοείται.

Μεταφορικά, λοιπόν, ο πορδορούφας είναι ο τέλειος κόλακας, ο μαιτρ γλειψιματίας - ή, ο απόλυτος φαν. Δεν έχει σημασία ότι το αφεντικό (ή το ίνδαλμα) δεν μιλάει, κλάνει, δεν έχει σημασία τι μπόχα αναδύεται - ο τύπος είναι εκεί, μισό μέτρο απ' τον κρυωμένο κώλο που τις αμολάει και ρουφάει τα πάντα - προσκυνώ την πορδούλα σου, πρόεδρε! Και δεν μιλάμε για πορδούλες ευαίσθητες, μιλάμε για κατά ρυπάς κλανίδια ή για γιουσούφια βρωμερά και τρισάθλια.

Πρώτος ξάδερφος του ρουφοκλάνη και τακίμι του κωλογλείφτη.

Τη λέξη την συνάντησα πρώτη φορά, φορ ρήαλ, ως παρατσούκλι σε χωριά - ο τάδε ο πορδορούφας.

- Ρε μαλάκα, δεν πάει αυτό το πράμα ... μας φλόμωσε ο άλλος στην παπαριά κι ο δικός σου ο πορδορούφας αντί ν' αφήσει κάνα χριστιανό να μιλήσει ... «μάλιστα, έχετε δίκιο, δεν το είχαμε σκεφτεί αυτό» και «παιδιά, έτσι όπως τα λέει ο κύριος περιφερειακός είναι» και κολοκύθια τούμπανα ... άι σιχτίρ δηλαδή ...

Got a better definition? Add it!

Published

Κυπριακή φράση που σημαίνει «χεστήκαμε και τα λερώσαμε». Στη μαρτυρική Μεγαλόνησο το λένε όταν μένουμε άκαρποι μετά από μια προσπάθεια που κάναμε.

- Ίντα νέα ρε; Εγάμησες την μιτσιά, οξά ακόμα;
- Όι, γαμά την άλλος τώρα. Εσιέσαμε τσιε γκρίσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται για να φωτογραφίσουμε τον υπαίτιο που, πρώτος μέσα σε όλη την ομήγυρη, ρωτάει ποιος φταίει, ενώ ο ένοχος είναι ο ίδιος. Το πρώιμο ενδιαφέρον που επιδεικνύει με την παρέμβασή του, δείχνει ότι το ζήτημα τον απασχολούσε από ώρα και απλά περίμενε να έρθει η κατάλληλη στιγμή για να συζητηθεί, οπότε μη μπορώντας άλλο να κρατηθεί, πετάγεται δήθεν από ενδιαφέρον για την επίλυση του προβλήματος, ενώ στην πραγματικότητα υπολογίζει ότι έτσι θα αποσείσει τις υποψίες από πάνω του. Φυσικά, πετυχαίνει το αντίθετο.

Συνώνυμα: «Όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται» και «Συ είπας».

- Δάσκαλε, είπες ότι μέχρι την αυγή, κάποιος από εμάς θα σε έχει προδώσει. Μήπως είμαι εγώ;
- Πρωτομυρίσας πρωτοκλάσας.

Secret dinner (από allivegp, 24/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που τα... καταπίνει όλα!!! Και «στεγνώνει» τον πούτσο τελείως!!!
Αυτή που «μαζεύει» τα χύσια... (Ρουφάει τα πάντα...).

- Τι έγινε ρε συ με την Λόλα τελικά; (που σημειωτέον τα κάνει... ΟΛΑ!!!!)
- Ασε ρε μαλάκα η ψωλοχυσομαζώστρα μιλάμε μου άδειασε τα αρχίδια ... τα ρούφηξε όλα... με πέθανε... Μου στράγγιξε το μεδούλι από την σπονδυλική στήλη... Τα 'παιξα!!! Την καριόλα!!! Δεν μου έχουν ξανακάνει τέτοια πίπα...!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εντερικό σύστημα του ανθρώπου και η απόληξή του, σε μια λέξη και μια εικόνα.

- Ρε πστ!, τι πήγες κι έχεσες και βούλωσαν όλα, ρε μαλάκα; Τι σκατά κωλάντερο είναι αυτό που έχεις ρε πστ! Άει τράβα πάρε τηλέφωνο τον υδραυλικό τώρα, και πού 'σαι, εγώ τιγκανά, μη με δει εδώ πέρα και νομίσει ότι είναι δικά μου όλ' αυτά και γίνω ρομπίδια...

(από BuBis, 20/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Tο κουράδι, το σκατό στις τουαλέτες των στρατοπέδων.

(Ο λοχίας σε νεοσύλλεκτο φαντάρο)
- Νέος, σήμερα σειρά σου στην Καλλιόπη.

(Μετά το πέρας της αγγαρείας)
- Νέος, εντάξει το πάλεψες το θηρίο;

Βλ. και σχετικά λήμματα κουράδα, κουράδα σε θέση offside, μουγκρί, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπούτζα που προσφέρει μάσκα ομορφιάς.

Ιδέα Ιωνά.

Γκάτσμαν: Απ' όταν της έκανα μάσκα ομορφιάς, της άρεσε η μάπα της, βρήκε την αυτοπεποίθηση της, με έφτυσε και τα 'φτιαξε με ένα τζόβενο κι εγώ έμεινα με τον πλαστικό χειρούργο στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φυλή χαζοχαρούμενων και εντελώς κενών περιεχομένου όντων, των οποίων το λουσάτο «lifestyle» οφείλεται στον υπερδανεισμό ή / και την υποκατανάλωση των επίσης χαμένων στο διάστημα γονέων τους. Επικοινωνούν με SMS, Twitter και άναρθρες κραυγές. Οι δημοσιοκάφροι τους θέλουν να βρίσκονται σε αντάρτικο πόλεων με τους κατατονικούς emo.

Η Ελληνική ποικιλία αποτελεί κοινωνιολογική καρκινογένεση του Κωστοπούλειου «ΚΛΙΚ», την άλλη δηλαδή πλευρά του ΠΑΣΟΚικού νομίσματος πού έφερε την μουτσούνα του Τσοβόλα και που τόσα κενοτόμα επέφερε στον κοινωνικό ιστό.

Εκ του αγγλικού trendy, του οποίου το έτυμο σημαίνει «σπεύδω ή σκύβω προς κάποια κατεύθυνση».

Γνωστοί και ως τρέντουλα.

Assist: Kitty Darling

- Οι διαμάχες ξεκίνησαν όταν ένας Trendy έκοψε τη φράντζα μιας Emo. Η κοπέλα –μη αντέχοντας την ατίμωση- κλείστηκε στο σπίτι της και δεν έτρωγε το φαΐ της, με αποτέλεσμα να χάσει 15 κιλά, αλλά θα πρέπει να χάσει άλλα 10 ακόμα γιατί ήταν θεόχοντρη.
(από εδώ)

Ας το ακούσουμε μέχρι να απαγορευθεί από το νόμο Καστανίδη. (από Khan, 17/03/11)(από σφυρίζων, 05/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το είχα διαβάσει στο Nitro προ 15 ετίας σε άρθρο με σλανγκιές.

Βάμβακας είναι το τελειωμένο πρεζόνι, που έχει φτάσει να σουτάρει τα υπολείμματα της ηρωίνης που βρίσκονται σε βαμβάκια από προηγούμενες χρήσεις του (ή και χρήσεις άλλων, οπότε μιλάμε για πραγματικά τελειωμένη φάση). Σκληρό μεν, αλλά σλάνγκ.

- Πω ρε φίλε, κοίτα τον βάμβακα πώς έχει γύρει! Θα φάει τα μούτρα του!
- Δεν παίζει! Μπορεί να κάνει «καθίσματα» για δύο μέρες συνεχόμενα, αλλά δεν πρόκειται να πέσει - στο τσακ πάντοτε το σώνει!

(σ.σ. μεγάλη αλήθεια, προερχόμενη απ' την παρατήρηση)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified