Further tags

Αγγλική χροιά στη λέξη φίδι που υποδηλώνει τον στρατιώτη, συνήθως παλιό, που δεν τον χώνουν, και είναι πάντα αραχτός και όταν οι νέοι πήζουν αυτός λίαζεται έξω όπως τα φίδια το καλοκαίρι.

-Ρε σειρά πως τη περνάει έτσι ζάχαρη ο λέουρας;
-Ασε ρε ποντίκι που θές να μάθεις κόλας! Ο Νίκος είναι ειδικός στο λούφινγκ, το φίδινγκ και το μηνυματέισον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το έμβλημα με το φίδι του Ασκληπιού που φοράνε οι γιατροί της μονάδας.

Επειδή δεν κανουν υπηρεσίες και γενικά δεν κουράζονται, το έμβλημα αυτό ειναι αντικείμενο πειράγματος και χαβαλέ καθώς παραπέμπει στο «φίδι».

-Ρε γιατρέ εσύ δε κάνεις καμιά υπηρεσία; -Τρελός είσαι; Δε τα βλέπεις τα φιδόσημα που φοράω;

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Η οικιακή βοηθός εν γένει, ανεξάρτητα από το αν κατάγεται από την συμπαθή χώρα των Φιλιππινών ή όχι. Οι φίλοι της (;;;) την φωνάζουν Φιλίππα. Παρετυμολογείται και από την πινέζα για να χαρακτηρίσει μια ακαθορίστου ηλικίας Asian πιπινέζα.

  2. Μία από τις πλέον σλανγκ στιγμές του Μπάμπη είναι ότι όρισε την φιλιππινέζα και ως «πρόσωπο που χρησιμοποιείται σε βοηθητικές ή δευτερεύουσας σημασίας δουλειές». Το γεγονός αυτό μαζί με τον ορισμό της Φιλιππινέζας ως «οικιακής βοηθού» κόστισε στον Μπάμπη ένα διάβημα από την πρεσβεία των Φιλιππινών, ή τουλάστιχον έτσι το θέλει ο αστικός μύθος.

  3. Ό,τι και η ορντινάντσα. Αναπαράγω τον εύγλωττο ορισμό Ηλεκτρώνος του εν σλανγκ αδελφού:
    «Ο στρατιώτης που εκτελούσε χρέη υπηρέτη και ακόλουθου ενός υψηλόβαθμου στρατιωτικού. Συνήθως κατοικούσε στο σπίτι του στρατιωτικού, αποσπασμένος, και τον βοηθούσε σε οτιδήποτε, από το άνοιγμα της αλληλογραφίας, μέχρι και το ντύσιμο. Ενίοτε, ήταν και αυτός που βόλευε την γυναίκα ή την κόρη του αφέντη, ή και τον ίδιο τον αφέντη, πήγαινε για ψώνια, κράταγε το λαμπατέρ κ.λ.π.». Με αυτήν την έννοια, φιλιππινέζα μπορεί να χαρακτηριστεί λ.χ. ο μεταπτυχιακός φοιτητής που κουβαλάει τον προτζέκτορα ενός Καθηγητή Πανεπιστημίου, ή ένας θαλαμηπόλος στο Ναυτικό (βλ. σχόλιο Χότζα στην ορντινάντσα), ένας επίμονος κηπουρός κ.ο.κ.

  4. Προσφάτως χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει ειδικά τον εκτελούντα χρέη σωματοφύλακα - σεκιουριτά σημαντικού προσώπου που χρήζει προστασίας έναντι τρομοκρατικών απειλών.

  1. - Ανησυχώ Σούλα μου, γιατί τώρα τελευταία πιάνω τον Μάκη να γλυκοκοιτάει την φιλιππινέζα μας...
    - Μα και συ γλυκιά μου, παίρνεις φιλιππινέζα ξανθιά, γαλανομάτα και 1.80 να σου μεγαλώσει το παιδί; Δεν είδες τι έπαθε ο Jude Law;

  2. Η ασκούμενη δικηγόρος είναι η φιλιππινέζα του γραφείου. Κάνει όλες τις άλλες δουλειές εκτός από το να δικηγορεί.
    (Το παράδειγμα του Μπάμπη).

  3. «Δεν μπορούμε να κάνουμε τη Φιλιππινέζα του υπουργείου. Να ξεκινήσουν άμεσα οι εργασίες για το λιμάνι της Σχοινούσας»
    (Δες)

  4. [...] Διέθετε (σ.ς.: εννοείται το θύμα) δύο Φιλιππινέζες που άλλαζαν μεταξύ τους συνήθως ανά βδομάδα. Ο πρώτος ήταν νεαρός 25-30 χρονών με fitness στυλάκι, που συνήθως χάζευε παίζοντας με το κινητό του και χρησιμοποιούσε μηχανή μαύρη-ασημί μάρκας TDM ενώ ο δεύτερος ήταν πιο έμπειρος, 40άρης γκριζομάλλης, είχε αγαπημένη συνήθεια να διαβάζει εφημερίδα πάνω στη μηχανή, να περπατάει σαν να έχει καρπούζια κάτω από τις μασχάλες ενώ χρησιμοποιούσε και αυτός μηχανή on-off transalp. [...]
    (Από την προκήρυξη της Σέχτας Επαναστατών 28/7/2010).

Η φιλιππινέζα Μαίρη Παναγιωταρά  (από GATZMAN, 02/08/10)(από electron, 02/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φίλοι ναζιάρηδες που τους ενώνουν παλιά δεσμά (χειροπέδες, μαστίγια, νουντσάκου, διάφορα μαύρα δερμάτινα παραφερνάλια) και χόμπι (πάκι μπάτσινγκ, σ(ωματ)οδομισμός, εκδορά μικρών θηλαστικών).

Δεν έχουν ιδιαίτερη έφεση στην σλανγκ, νομίζω;

Βλ. επίσης: ναζός, αυγά, χρυσά αυγά, χρυσαύγουλα, πουστωδία, 88.

Πάσα: ΜΧΣ.

- Ο Άδωνις και ο Κασιδιάρης γνωρίζονται από παλιά, φίλοι αδολφικοί που λένε.
(τσίου, εδώ)

- Ακροδεξιό Αδέξιο Αδολφάτο Σε λίγο θα μυνήσουν τους εαυτούς τους για «ακατάσχετη ακράτεια ήθους», και τον Θεούλι, για «μη ελεγχόμενη βιοποικιλότητα κατά την δημιουργία», (σχέδια, χρώματα, διαστάσεις κτλ)
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φυλακιοφύλακας, εκ του Φ.Φ. (=Φύλαξ Φυλακίου). Ο σκοπός της κεντρικής εισόδου του φυλακίου - συνήθως είναι ο μόνος σκοπός.

Ποιος είναι σήμερα φίφης ρε μάγκες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στη χρήση μαραφετίου που κουβαλάνε κάποιοι μπατσούληδες. που προσέχουν τα άμυαλα παιδιά που κάνουν πορείες. Η εν λόγω συσκευή εκτοξεύει δακρυγόνο σε μικρή απόσταση και θυμίζει, σε μάλλον ελεύθερη διασκευή, το κλασσικό ψεκαστήρι με το έμβολο και τον κύλινδρο μπροστά, που αγαπήσαμε όλοι μας μέσα από τις ταινίες του Βέγγου. Δίνει μια εύθυμη και καλτ διάσταση στα τεκταινόμενα στις διαδηλώσεις.

- Και κει που φωνάζαμε «μη μ'αφήνετε να ξενερώνω, δακρυγόνο, δακρυγόνο», με φλιτάρει ένας ματατζής στη μάπα, τρώω όλο το χημικό κι έρχομαι στα ίσα μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Καπνιά, αιθάλη.

  2. Ρίχνω φούμο: Μαυρίζω κάποιον στις εκλογές, δεν τον ψηφίζω. Για την παθητική έννοια: τρώω φούμο.

Μέχρι εδώ λεξικογραφημένα, βλ. π.χ. στον Τριανταφυλλίδη.

Φούμο στην στρατιωτική ορολογία είναι το καμουφλάζ προσώπου από υλικά που μοιάζουν με μακιγιάζ. Βγαίνει σε σκούρα γήινα χρώματα, κυρίως μαύρο, πράσινο και καφέ, σε κασετίνα με καθρεφτάκι που θυμίζει πολύ (αλλά δεν είναι) γυναικείο αξεσουάρ για την τσάντα.

Σκοπός του είναι να κάνει το πρόσωπο δυσδιάκριτο μέσα στο περιβάλλον της επιχείρησης, καλύπτοντας την λευκότητά του (αν μιλάμε για λευκό στρατιώτη σε νυχτερινή ιδίως επιχείρηση), μιμούμενο κατά το δυνατόν την εμφάνιση φυτών (κλαδιών κλπ) και ακολουθώντας την υπόλοιπη απόκρυψη της στολής.

Ετυμολογείται από το ιταλικό fumo<λατινικό fumus που αμφότερα σημαίνουν καπνός.

  1. Από εδώ:

Ελπίζω όταν βρίσκεστε να μη σου λέει ιστορίες από το στρατό γιατί είναι τόοοοοσο βαρετέεες. Εμείς πάντως το είχαμε πάρει στην πλάκα, μου έστελνε φωτογραφίες από ασκήσεις βαμμένος με φούμο και τέτοια.

  1. Από εδώ:

[...] το έκανε ένας φαντάρος της σειράς μου στο ΚΕΤΘ που έβαλε φούμο και δίχτυ παραλλαγής στη διάρκεια του σχολείου Μαχητή (έπαιζε χρόνια airsoft). Ναι μεν γέλαγαν, αλλά τσίμπησε και 10 ημερούλες τιμητική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στράτευμα μηχανικού και σκαπανέων.

Από το Λατινικό fossa (όρυγμα, τάφρος, λάκκος). Στα ποντιακά: φοσίν (λάκκος).

Βλ.: «Το Ιστορικό Λεξικό της Ποντιακής Διαλέκτου», Άνθιμος Παπαδόπουλος.

- Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν...

- Χτάλεψον το φοσί σ' («Σκάψε το λάκκο σου» στα ποντιακά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ΦορειοΦόρο όχημα, συνήθως επί Μερσεντέ GD 290 3/4τ του ενδόξου ΕΣ.

Πού 'σαι, στείλε και μια φουφού στα παπάκια μην γλιστρήσει κανείς και έχουμε ντράβαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακόμη μια προσφορά στην ιστορική σειρά των Φραπεδολημμάτων. Πρόκειται για σύνθεση της λέξης φραπέ και των αρχικών της Ελληνικής Αστυνομίας (Ε.Α.) και προφέρεται: Φραπέα.

Το λήμμα χαρακτηρίζει την μερίδα εκείνη των οργάνων της τάξεως, που ναι μεν βρίσκονται στον δρόμο (λέγε με μάχιμο), έχουν όμως εμφάνιση και συμπεριφορά χειρότερη κι από τον πιο τελειωμένο Ελληνάρα ελαμωρέ.

Το λήμμα οφείλει την ύπαρξη του στους Ολυμπιακούς Αγώνες και ειδικότερα κάποιους μήνες πριν την έναρξη, όταν στις Ολυμπιακές εγκαταστάσεις άρχισαν να σταθμεύουν περιπολικά για βάρδιες φύλαξης των χώρων.

Πιστοί στο κυρίαρχο πνεύμα του Ελλαδιστάν, ότι είναι υπεράνω του νόμου και φυσικά εκμεταλλευόμενοι πλήρως τους «θείους» που τους τοποθέτησαν εκεί, οι συγκεκριμένοι «επαγγελματίες», έμοιαζαν τραγικά με τον μικρό Πεπίτο στη Γουαδαλαχάρα την ώρα της σιέστα: Μισάνοιχτη πόρτα ή παράθυρο, κάθισμα ριγμένο πίσω, υπνάκι ή φονικός συνδυασμός φραπέ-τσιγάρο-κινητό (πολλές φορές ταυτόχρονα ακόμα κι αν οδηγάνε).

Εννοείται ότι και πυρηνική βόμβα να έσκαγε στα 5 μέτρα, απλώς θα άλλαζαν πλευρό ή θα παραπονιόσαντε ότι η υπηρεσία δεν τους έδωσε σκούρα γυαλιά για να αποφύγουν το ξύπνημα από την λάμψη της ατομικής έκρηξης.

Δυστυχώς, η «κληρονομιά του 2004», φαίνεται ότι ήταν μεγάλη στη συγκεκριμένη περίπτωση και σαν αποτέλεσμα, η ΦραπΕ.Α. ζει και βασιλεύει στις ημέρες μας.

Εκτός από τις φωλιές, δείγματα παρατηρούνται συχνά σε πληρώματα περιπολικών αλλά παραδόξως όχι μοτοσικλετιστών οι οποίοι (ως επί το πλείστον), διατηρούν μια πιο αξιοπρεπή εικόνα.

Για μεγαλύτερο εφέ (λες και δεν έφτανε το περιγραφόμενο), πολλοί οδηγοί περιπολικών συνδυάζουν γαντάκι οδήγησης (με κομμένα ακροδάχτυλα), χρυσή καδενίτσα, γυαλί Terminator και ύφος πολλά βαρύ (περίπτωση Φραπε-Μπάτσμαν).

Εννοείται ότι κανείς τους δεν φοράει ζώνη ασφαλείας και έχουν πλήρως γραμμένο τον Κ.Ο.Κ. (και ναι είναι οι ίδιοι που θα σου κόψουν κουστουμάκι για φανταστικές και μη παραβιάσεις του ίδιου Κ.Ο.Κ.).

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της συγκεκριμένης κατηγορίας, είναι τα στάσιμα δήθεν-μπλόκα στις Εθνικές κατά τις εξόδους/εισόδους εκδρομέων, όταν δεν επιδίδονται στο προσφιλές σπορ της συγκέντρωσης εσόδων (ειδικά Σεπτέμβριο) με ραντάρ για «υπερβολική ταχύτητα». Το ότι περνάει ο μπάρμπα-Μπρίλιος φορτωμένος σαν Πακιστανικό ΚΤΕΛ και ο οποίος φυσικά δεν μπορεί να πάει πάνω από 40, αλλά αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο στον δρόμο, τους αφήνει παγερά αδιάφορους.

Το είδος συναντάται επίσης και σε κάποιες μόνιμες «σκοπιές» (δημοσίων κτιρίων, κλπ), ακόμη και σε μέρη «βιτρίνα» όπως κάποιες πρεσβείες, υπουργεία, κλπ. Αυτό σε πλήρη αντίθεση, με τους αστυνομικούς που περιπολούσαν πεζή εντός των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων (και μάλιστα με κονκάρδες-σημαιάκια χωρών, τις γλώσσες των οποίων μιλούσαν), οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ήταν ευγενέστατοι και εξυπηρετικότατοι.

Το φαινόμενο είναι διεθνές όπως αποδεικνύει και το μήδι #3.

Credit: Mour

  1. Σε απόλυτη αποτυχία εξελίσσεται η νεοσύστατη αστυνομική ομάδα ΔΕΛΤΑ, με τους αστυνομικούς να πίνουν φραπέ στο Κολωνάκι και λίγα μέτρα πιο πέρα η δημοτική αστυνομία να τους κόβει... κλήσεις, για παράνομο παρκάρισμα μοτοσικλέτας. (TVXS))

  2. Στην αντίπερα όχθη η αστυνομία, με την παντελή έλλειψη δομής, πειθαρχίας και αποτελεσματικότητας. Μόνο η στάση τους με ένα τσιγάρο στο χέρι, τον απαραίτητο φραπέ και το κινητό εν ώρα υπηρεσίας το βεβαιώνει αυτό. (Από το άρθρο «Καληνύχτα, Ελλάδα» του Χάρη Κοσμάτου στην Ελευθεροτυπία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified