Further tags

Τα αρχίδια στην Κέρκυρα.

- Δεν την αντέχω άλλο, μού 'χει ζαλίσει τα κολομπόκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παπάρια.

- ... και έτσι όπως μου την έπεσαν και οι τρεις, σκάω μια μπουνιά στον έναν, μια κλοτσιά στη μάπα του αλλουνού και ο τρίτος έφυγε σφαίρα, ακόμα τρέχει.
- Άντε ρε!
- Εμ τι με πέρασες; Εγώ έχω κάκαλα.

Σμήναρχος Κάκαλος (δηλαδή Αρχίδης;) (από spapakons, 25/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης στα '80ς, η οποία καθιέρωσε ως δημοσιοκάφρο τον Γιώργο Παπαδάκη. Εννοείτο στον τηλεοπτικό «αέρα» της «ζωντανής» αναμετάδοσης, αλλά η έκφραση σλανγκίστηκε για να δηλώσει τον μπαργαλάτσο και τους δυο συγκατοίκους του.

Ασίστ: πιάνω πουλιά στον αέρα.

Το ανέκδοτο της εποχής:

-Τι βλέπει ο Πόντιος όταν κοιτάζει προς τα κάτω στο μπάνιο;
-;
-Τρεις στον αέρα!

-Ποια είναι η αγαπημένη εκπομπή του Πόντιου;
-;
-Τρεις στον αέρα. κ.ο.κ.

Ήταν απ\' τους τρεις ο μακρύτερος! (από Dirty Talking, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό και ως πιο βρωμερό μέρος στο σώμα του άνδρα.

Πρόκειται για την περιοχή ανάμεσα στο πέος και τον πρωκτό και, ειδικά το καλοκαίρι, χρειάζεται ειδική περιποίηση με το σφουγγάρι στο μπάνιο.

Eντάξει ρε μλκ, δεν της είπα να με φιλήσει και στη συνδεσμολογία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη σεξοσλάνγκ είναι το γλείψιμο των αρχιδιών από αρχιδογλείφτρα, η ορχεολειχία.

  1. Εμενα με ποιανουν οι φοβοι και τις λεω να βαλει προφυλακτικο αλλα να μου γλυψει τα αρχιδια. Καραμελωμα τρομερο, πίπα πολύ καλη αν δεν την σταματαγα θα εχυνα αμεσως.
  2. Αλλά δε με χάλασε καθόλου γιατί όταν μου άρχισε τα φιλιά, τσιμπούκι, καραμέλωμα αρχιδιών κτλ έπαθα πλάκα!
  3. Την τιμητική τους είχαν τα @@ και όπως εκείνη με το δικό της τρόπο λέει "καραμέλωμα αρχιδιών". (Από διάφορα σάιτ για ενήλικες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η γυναίκα, που όπως η Κάρε Ότις στην ταινία «Άγρια Ορχιδαία» κάνει τα αρχιδάκια του κάθε αρσενικού να παθαίνουν ταράκουλο από την υπερπαραγωγή σπερματοζωαρίων.

  2. Ο άνθρωπος που έχει μία ή περισσότερες από τις παρακάτω ιδιότητες σε άγριο βαθμό: αρχίδι, αρχιδόπουστας, αρχίδαμος, αρχιδολεβιές σπασαρχίδης ή και σλανγκαρχίδης-σλανγκαρχίδω.

Κάντε το τεστ του Vrastaman στο λήμμα σλανγκαρχίδης, ο - σλανγκαρχίδω, η κι αν έχετε 9 με 10 βαθμούς, τότε είστε άγρια (σλανγκ-)αρχιδαία, αγγλιστί: Wild Slang-orchid !

Άγρια Ορχιδαία & Αρχιδαία! (από Dirty Talking, 11/03/09)Άγρια Ορχιδαία απλώς. (από Dirty Talking, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πελέ (άκλιτο)

  1. τα αρχίδια στα καλιαρντά, αλλά και στα γιαννιώτικα, όπου επιπλέον, κάπως γενικότερα, τα αντρικά γεννητικά όργανα, τα αχαμνά.
    Υπάρχει και το Σερραίικο «πελιέ».

Όσο για την ετυμολογία:
Α. Όπως αναφέρει ο poniroskylo στην εδώ λίστα με τις επιρροές της ρομανί στα καλιαρντά (ανεβασμένη στις 13/11/10 – απόρησα που ακόμα έλλειπε το λήμμα, εξού και ένα stimulus) ο Ηλίας Πετρόπουλος στα Καλιαρντά ετυμολογεί ως εξής:
πελέ, το = όρχις, νεότερος παραπλανητικός τύπος του μπελέ. (Η.Π. 1971) πελέ μάλλον από το τσιγγάνικο pelo (=όρχις). (Η.Π. 1980)
< pelo = αρχίδι, pele = αρχίδια (πληθ.) (sic απ’ την εδώ λίστα του poniroskylo)

[Σημειώνω πως στην έκδοση του Νοεμβρίου του 2010 (ο Πετρόπουλος πέθανε το 2003) σημειώνεται σαν διόρθωση πως:
πελέ, μάλλον από το τσιγγάνικο pelo (=όρχις), χωρίς τίποτε άλλο -και
δίνονται επιπλέον σαν συνώνυμα τα (βλ. και σχ. του aias.ath):
μπελέ (το οποίο δεν το ετυμολογεί αλλά εικάζει σαν παραπλανητικό όρο του «μπαλά»), φλοκοντορβάρες (τώρα γιατί όχι «φλοκοντορβάδες» απ’ το τούρκικο «torba» που έδωσε το «ντορβάς» που εννοιολογικά ταιριάζει γάντι· δεν ξέρω) και μπαλά (που εικάζει πως προέρχεται από το «μπάλα»· (κι αυτό απ’ το ιταλικό «balla») εξάλλου είναι κατανοητότατο απ’ όλους το «μπαλάκια» που είναι... δίπλα (νταξ μάγκικα)· ακόμη κι αν θεωρηθεί εμπνευσμένο απ’ τ’ αγγλικό «balls»].

Το λεξικό της Ρομανί του Ε.Ε.Κ.Α.Α.Ε. δίνει χωρίς ετυμολογία:
«πελό»: όρχις, με πληθυντικό «πελέ», υποκοριστικό «πελορό» και ομόηχο «έπεσε».
Επιπλέον, για τον πληθυντικό «πελέ»: αχαμνά και ομόηχο «έπεσαν», «πέσανε»,
δίνοντας το παράδειγμα: «χαλά εκ τεκμάβα κάι πε πελέ»: έφαγε μια κλοτσιά στα αχαμνά του.

Επειδή δεν υπάρχει μια Ρομανί αλλά πολλές (και επειδή έχουν επηρεαστεί από τις γλώσσες των γύρω), τα «πελό -πελέ» (pelo – pele) τα βρήκα ακέραια στις: Ανατολικής Σλοβακίας, Ουαλική, Bugurdži (Σέρβικη, Μαυροβουνίου), Gurbet (Σέρβικη), Gurvari, Hungarian Vend (Ουγγρικές), Κοσοβάρικη Arli, (ευρέως) Μακεδονίτικη Džambazi, Burgenland (Αυστριακή), Dolenjski (Κροατική), Kalderaš, Lovara (Ρουμάνικες αλλά και αλλού), Prekmurski (Σλοβενική), Sepečides (Βολιώτικη και Σμυρναίικη), Sinte (Γερμανόφωνες περιοχές), Ursari (Ρουμάνικη), Sofia Erli (Βουλγάρικη) και με μικροπαραλλαγές στις Βόρειας Ρωσίας και Λιθουανίας(σαν pêlo), Κριμαίας (σαν penlo), Λατβίας (σαν pelò) και Romungro (γύρω απ’ τα Καρπάθια σαν peele) –οι περιοχές αναφέρονται ενδεικτικά, μια και καθεμιά απ’ τις Ρομανί είναι άλλη λιγότερο κι άλλη πολύ περισσότερο εξαπλωμένες κι αλλαχού.

Β. Όμως οι Γιαννιώτες το χρησιμοποιούν κάργα, όπως το «αρχίδια», σαν τοπικό ιδιωματισμό. Δεν γνωρίζω αν το πήραν από τους ομιλούντες τη ρομανί ή το αντίστροφο (το θεωρώ ελάχιστα πιθανό –εξού και το βασικότερο stimulus). Όμως, λόγω … Αλή πασά, έψαξα και βρήκα το (πολύ κοντινό στο «μπελέ») πολυσήμαντο τούρκικο «bel» που, εκτός από τα ανατομικά «μέση», «λαγόνια», περιοχή νεφρών, σημαίνει και «αχαμνά», «σπέρμα», «σπερματικό υγρό» κ.ά..

Τώρα αν η λέξη της Ρομανί έχει ετυμολογία τούρκικη ή το αντίστροφο ή και οι δυο τους μια άλλη, δεν το ξέρω, ούτε το υπονοώ, ούτε το αποκλείω. Δεν είμαι ο ειδικότερος για να αποφανθώ και διατηρώ (για όλα) κάθε επιφύλαξη. Κάνω απλώς μια πρόταση που αν ο (γνώστης της τουρκικής) Πετρόπουλος δεν ανέφερε το «μπελέ», δεν θα μου περνούσε απ’ το φτωχό μυαλό μου (άσε που συχνότατα το –π αρέσκεται ν’ αλλάζει με το –μπ).

  1. Όσο για τον άλλο ορισμό· (αν και δε την κόβω για αρκούντως σλαγκική την παρομοίωση με τον μέγα Πελέ) θεωρώ πως λείπει η αναφορά (εξού και το τελευταίο stimulus) στην αξιοσέβαστη dona Celeste Arantes, στην οποία αναφέρονται πλείστοι όσοι ποδοσφαιρόφιλοι (κι όχι μόνο) με τη φράση:
    «Θα κλάψει η μάνα του Πελέ» (παρόμοιο με το «θα κλάψουνε μανούλες»), όταν θέλουν να δηλώσουν πως «θα γίνει χαμός / θρήνος / κλαυθμός και οδυρμός», επειδή κάποια ομάδα θα υποστεί δεινή ήττα σε σημείο απόλυτης ξεφτίλας (ενίοτε υπονοείται αναπάντεχα) / θα τον πιεί.

Πάντως, πιστεύω πως η εν λόγω μάνα μάλλον μοιάζει τη μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ οπότε και εξού.

1.α. - Οι επιθέσεις πιστεύω ότι θ' αρχίσουν μόλις δουν να φτιάχνουμε ένα υποτυπώδες στράτευμα...τώρα μόνο από χαλβάδες «κινδυνεύουμε»...σαν αυτόν που επιτέθηκε στο Ναύαρχο με 40 στρατιώτες για να πάρει 20 μονάδες σίδερο και τα πελέ του Ναύαρχου!!! (Μιλούν για διαδικτυακό παιχνίδι).
- Ε βρε Bull με τα πελέ σου! ….Bull άσχετο. Τον Κιάσσο τον βρίζετε ακόμα η ηρέμησαν τα πράγματα;
- Ποιόν;;;;;; Δεν υπάρχει παίκτης μ' αυτό το όνομα στον ΠΑΣ!!!!!!!!! όσο για τα πελέ...έτσι τα λέμε εμείς εδώ για να μην είμαστε χυδαίοι...
- Και εδώ (Σέρρες) ψιλοχρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη αλλά όχι συχνά. Αν και το λέμε πελιέ. Να ακούγεται λίγο πιο χωριάτικο…

1.β. …- Στην όλη φάση του Άρη μου άρεσε που πήγε στην κερκίδα με τα παγανέλια και έδειχνε τα πελέ του, μακάρι σε αυτό το τσαμπουκά που κουβαλάει να τον ακολουθήσουν και άλλοι.
- Ναι ρε παιδιά, τους έδειξε τα πελέ του αλλά και εμείς θα μπορούσαμε να κερδίσουμε αν παίζαμε 11 εναντίον 11. Οπότε πήραμε και εμείς τα πελέ μας...

1.γ.
…-Την κακολόγησες τόσο πολύ την Αθήνα α…., που αυτή θα σ' εκδικείται, να ξερς. Σ' λέει... δε σε αρεγε εδώ τόσο καιρό ε, αϊ σύρε τώρα εκεί, πότε ολόκληρος να μουλιάζεις και πότε τα πελέ σ να ξεπαγιάζεις
-Τ ο κρύο μ' αρέει ορέ... Φοράς ό,τι θες παραπάν και τα πελέ τα ζεσταίνσ.....
- Ικιόν τον καύσωνα δε μπόρεγα, ...τα πελέ ς τότε....δεν έχς πως να τα στραγγάς απ’ τον ίδρωτ…

(όλα απ’ το δίχτυ και ενδεικτικώς γιαννιώτικα)

2.α. …Όσο ο ίδιος ο Έντι Γκόρμλεϊ δεν ξέρει τι θα δει μέσα στο γήπεδο από την ομάδα του, τόσο θα πηγαίνει στα τυφλά η Μπρέι και θα γίνει καμιά κηδεία ολκής που θα κλάψει η μάνα του Πελέ…

2.β. Έχω παρατηρήσει ότι το σε διαφορετικές ώρες κατα την διάρκεια της ημέρας τρέχει καλύτερα η σύνδεση. Γενικά κλαίει η μάνα του Pele με τις ταχύτητες !!!...

2.γ.
- Δεν θέλω να μιλήσω γιατί θα γίνεται ρόμπα περί βοήθεια διαιτησίας. Απλά θυμήσου το 2005 το πέναλτι που κέρδισε ο Παπαδόπουλος μέσα στο Καραϊσκάκη που έκλαιγε η μάνα του Πελέ μετά από αυτό…

2.δ. - Ο Σεφτσένκο έκλαιγε μετά, λολ - Και η μάνα του Πελέ έκλαιγε με αυτά που έβλεπε!!...(αναφέρονται στον αγώνα ποδοσφαίρου Oυκρανία - Ελλάδα 0-1 που η Ελλάδα προκρίθηκε στο Μουντιάλ)»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Ο Pele κι η μάνα του (Για να ξέρουμε για ποια μιλάμε) (από sstteffannoss, 07/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων κοχόνας - ή κοχόνια (πλήρης εξελληνισμός της κατάληξης). Τα κοχόνας (cojones) είναι οι όρχεις ισπανιστί. Ως εκ τούτου, η λέξη αποτελεί δάνειο από τα Ισπανικά και χρησιμοποιείται ευρέως στην καθομιλουμένη της χώρας μας τα τελευταία χρόνια, με τη σημασία «ορχειδάτος».

Πιθανότατα εισάχθηκε κατά την περίοδο των πρώτων 2-3 ετών της τρέχουσας δεκαετίας, όταν και η κουτσή Μαρία ενεγράφετο σε παρακολουθήσεις μαθημάτων της Ισπανικής, μήπως καταφέρει ποτέ να βιώσει το αρχιτεκτονικό θαύμα της Βαρκελώνης από τις αγκάλες κάποιου καλλιτέχνη τύπου Χαβιέ Μπαρτέμ. Κοινώς, απ' όταν τα Ισπανικά γίναν τρέντι.

  1. Σέντερ μπακ κοχονάτο.

  2. Ναυαγοσώστης με κοχόνια - κοχονάτος.

  3. Επιστήμων με κοχόνια και ουχί κοχόνια επιστήμων.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και τώρα προσδεθείτε στις θέσεις σας για ένα σεμνό και ταπεινό απάνθισμα ονομασιών του πέοντα και των καλαμπαλικίων στις νεοελληνικές ντοπιολαλιές.

  • βάσανο, λόγω απαγορεύσεων και κακουχιών που επιτρέπουν στον πέοντα να εκτονώνεται σπανίως%
  • βίλλα (Κύπρος). Οι μορφές βιλλίν και βίλλος παίζουν από τον μεσαίωνα.%
  • γκαφλί (Κοζάνη)%
  • δαυλί (Αρκαδία)%
  • κακαλιά, το δέντρο%
  • καραμπίνα. Τα όπλα είχαν την τιμητική τους και στην αρχαιότητα (πιχί σαυνίον, δόρυ)%
  • κολόκα, η κολοκύθα%
  • κομπαρούλα, κόμπος (Θήρα)%
  • κουκούνα (Εύβοια)%
  • κουμπούρα (Σπάρτη)%
  • κρεμαντέλια, ο πέοντας και οι όρχεις μαζί επειδή κρέμονται (Ανατολική Ρούμελη)%
  • λάλα, η κάμπια, το πέος μικρού παιδιού. Βλ. και Λαλιώτης.%
  • ματζαφλάρι, το κρεμαστάρι (Βιθυνία)%
  • μασουράκι, μικρό μασούρι, το πέος μικρού παιδιού (Στερεά Ελλάδα)%
  • μέντζος, σκύλος (Μακεδονία). Η λέξη κύων χρησιμοποιείται από αρχαιοτάτων χρόνων.%
  • μονόματος (Τριχωνία). Αγγλιστί: one-eyed trouser snake.%
  • μπίλι, αιχμηρό κομμάτι ξύλου (Πελοπόννησος). Και στην αρχαιότητα έπαιζαν τα ορθίας (κατάρτι πλοίου), πάτταλος (πάσσαλος).%
  • μπιτχάς (Γιάννενα)%
  • μπουρνιδόρος, μπουρνί, πήλινο δοχείο (Ιθάκη)%
  • μπουτσαρίκα (Μακεδονία). Βλ. και το ηρωικό θα μου κλάσετε τον μπούτσον.%
  • μπράνα, είδος ποταμίσιου ψαριού (Ήπειρος)%
  • παλιατζίκος. Για τους ταλαίπωρους πέοντες%
  • παντέρημος. Βλ. αντίστοιχο«ρημαδιακό» για το αμνί.%
  • παύλος (Σφακιά)%
  • πόντσος (Μάνη)%
  • πουτσάκι (Κέρκυρα), πουτσάκλα (Τριχωνίδα), πουτσάρα, πουτσαράκι (Πελοπόννησος), πουτσαρέλα (Κέρκυρα), πούτσαρος (Πελοπόννησος), πουτσί, πουτσίδι (Θεσσαλονίκη, Στερεά Ελλάδα)%
  • πυρόβολος (Θεσσαλονίκη)%
  • ράι, η ουρά (Ικαρία)%
  • ρόζος (Κρήτ.) Χρησιμοποιείται και για το αιδοίον.%
  • σερμαγιαλής, αρχικά σημαίνει κεφαλαιούχος. Ο πουτσαράς (Ν.Α. Αιγαίο)%
  • σινακλίκια, ζώνη οπλισμού (Κύπρος)%
  • σπαθί, το πέος τράγου (Πελοπόννησος)%
  • συδριβίδι (Δ. Κρήτη)%
  • σύνεργο (Θεσσαλονίκη, Πήλιο) Βλ. δημώδες «Γιατρέ που σ' αρέσουν τα κορίτσια, πιάσε τα σύνεργα τα μούνεργα και πάρε μου την πούτσα και χώσ' τηνα στον κώλο σου να κάνει πλάτσα-πλούτσα».%
  • τζένιο (Κρήτη)%
  • τομπρούκι, μεγάλος κορμός δέντρου (Στερεά Ελλάδα) τουφέκι (Εύβοια)%
  • τριλέτρι (Μεγίστ.) (κυριολεκτικά = τριπλό άροτρο)%
  • τσακμάκι (Θεσσαλονίκη). Otusbir çekmek («τα 31 τσακμακώματα») αποκαλείται η μαλακία στην φίλη γείτονα.%
  • τσουτσούνα (Κύπρος και αλλού)%
  • ύπουργα, αρχίδια και πούτσος μαζί (Λευκάδα)%
  • χαλάτι, το παλαμάρι (Ήπειρος)%
  • χαρχαγκέλια, οι κρεμάμενοι πέων και όρχεις (Σέρρες)%
  • χρειασικό, αγροτικό εργαλείο (Μακεδονία)

Αρχίδια

  • αβγά. Βλ. και την άλλη αυγών%
  • αμάλαγα, αυτά που δεν πρέπει κανείς να αγγίζει%
  • αμαρτωλά. Βλ. άσμα «Σου δίνω πίσω σου δίνω πίσω το μήλο μου δάνεισες δώσε μου πίσω δώσε μου πίσω το πλευρό μου και ξοφλάμε».%
  • αμελέτητα%
  • αμίλητα. Η σιωπή των αχ-αμνών.%
  • αχαμνά%
  • αποκατινά%
  • βαριδάκια, βαρίδια%
  • βόλια (Χίος) Βλ. και καλό βόλι, βωλαράκια (Κρήτη)%
  • γείτονες. Χρησιμοποιείται από αρχαιοτάτων χρόνωνε, όπως και το παραστάται.%
  • δέκαρα%
  • δεκαράκια (Πελοπόννησος)%
  • ζουβάχια (Κρήτη)%
  • καρύδια%
  • κοκόβια (Χίος)%
  • κούρκουτα (Κρήτη)%
  • λυμπά (Κύπρος)%
  • μπάλες%
  • μπομπόλια (Κέρκυρα, Θεσσαλονίκη)%
  • τέτοια (Μάνη, Κρήτη)%
  • τρυφερά, τρυφερούλια%
  • φαμελιά (Κοζάνη)%
  • ψαχνά

Πηγές: Μαρία Βραχιονίδου, «Οι ονομασίες των γεννητικών οργάνων στα νεοελληνικά ιδιώματα και διαλέκτους», Selected Papers (Democritus University of Thrace, 2012), το σλανγκρρρ και το νέτι.

So preach us of your willy or John Thomas (από σφυρίζων, 10/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι όρχεις των ζώων αλλά και των ανθρώπων, στην κρητική ιδιόλεκτο.
Αλλιώς και: ασβάχια.

Εντάξει φίλε αυτά τα γράφουμε στα ζουβάχια μας!

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified