Further tags

Τσάκω γλωσσάρι με προσφιλείς εκφράσεις του Νίκου Τσιφόρου.

Clopyright: elena petelos, Translatum.

Α

αετός νυχάτος: πολύ έξυπνος άνθρωπος
αηδόνι: διαρρηκτικό εργαλείο
ακονισμένος: έξυπνος
ακούμπι: ενέχυρο
ακριδάτος: ματσαράγκας, πονηρός, καταφερτζής
αλαφροΐσκιωτος: γρήγορος, έξυπνος, ακίνδυνος
αλέθω το ίδιο βρωμάρι: επαναλαμβάνω
αλφάδι: πρώτης τάξης
αλωνίζω τ’ άχερο: καθορίζω την κατάσταση
αμάλλιαγος: άπειρος, πρωτάρης
αμολάω λίγδα: προδίδω
ανάβω φουφού: δημιουργώ μπελάδες
ανθίζομαι: καταλαβαίνω
ανοίγω μπερντέ: φανερώνω
ανοίγω μπουρού: γκρινιάζω
ανοίγω πλώρη: βαδίζω, περπατώ
ανοίγω υπόνομο: προδίδω μυστικό
ανοίγω φεγγίτη: καλοϋποδέχομαι
ανοιχτό το καλντερίμι: ελεύθερα
αντάμης: φίλος, αδερφός
απλώνω: τακτοποιούμαι, βολεύομαι
από φελλό: άμυαλη
αρμενίζω βαθύ ρέμα: πορεύομαι, ενεργώ απερίσκεπτα
αρμυρή: η ανοιχτή θάλασσα
ασημένια τσέπη: πλούσιος
άσπρη: ηρωίνη
αυγοτάραχο: ζευγάρωμα
αφήνω καλάμι: εγκαταλείπω
αφήνω φλούδα: αφήνω απένταρο
αφρίζω: ξεχωρίζω, διαλέγω
αφρός: εκλεκτός
αψηλό ρετιρέ: αριστοκρατία

Β

βάζω βούλα: σημαδεύω, γίνομαι στόχος απόψεων
βάζω θλιβερή μουτσούνα: ασχημίζω
βάζω στην χοντρική πώληση: αχρηστεύω
βαράω μπουρού: λέω, εμπιστεύομαι
βγάζω από τη εγγενή: ανανεώνω
βγάζω λαγό: φέρνω αποτέλεσμα
βγάζω τα ντούκα: αποκαλύπτω
βγαίνει καπνός: βγαίνει φήμη
βγαίνει μούχλα: φανερώνονται μυστικά
βεντουζιάζω: κολλάω, γίνομαι φορτικός
βίγλα: σκοπιά
βιδέλο: κορόιδο
βλεφαρίζω: βλέπω
βρέχω το θλιβερό: δακρύζω
βρίσκομαι στον ίσκιο: είμαι απένταρος
βρυκολακάτα: αθόρυβα

Γ

γαζώνω το στόρμια: περνώ την κακοτοπιά
γαζώνω φόδρα: βολεύομαι
γαλάρα: αποδοτικά
γαλατόμαγκας: συμπαθητικός νέος αλλά καλομαθημένος
γατζώνω ρεμούλκα: είμαι σελέμης
γεμίζω την κάλτσα: κάνω οικονομίες
γιαλαντζί: ψεύτικος
γιατρός: έκφραση χαρτοπαγνίου, που σημαίνει «αξιοπρεπής πελάτης»
γιουσουρουμέικο: εξευτελισμένο, χάλια
γκεζί ανώμαλο: καλή συνάντηση
γλαβάνη με τον όφι: η αμαρτία, η αξιόποινη πράξη
γλαροδόλωμα: κουτός, ανόητος
γραδάρω: υπολογίζω
γραφή: απόφαση δικαστική
γυμνοσάλιαγκας: εμπόδιο

Δ

δαγκώνω ξυλοκέρατο: καταπίνω προσβολή
δαγκώνω την κάνουλα: υποχωρώ
δαμάσκηνο: σφαίρα
δεματιάζω: συλλαμβάνω
δένω κόμπο ναυτικό: εξασφαλίζομαι
δίνω θεμέλιο: προσέχω, εκτιμώ
δίνω πόμολο: δίνω υποψίες
δίνω πορεία: πληροφορώ
διπλοβράχιολο: χειροπέδες
δόντι: ο δυνατός, αυτός που έχει τα μέσα
δοντιά: δόση χασισιού που κόβεται με το δόντι
δοντιαστός: ο δυνατός, ο σημαίνων
δούλευε τελέγραφο: λέγε γρήγορα

Ε

είμαι του ψυγείου: είμαι απαθής
είναι ψωμί: είναι χεροδύναμος
ελεύθερη τσάρκα: αποφυλάκιση
ένα καντάρι κουβέντα: κουβέντα βαρεία
έναν παρά: μια ζυγαριά
εξάτμιση: στεναγμός
έχω βαφή: έχω κακή δοσοληψία, ύποπτα προηγούμενα
έχω γραφτά: έχω τίτλους, έχω προσόντα
έχω καλλυντικά: έχω διασκεδάσεις
έχω κάνει καθαριότητα: έχω κάνει φόνο
έχω νεφρό: έχω θάρρος

Ζ

ζαρντιάζω: βολεύω
ζουμπά: σημάδι, διάνα

Η

η απόξω: η εξωτερική τσέπη που μπαίνουν τα πρόχειρα, τα χωρίς σημασία
η μάντρα έχει φράχτη: η δουλειά έχει δυσκολία

Κ

καδρόνι από μυαλό: βλάκας
καθάρισε τη φάβα: μίλα καλά
καθαρός: απένταρος
κάθομαι φακίρης στο καρφί: έχω έγνοια, στεναχώρια
καλλιόπη / χτένι: τρόποι χαρτοκλεψίας
καμπίσιο: φτωχό, ασήμαντο
κάνει τη γαλάζια κορδέλα: κάνει την αγνή (για γυναίκα μόνο)
κάνω απώσον: διώχνω
κάνω βδελλάτο: κολλάω άσχημα
κάνω γκεζί: συμφωνώ
κάνω ζύγια: υπολογίζω
κάνω καλντερίμι: (επί πόρνης) αναζητώ πελάτες στον δρόμο
κάνω κεφάλι: κάνω κέφι
κάνω κοντάρι: είμαι εξαρτώμενος
κάνω λακρεντί: υποχωρώ
κάνω μόστρα: επιδεικνύομαι
κάνω μπούκα: κάνω διάρρηξη
κάνω μόκο: σιωπώ
κάνω περίπολο: συχνάζω
κάνω πορεία: βολεύομαι
κάνω ρετάλι: εξευτελίζω
κάνω σέρβα: προσφέρω
κάνω στο ανοιχτό: δεν πλησιάζω, δεν ενοχλώ
κάνω στοπαριστό: σταματώ
κάνω σφουγγάρι: εκβιάζω
κάνω την τρελλή μου: κάνω αταξίες, σπατάλες
κάνω το στητό καδρόνι: καμαρώνω
κάνω τουμπεκί: σιωπώ, κάνω τον κουτό
κάνω τρακαριστό: βρίσκω τυχαία
κάνω χτένι: κανονίζω, καθορίζω
καραγκιοζάκι: κάλπικο ζάρι, από κείνα που κλέβουν
κάρδαμος: γερός, χεροδύναμος
καρούτα: άχρηστος, ανάξιος
καταπίνω το σκουμπρί: πιστεύω
καψουρεύομαι: ερωτεύομαι, παθιάζομαι
καψουρεύω: γουστάρω
κελαϊδάει το σίδερο: πυροβολεί το πιστόλι
κλειστή γρίλια: φυλακή
κόβω κότα: κατασκοπεύω
κόβωμάπες: εξεργάζομαι πρόσωπα, παρατηρώ
κόβω τη βασιλόπιτα: μοιράζω
κόβω χαφτάνι: διακόπτω
κόκαλο: ζάρι
κοκοράκι: σκονάκι
κολλαροκόλληση: τύλιγμα με έγγραφα
κολοκοτρωνάτα: αγαλμάτινα
κολοκυθοκορφάδα: καλοπέραση
κόνξες: κόλπα, πείσματα, αναποδιές
κόντρα πάσα: επιστροφή πράγματος
κοντραπλακέ: ηλίθιος
κορδόνι χωρίς κόμπο: κανονικά, τίμια
κότσος: κορόιδο
κουβάς με φρόκαλο: σκουπιδοτενεκές
κουβέρτα: το τραπέζι της κυβοπαιξίας
κουκκί: ψήφος
κουκουνάρι: αφελής
κουκουναριά: η μηχανή, η πονηρή δουλειά
κουλάφας: τιποτένιος
κουμαντάρω τα κόζα: διευθύνω
κουνιστή πολυθρόνα: αρσενικός θηλυπρεπής
κουνουπάτα: ψιθυριστά
κουνουπίδι: βλάκας
κουπάκι: ασήμαντο
κουπί: το χέρι
κουσουμάρω: ζυγίζω με το μάτι
κουτούκι: καταφύγιο, σπίτι, μαγαζί
κούτσουρο: τάλιρο
κούφια αχιβάδα: χωρίς σημασία
κοφτή: μαχαίρι
κρατώ τεντωμένη κλωστή: διατηρώ σχέσεις
κρεμάστρα: ηλίθιος
κρεμάω πλισέ: κάνω ρυτίδες
κρυάδα: ανάγκη

Λ

λαδή: δηλαδή
λαδιά: καταγγελία: υποψία
λακκούβα με ασβέστη: πονηριά, έγκλημα, παράβαση
λακρεντί: ομιλία
λαμαρίνα ζουπηγμένη: φιλοδοξία, μεγαλομανία, από ψώνιο
λαμόγια: αβανταδόρος, παίχτης ψεύτικος που παρασύρει τους άλλους
λαχανάς: πορτοφολάς, κλέφτης πορτοφολιών
λεκάνη: ιερόδουλος, πόρνη
λευκή: η ηρωίνη
λιμοκοντοράκι: το πενηντάρι
λιχουδιάζω: περιπαίζω
λούκια: δαπάνες, σπατάλες
λουκούμι: δουλειά με πολλά λεφτά
λουλουκιαστά: τα σεντόνια
λουλούκες: ορχήστρα πνευστών
λυπητερή: λογαριασμός
λουφές: εισόδημα ποσοστό

Μ

μαβιά βούλα: σεσημασμένο
μάγκας της άφρας: ασήμαντος
μανιτάρι: απάτη με κλεψιά
μανιταριτζής: αυτός που κλέβει με τη μέθοδο «μανιτάρι»
μάπα: παλιό, άχρηστο, κακή ποιότης, πρόσωπο
μασάω κάγκελο: είμαι έξω φρενών
μασάω το τσουένι: δεν αντιλαμβάνομαι την απάτη
ματσώνω: δίνω λεφτά
μαύροι: αστυνομικοί
μ’ έκανε όπισθεν: με αποστόμωσε
μελαχροινή: χασίς
μένω με σιρόπι στην πίτα: ευχαριστιέμαι, ενθουσιάζομαι
μένω φέρμα: στέκομαι επιφυλακή
μέσα πολιτεία: φυλακή
μεσοτοιχία: στενή σχέση
μεταφράζω: πουλώ
μετερίζι: καταφύγιο
με το στεγνό: με το ζόρι
μέχρι ψίχα μύγδαλο: μέχρι τα μυστικά
μοιράζω κερήθρες: μιλάω γλυκά, υπόσχομαι
μονό λιανοτάρι: δραχμή
μονόρριγος: ιδιότροπος, ίσιος
μουλώνω: παύω να μιλώ
μουργέλα: τεμπελιά
μουργιάζω το λάδι: παχαίνω τεμπέλικα
μούρη τσιγγελάτη: κρεμασμένα μούτρα
μπακίρια: λεφτουδάκια
μπαλαντέρ: ικανός και αφελής
μπαρμπουτιέρα: εκεί που παίζουν ζάρια
μπασκίνι: χωροφύλακας
μπάτσος: αστυνομικός
μπεγλεράω: κουνώ
μπιτσάκι: μαχαίρι
μπιτσακτζής: μαχαιροβγάλτης
μπουζουριέρα: κάτι που καλύπτει, πρόφαση, καταφύγιο
μπουκαδόρος: κάποιος που κάνει διάρρηξη
μπουράσκα: ο νοτιάς
μπρισίμι: κορόιδο
μπρατσεράτος: καμαρωτός, σαν μπρατσέρα
μπραφ: φευγιό, ή απότομο μπάσιμο
μυγδαλωτό: πονηρό, σκανδαλιάρικο
μυρίζομαι την άνοιξη: μπαίνω στο νόημα
μυτιά: δόση πρέζας που παίρνεται από τη μύτη

Ν

ναμικιόρης: αχάριστος
νερό: αβανταδόρος
νεροφιδίσα: πολύ και γρήγορα, σαν νεροφίδα (λέγεται για το ποτό μόνο)
νεφρό: κουράγιο
νηοπομπή: συνοδεία
νιόνιος: βλάκας
νογάω: καταλαβαίνω
νταβάς, νταβατζής: αγαπητικός, σωματέμπορος, εκμεταλλευτής
ντου: έφοδος, επιδρομή
ντούκος: ψευτοεπίδειξη

Ξ

ξανθαίνω περούκα: είμαι ικανός
ξάφρα: κλοπή
ξενερώνω: συνέρχομαι
ξεντουζενιάζω: είμαι άκεφος
ξεράθηκα: κοιμήθηκα
ξέρω τη φτιάξη: ξέρω τις πονηριές (στα ίσια, όλες)
ξεσηκώνω χασέ: ανακαλύπτω
ξέφτι: εξευτελισμός
ξηγιέμαι: τα λέω αντρίκια
ξηλώνομαι: πληρώνω

Ο

όπου πιάνει πόμολο: όπου βρει ευκαιρία

**Π**

παγκουέ: μετρητά
παιδί της άφρας: παλιόμουτρο
παιδί της καλούμπας: ο μικρός μάγκας που κάνει αστεία
παιδί της λίγδας: βρωμόμουτρο
παίρνω κουταλιά: χαϊδεύω ελαφρά
παίρνω στον ίσκιο μου: προστατεύω
παίρνω το σκοινί: αναλαμβάνω πρωτοβουλία
παίχτης: κομπολόι
παλληκάρι της μπουκάλας με τη φάβα: γελοίος ψευτοπαλληκαράς
πανί λευκό: πεδίο ελεύθερο
παντόφλα: πορτοφόλι
παπαρούνα: όπιο
παπούς: κατοστάρικο
παρατάω τον ονειροκρίτη: αφήνω τα ημίμετρα
παρτσινέβελος: σύρτης
περπατημένος: πεπειραμένος, έξυπνος
περπατώ με την όπισθεν: υποχωρώ
περπατώ στεγνά: πάω στα σίγουρα
πέτα σήμα: λέγε μυστικό
πετάω πετιμέζι: κάνω χάδια
πετάω σάλιο: φανερώνω μυστικό
πετάω ψίχουλα: κουβεντιάζω εμπιστευτικά
πετιμέζι: επικερδής βρωμοδουλειά
πέφτουνε στο συρτάρι: στη γκανιότα
πέφτω στη λακκούβα με τη φάβα: υποπτεύομαι
πέφτω στη λάντζα: ξεπέφτω
πέφτω στη μάρκα: με υποψιάζονται
πέφτω στη μικρή κλωστή: ξεπενταριάζομαι
πουρέκλω: γριά
πέφτω στο καλομέλανο: βρίσκω εμπόδια
πέφτω στο μπρισίμι: πέφτω σε δυσκολίες, παγιδεύομαι
πέφτω στο πάτωμα: έρχομαι στην πραγματικότητα
πέφτω στην τσιμεντόπλακα: είμαι χωρίς δουλειά, περιφρονημένος
πιάστηκα στόκο: μεγαλοπιάστηκα
πιατάκι: πόστο, περιφέρεια
πίνω πηγαδίσιο νερό: αρκούμαι στα ολίγα
πίτουρο: δόλωμα
πιτσιπίτσι: λέγειν
πέφτω στην μπούκα: του πέφτω μπροστά
πριτσίνι: καρφί
πρώτο: λίρα χρυσή

Ρ

ράφι: νοικοκυριό
ρεμάλι: χαμένο κορμί
ρέφα: μερίδιο
ρεφούζι: δεύτερης πιοτής (είδος καπνού με φύλλο κατώτερο)
ρίχνω αλλού τη βάρκα: αλλάζω κατεύθυνση, κοροϊδεύω με άλλο σύστημα
ρίχνω κοκκαλιές: παίζω ζάρια
ρίχνω κολατσό: κάνω το τραπέζι
ρίχνω λουκούμι: κάνω κόρτε
ρίχνω μπαταρέλα: παίρνω στην κοροϊδία, περιφρονώ
ρίχνω προζύμι: δίνω πληροφορίες
ρίχνω χαλίκι: προετοιμάζω
ρολάρω: τυλίγω, παρασύρω
ρολόι τυλιχτό: ρολόι του χεριού
ροσολάτο: γλυκό σαν ροσόλι

Σ

σακαράκα: σπαθί στρατιωτικό μακρύ και φαρδύ
σακουλετζέμ;: κατάλαβες;
σαλάμια του άερος: κοινός άνθρωπος
σαματατζής: εκείνος που κάνει φασαρία, παλληκαράς
σανός: είσπραξη
σαρακοστιανό σκαλτσούνι: αγράμματος
στούμπος: βλάκας
σεντόνι: μεγάλο χαρτονόμισμα
σεργιάνι: χάζι
σερμαγιά: κομπόδεμα
σεσουλιάζω: μαζεύω
σιδεράτος: πιστολοφόρος
σίδερο: όπλο
σιδερομύγδαλο: δυσκολία
σιδερώνω: βάζω στα σίδερα, συλλαμβάνω
σικέ: φτιαχτό, κίβδηλο
σίελε: η πιάτσα
σκαθάρι: έξυπνος, πονηρός, σκανταλιάρης
σκονίζω: πίνω
σκόνη: προηγούμενα, επιβαρυντικά
σκουλήκι: μόνος, έρημος
σοροπάτος: γλυκός
σούμα: λογαριασμός
σούστα: σουγιάς αυτόματος
σπάζει η βιτρίνα: χαλάει η δουλειά
σπάζω: φεύγω
σπάω μπαρούμα: διακόπτω
στεγνό λαγίνι: απένταρος, φουκαράς
στενή: φυλακή
στενάζω της πηγάδας: στενάζω βαθιά
στενάχωρο: δαχτυλίδι
στενεύουνε: τον φυλακίζουν, τον βάζουν στη στενή
στενός δρόμος: καλντερίμι, πορνεία
στήνω ξοβεργάτη: παρακολουθώ κρυφά
στήνω πυροστιά: κάνω νοικοκυριό
στη ρίγανη: ιδιαιτέρως
στίψη: φτώχια
στρίτζος: ανάποδος, ζόρικος
στέκα όρθια: καμαρωτός
στον ίσκιο: στα κρυφά
στο όμικρον: στην καζούρα
στο σέτε: στην απενταρία
στο χωνάκι: στην αφάνεια, ο ασήμαντος
στρίτζωμα: κάνω τον ιδιότροπο
στρώνω κουβέρτα: λέω το σωστό
στρώνω κουρελού: κάνω νοικοκυριό
στρώνω μπατανία: κάνω φασαρία, καθαρίζω μια εκκρεμότητα
συκωτάκι: γραβάτα φιγουράτη
σφόλι: προκλητική κουβέντα

Τ

ταγαρώνω: γίνομαι ενοχλητικός
ταμπακιάζω: εκτιμώ
τάρα: περιττό βάρος, προσβολή
ταρατσώνω: χορταίνω
ταράφι: κύκλος
ταρσανάς: ναυπηγείο
τελβές: κατακάθι
τέλια: ειδήσεις
τεμπερισάτο: βερεσέ, με πίστωση
τέρτσος: ο χάνων
τζες: μόρτης, μάγκας, παιδί
τζιβάνα: επιστόμιο
τζιμάνι: φίνος, καλός, έξυπνος
τζίνι: έξυπνος
τζιβαέρι: χρυσαφικό
τζούρα: μικρή δόση, μικρό μπουζούκι
την ψυλλιάζομαι: υποπτεύομαι
τη φουντώνω: ανάβω τσιγάρο με χασίς
τιμπιρίσι: κουμπαράς
τιριτίρι: κουμπαράς
τίρος: ο κερδίζων
τογκαδόρος: ειδικότητα καπνεργάτη που κάνει δέματα καπνού (τόγκες)
το μαβί στην κεφάλα: το αίμα στο κεφάλι
τον ρίχνω: τον κοροϊδεύω
τόρος: ίχνος
τούφα: ύπνος
τραμπάλα: πίστωση
τραμπούκος: πληρωμένος παλικαράς
τράτα: κρυφό χαρτοπαίγνιο
τριόμφο: παιχνίδι με τράπουλα
τρώω λάχανο: πιάνω κορόιδο
τρώω σουπιά: πιστεύω, εμπιστεύομαι
τσάι: η ιατρική εξέταση των ιεροδούλων
τσάκα: το τσάκισμα του υφάσματος
τσάκα πράμα: βγάζω χρήματα, κερδίζω πολλά
τσαμασίρι: εξάρτημα, όπλο, στολίδι, αντικείμενο
τσαμπουκάς: στεναχώρια, υποψία
τσαρδί: σπίτι, στέγη, καταφύγιο
τσάρκα: βόλτα
τσαρκάρω: κάνω βόλτες αργόσχολες
τσέρκι: στεφάνι
τσιγγέλι: υποδικία
τσίκα: χασίς
τσικιρικιτζής: καταφερτζής
τσιρδουλή: φανταχτερή
τσιριμπαμπούμ: φασαρία, τελετή
τσιρίμπασης: αρχηγός, διευθυντής
τσιτσίρια: τα χρειώδη
τσίφτης: λεβέντης
τσοκ μπερντέ: πολλά λεπτά (διάλεκτός ανωμάλων)
τσόλι: ασήμαντο
τσουλήθρα: ξεπεσμός
τσουλούφι: τιποτένιος
τσουλουφιάζω: αρπάζω
τσουρνεύω: κλέβω με ξάφρισμα

Υ

υφάσματα του πελάγου: λαθραίος ρουχισμός απ' αυτόν που φέρνουν οι ναύτες λαθραία

Φ

φασινάρω: ξεπλένω
φεγγίτης: γυαλιά
φεγγιτιάζω: κοιτάζω
φερμεζότο: το κλείσιμο, ο αποκλεισμός
φέρνω βόλτα την κουβέρτα: κερδίζω όλους τους παίκτες του κύκλου
φέρνω στο καράτι: εκτιμώ
φιδιάζω: κάνω το φίδι, σέρνομαι
φλομέ: πείσμα, νευρικότητα
φουμάρω φούντα: κοροϊδεύω
φούντα: χασίς
φουντανέλα: τσιγάρο στριφτό με χασίς
φουντάρω: ρίχνω στη θάλασσα
φουντούκι: στενοχώρια, υποκρισία, ψέμα
φράχτης: ο υπόκοσμος
φρόκαλο: σκουπίδι
φτερό: αθώος
φτύνω: προδίδω
φυντάνι: καινούργιος

Χ

χάνωσα: απόρησα
χασμουρήθηκε: βαρέθηκε
χήνα: χιλιάρικο
χοντρή κοιλιά: πλούσιος
χοντρό δαμάσκηνο: κακή κουβέντα
χοντρό σκοινί: μεγάλη δουλειά, μεγάλη φασαρία
χόρτο: χασίς
χωρίζω γαβάθες: δεν έχω παρτίδες πια

Ψ

ψιλή βελονιά: αδικία
ψιλοτάρι: ασήμαντος
ψωνίζω την Αγγελικούλα: τρελαίνομαι

Ω

ωχρή: χρυσή λίρα
ώρα με βουρδούλακες: μεσάνυχτα

Φιλικά, Νίκος Τσιφόρος. (από Vrastaman, 05/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως προκύπτει από το α' παράδειγμα, μάλλον χαρτοπαικτικής προέλευσης εξαφανισμένη, ρετρό έκφραση που (κατέληξε να) σημαίνει κάτι που έχουμε πρόχειρο, σε πρώτη ζήτηση, καταπώς μας τα λέει το β' τοιούτον. Ως άσχετος με τον τζόγο του 19ου αιώνα (και των επόμενων δηλαδή αλλά ας μην το κάνουμε θέμα), αγνοώ τι ακριβώς σήμαινε η φράση στα χαρτοπαικτικά συμφραζόμενα, και το β' παράδειγμα είναι από μνήμης, δηλαδή ο Πολυχρόνης, οι εύζωνοι και άλλα τέτοια ωραία. Άμα ξέρει κανείς, ας πει.

- Ποιός θα κόψη, ανεφώνησεν ο Θεμιστοκλής κρατών υπό την χείρα του την τράπουλα των παιγνιοχάρτων.
Ο κύριος με το στρατιωτικόν μούσι εκράτει ήδη το σπαθί και τα χαρτιά εκόπησαν.
- Έτοιμα!...Τα γυρίζω.
Ο άσος ευρέθη φάτσα και ο ρήγας εις τον πρώτον λύκον και οι δύο δυνατοί πονταδόροι έχασαν.

Ι. Κονδυλάκης Οι Άθλιοι των Αθηνών (1895), εκδ. Νεφέλη.

Σε κάποιο κείμενό του ο Τσιφόρος γράφει πως οι γυναίκες έχουνε το κλάμα στον πρώτο λύκο για να τουμπάρουν τους άντρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όχλος, ο χοντρός λαός, η πλέμπα, με μια εσάνς αηδίας, ανωτερότητας και απαξίωσης, καθώς στο λατιν. plebs = όχλος > ελλην. πλεμπάγια προστίθεται ικανή ποσότητα χλεμπόνας (συνήθως 42,1% - 66,3% για να ακριβολογούμε).

Τη λέξη την έχει καταγράψει εδώ μέσα ο Βράστα σε σχόλιο εδώ, αλλά είπα να την ανεβάσω και ως λήμμα, μην έρθει κάνας %$@#@#$ και πει πως είμαστε η χλεμπάγια της λεξικογραφίας κι ετς. (Μετάφραση = τι κάνει ρε πστ το μέσο σαυροειδές ερπετό για να εξασφαλίσει το λήμμα τον άρτον τον επιούσιο... Με τα μούτρα μες στις ροχάλες πάει και πέφτει...).

ΠΑΝΤΑ ΒΛΑΚΑ ΚΑΙ ΚΟΜΠΛΕΞΙΚΕ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΕ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΜΗΚΟΙ ΚΑΙ ΠΛΑΤΟΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΟΙ ΑΠΑΝΩ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΤΩ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΕΙΣ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΒΛΑΣΤΑΡΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟ ΠΑΝΩ Η ΧΛΕΜΠΑΓΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΚΑΤΩ. ΧΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑΑ εδώ

Δηλαδη προτεινεις να καταργησουμε τα δημόσια νοσοκομεια και μονον οσοι εχουν το χρημα να σωζουν τις ζωες τους, οι δε υπολοιποι( η "πλεμπα", η "χλεμπαγια") να πανε να ψοφησουν!!! εκεί

Με τη χλεμπάγια έχει πολλάκις ασχοληθεί και ο Τσιφόρος αλλά τα 'χουμε ξαναπεί αυτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κωλοπετσωμένη και ψιλοσπασμένη πλην καυλιάρα σαρανταφεύγα μιλφού. Το μουνί της μπορεί να έχει αρχίσει να πατινάρει, αλλά η μπογιά της ακόμα μισοπερνάει.

Χλευαστικά, η Ντάμα του αντιπάλου στο σκάκι. Συνώνυμο επίσης τση πουτάνας, σύμφωνα με τον σενσέι Ηλία Πετρόπουλο. Προσφιλής λέξη των Καρκαβίτσα και Τσιφόρου.

Πάσα: HODJAS, deinosavros και malakia (από Δ.Π.)

- Τωρα κολακευεσαι με την 15 χρονια μικροτερη σου που σε θελει ακομα και γαμπρο! Αμα η επομενη ειναι καμμια μισοτριβη ξερεις τι κουρελιασμα θα παθει η ψυχολογια σου ειδικα οταν θα βλεπεις πιπινια να τριγυρνανε γυρω σου;

- Εμάς τι μας ενδιαφέρει αν μια μισότριβη καλλιτέχνης άλλαξε γκόμενο;

- Μυξιάρης. Ζητάει ελεημοσύνη από μια μισότριβη καμπαρετζού με κυτταρίτιδα ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να δεί την καλτσοδέτα της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ουσιαστικό του ρήματος ρεφάρω. Συναντάται με δύο έννοιες:

  1. Η επενάκτηση των χαμένων (π.χ. σε τυχερά παιχνίδια).

    Είμαι στην ψιλορέφα. Δέν παίζω άλλο, να μη χάσω και τα σώβρακα.

  2. Οικονομικά ανταλλάγματα, μίζα, λάδωμα.

    Από το τραγούδι κάτω στα λεμονάδικα του Βαγγέλη Παπάζογλου.
    "Κυρ αστυνόμε μη βαράς γιατί κι εσύ το ξέρεις
    πως η δουλειά μας είν' αυτή και ρέφα μη γυρεύεις."

Επίσης υπάρχει και στα "Παιδιά της Πιάτσας" του Τσιφόρου η έκφραση

"θά'χετε ρέφες"

με την προαναφερόμενη έννοια. (Δυστυχώς έχω δώσει το βιβλίο "δανεικό κι αγύριστο" και δεν μπορώ να δώσω άλλες λεπτομέρειες. Αν τό'χει κάποιος, ας βοηθήσει).

Με βάση την δεύτερη έννοια μπορούμε να κατευθυνθούμε και σε άλλη ετυμολογία, από το τουρκικό refah που σημαίνει ευημερία, αφθονία, ευκολία εδώ. (Το θεωρώ πιθανότερο η "ρέφα" του πρόσφυγα Βαγγέλη Παπάζογλου να προέρχεται από το τουρκικό refah, που είναι και εννοιολογικά εγγύτερο στο συγγεκριμένο στίχο, από το ιταλικό rifare).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεγότανε παλιά για το λεπτό και ίσιο μουστάκι που είχαν οι κομψοί μάγκες. Το χρησιμοποιεί ο Τσιφόρος σε ένα διήγημά του...

Και το μουστάκι περισπωμένη.

Μουστάκι σε διαφορετικές γραμματοσειρές (από Khan, 29/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι σφαλιάρες, οι φάπες. Παλιά έκφραση, μάγκικη, που την χρησιμοποιούσε κατά κόρον ο μέγας Τσιφόρος.

Μία από τις κατώτερες μορφές ξύλου, καμμία σχέση με το κλωτσομπουνίδι, το βαράτε, το βρωμόξυλο, το σάτα κιούτα.

Με τις ψιλές δεν κάνεις γκάιντα κανέναν, αλλά του σπας τον τσαμπουκά και τον κάνεις ξεφτίλα στον περίγυρο για να μην παίρνουν θάρρητα κι άλλοι. Έχει δηλαδή μία δόση υποτίμησης προς τον αποδέκτη, εννοώντας ότι δεν είναι και για παραπάνω, είναι για μισό μπουκέτο το πολύ.

Α, οι ψιλές συνήθως πέφτουν.

- Σιλάνς.
- Γιατί ρε, τι θα μου κάνεις; Θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια.
- Σιλάνς για θα πέσουν ψιλές λέμε.
- Σιγά τ' αυγ...
- [Φαπ]
- ...ά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στόμα στην ντούρα σλανγκ, ειδικά όταν αυτό εκφέρει λόγια βαρυσήμαντα (με την καλή ή την κακή έννοια).

- Εγώ πάντως μ' αυτά και μ' αυτά ξαναθυμήθηκα Μαλβίνα και συνειδητοποίησα πόσο λείπει. Τι θα είχε πει ο στόμας της αν ζούσε (εδώ)

- Ooόοοοoo τάπα Κανέλλη ΤΩΡΑ - Tι λέει ο στόμας της ωρέ παιδιά; (εκεί)

- Απ’ όλα τα θεϊκά που έβγαλε ο στόμας του Σταύρου στα γραφεία του πρόταγκον πριν μερικές μέρες ήταν το παρακάτω: «Εγώ τώρα, δε θα πάω στην Ευρωβουλή. Δεν έχω ίσως και τα προσόντα. Καλά καλά δεν ξέρω ξένες γλώσσες. Θα μείνω λοιπόν στην Ελλάδα. Το τι θα κάνω θα εξαρτηθεί πάλι από εσάς. …» (παραπέρα)

Του Τσιφόρου, σύμφωνα με την Ironick (εδώ).

Απαντά ως ιδιωματισμός σε διάφορα μέρη της Ελλάδας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μακαρία τη λήξει σλανγκιά που σημαίνει βάζω κάτι σκοπό, πείσμα, αμέτι μουχαμέτι. Η (μαύρη) αλήθεια είναι ότι την έκφραση την έχω βρεί μερικές φορές μόνο σε κείμενα του Τσιφόρου, παναπεί στα '50-'60.

Ετυμολογικώς θα ποντάριζα στην προέλευση από το αγγλ. steam = ατμός, κινητήρια δύναμη. Όπερ αν ισχύει, το λήμμα μυρίζει θάλασσα. Αλλιώς υπάρχει και το ιταλ. stimolare = διεγείρω, προτρέπω, παρακινώ. Διαλιέχτε. Συντακτικώς (και από μνήμης ) η έκφραση πάει κατά κύριο λόγο με το ρήμα τρώω, καθόσον αυτός που το βάζει στήμη σκοπεύει να φάει του θύματος το μπαγιόκο, το αντικείμενο, το γκομενάκι και ό,τι άλλο βρει στην τελική.

Τραβάγανε το πρωί, έμπαινε σε μαγαζί πατουμενάδικο ο Σπόρος μοναχός του, μοστράρηζε κανά-δυο κατοσταρικάκια, να δούνε πως τάχει κι έλεγε με μισοκακόμοιρο ύφος:
-«Θέλω ένα ζευγαράκι, αλλά μέχρι εκατόν ογδόντα, όχι παραπάνου».
Του δίνανε, διότι εκατόν ογδόντα είναι ακριβά λεφτά να πούμε, δοκίμαζε, τόφερνε στα νερά του, ζήταγε και τ' αριστερό. Τα φόραγε και τα δυο, χαμογέλαγε:

Μέγκλες παπουτσάκια», έλεγε, «να βγω και στη πόρτα να τα δω στο φως»; κι έβγαινε τώρα στη πόρτα. Πλάι του ο υπάλληλος να τον έχει το νου και να του λέει πια πως το παπούτσι είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση της ανθρωπότητας, ότι του πάνε μια χαρά κι ότι, να πούμε, το δικό τους το μαγαζί είναι το καλύτερο σε δέρματα και τρώει όλη την οικουμένη σε κατασκευή, καθόσον τόχε βάλει στήμη να φάει τις εκατόν ογδόντα ο υπάλληλος και τόθελε να ρίξει τον ατζαμή τον πιτσιρή και να του τα πασσάρει τα παλιοσεβρά με τις τσόντες.

Εδώ Τα Σκαθαράκια, από τα Παιδιά της Πιάτσας του Ν. Τσιφόρου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που, απ' όσο ξέρω, δεν χρησιμοποιείται πιά στον καθημερινό λόγο, αλλά βλέπω πως ψιλοεπιβιώνει στο ίντερνετ. Παναπεί : ισχυρό πίσω-μωρή-κουφάλες πλήγμα που καταφέρεται σε αντίπαλο. Στη λογοτεχνία μας αφορά συνήθως κάποια μάχη εκ παρατάξεως. Κανείς κερατάς δεν έχει την ετυμολογία, αν και φέρνει σε ιταλοτέτοιο, το οποίο, παρά τις διάφορες εικασίες μου, δυστυχώς δεν μπόρεσα να εντοπίσω με βεβαιότητα. Δεν ξέρω αν έχεις χέσει με τη (λατινογενή κατά Μπάμπη και Τριαντά) σφαλιάρα.

  1. Αί! νάχαμε τότε τουφέκια οπισθογεμή, τι θα γινότανε ! Αλλά και το σισανεδάκι εδούλεψε περίφημα. Πολλά γιουρούσια κάμανε, αλλά τους δίδαμε σπαλιώρα και γύριζαν πίσω.
    (Ι. Κονδυλάκης «Σκούρα», από το «Όταν ήμουν δάσκαλος», εκδ. Νεφέλη 1988.)

  2. Εδώ κανονικά θα έμπαινε κάτι από Τσιφόρο, ο οποίος έχει χρησιμοποιήσει τη λέξη αρκετές φορές. Αλλά με χωρίζουν κάτι χιλιόμετρα από τα βιβλία του και έχω κι άλλες δουλειές ξέρετε...

  3. [...] οι Ελληνες, ησαν ηδη ανεπτυγμενοι στο θεατρο και μπορουσε ο Λυμπερης να δωση μια μικρη σπαλιορα στην δυτικη Ιμια κατα το καμποϋκο αξιωμα «πυροβολα και μετα κανεις ερωτησεις».
    (εδώ)

  4. Τωρα που φαγε τη σπαλιορα απο σενα,θα βρει κανενα αλλο να του πρηζει τα....καταλαβες.
    (αντρειωμένος με ενθουσιώδες κοινό εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified