Προστακτική β' ενικού του ρήματος τρελαίνομαι. Έχει κυρίως χαρακτήρα παρότρυνσης.
Το Σάββατο έχει πάρτυ το Μαράκι. Θα γίνει χαμός! Τρελάσου!
Προστακτική β' ενικού του ρήματος τρελαίνομαι. Έχει κυρίως χαρακτήρα παρότρυνσης.
Το Σάββατο έχει πάρτυ το Μαράκι. Θα γίνει χαμός! Τρελάσου!
Η προστακτική στην αργκό: -α, -έκα, -ω, έμπαινε, έφυγες, κατέβαινε, μπέκα, πάνε, πιάκε, τσάκω· ακόμη: προστακτική αντί για απαρέμφατο, συνεχής προστακτική ως στιγμιαία, τρελάσου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν κάποιος ανασκουμπωνεται, δλδ στρώνει τα ρούχα του ώστε να μην φανεί κάτι απρεπες ή να φτιάξει ένα άβολο ρούχο. Μεταφορικα σημαίνει ότι κάποιος χρειάζεται να "μαζευτεί", να είναι λίγο πιο κόσμιος.
" Πω είχε και κωλαρα και έκανε και adjust τον στρινγκο της όταν περνουσε. Καυλα"
"Η μαμά μου έλεγε παντα ότι μια κυρια πρεπει να κάνει adjust το στρινγκο της ακόμα κι όταν είναι εκνευρισμένη με μια κατάσταση"
"Είμαστε chill εδω, δεν χρειάζεται να κάνεις adjust τον στρινγκο σου"
Got a better definition? Add it!
Σύνθεση των λέξεων play + παίξε. Έχει τη σημασία του «παίξε».
(Δύο φίλοι παίζουν σκάκι)
-Φίλε,αυτή η κίνηση θέλει πολλή σκέψη...
-Έλα μην αργείς. Πλέξε!
Got a better definition? Add it!
Ατάκα τηλεοπτική, από τον Δόγκανο, στο άκουσμα της οποίας ακόμα και μη ενδιαφερόμενοι σπεύδουν να συμμορφωθούν. Εξαιρετικά βίαιο παράγγελμα, δέον να μην χρησιμοποιείται ασυλλόγιστα.
- Ψήσε μου ένα καφεδάκι μωρό μου, εσύ, που τον κάνεις ωραίο.
- Βαριέμαι, φτιάξε μόνος σου.
- Τρέχουμε τώρα με το ντόμινο!!!
Got a better definition? Add it!
Ο ποιητής θέλει να πει: «Κόψε την πρωινή μαλακία». Η ατάκα αυτή έχει νόημα να λέγεται πρωινές ώρες. Πίσω από τα λόγια του ποιητή υπάρχει η θεώρηση μεταξύ της συσχέτισης της πεοκρουσίας και της αποδιοργάνωσης του νοητικού κέντρου ελέγχου, με αποτέλεσμα η κυριολεκτική παραγωγή μαλακίας να μπορεί να οδηγήσει τόσο σε λεκτική μαλακία, όσο και σε άλλες μαλακισμένες πρακτικές.
Κάποιο πρωί σε ένα στρατόπεδο: Ο μονιμάς λοχίας έχει δώσει εντολή σε νεοσυλλέκτους να εκτελέσουν κάποιες συγκεκριμένες ασκήσεις ακριβείας, ασκήσεις που τις εκτελούσαν καλά την προηγούμενη αλλά τώρα η επίδοση τους είναι πολύ κάτω του μετρίου. - Τι μαλακίες κάνετε ρε γκάβακες; Κόφτε επιτέλους την πρωινή. Φαίνεται καθαρά πως σας πειράζει.
Got a better definition? Add it!
Πήγαινε. Προστακτική του ρήματος πηγαίνω. Συναντάται στην Κρήτη.
Άμε στο καλό.
Άμε στο διάολο.
Άμε να δεις αν έρχομαι.
Got a better definition? Add it!
Συνδυασμός των φράσεων πάρε τον πούλο (σήκω φύγε και άει γαμήσου) + πάρε δρόμο (φύγε ταχέως από μπροστά μου, εξαφανίσου). Η νέα φράση συνδυάζει πρακτικότατα τον επιτακτικό και επείγοντα χαρακτήρα με τη χαρά του σιχτιρίσματος.
- Αν ήρθες να μου πρήξεις το παπάρι για άλλη μια φορά με το μπούρου-μπούρου σου, καλύτερα να πάρεις πουλόδρομο!
Got a better definition? Add it!
Σλανγκ προστακτική του πιάνω, δηλαδή βάζω κάτι στο χέρι μου, στη παλάμη μου, εγχειρίζω, χουφτώνω. Αντί του «πιάσε».
Χρησιμοποιείται με την έννοια του φέρε, προσκόμισε.
Πιάκε 'να μπουκάλι μπύρα απ' την κασόνα.
Η προστακτική στην αργκό: -α, -έκα, -ω, έμπαινε, έφυγες, κατέβαινε, μπέκα, πάνε, πιάκε, τσάκω· ακόμη: προστακτική αντί για απαρέμφατο, συνεχής προστακτική ως στιγμιαία.
Got a better definition? Add it!
Λυκειακό σλόγκαν, προτροπή προς χαλάρωση ή απεμπλοκή από μανούρα, συνώνυμο του «ξεφούσκωσε», κατούρα και λίγο.
- Κωλόγαυροι, πάλι πέτσινο πρωτάθλημα! Γαμώ την παράγκα σας!
- Άντε φάε καμιά χαλαρόπιτα και πιες καμιά ηρεμίτα, που θα μιλήσεις για τον θρύλο ρε χουντικέ!
Got a better definition? Add it!
Προστακτική του ρήματος «ζώνομαι», κύρια χρήση από μαμάδες προς παιδιά και συζύγους προς τους άντρες τους (σπανιότερα από γυναίκες προς τους γκόμενούς τους).
Σημαίνει: «Βάλε τη μπλούζα / το πουκάμισο μέσα από το παντελόνι σου».
Παράγωγα:
μτχ.: ζωσμένος, επίθ.: άζωστος, συνθ.: κακοζωσμένος.
Διάσημος άζωστος ή/και κακοζωσμένος: Johnny Depp.
- Ζώσου παιδάκι μου, πώς θα βγεις έξω έτσι;
- Αμάν ρε μάνα, έτσι είναι μόδα!
- Πώς είναι η μόδα δηλαδή; Να κυκλοφορείς άζωστος, σαν τον λέτσο;
Got a better definition? Add it!