Κυριολεκτικά:
κατιμάς ο (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :τουρκ.λ. katma = συμπληρωματικός] μικρό κομμάτι κρέας κατώτερης ποιότητας που προσθέτει ο κρεοπώλης στο ζύγισμα του καλού, για να καταναλωθεί κι αυτό. Αλλιώς κατμάς.

Μεταφορικά και σλαγκικά: Ό,τι μας περίσσεψε, με όλες τις εκφάνσεις της φράσης. Κάτι που σου πασάρουν υπούλως (σαν τον χασάπη ανωτέρω) ή επιλέγεις εξ ανάγκης (επειδή δεν έμεινε τίποτα καλύτερο, ή δεν σε παίρνει να ψωνίσεις καλύτερη ποιότητα λόγω τιμής). Κανείς δεν είπε ότι ο κατιμάς δεν τρώγεται - απλά είναι υποτιμημένος. Συχνά αναφέρεται σε ερωτικούς συντρόφους (Παραδείγματα 1, 2) ή σε παίκτες για διάφορα αγωνίσματα (Παράδειγμα 3).

Στον ερωτικό τομέα, η επιλογή του κατιμά λόγω ανάγκης, δεν αποτελεί απαραίτητα απόδειξη ότι κάποιος είναι σαβουρογάμης / σαβουρογάμα. Ίσα ίσα αποτελεί ένδειξη ότι το υποκείμενο είναι ευέλικτο και έχει αντιληφθεί ότι, λόγω νομοτελειακών καταστάσεων όπως η φυσική επιλογή, όποιο είδος δεν προσαρμόζεται στις συνθήκες είναι καταδικασμένο να εκλείψει.

Ο λαός είναι σοφός και το να ακολουθεί κανείς τις λαϊκές ρήσεις είναι σοφία. Στην περίπτωση επιλογής του κατιμά ακολουθείται το ρητό «Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι».

Το υποκείμενο, για να αποφύγει τις συνέπειες των επιλογών του και την κοινωνική κατακραυγή μπορεί να ισχυριστεί ότι διετέλεσε μια εξυπηρέτηση, οπότε τελικά από δακτυλοδεικτούμενος με την κακή έννοια, γίνεται ήρωας.

Σχετικά λήμματα (μη εξαντλητική λίστα): σαβούρα, πατσαβούρα, πλέμπα, διπλοσάκουλο, τελειωμένος, γαμίκος κ.λπ.

Δεν πρέπει να συγχέεται με έννοιες όπως: Καπαμάς (φαγητό από κρέας με λάχανα), καπλαμάς (επικάλυμμα), κάτι μας... (-συνέβη, -βρήκε, -έτυχε κλπ ρήματα).

Παράδειγμα 1
- Καλά μωρέ Κατερίνα, είναι δυνατόν, πήγες με τον κουασιμόδα, τον τελειωμένοπου τα χει ρίξει σε όλες μας και έφαγε από όλες τον χυλό;
- Σοφία, δείξε σοφία κι άσε την κριτική. Αφού το ξέρεις, τα μισά καλά παιδιά είναι πιασμένα από πουτάνες και τρελές και τα μισά από τα υπόλοιπα είναι λούγκρες. Έκανα και 'γω τον συμβιβασμό μου με τον κατιμά, μέχρι να 'ρθει ο πρίγκιπας.
- Τον έβαλες να φοράει κολάν και καβάλα σε κανα άλογο για να σου 'ρθει η όρεξη;
- Ήπια πριν όλο το Βόσπορο και μετά περιορίστηκα στην ανάποδη καβαλαρία και στο πισωκολλητό. - Τι να σου πω ρε φιλενάδα, άντε και εις ανώτερα.

Παράδειγμα 2
- Γάμησες;
- Γάμησα...
- Λέγε ρε.
- Άσε.
- Λέγε λέμε! Ποια;
- Την Ποπάρα...
- Ε, όχι ρε πούστη εκεί ξέπεσες, στον κατιμά; - Μια εξυπηρέτηση ρε φίλε...
- Είσαι ήρωας κολλητέ, θα πας στον παράδεισο...

Παράδειγμα 3
Ο κατιμάς στον πάγκο, εκτός από τον Βάγγο. (από εδώ)

(από pavleas, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χτυπάω την μπάλα κάτω και αυτή αναπηδάει. Τριπλάρω. Συναντάται κυρίως στην Κρήτη όπου οι μπασκετμπολίστες «μπιστάνε» τη μπάλα. Επίσης πριν από κάθε φιλικό αγώνα ποδοσφαίρου ακούγεται η φράση: «μπιστάει τρεις!», φράση που σημαίνει ότι η μπάλα θα αναπηδήσει 3 φορές χωρίς κανείς να την ακουμπήσει μέχρι την τρίτη αναπήδησή της.

Άλλος ορισμός είναι ότι θα σε πετάξω κάτω. Θα σε δείρω. Συνοδεύεται κυρίως από το πρόθεμα κωλό-, που κάνει την έκφραση ακόμα πιο σκληρή.

  1. - Ρε τον είδες τον ψηλάγκουρα; Πρώτα έκανε βήμα και μετά μπίστηξε τη μπάλα. Βήηηηματα ρεεε!

  2. - Λοιπόν παίδες έτοιμοι; Άντε δεν μπορούμε να περιμένουμε άλλο. Λοιπόν ξεκινάμε! Μπιστάει τρείς..

  3. - Μαλάκα κάτσε ήρεμα γιατί θα σε μπιστήξω κάτω.
    - Θα μου κλάσεις..
    - Θα σε κωλομπιστήξω λέμε....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσδιορισμός άσχημης γκόμενας, σύνθετο από τις λέξεις πούτσα και μούρη, συνώνυμο του πατσαβούρα, προερχόμενο από το γνωστό ψάρι κουτσομούρα.

Πέτρος: Πω, πω Νίκο κοιτά ένα μουνί!!!
Νίκος: Τι μουνί ρε Πετράν, σαν πουτσομούρα είναι!!!
Αλέκος: Από τα Δουνέικα θα είναι ρε!!!

Δες ακόμη: αστερίας, γκόμενα-γαρίδα, γκόμενα-μέδουσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Σερραίος. Στον πληθυντικό, ειδικότερα, η ομάδα και οι οπαδοί του Πανσερραϊκού.

Από το γλυκό ακανές, ένα είδος λουκουμιού που παράγεται μόνο στις Σέρρες (γιατί άραγε;). Εκτός από νισεστέ, ζάχαρη, νερό και αμύγδαλα που περιέχουν τα συνηθισμένα λουκούμια, οι ακανέδες έχουν και βούτυρο - είναι, δηλαδή, ακόμη πιο λιγωτικοί και κάθονται κουρσούμια στο στομάχι.

Σαλονικιοί, Δραμινοί και Καβαλιώτες αποκαλούν τους Σερραίους - και τον Πανσερραϊκό - ακανέδες με διάθεση προφανώς μειωτική (Παρ.1). Οι ίδιοι οι Σερραίοι το 'χουν, βασικά, πάρει στην πλάκα (Παρ.2), αν και οι fans του Πανσερραϊκού προτιμούν να αυτο-αποκαλούνται σαψάληδες.

Η ετυμολογία της λέξης ακανές δεν είναι ξεκαθαρισμένη. Μια λογική εκδοχή είναι ότι προέρχεται από το τούρκικο hakan'e helva, όπου hakan=ο Χάνος, ο πρίγκηπας (όχι αυτός) και helva=ο χαλβάς και ευρύτερα το γλυκό. Και είναι γεγονός ότι οι ακανέδες είναι κληροδότημα των Οθωμανών.

  1. Με αυτήν την ομάδα παίζω στοίχημα χωρίς συναίσθημα και την ποντάρω να κερδίζει συνέχεια. Κανονίστε να αναστήσουμε τους ακανέδες την επόμενη αγωνιστική … (από το www.paokmania.gr, οπαδός του ΠΑΟΚ εξηγεί την στρατηγική του στο στοίχημα - εννοείται ότι στο επόμενο ματς ο ΠΑΟΚ κανόνισε και έφερε ισοπαλία στις Σέρρες και τα γιούρια του τύπου προφανώς πήγαν στον κουβά).

  2. Σύνθημα των οπαδών του Πανσερραϊκού:

Η κόσμια εκδοχή - Άι βε κι άι βε, ούζο κι ακανέ!

Η real εκδοχή - Άι βε κι άι βε, πούτσο κι ακανέ!

Όπου άι=άντε και βε=το εμβληματικό Σερρέικο μόριο, ισοδύναμο με το βρε ή το μπρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή ξεφεύγει από τα αθλητικά. Όπως ήδη ειπώθηκε, την αναφέρει ο ένας ομιλητής στον άλλο για να δείξει ότι το μείζον είναι το ότι είσαι ΠΑΟΚ και ότι δεν θα πρέπει να ασχολείσαι με τον εκάστοτε προβληματισμό σου, ήτοι το έλαττον - ακόμα και αν αυτός είναι ότι απολυθηκες και έχεις πέντε στόματα να θρέψεις. ΠΑΟΚ είσαι και αυτό αρκεί - δηλαδή, περηφάνια, τιμή, καμάρι κλπ.

Ο προσεκτικός αναγνώστης ίσως παρατηρήσει ότι εμπεριέχεται μια δόση κλάιν στην όλη μανούρα. Σωστόστ εν μέρει, διότι αφού είσαι ΠΑΟΚ, θα πρέπει να χαλαρώσεις, να πιεις την φράπα σου και βλέπουμε απο τον άλλο μήνα τί θα κάνουμε με το πρόβλημά σου.

Η ουσιώδης διάφορα όμως, είναι ότι αφού είσαι ΠΑΟΚ, πονάνε τα μυαλά σου, είσαι οργανωμένος, αφήνεις τα λαρύγγια σου στο πέταλο κ.ο.κ., άρα είσαι φουλ δραστήριος και ενεργοποιημένος, συμπεριφορά που σαφώς αντιδιαστέλλεται από τη φιλοσοφία του κλάιν, η οποία θέλει πολύωρο ύπνο και όσο το δυνατόν λιγότερους χτύπους καρδιάς την ημέρα.

ΠΡΟΣΟΧΗ: η φράση χρησιμοποιείται επιτυχώς μόνο σαν σχολιασμός - απάντηση στη συμφορά του συνομιλητή μας και ΠΑΝΤΑ με αυτή την σειρά των λέξεων, ΠΟΤΕ δεν λέμε δηλαδή: είσαι ΠΑΟΚ. Χάθηκε όλη η ουσία της φράσης...

- Φίλε, είμαι χάλια. Με παράτησε το μωρό για έναν άλλο μπουρτζόβλαχο και κοντεύω να τρελαθώ. Τί θα κάνω;;
- ΠΑΟΚ είσαι, δεν σε πιάνει τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ημαθία): Το «ελεύθερο» στη μπάλα (=είδος ποδοσφαίρου, που παίζεται στο τσιμέντο των ελληνικών πόλεων).

Παραφθορά εκ του Αγγλικού free kick, αλλά όχι βέβαια σύμφωνα με τους κανονισμούς της F.I.F.A. (!) Δηλαδή, όταν πετούσαμε τη μπάλα ψηλά, (να «σκάσει» κάτω τρεις φορές), είτε στην αρχή του παιχνιδιού, προκειμένου να πάρει τη μπάλα μια από τις δυο ομάδες, είτε κατά την διάρκεια του παιχνιδιού, εν είδει ελευθέρου σουτ.

Ρήμα: Πετάω φιρικί.
Συνώνυμο: (Ρίχνω) στον κούτουπο (Πάτρα) / πλακωτούρα

(Ημαθία) = Πετάω κάτι ψηλά κι όποιος το πιάσει του ανήκει (όχι όμως μπάλα, αλλά π.χ. χρήματα, υπερατού κτλ).

Ανάλογο, αγγλιστί: Finder's - keeper's.

-Γιατί δε δίνετε φάουλ ρε ; Αφού με σακάτεψε !
-Τζατζάρισμα ήτανε !
-Καλά ρε, μην τσακώνεστε, έλα, ντάξει, θα πετάξουμε φιρικί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δε σημαίνει απλά "εγώ είμαι οπαδός του Ο.Φ.Η." αλλά, σε κάργα ομιλjήτικες(1) συνοικίες του Ηρακλείου, όπως τα Καμίνια, σημαίνει είμαι ντόμπρος, παντελονάτος και λογοτιμήτης άθρωπος.

Είναι, δηλαδή, παραπλήσιο αλλά και διαφορετικό από το βορειοελλαδίτικο αντίστοιχο ΠΑΟΚ είσαι. Διαφορετικό, επειδή το "ΠΑΟΚ είσαι" σημαίνει περισσότερο ότι δεν πρέπει να λιποψυχάς στα δύσκολα, το νόημα είναι στον ΜΠΑΟΚ αφού...ενώ εγώ' μαι ΟΦΗτζής σημαίνει πως διεκδικώ ένα είδος αξιοπιστίας επικαλούμενος την εντοπιότητα-συμβατικότητα των προτιμήσεών μου στο τοπικό πλαίσιο - κάτι λίγο σαν το κούτελο δηλαδή. Παραπλήσιο, από την άλλη, είναι το νόημα των φράσεων σε βορρά και νότο, επειδή είτε ΟΦΗτζής είτε ΠΑΟΚτζής, το να το δηλώνεις έχει τον ηρωισμό του μη ξεπουλήματος στο ΠΟΚ. Αλλά κυρίως, επειδή είτε επικαλείσαι τη σχέση σου με τον ΠΑΟΚ ως ψυχική εφεδρεία, είτε επικαλείσαι τη σχέση σου με τον ΟΦΗ ως απόδειξη αξιοπιστίας, και στις δυο περιπτώσεις επικαλείσαι την ομάδα ως έσχατη καταφυγή, μοναδική και απαράγραπτη, σε καταστάσεις που ή αν είσαι άνθρωπος για τον οποίο γενικά η ψυχική αντοχή και η τιμή είναι πρόβλημα.

Φιλαράκι, δε σε παίζω(2), εγώ' μαι ΟΦΗτζής!


(1) Ομιλήτης=επίσημο προσωνύμιο των οπαδών του ΟΦΗ.

(2) παίζω = κοροϊδεύω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επωφελούμενοι μάλλον από την παραπάνω παράφραση, οι οπαδοί της εν λόγω ομάδας υποστηρίζουν ενίοτε ότι ΜΠΑΟΚ= Μέγας Πανθεσσαλονίκιος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών.

- Γιατί λες ότι είσαι ΜΠΑΟΚ και όχι ΠΑΟΚ;
- Γιατί είμαστε ΜΕΓΑΣ Πανθεσσαλονίκιος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών!!!

Ζμπαουγκτζής (από allivegp, 03/02/12)(από Khan, 12/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πελέ (άκλιτο)

  1. τα αρχίδια στα καλιαρντά, αλλά και στα γιαννιώτικα, όπου επιπλέον, κάπως γενικότερα, τα αντρικά γεννητικά όργανα, τα αχαμνά.
    Υπάρχει και το Σερραίικο «πελιέ».

Όσο για την ετυμολογία:
Α. Όπως αναφέρει ο poniroskylo στην εδώ λίστα με τις επιρροές της ρομανί στα καλιαρντά (ανεβασμένη στις 13/11/10 – απόρησα που ακόμα έλλειπε το λήμμα, εξού και ένα stimulus) ο Ηλίας Πετρόπουλος στα Καλιαρντά ετυμολογεί ως εξής:
πελέ, το = όρχις, νεότερος παραπλανητικός τύπος του μπελέ. (Η.Π. 1971) πελέ μάλλον από το τσιγγάνικο pelo (=όρχις). (Η.Π. 1980)
< pelo = αρχίδι, pele = αρχίδια (πληθ.) (sic απ’ την εδώ λίστα του poniroskylo)

[Σημειώνω πως στην έκδοση του Νοεμβρίου του 2010 (ο Πετρόπουλος πέθανε το 2003) σημειώνεται σαν διόρθωση πως:
πελέ, μάλλον από το τσιγγάνικο pelo (=όρχις), χωρίς τίποτε άλλο -και
δίνονται επιπλέον σαν συνώνυμα τα (βλ. και σχ. του aias.ath):
μπελέ (το οποίο δεν το ετυμολογεί αλλά εικάζει σαν παραπλανητικό όρο του «μπαλά»), φλοκοντορβάρες (τώρα γιατί όχι «φλοκοντορβάδες» απ’ το τούρκικο «torba» που έδωσε το «ντορβάς» που εννοιολογικά ταιριάζει γάντι· δεν ξέρω) και μπαλά (που εικάζει πως προέρχεται από το «μπάλα»· (κι αυτό απ’ το ιταλικό «balla») εξάλλου είναι κατανοητότατο απ’ όλους το «μπαλάκια» που είναι... δίπλα (νταξ μάγκικα)· ακόμη κι αν θεωρηθεί εμπνευσμένο απ’ τ’ αγγλικό «balls»].

Το λεξικό της Ρομανί του Ε.Ε.Κ.Α.Α.Ε. δίνει χωρίς ετυμολογία:
«πελό»: όρχις, με πληθυντικό «πελέ», υποκοριστικό «πελορό» και ομόηχο «έπεσε».
Επιπλέον, για τον πληθυντικό «πελέ»: αχαμνά και ομόηχο «έπεσαν», «πέσανε»,
δίνοντας το παράδειγμα: «χαλά εκ τεκμάβα κάι πε πελέ»: έφαγε μια κλοτσιά στα αχαμνά του.

Επειδή δεν υπάρχει μια Ρομανί αλλά πολλές (και επειδή έχουν επηρεαστεί από τις γλώσσες των γύρω), τα «πελό -πελέ» (pelo – pele) τα βρήκα ακέραια στις: Ανατολικής Σλοβακίας, Ουαλική, Bugurdži (Σέρβικη, Μαυροβουνίου), Gurbet (Σέρβικη), Gurvari, Hungarian Vend (Ουγγρικές), Κοσοβάρικη Arli, (ευρέως) Μακεδονίτικη Džambazi, Burgenland (Αυστριακή), Dolenjski (Κροατική), Kalderaš, Lovara (Ρουμάνικες αλλά και αλλού), Prekmurski (Σλοβενική), Sepečides (Βολιώτικη και Σμυρναίικη), Sinte (Γερμανόφωνες περιοχές), Ursari (Ρουμάνικη), Sofia Erli (Βουλγάρικη) και με μικροπαραλλαγές στις Βόρειας Ρωσίας και Λιθουανίας(σαν pêlo), Κριμαίας (σαν penlo), Λατβίας (σαν pelò) και Romungro (γύρω απ’ τα Καρπάθια σαν peele) –οι περιοχές αναφέρονται ενδεικτικά, μια και καθεμιά απ’ τις Ρομανί είναι άλλη λιγότερο κι άλλη πολύ περισσότερο εξαπλωμένες κι αλλαχού.

Β. Όμως οι Γιαννιώτες το χρησιμοποιούν κάργα, όπως το «αρχίδια», σαν τοπικό ιδιωματισμό. Δεν γνωρίζω αν το πήραν από τους ομιλούντες τη ρομανί ή το αντίστροφο (το θεωρώ ελάχιστα πιθανό –εξού και το βασικότερο stimulus). Όμως, λόγω … Αλή πασά, έψαξα και βρήκα το (πολύ κοντινό στο «μπελέ») πολυσήμαντο τούρκικο «bel» που, εκτός από τα ανατομικά «μέση», «λαγόνια», περιοχή νεφρών, σημαίνει και «αχαμνά», «σπέρμα», «σπερματικό υγρό» κ.ά..

Τώρα αν η λέξη της Ρομανί έχει ετυμολογία τούρκικη ή το αντίστροφο ή και οι δυο τους μια άλλη, δεν το ξέρω, ούτε το υπονοώ, ούτε το αποκλείω. Δεν είμαι ο ειδικότερος για να αποφανθώ και διατηρώ (για όλα) κάθε επιφύλαξη. Κάνω απλώς μια πρόταση που αν ο (γνώστης της τουρκικής) Πετρόπουλος δεν ανέφερε το «μπελέ», δεν θα μου περνούσε απ’ το φτωχό μυαλό μου (άσε που συχνότατα το –π αρέσκεται ν’ αλλάζει με το –μπ).

  1. Όσο για τον άλλο ορισμό· (αν και δε την κόβω για αρκούντως σλαγκική την παρομοίωση με τον μέγα Πελέ) θεωρώ πως λείπει η αναφορά (εξού και το τελευταίο stimulus) στην αξιοσέβαστη dona Celeste Arantes, στην οποία αναφέρονται πλείστοι όσοι ποδοσφαιρόφιλοι (κι όχι μόνο) με τη φράση:
    «Θα κλάψει η μάνα του Πελέ» (παρόμοιο με το «θα κλάψουνε μανούλες»), όταν θέλουν να δηλώσουν πως «θα γίνει χαμός / θρήνος / κλαυθμός και οδυρμός», επειδή κάποια ομάδα θα υποστεί δεινή ήττα σε σημείο απόλυτης ξεφτίλας (ενίοτε υπονοείται αναπάντεχα) / θα τον πιεί.

Πάντως, πιστεύω πως η εν λόγω μάνα μάλλον μοιάζει τη μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ οπότε και εξού.

1.α. - Οι επιθέσεις πιστεύω ότι θ' αρχίσουν μόλις δουν να φτιάχνουμε ένα υποτυπώδες στράτευμα...τώρα μόνο από χαλβάδες «κινδυνεύουμε»...σαν αυτόν που επιτέθηκε στο Ναύαρχο με 40 στρατιώτες για να πάρει 20 μονάδες σίδερο και τα πελέ του Ναύαρχου!!! (Μιλούν για διαδικτυακό παιχνίδι).
- Ε βρε Bull με τα πελέ σου! ….Bull άσχετο. Τον Κιάσσο τον βρίζετε ακόμα η ηρέμησαν τα πράγματα;
- Ποιόν;;;;;; Δεν υπάρχει παίκτης μ' αυτό το όνομα στον ΠΑΣ!!!!!!!!! όσο για τα πελέ...έτσι τα λέμε εμείς εδώ για να μην είμαστε χυδαίοι...
- Και εδώ (Σέρρες) ψιλοχρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη αλλά όχι συχνά. Αν και το λέμε πελιέ. Να ακούγεται λίγο πιο χωριάτικο…

1.β. …- Στην όλη φάση του Άρη μου άρεσε που πήγε στην κερκίδα με τα παγανέλια και έδειχνε τα πελέ του, μακάρι σε αυτό το τσαμπουκά που κουβαλάει να τον ακολουθήσουν και άλλοι.
- Ναι ρε παιδιά, τους έδειξε τα πελέ του αλλά και εμείς θα μπορούσαμε να κερδίσουμε αν παίζαμε 11 εναντίον 11. Οπότε πήραμε και εμείς τα πελέ μας...

1.γ.
…-Την κακολόγησες τόσο πολύ την Αθήνα α…., που αυτή θα σ' εκδικείται, να ξερς. Σ' λέει... δε σε αρεγε εδώ τόσο καιρό ε, αϊ σύρε τώρα εκεί, πότε ολόκληρος να μουλιάζεις και πότε τα πελέ σ να ξεπαγιάζεις
-Τ ο κρύο μ' αρέει ορέ... Φοράς ό,τι θες παραπάν και τα πελέ τα ζεσταίνσ.....
- Ικιόν τον καύσωνα δε μπόρεγα, ...τα πελέ ς τότε....δεν έχς πως να τα στραγγάς απ’ τον ίδρωτ…

(όλα απ’ το δίχτυ και ενδεικτικώς γιαννιώτικα)

2.α. …Όσο ο ίδιος ο Έντι Γκόρμλεϊ δεν ξέρει τι θα δει μέσα στο γήπεδο από την ομάδα του, τόσο θα πηγαίνει στα τυφλά η Μπρέι και θα γίνει καμιά κηδεία ολκής που θα κλάψει η μάνα του Πελέ…

2.β. Έχω παρατηρήσει ότι το σε διαφορετικές ώρες κατα την διάρκεια της ημέρας τρέχει καλύτερα η σύνδεση. Γενικά κλαίει η μάνα του Pele με τις ταχύτητες !!!...

2.γ.
- Δεν θέλω να μιλήσω γιατί θα γίνεται ρόμπα περί βοήθεια διαιτησίας. Απλά θυμήσου το 2005 το πέναλτι που κέρδισε ο Παπαδόπουλος μέσα στο Καραϊσκάκη που έκλαιγε η μάνα του Πελέ μετά από αυτό…

2.δ. - Ο Σεφτσένκο έκλαιγε μετά, λολ - Και η μάνα του Πελέ έκλαιγε με αυτά που έβλεπε!!...(αναφέρονται στον αγώνα ποδοσφαίρου Oυκρανία - Ελλάδα 0-1 που η Ελλάδα προκρίθηκε στο Μουντιάλ)»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Ο Pele κι η μάνα του (Για να ξέρουμε για ποια μιλάμε) (από sstteffannoss, 07/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, οι λάσπες στα ποντιακά.

Στην Θεσσαλονίκη, τσαμούρια αποκαλούνται οι οπαδοί του Απόλλωνα Καλαμαριάς από τους υπολοίπους, δηλαδή από τους γύφτους, τα σκουλήκια και τις γριές.

Το παρατσούκλι προέκυψε από το γεγονός ότι εκείνα τα χρόνια (πάλι καρφώθηκα...) η Καλαμαριά ήταν εκτός Θεσσαλονίκης, και ως εξοχή ήταν τίγκα στη λάσπη. Επειδή στην Καλαμαριά ήταν και είναι τόπος που κατ' εξοχήν πήγαν κι έμειναν οι πρόσφυγες από τον Πόντο, αντί να λέμε τους οπαδούς της τοπικής ομάδας «λασπούρια», τους λέμε τσαμούρια. αατα

- Ου βρωμοσκούληκο! Σκουλήκια βρωμερά που ζείτε μες στο χώμα...
- Άι ρε σκατόγυφτε...
- Καλά ρε,τι κάφροι είστε... Είναι επίπεδο αυτό;
- Ρε, ρε... Μιλάν' όλοι, μιλάν' κι οι κώλοι. Ρε τσαμούρι, εσύ από τις μεγάλες ομάδες, τι είσαι;

Το γηπεδο του Απολλωνα οταν φτιαχνοταν - ποοοοολλη λασπη ρε παιδακι μου... (από acg, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified