Το μυρμήγκι. Στην Κρήτη.
- ...ήταν μια φορά κι έναν καιρό, ένας τζίτζικας και ένα μελιγκούνι...
Το μυρμήγκι. Στην Κρήτη.
- ...ήταν μια φορά κι έναν καιρό, ένας τζίτζικας και ένα μελιγκούνι...
Got a better definition? Add it!
Πέρα από συνώνυμο του γκαντέμη, στην Κρήτη χρησιμοποιείται και με την έννοια του απεριποίητου, του βρώμικου, του ακατάστατου.
- Δες μαύρα που είναι τα νύχια σου. Πήγαινε να τα κόψεις ρε γρουσούζη.
Got a better definition? Add it!
Πήγαινε. Προστακτική του ρήματος πηγαίνω. Συναντάται στην Κρήτη.
Άμε στο καλό.
Άμε στο διάολο.
Άμε να δεις αν έρχομαι.
Got a better definition? Add it!
Ο συντομότερος δρόμος. Συνήθως λέγονται οι δρόμοι που δεν πολυφαίνονται, πιο κακοτράχαλοι, αλλά που καταλήγουν στον προορισμό πιο σύντομα. Μες στην πόλη ίσως το ακούσεις και ως καβατζόστενο, στενό μέσω του οποίου παρακάμπτεται η κυκλοφορία των κύριων οδών.
Προέλευση από Κρήτη.
- Μαλάκα πού να τρέχουμε τώρα μέχρι εκεί; Θα μας πάρει μισή ώρα.
- Άσε ρε... ξέρω κονταρίδα τρελή σου λέω. Σε 10 λεπτά θα 'μαστε εκεί.
Έχω τερματίσει όλες τις πίστες στο Colin Mcrae. Τις ξέρω όλες απ' έξω ρε... Στροφές, πετάγματα... Κονταρίδες... Όλα...
Got a better definition? Add it!
Ο μαλάκας στην Καρπενησιώτικη διάλεκτο. Απαντάται σε ολόκληρο τον νομό Ευρυτανίας με αυξητική τάση στον πληθυσμό του.
Αϊα!! Πάλι μέθυσε ο βροντάρας!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Το πέσιμο κάτω. Συνήθως από γλίστρημα. Συναντάται στην Κρήτη.
- Τι έπαθες ρε; Πώς είσαι έτσι; Έπεσες;
- Ήταν κάτι γαμημένα λάδια στο δρόμο ρε. Ε, και έφαγα μια φέτα...
Got a better definition? Add it!
Το πέσιμο. Συνήθως από γλίστρημα ή σε ατύχημα. Συναντάται στην Β. Ελλάδα. Λέγεται και σαβούρντα ή σαβούρα στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Έτρεχε ο μαλάκας και πατάει το κορδόνι του και τρώει μια σαβούρτα...
Πτώσεις: μπίστος, σαβούρδα, σαβούρτα, σαβούρντα, σαβούρα, σάρα, σούπα, στρόφι.
Got a better definition? Add it!
Ο,τιδήποτε είναι ακριβό. Συναντάται στην Κρήτη.
- Πόσο το πήρες ρε το κινητό;
- 400 ευρώ.
- Λάμπα, μαλάκα..
- Ε ναι, αλλά το είχα ανάγκη...
- ... Και ζητάμε το λογαριασμό και μας καθίζει τη λάμπα...
- Ε ναι ρε, σ' το 'χα πει, το μαγαζί είναι για να πηγαίνεις μόνο αν είναι να σε κεράσουν.
- Πόσο κάνει αυτό αδερφέ;
- 12 ευρώ.
- Πολύ λάμπα αδερφάκι μου.
Got a better definition? Add it!
Κατουράω στα Κρητικά.
Συνηρημένο. Χρησιμοποιείται συνήθως από τα παιδάκια αλλά όχι απαραίτητα. Αλησμόνητη η ερώτηση προς τη δασκάλα στα κρητικά δημοτικά σχολεία: «Κυρία, κυρία! Να πάω να τσιρήσω;»
Το αποτέλεσμα του τσιράω λέγεται χαϊδευτικά τσιρί.
- Κάνε λίγο στην άκρη να τσιρήσω.
- Εδώ στην εθνική;
- Ε τι να κάνω; Αφού γέμισε το ποτηράκι από το προηγούμενο τσιρί μου.
- Μαλάκα μόλις μπω σπίτι θα τσιρήηηηηησωωωωω...
Got a better definition? Add it!
Κυπριακή φράση που σημαίνει «χεστήκαμε και τα λερώσαμε». Στη μαρτυρική Μεγαλόνησο το λένε όταν μένουμε άκαρποι μετά από μια προσπάθεια που κάναμε.
- Ίντα νέα ρε; Εγάμησες την μιτσιά, οξά ακόμα;
- Όι, γαμά την άλλος τώρα. Εσιέσαμε τσιε γκρίσαμε.
Got a better definition? Add it!