Further tags

τραβάγια (η): κρητιστί = ο μπελάς.

Βάζω τραβάγια σε κάποιον = του ανοίγω δουλειές, του βάζω μπελάδες, τον βάζω σε περιπέτειες, τον φορτώνω, τον χώνω.

Από το γαλλικό travail.

Δείτε πιο πολλά εδώ.

Ασίστ: nick, βεβαίως βεβαίως.

- Να πα να πεις του Μαθιού ότι εγώ δεν είπα πράμα για τη Βαγγελιά.
- Μη μου βάνεις τραβάγιες. Δεν πάω ποθές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καπνά δευτέρας διαλογής. Τοπικός ιδιωματισμός από Δράμα, λέξη υπαρκτή μέχρι την δεκαετία του '60. Πιθανόν να μην απαντά πλέον.

Προφανώς από το λατινογενές ρήμα refuser.

Μακσούλι (;) λεγόταν τα καπνά πρώτης διαλογής.

Πολύ ρεφούζι είχε η σοδειά φέτος, και δε θα μας μείνει τίποτα στην τσέπη.

Βλ. και μαξούλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαβαλές, στη Φλώρινα. Με το λήμμα χαρακτηρίζονται γενικά καταστάσεις που προκαλούν ευχάριστα συναισθήματα, γέλιο. Κάποτε το λήμμα συναντάται και στη φράση «ντάγκαρ' μάγκαρ'» που σημαίνει ατημέλητα, χάλια, χωρίς οργάνωση.

  1. - Πώς περάσατε στο χορό;
    - Φοβερά! Κάναμε ντάγκαρα.

  2. - Είδατε τον αγώνα ρε;
    - Άσε, τι να δούμε; Ντάγκαρ' μάγκαρ ήτανε το γήπεδο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέλευση: στρίψε (το) τίποτα => (ανάποδα) ψεστρί το ποτατί.

Η φράση χρησιμοποιείται όταν κάποιος ζητάει σε ένα άλλο άτομο να στρίψει ένα τσιγάρο κάνναβης.

Η φράση αυτή έχει δημιουργηθεί από παράφραση λέξεων ηπειρωτικής διαλέκτου.

- ΕΕΕ! Ψεστρί το ποτατί.
- Μα πάλι ρε μαλάκα;
- Τι πάλι ρε; Πριν μισή ώρα ξανάπιαμε. Άιντε ξεκίνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καυλί ή γκαβλί στα Κοζανίτικα-Σούρδικα.

Νικόλας Άσιμος (Κοζανίτης) : «Το δικό μου το γκαφλί είναι από άλλο μαγαζί ...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ντελιβεράς, διανομέας, σε πόλεις της Βορείου Ελλάδας. Επειδή φέρνει το φαγητό πακέτο. Εξ ου και οι αγγελίες ή χαρτιά σε τζαμαρίες καταστημάτων ταχυφαγείων, «ζητείται πακετάς».

- Πω ρε μαλάκα, με έχει κόψει λόρδα, πού είναι ο πακετάς χάθηκε;
- Ο ΠΟΙΟΣ;
- Ο ντελιβεράς ρε χαμουτζή!

Πακετού που το \'χει όλο το πακέτο (από sstteffannoss, 04/05/11)

Βλ. και πιτσαφέρτας, πιτσαράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σα να λέμε φτυσ' τα μπούτια σου, πού πα ρε Καραμήτρο κ.ο.κ. Θυμίζει λίγο από σενάριο ξανθοπουλέικο κι άμα το καλοσκεφτείς, τον καιρό που φορμαρίστηκε η έκφραση, που οι δάσκαλοι πληρώνονταν τρεις κι εξήντα, χωρίς μαύρα λεφτά και ιδιαίτερα, λογικά με καμιά φτωχιά θα στήνανε τσαρδί.

Ο χρήστης -συνήθως ταβλαδόρος- είναι φουλ έξτρα κάργα ειρωνικός απέναντι στον δέκτη που δε λέει να καταλάβει ότι το παίγνιο ή και η παρτίς η ίδια εχάθη κι αυτός εξακολουθεί να παθιάζεται και να ζητάει ζάρι.

Επιβάλλεται επίσκεψη στο Νέο Μοναστήρι για να τα ακούσεις απ’ την πηγή και ειδικά από τους Πρόσφυγες Ανατολικής Ρωμυλίας.

- Έλα μια μαύρες (εξάρες, όλα μαύρα) ρε κωλόζαρο... μας ξέσκισες σήμερα!
- Τι τς θες; χαμένο το ’χεις...
- Έτσι, για να γυρίσει λιγούλι και να σε μάθω τάβλι..
- Κι ένας δάσκαλος θυμάσαι τι έκανε... αγάπησε μια φτωχιά...
- Καλάαααα...
-. ..και την πήρε. Φάνη στο 'χω ξαναπεί: άσ' το τάβλι για τους πελάτες και πιάσε δυο ουζάκια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρούκουνα, στην Κρήτη, λέμε την γωνιά του πετρόκτιστου σπιτιού ή του πετρόκτιστου τραφου, που είναι τα ποιο γερό σημείο του κτίσματος. Από τα παλιά κτίρια, που με τον καιρό έχουν πέσει, μένει όρθια μόνο η γωνιά, δηλαδή ο ρούκουνας.

Σαν το ρούκουνα στέκει !!!!! Οντονε δεν κουνεί!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση θαυμασμού και ικανοποίησης, ιδιαίτερα διαδεδομένη στη Λάρισα.

- Θα βγω ραντεβού με την Άντζι σήμερα!
- Ναι ρε βλάχο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό μόριο, η ψωλή στην κυπριακή διάλεκτο.

- Άντε μην απλώσω την βιλάρα μου και γίνει χαμός τώρα!
- Σιγά εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified